Σε ιστότοπο του βιβλίου δημοσιεύθηκαν, αμέσως μετά το φεστιβάλ βιβλίου Θεσσαλονίκης του 2025, εντυπώσεις, μεταξύ των οποίων υπήρχε και το απόσπασμα που ακολουθεί. Το συνόδευε μια φωτογραφία μου από τον εκθεσιακό χώρο. Εν αγνοία μου, φυσικά.
«Στα μείον, η μεγαλειώδης παρουσία των εκδόσεων με εκκλησιαστικά και θρησκευτικά βιβλία, βίους αγίων κλπ. και οι ανάλογες εκδηλώσεις με ιερείς που δεν συνάδουν ιδιαίτερα με το ύφος της έκθεσης – και δεν αναφέρομαι σε ζητήματα πίστης. Όπως νιώθω περίεργα όποτε βλέπω νέους ανθρώπους να σταυροκοπιούνται όποτε περνάνε από εκκλησίες, έτσι δεν θα σταματήσει ποτέ να μέ εντυπωσιάζει η κοσμοσυρροή σε ένα θρησκευτικό περίπτερο και μάλιστα 60 τετραγωνικών! Είχα καιρό να δω τόσους ρασοφόρους με μικρόφωνα και κυρίως, τόσο αφοσιωμένο κοινό».
Η δημοσιογράφος ισχυρίζεται πως η παρουσία ιερέων δεν συνάδει με το ύφος της έκθεσης, αγνοώντας ότι εκατοντάδες κληρικοί είναι συγγραφείς. Προφανώς θα ήταν πολύ να προσδοκούμε να γνωρίζει ότι ελληνικά θεολογικά βιβλία μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες.
Σε εποχές που η «συμπεριληπτικότητα» έχει αναγορευθή σε όρο-φετίχ, εκφράζονται απροκάλυπτα απόψεις που θα επιθυμούσαν να μην έβλεπαν κάποια κατηγορία συμπολιτών μας σε μια τέτοια έκθεση-γιορτή! Είναι φανερό ότι τα δημοκρατικά ιδεώδη της ισότητας εφαρμόζονται σε επιλεκτικές περιπτώσεις μόνο, ανάλογα με τις συμπάθειες του γράφοντος.
Γράφτηκε επίσης σε άλλο βιβλιοφιλικό ιστότοπο: «Για πολλούς, η εικόνα με τους ρασοφόρους να δεσπόζουν στο κέντρο της έκθεσης θυμίζει χώρες με τις οποίες δεν μάς αρέσει να συγκρινόμαστε (και σωστά)».
Εύλογα θα διερωτάτο κανείς στα πόσα μέτρα απόσταση ένας κληρικός καθίσταται ακίνδυνος, ή από ποιον αριθμό και κάτω η συγκέντρωσή τους δεν εμπνέει ανησυχία.
Κοινή αίσθηση αμφότερων των σχολίων: οι ιερωμένοι δεν ταιριάζουν σε ένα χώρο βιβλίου. Τούς ενόχλησε μάλιστα που, όταν κληρικοί ήταν ομιλητές, ο κόσμος παρακολουθούσε με προσήλωση.
Ελάχιστες μέρες μετά υπήρξε και δεύτερο κρούσμα. Τό αντιλήφθηκα μόνο επειδή αφορούσε πάλι σ’ εμένα. Ειδησεογραφικός ιστότοπος έγραψε:
«Όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού αποφασίζει να τιμήσει την Διεθνή Ημέρα Οικογένειας, δεν καλεί κοινωνιολόγο ή έστω κάποιον ειδικό σε θέματα οικογενειακής πολιτικής. Καλεί… παπά!
Συγκεκριμένα, κάλεσε ως κεντρικό ομιλητή έναν ιερέα, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και παιδοψυχίατρο, για να αναλύσει το ‘πού βρισκόμαστε και πού θέλουμε να πάμε’ ως οικογένεια. Αναρωτιόμαστε αν αυτό σηματοδοτεί και τη νέα αντίληψη του ΓΕΣ για τις οικογενειακές ανάγκες των στελεχών. Αντί για έμφαση στη μέριμνα, την αύξηση των παροχών, τη στήριξη των οικογενειών στις μεταθέσεις και τα μέτρα για τα παιδιά των στρατιωτικών, επιλέγει να τούς παράσχει πνευματική καθοδήγηση και… μετάνοια. Αν συνεχίσει έτσι το Επιτελείο, δεν αποκλείεται την επόμενη χρονιά να καλέσει και εξομολόγο για να ‘καθαρίσει’ τα προβλήματα στέγασης και μισθολογίου. Άλλωστε, όταν δεν έχεις πολιτική, επικαλείσαι την πίστη».
Σε εποχές που η «συμπεριληπτικότητα» έχει αναγορευθή σε όρο-φετίχ, εκφράζονται απροκάλυπτα απόψεις που θα επιθυμούσαν να μην έβλεπαν κάποια κατηγορία συμπολιτών μας σε μια τέτοια έκθεση-γιορτή! Είναι φανερό ότι τα δημοκρατικά ιδεώδη της ισότητας εφαρμόζονται σε επιλεκτικές περιπτώσεις μόνο, ανάλογα με τις συμπάθειες του γράφοντος.
Στις αναγραφόμενες στο δελτίο τύπου ιδιότητές μου περιλαμβανόταν και του πανεπιστημιακού, αλλά ο ιστότοπος τήν παρέλειψε. Επίσης δεν διανοήθηκε να σκεφθή ότι, κάποιος που βλέπει οικογένειες επαγγελματικά επί σαράντα χρόνια, ίσως να έχει να καταθέσει κάτι χρήσιμο γι’ αυτές. Και εδώ κυριαρχούσε η σιγουριά ότι ακόμη και ένας ειδικός δεν δικαιούται να ομιλεί δημόσια για το θέμα του αν συμβαίνει να είναι και κληρικός.
Μάς λένε κάτι αυτές οι αναρτήσεις; Προφανώς αναδίδουν προκατάληψη, ή και εχθρότητα. Αν, στη συνέχεια, συνδυασθούν με πληθώρα επιθετικών σχολίων προς κληρικούς τα οποία παρατηρούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κάτω από δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου, συναπαρτίζουν την ζοφερή εικόνα του αντικληρικαλισμού στη χώρα μας.
Στο βιβλίο μου «Πώς επιδιορθώνεται μια χώρα;» είχα ασχοληθή με το φαινόμενο, το οποίο όμως δεν παύει να μέ εντυπωσιάζει με την διάδοσή του και την σφοδρότητά του. Υποκειμενική μου αίσθηση είναι πως η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης ως προς τα αντικληρικαλιστικά αισθήματα, ίσως μαζί με την Ισπανία. Οπωσδήποτε απαιτούνται έρευνες για να μάς δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία.
Μπορούμε λοιπόν, να επιχειρήσουμε κάποιες ερμηνείες. Κατ’ αρχήν, έχουμε την δικτατορία που υπήρξε καθοριστικός παράγοντας. Η συνεργασία της διοικούσης Εκκλησίας μαζί της, σε συνδυασμό με την μεταπολιτευτική κυριαρχία του αριστερού λόγου, γέννησε μια απέχθεια προς τον κλήρο ως φορέα εξουσίας. Για πολλούς ταυτίστηκε συνειρμικά με τη δειλία, την ανελευθερία, το συμφέρον.
Κατόπιν, καλό είναι να μην υποτιμούμε τον φθόνο που ενδημεί στον τόπο μας. Καθώς οι κληρικοί μισθοδοτούνται από το κράτος συγκεντρώνουν πάνω τους αρνητική φόρτιση εκ μέρους όσων τούς θεωρούν περιττούς, ή και επιζήμιους. Η εύκολη κοινωνική ανέλιξη μέσω του κλήρου, το γεγονός ότι (δυστυχώς) κάποιος ακατάλληλος ή καριερίστας σιτίζεται ισοβίως με δημόσια δαπάνη επειδή έτσι αποφάσισε ένα άτομο (ο επίσκοπος) – και συχνά φθάνει να διαβιώνει με πολυτέλεια αν φθάσει στην αρχιερωσύνη – εννοείται ότι δεν βοηθά καθόλου.
Στη συνέχεια, η μερίδα εκείνη των πανεπιστημιακών και λογίων που τροφοδοτείται από τον διαφωτισμό έχει λόγους να απεχθάνεται εκείνη την επαγγελματική ομάδα που κινείται με εργαλείο τον ανορθολογισμό. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε – από τη μια, υπάρχει απύθμενη άγνοια των ορθολογιστών και εκσυγχρονιστών σχετικά με τις σύγχρονες θεολογικές εξελίξεις (αλλά και με την ιστορία, αφού στελέχη του ελληνικού διαφωτισμού υπήρξαν και κληρικοί), καθώς και κακόπιστη προκατάληψη. Εργάζονται με προκατασκευασμένα γνωστικά σχήματα τα οποία διέπονται από εχθρούς-καρικατούρες. Από την άλλη, είναι δικαιολογημένη η αγανάκτησή τους όταν δημοσίως εμφανίζεται από τα χείλη κληρικών λόγος όντως μισαλλόδοξος, φοβικός, σκοταδιστικός, οπισθοδρομικός.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο χαμένος χρόνος δεν επιστρέφει. Αντί να εργάζεται μεθοδικά και με στρατηγική για να άρει τις προκαταλήψεις, η ελλαδική Εκκλησία καθημερινά σκάβει όλο και βαθύτερη την τάφρο που τήν χωρίζει από την κοινωνία. Αγνοούμε σε ποιο τοπίο θα ξημερώσουμε με αυτή την τακτική, δεν θα είναι όμως παράξενο να βρεθούμε σε κατάσταση που θα επιβάλλει «επανίδρυση» της Εκκλησίας! Όχι ως θεανθρώπινου Σώματος, αλλά ως της μορφής του στις συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες.
Τέλος, την ταφόπλακα τοποθετεί η συνεχώς αποφευκτική και αρνητική στάση του εκκλησιαστικού οργανισμού απέναντι στην διανόηση και εν γένει στην ελληνική κοινωνία. Μοιάζει σαν οι κληρικοί μας να είναι ευχαριστημένοι με όσους συχνάζουν στους ναούς και τούς σέβονται, αυταπατώνται δε ότι έχουν την συμπάθεια της κοινωνίας. Τίποτε στην συμπεριφορά τους δεν μαρτυρεί ότι νοιάζονται να διευρύνουν την επιρροή της Εκκλησίας στην κοινωνία, να καταλάβουν τις ανησυχίες των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, να αισθανθούν τις νοοτροπίες της μεταμοντέρνας νέας γενιάς, να ψηλαφήσουν τις ευαισθησίες του μέσου πολίτη. Αποφεύγεται η ώσμωση, εξέλιπε πνεύμα ιεραποστολής, επικρατεί εφησυχασμός νεκροταφείου. Η ελληνική κοινωνία έχει αντιληφθή πως η Εκκλησία τής έχει γυρίσει την πλάτη, ότι έχει ναρκωθή μέσα στην αυτάρκειά της. Και η ψυχολογία μάς έχει διδάξει πως η παραμέληση βιώνεται από τον ψυχισμό ως κακοποίηση. Απέναντι στον κακοποιητή, λοιπόν, αρμόζει οργή.
Ίσως να υπάρχουν και άλλες αιτίες. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο χαμένος χρόνος δεν επιστρέφει. Αντί να εργάζεται μεθοδικά και με στρατηγική για να άρει τις προκαταλήψεις, η ελλαδική Εκκλησία καθημερινά σκάβει όλο και βαθύτερη την τάφρο που τήν χωρίζει από την κοινωνία. Αγνοούμε σε ποιο τοπίο θα ξημερώσουμε με αυτή την τακτική, δεν θα είναι όμως παράξενο να βρεθούμε σε κατάσταση που θα επιβάλλει «επανίδρυση» της Εκκλησίας! Όχι ως θεανθρώπινου Σώματος, αλλά ως της μορφής του στις συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες.