Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ
Χρόνος Ανάγνωσης: 7 λεπτά

Ο αληθινός Μεσσίας και οι αληθινοί μαθητές του

Μια βιωματική ανάγνωση με αφορμή το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως (Μκ. 8:27-38)

Οι στίχοι του κατά Μάρκον Ευαγγελίου (8:27-38) σηματοδοτούν την ολοκλήρωση της δημόσιας δράσης του Ιησού στη Γαλιλαία και την έναρξη της πορείας του προς τα Ιεροσόλυμα και επομένως προς το Πάθος. Όχι τυχαία, ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Ιησούς ρωτάει τους μαθητές του σχετικά με τις φήμες που κυκλοφορούν γύρω από το πρόσωπό του (8:27), κυρίως όμως εστιάζει στο ποια είναι η δική τους γνώμη γι’ αυτόν (8:29α). Και ενώ γενικά οι άνθρωποι τον κατατάσσουν μεταξύ των προφητών (8:28), οι μαθητές διά στόματος του Πέτρου τον αναγνωρίζουν και τον ομολογούν ως τον Χριστό, δηλαδή τον αναμενόμενο Μεσσία (8:29β). Εδώ όμως προκύπτει για τον αναγνώστη του ευαγγελίου ένα καίριο ερώτημα: Τι ακριβώς σημαίνει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας και ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της ομολογίας;

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ρίξουμε μια ματιά στα όσα μόλις προηγουμένως έχει αφηγηθεί ο ευαγγελιστής. Στην αρχή του κεφαλαίου 8, ο Ιησούς προβαίνει για δεύτερη φορά σε έναν πολλαπλασιασμό άρτων και ιχθύων (8:1-9)· βλ. επίσης (6:34-46). Αργότερα, όταν οι μαθητές διαπλέουν μαζί του τη λίμνη της Γαλιλαίας, αρχίζουν να ανησυχούν για το ότι δεν έχουν μαζί τους τρόφιμα (8:14). Ο Ιησούς διαγιγνώσκει αυτήν την ανησυχία τους και τους επιπλήττει με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο λέγοντας:[1] «Γιατί σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε και δεν μπαίνετε στο νόημα; Τόσο πορωμένη είναι η καρδιά σας; Παρ᾽ όλο που έχετε μάτια δε βλέπετε και παρ᾽ όλο που έχετε αυτιά δεν ακούτε; Τίποτα δε θυμάστε; Όταν μοίρασα τα πέντε ψωμιά στους πέντε χιλιάδες ανθρώπους, πόσα κοφίνια μαζέψατε;… Όταν μοίρασα τα εφτά ψωμιά στους τέσσερις χιλιάδες, πόσα καλάθια μαζέψατε;… Ακόμη δεν καταλαβαίνετε;» (8:17-21). Αμέσως μετά ο Ιησούς φθάνει στη Βηθσαϊδά, όπου τον παρακαλούν να αγγίξει έναν τυφλό για να τον θεραπεύσει, πράγμα το οποίο και πράττει (8:22-26). Από την παραπάνω αλληλεπίδραση μεταξύ Ιησού και μαθητών προκύπτει ότι οι τελευταίοι, παρά τα όσα θαυμαστά έχουν δει από αυτόν, έχουν απέναντί του ακόμη πορωμένη καρδιά, τυφλά μάτια και βουλωμένα αυτιά. Από την άλλη πλευρά, η θεραπεία του τυφλού της Βηθσαϊδά φανερώνει ότι ο Ιησούς μπορεί να ανοίξει τα τυφλωμένα μάτια των ανθρώπων και να τους δώσει το φως τους, αρκεί να του το ζητήσουν με πίστη.

ο Πέτρος και μαζί με αυτόν και οι υπόλοιποι μαθητές, αλλά και όλοι οι Ιουδαίοι της εποχής, περιμένει έναν επίγειο Μεσσία· έναν Μεσσία ο οποίος θα ηγείτο της επανάστασης εναντίον των Ρωμαίων, θα τους κατατρόπωνε και τελικά θα αποκαθιστούσε το αρχαίο βασίλειο του Ισραήλ. Ο Ιησούς όμως δεν κηρύττει την έλευση ενός τέτοιου επίγειου βασιλείου, θεμελιωμένου στη βία και στο αίμα, αλλά της βασιλείας του Θεού· δεν είναι ο Μεσσίας που θα επαναστατήσει εναντίον των Ρωμαίων και θα τους εκδιώξει από τη Γη της Επαγγελίας, αλλά ο Μεσσίας που θα παραδοθεί εκουσίως στα χέρια των εχθρών του για να θανατωθεί από αυτούς.

Επιστρέφοντας μετά τη σύντομη αυτή αναδρομή στον προαναφερθέντα διάλογο του Ιησού με τους μαθητές του, τίθεται το ερώτημα εάν στο μεταξύ έχουν ενδεχομένως διανοιχθεί τα μάτια τους, ώστε να μπορούν πλέον να δουν καθαρά και να καταλάβουν ποιος πραγματικά είναι ο Ιησούς. Η απάντηση του Πέτρου ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, δηλαδή ο Μεσσίας, είναι ορθή, αφού και ο ίδιος ο Ιησούς αποδέχεται αυτόν τον τίτλο (8:30)· βλ. και (14:62). Φανερώνει μάλιστα και μια σημαντική εξέλιξη στην πίστη και την κατανόηση των μαθητών, οι οποίοι για πρώτη φορά στο ευαγγέλιο προβαίνουν σε μια τέτοια ομολογία.

Arcabas (Jean-Marie Pirot), La trahison de Judas, 1986

Όμως η εξέλιξη της διήγησης εκπλήσσει τον μη εξοικειωμένο με αυτήν αναγνώστη. Συγκεκριμένα, ο Ιησούς προλέγει με ξεκάθαρο τρόπο ότι, αφού φθάσει στα Ιεροσόλυμα, θα θανατωθεί (8:31-32α). Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Πέτρος αρχίζει να τον επιτιμά προσπαθώντας να τον αποτρέψει από το να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο (8:32β). Ο Ιησούς τότε τον διώχνει από μπροστά του λέγοντάς του ότι «δεν σκέφτεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά σύμφωνα με το θέλημα των ανθρώπων» (8:33). Όπως φαίνεται λοιπόν καθαρά στο σημείο αυτό, ο Πέτρος και μαζί με αυτόν και οι υπόλοιποι μαθητές, αλλά και όλοι οι Ιουδαίοι της εποχής, περιμένει έναν επίγειο Μεσσία· έναν Μεσσία ο οποίος θα ηγείτο της επανάστασης εναντίον των Ρωμαίων, θα τους κατατρόπωνε και τελικά θα αποκαθιστούσε το αρχαίο βασίλειο του Ισραήλ. Ο Ιησούς όμως δεν κηρύττει την έλευση ενός τέτοιου επίγειου βασιλείου, θεμελιωμένου στη βία και στο αίμα, αλλά της βασιλείας του Θεού· δεν είναι ο Μεσσίας που θα επαναστατήσει εναντίον των Ρωμαίων και θα τους εκδιώξει από τη Γη της Επαγγελίας, αλλά ο Μεσσίας που θα παραδοθεί εκουσίως στα χέρια των εχθρών του για να θανατωθεί από αυτούς. Η αραμαϊκή λέξη «σατανά», με την οποία ο Ιησούς χαρακτηρίζει εδώ τον Πέτρο, σημαίνει τον εχθρό, τον αντίπαλο. Ο Πέτρος στο σημείο αυτό λοιπόν από μαθητής του Ιησού μετατρέπεται σε αντίπαλό του.

ο Ιησούς διδάσκει ότι όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του τελικά θα τη χάσει. Ενώ όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη του ιδίου και του ευαγγελίου θα τη σώσει (8:35). Επομένως είναι σαφές το τι σημαίνει να σηκώνει κάποιος τον σταυρό του και να ακολουθεί τον Ιησού. Σημαίνει να τον ακολουθήσει για να πεθάνει τελικά και ο ίδιος μαζί του.

Αμέσως μετά το περιστατικό αυτό, ο Ιησούς απευθυνόμενος όχι μόνο στους μαθητές του, αλλά και στο πλήθος που τον ακολουθεί, εξηγεί ότι πραγματικός μαθητής του είναι αυτός που θα απαρνηθεί τον εαυτό του, θα σηκώσει τον σταυρό του και θα τον ακολουθήσει (8:34). Πρόκειται για την εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθέτηση έναντι αυτής του Πέτρου. Ομολογουμένως, ο Πέτρος θέλει εκ πρώτης όψεως κάτι καλό: να σώσει τη ζωή του διδασκάλου του και μαζί με αυτήν βέβαια και τη δική του ζωή. Όμως ο Ιησούς διδάσκει ότι όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του τελικά θα τη χάσει. Ενώ όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη του ιδίου και του ευαγγελίου θα τη σώσει (8:35). Επομένως είναι σαφές το τι σημαίνει να σηκώνει κάποιος τον σταυρό του και να ακολουθεί τον Ιησού. Σημαίνει να τον ακολουθήσει για να πεθάνει τελικά και ο ίδιος μαζί του.

Καθώς βρισκόμαστε στο μέσον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία μας οδηγεί και μας ωθεί στο να βιώσουμε βαθύτατα μέσα μας το μυστήριο της σταύρωσης του Χριστού, το κείμενο του κατά Μάρκον Ευαγγελίου που σχολιάσαμε παραπάνω προβληματίζει και σε υπαρξιακό επίπεδο. Τίθεται καταρχάς το ερώτημα σε όσους από μας ομολογούμε πίστη στον Ιησού Χριστό εάν όντως βλέπουμε, ακούμε και καταλαβαίνουμε. Πολλές φορές τείνουμε να θεωρούμε αυτονόητες τις ευεργεσίες του Θεού, τις μικρές και μεγάλες καθημερινές δωρεές, τα αναρίθμητα θαύματα. Έτσι, με την πρώτη δυσκολία αγωνιούμε και δυσπιστούμε, λησμονώντας τις αμέτρητες αποδείξεις της αγάπης του Θεού στη ζωή μας. Στον βαθμό που συμβαίνει αυτό, όντως ισχύει και για μας ό,τι και για τους μαθητές: έχοντας μάτια δεν βλέπουμε, έχοντας αυτιά δεν ακούμε, δεν θυμόμαστε και δεν καταλαβαίνουμε (8:18-21). Η μόνη μας ελπίδα να εξέλθουμε από μια τέτοια κατάσταση είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτός είναι που μπορεί να διανοίξει τους οφθαλμούς μας, όπως έκανε με τον τυφλό της Βηθσαϊδά (8:22-26), ώστε τελικά να μπορέσουμε να δούμε και να καταλάβουμε όντως ποιος πραγματικά είναι και τι κάνει για μας.

τι σημαίνει το να αναγνωρίζω τον Ιησού ως τον Μεσσία, δηλαδή ως τον βασιλιά και κύριο της ζωής μου; Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Χριστού σημαίνει το να τον ακολουθώ με πίστη όπου και αν με οδηγεί· να είμαι έτοιμος και πρόθυμος να αναθεωρήσω τις πεποιθήσεις μου, όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τη διδασκαλία και το θέλημά του· να απαρνηθώ ακόμη και αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ακολουθώντας τον ακόμη και μέχρι τον θάνατο και ομολογώντας με παρρησία την πίστη μου στην ερχόμενη βασιλεία του

Δεν είναι όμως εύκολο να αντιληφθούμε την πνευματική μας τυφλότητα και αντιστοίχως να ζητήσουμε τη βοήθεια του Χριστού, διότι μπορεί να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ήδη «βλέπουμε». Έτσι, μπορεί να είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι πιστεύουμε πραγματικά στον Χριστό, ότι τον κατανοούμε και τον ακολουθούμε, ότι εμπνεόμαστε από το υπόδειγμά του και φωτιζόμαστε από την παρουσία του στη ζωή μας. Αυτό ακριβώς όμως πίστευαν και οι μαθητές. Λεκτικά ο Πέτρος εκφράζει όντως την αληθινή πίστη, καθώς πράγματι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας (8:29). Αλλά τι σημαίνει το να αναγνωρίζω τον Ιησού ως τον Μεσσία, δηλαδή ως τον βασιλιά και κύριο της ζωής μου; Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Χριστού σημαίνει το να τον ακολουθώ με πίστη όπου και αν με οδηγεί· να είμαι έτοιμος και πρόθυμος να αναθεωρήσω τις πεποιθήσεις μου, όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τη διδασκαλία και το θέλημά του· να απαρνηθώ ακόμη και αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ακολουθώντας τον ακόμη και μέχρι τον θάνατο και ομολογώντας με παρρησία την πίστη μου στην ερχόμενη βασιλεία του. Σημαίνει τέλος, το να μην προσπαθώ να τον «σώσω», ώστε τελικά να περισώσω και τον εαυτό μου. Σημαίνει δηλαδή, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που κάνει ο Πέτρος, ο οποίος εκ πρώτης όψεως, όπως ήδη προαναφέραμε, προσπαθεί να κάνει κάτι καλό: να σώσει τον Ιησού από τον εαυτό του, από αυτήν την παράξενη, όπως του φαίνεται εκείνη τη στιγμή, παρόρμησή του να πορευθεί αμαχητί προς μια βέβαιη ήττα, προς έναν αναπότρεπτο θάνατο· και βέβαια σώζοντας τον Ιησού να σώσει και τον εαυτό του, αφού και ο ίδιος ανήκει στην παράταξη, όπως θεωρεί, του Ιησού, που απειλείται να ηττηθεί κατά κράτος. Ωστόσο το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο μας διδάσκει ότι ο πραγματικός μαθητής του Ιησού καλείται όχι μόνο να αφήσει τον Μεσσία και Κύριό του να πορευθεί προς τον σταυρό, αλλά να τον ακολουθήσει και ο ίδιος σηκώνοντας τον δικό του σταυρό και τελικά πεθαίνοντας μαζί του. Διαφορετικά δεν μπορεί να είναι μαθητής του.

Προφανώς σήμερα, στον τόπο μας τουλάχιστον, δεν αντιμετωπίζουμε την απειλή του θανάτου, όταν ομολογούμε έργω ή λόγω την πίστη μας στον Χριστό. Όμως υπάρχει και για μας, όπως και για τους μαθητές, ο κίνδυνος να θέλουμε να χωρέσουμε τον Χριστό στον δικό μας τρόπο σκέψης, να τον ερμηνεύσουμε επιλεκτικά με βάση τις δικές μας αρχές, αξίες, πεποιθήσεις και επιδιώξεις, να φαντασιωνόμαστε ότι αγωνιζόμαστε όχι για τον εαυτό μας, αλλά για να διασώσουμε τη γνήσια πίστη στο πρόσωπο και τη διδασκαλία του και βέβαια να απογοητευόμαστε, όταν εκείνος δεν φαίνεται να αναγνωρίζει έμπρακτα και να επευλογεί τις προσπάθειές μας.

να απαρνηθούμε, τις όποιες προσδοκίες ενός εγκόσμιου θριάμβου και να προσηλωθούμε σταθερά και απαρέγκλιτα στην αναμονή της ερχόμενης εσχατολογικής βασιλείας του, μιας βασιλείας όμως, της οποίας η πρόγευση αρχίζει ήδη από τον παρόντα κόσμο.

Όπως είδαμε ωστόσο, το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο παρουσιάζει μια άκρως διαφορετική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη θεόπνευστη μαρτυρία του, αν θέλουμε να είμαστε μαθητές του Χριστού, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε την τυφλότητά μας και να του ζητήσουμε να μας θεραπεύσει· να ευθυγραμμιστούμε προς τον δικό του νου και να εφαρμόσουμε στο ακέραιο τη δική του διδασκαλία στη ζωή μας· να δεχθούμε τις όποιες αντιξοότητες, τον όποιο σταυρό, μιμούμενοι εκείνον ο οποίος ήπιε εκούσια και μέχρι τέλους το ποτήρι του Πάθους· να απαρνηθούμε, τέλος, τις όποιες προσδοκίες ενός εγκόσμιου θριάμβου και να προσηλωθούμε σταθερά και απαρέγκλιτα στην αναμονή της ερχόμενης εσχατολογικής βασιλείας του, μιας βασιλείας όμως, της οποίας η πρόγευση αρχίζει ήδη από τον παρόντα κόσμο.


Ο Χρήστος Καρακόλης είναι Καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας και μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Εικαστικό θέμα: Arcabas (Jean-Marie Pirot), La trahison de Judas, 1986, Musée d’art sacré contemporain, Église Saint-Hugues de Chartreuse


[1] Τα αποσπάσματα του κατά Μάρκον Ευαγγελίου που χρησιμοποιούνται στο παρόν κείμενο έχουν ληφθεί από τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης υπό των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Ι. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη και Ι. Καραβιδόπουλου, εκδόσεως Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας.