Η ανθρώπινη φύση και η θεολογία του κατ’ εικόνα. Μια διαλεκτική σχέση;
Ακούστε το άρθρο:
Η συζήτηση για την ανθρωπολογία από τη σκοπιά της ορθόδοξης θεολογίας φαίνεται ως αναχρονισμός στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, όταν όλες οι μεγάλες αφηγήσεις και παραδόσεις αποδομήθηκαν και πέρασαν στο περιθώριο. Ωστόσο, στο νέο περιβάλλον του ερμηνευτικού σολιψισμού της μετανεωτερικότητας και της προσπάθειας υπέρβασης κάθε ορίου από την τεχνητή νοημοσύνη, καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε μια νέα ερμηνευτική θεώρηση της χριστιανικής ανθρωπολογίας, διακρίνοντας το θεμελιώδες και αμετάβλητο από κάθε ιστορικό και πολιτισμικό συγκείμενο.
Αν μια κύρια διαφορά, για παράδειγμα, μεταξύ της χριστιανικής και της αρχαιοελληνικής ανθρωπολογίας ήταν η φύση και ο χαρακτήρας της ψυχής, η μεγάλη πρόκληση της εποχής μας δια μέσου των σχετικών επιστημών (βιολογία, νευροεπιστήμες, ψυχολογία κ.ά.), είναι η ολοκληρωτική απόρριψη της ύπαρξης της ψυχής ή της συνείδησης, ως διακριτού ανθρωπολογικού παράγοντα από τη βιολογία του ανθρώπου, ικανού για μεταθανάτια επιβίωση. Η ανθρωπολογική αυτή θεώρηση συνιστά την κατάληξη μιας μακράς πορείας του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος στην αντιμετώπιση της φύσης γενικότερα.
Πράγματι, για το αρχαιοελληνικό πνεύμα η φύση δεν αποτελεί απλό υπόβαθρο του ανθρώπου, αλλά προβολή της θείας παρουσίας, μέσα από την πολυπλοκότητα, την αρμονία, την ομορφιά και τη λογικότητά της. Δια της φύσεως επικοινωνούν οι θεοί με τους ανθρώπους. Επομένως, αποτελεί χώρο υπερβατικής παρουσίας. Τα φυσικά φαινόμενα (βλάστηση, κεραυνός κ.ά.), είναι τρόποι έκφρασης θεοτήτων και η σύμφωνη με τη φύση ανθρώπινη ζωή και δράση, επιβραβεύεται από τους θεούς. Για την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις, ο κόσμος συνιστά μια ενότητα και αρμονία, που είτε αντανακλά τις Ιδέες, είτε κρύβει μέσα του την ολοκλήρωσή του (εντελέχεια), είτε οργανώνεται από τον λόγο. Όλα αυτά εκφράζονται από την έννοια της φύσεως. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης διακρίνει τη φύση από την τέχνη, μια διάκριση που πέρασε στη σχολαστική θεολογία και επηρέασε, μέχρι την Αναγέννηση, τη δυτική κουλτούρα.
Αν μια κύρια διαφορά, για παράδειγμα, μεταξύ της χριστιανικής και της αρχαιοελληνικής ανθρωπολογίας ήταν η φύση και ο χαρακτήρας της ψυχής, η μεγάλη πρόκληση της εποχής μας δια μέσου των σχετικών επιστημών (βιολογία, νευροεπιστήμες, ψυχολογία κ.ά.), είναι η ολοκληρωτική απόρριψη της ύπαρξης της ψυχής ή της συνείδησης, ως διακριτού ανθρωπολογικού παράγοντα από τη βιολογία του ανθρώπου, ικανού για μεταθανάτια επιβίωση. Η ανθρωπολογική αυτή θεώρηση συνιστά την κατάληξη μιας μακράς πορείας του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος στην αντιμετώπιση της φύσης γενικότερα.
Στον χριστιανικό κόσμο η ριζική διάκριση κτιστού και ακτίστου, ενώ συνιστά αγεφύρωτη οντολογική διαφορά, δεν απομακρύνει τον Θεό από τον κόσμο, ούτε απομειώνει τη σημασία του. Προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού, ο κόσμος και ο άνθρωπος αντιμετωπίζουν τη φύση τους ως διαλογική πρόταση προόδου στη συνάντηση με τον Θεό, τη θέωση. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια λεπτή διαφοροποίηση. Το γεγονός της πτώσης, καταλυτικό για τη βιβλική και πατερική σκέψη αμαυρώνει το σύνολο της φυσικής πραγματικότητας και καθιστά τη φύση πεδίο δράσης των δαιμονικών δυνάμεων σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο. Δεν αλλοιώνει, όμως, την οντολογική της σύσταση, ούτε μεταβάλλει το βαθύτερο είναι της. Γι’ αυτό και η αποκατάσταση της σχέσης Θεού-ανθρώπου στο πρόσωπο του Χριστού, ανακαινίζει ταυτόχρονα ολόκληρη τη δημιουργία.
Από τις απαρχές της νεωτερικότητας, με την Αναγέννηση και τον Προτεσταντισμό, ξεκινά η αντίθετη θεώρηση των πραγμάτων. Με μια πορεία, που έχει διεξοδικά αναλυθεί από τους Charles Taylor και Jurgen Habermas, η απομάγευση του κόσμου οδήγησε στην αποϊεροποίησή του, ενώ η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στην ποσοτικοποίηση και εργαλειοποίηση της φύσης. Ως προς την ανθρώπινη φύση, η νεωτερικότητα ακολούθησε και πάλι την ίδια θεώρηση της εργαλειοποίησης. Η βαθύτερη γνώση της ανθρώπινης φύσης, αντί να εμπνεύσει την καταξίωση της φυσικής ζωής και την κυριαρχία του ανθρώπου απέναντι στις παρορμήσεις και τα ένστικτα, φαίνεται να δικαιώνει την κυριαρχία της ανθρώπινης θέλησης πάνω στην ανθρώπινη φύση, την οποία, πολλές φορές, αισθάνεται ως εμπόδιο για την αυτοπραγμάτωση του νεωτερικού υποκειμένου.
Στο πλαίσιο αυτό, η σύγχρονη φιλοσοφία της τεχνικής προβληματίζεται γύρω από το περιεχόμενο της έννοιας άνθρωπος. Τι, τελικά, ορίζει τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου; Η βιολογική του φύση ή ένα σύνολο ιδιοτήτων, όπως η λογική, η μνήμη, η κρίση, οι αρχές και οι αξίες, η ενσυναίσθηση, η επιλογή κ.ά.; Αν ισχύει το δεύτερο, τι εμποδίζει νοήμονες μηχανές με τα παραπάνω στοιχεία, να διεκδικήσουν προσωπικότητα, με σχετικά νομικά και κοινωνικά αποτελέσματα; Ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αναγνώριση της αξίας νοημόνων μηχανών στην εργασία, την επιστήμη, τις επιχειρήσεις, το τραπεζικό σύστημα κ.ά., αυξάνει ολοένα και περισσότερο, μαζί με τη συζήτηση για το νομικό τους status. Από την άλλη μεριά, σημαντικοί στοχαστές όπως οι Habermas και Francis Fukuyama θεωρούν την ανθρώπινη φύση ως το μοναδικό θεμέλιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τον Fukuyama να αναγνωρίζει πως για τους χριστιανούς, η θεολογία του Κατ’ Εικόνα αποτελεί την απάντηση στον παραπάνω προβληματισμό.
Στον χριστιανικό κόσμο η ριζική διάκριση κτιστού και ακτίστου, ενώ συνιστά αγεφύρωτη οντολογική διαφορά, δεν απομακρύνει τον Θεό από τον κόσμο, ούτε απομειώνει τη σημασία του. Προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού, ο κόσμος και ο άνθρωπος αντιμετωπίζουν τη φύση τους ως διαλογική πρόταση προόδου στη συνάντηση με τον Θεό, τη θέωση. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια λεπτή διαφοροποίηση. Το γεγονός της πτώσης, καταλυτικό για τη βιβλική και πατερική σκέψη αμαυρώνει το σύνολο της φυσικής πραγματικότητας και καθιστά τη φύση πεδίο δράσης των δαιμονικών δυνάμεων σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο.
Κατά συνέπεια, οι σύγχρονες εξελίξεις στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και στις νευροεπιστήμες, τη γενετική, τη νανοτεχνολογία κ.ά., υποχρεώνουν τη χριστιανική θεολογία σε μια επανεξέταση των ανθρωπολογικών ζητημάτων, μακριά από τεχνοφοβικά σύνδρομα, με στόχο την έκφραση, σε κάθε συγκυρία, του σωτηριώδους μηνύματός της. Που, λοιπόν, τοποθετείται το υπαρξιακό βάθος της ανθρώπινης φύσης και πώς αυτή μπορεί να μείνει ανεξάρτητη από τις σύγχρονες βιοτεχνολογικές απειλές της ελευθερίας και του υπαρξιακού προσανατολισμού της;
Σύμφωνα με τη βιβλικοπατερική παράδοση, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε Κατ’ Εικόνα Θεού, προικισμένος με τη θεία πνοή, η οποία τον κατέστησε ζωντανή ψυχή. Πέρα από τα ειδικά, ερμηνευτικά προβλήματα της Παλαιάς Διαθήκης στο σημείο αυτό, το γεγονός ότι το Κατ’ Εικόνα και η ανθρώπινη ψυχή έχουν καθοριστική παρουσία στην ορθόδοξη θεολογία, είναι αναμφισβήτητο. Βέβαια, για την πατερική σκέψη το Κατ’ Εικόνα έχει μια αποφατική διάσταση. Η ενσάρκωση και η ανάσταση του Χριστού του προσθέτουν μια χριστολογική προοπτική, εντάσσοντας στη θεολογική αυτή αλήθεια και το ανθρώπινο σώμα. Ωστόσο, αυτή η αποφατικότητα περισσότερο αρνείται να εξαντλήσει το Κατ’ Εικόνα σε κάποιο στοιχείο της ανθρώπινης οντολογίας, παρά να το δει με όμοιο τρόπο, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Αναζητώντας, λοιπόν, το περιεχόμενο του Κατ’ Εικόνα, είμαστε υποχρεωμένοι να το αποδώσουμε, όπως και οι Πατέρες, στο λογικό (ως ανάγκη γνώσης και ερμηνείας εκ μέρους του ανθρώπου του κόσμου και του εαυτού του), στο αυτεξούσιο (ως την αρχέγονη ελευθερία υπαρξιακού προσανατολισμού, που περιλαμβάνει τη θέληση) και στην ικανότητα του άρχειν (ως ικανότητα συμπερίληψης στο ανθρώπινο πρόσωπο όλης της δημιουργίας και αναφοράς της στον Θεό).
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά μαζί με άλλα ορίζουν την ψυχική περιοχή της ανθρώπινης οντολογίας, την ανθρώπινη ψυχή. Γνωρίζω ότι, για την κουλτούρα της εποχής μας, είναι πολύ δύσκολο να αναφερθεί κανείς θεολογικά στην ψυχή, έστω και με τρόπο ριζικά διαφορετικό από τις αρχαιοελληνικές ή τις χριστιανικές αντιλήψεις της προνεωτερικής περιόδου. Δυστυχώς, ακόμα και στον 21ο αιώνα, οι θεολόγοι ζούμε με το άγχος της κατηγορίας για χριστιανικό πλατωνισμό, ενώ, ακόμη και μια πρόχειρη ανάγνωση χριστιανικών και πλατωνικών κειμένων, φανερώνει την αβυσσαλέα διαφορά μεταξύ τους.
Στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, η ολοκληρωτική απόρριψη από την επιστήμη της ψυχής και της συνείδησης, ως διακριτών από την ανθρώπινη βιολογία στοιχείων της ανθρώπινης οντολογίας, αποτελεί, ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα της ορθόδοξης ανθρωπολογίας στον αιώνα που διανύουμε. Τόσο η βιολογία, όσο και οι νευροεπιστήμες αρνούνται κατηγορηματικά κάθε συζήτηση για την ψυχή, ενώ η ύπαρξη της ανθρώπινης συνείδησης παρουσιάζεται, πριν ακόμη οι νευροεπιστήμες κατανοήσουν πλήρως τη λειτουργία του εγκεφάλου, ως ένα πλέγμα νευρωνικών λειτουργιών, που μένει σε κάποιες δεκαετίες να ανακαλυφθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, η ερμηνευτική της Παλαιάς Διαθήκης εντοπίζει, στην απόδοση του εβραϊκού «nephesh» με τον ελληνικό όρο «ψυχή», την απαρχή του εξελληνισμού της Βίβλου, εισάγοντας σ’ αυτή την πλατωνική ψυχολογία. Μια τέτοια κατηγορία παραγνωρίζει το γεγονός πως οι έννοιες, τόσο της «nephesh», όσο και της «ψυχής», υπάρχουν πριν αλλά και μετά τις πλατωνικές αντιλήψεις. Από τις 756 φορές που συναντάμε τη λέξη στο εβραϊκό κείμενο, με μια ποικιλία σημασιών, δεν είναι λίγες οι φορές που σημαίνει την έδρα των συναισθημάτων, των ψυχικών βιωμάτων, των επιθυμιών, της βουλήσεως, της νοήσεως, της κρίσεως, της σκέψεως αλλά και τον πυρήνα της συνειδήσεως, που αναφέρεται στον Θεό. Ανάλογες σημασίες συναντούμε και στον ελληνικό όρο «ψυχή», ο οποίος -σύμφωνα με την κλασική μελέτη του Erwin Rohde: Psyche -έλκει την καταγωγή του από την προ-ομηρική περίοδο και συνεχίζει την παρουσία του μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η παραδοχή τόσο του Άδη από τους Έλληνες, όσο και της Σεώλ για τους Εβραίους, υπονοεί ένα είδος -έστω και σκιώδους -μεταθανάτιας ύπαρξης για τους ανθρώπους. Την πραγματικότητα αυτή δεν αρνείται ούτε ο Oscar Cullmann, ο οποίος, απορρίπτοντας τη θέση του Karl Barth περί αναστάσεως και μεταμορφώσεως του σώματος του κάθε ανθρώπου ευθύς αμέσως μετά τον ατομικό του θάνατο, υιοθετεί ένα μεσοδιάστημα, ως μια υπαρξιακή κατάσταση των κεκοιμημένων που πίστεψαν στον Χριστό και, από αυτήν την ζωή, ενέταξαν τον εαυτό τους στην προοπτική της εν Χριστώ σωτηριώδους Οικονομίας. Το μεσοδιάστημα αυτό συνιστά μια κατάσταση μάλλον συνειδητή, κατά την οποία ο «εσώτερος άνθρωπος», ο οποίος έχει ήδη μεταμορφωθεί από το Πνεύμα, συνεχίζει να υπάρχει εν Χριστώ. Μόλις χρειάζεται να παρατηρήσουμε πως για τους Πατέρες της Εκκλησίας, η χρήση του όρου «ψυχή», παρά τις φραστικές ομοιότητες με την πλατωνική ορολογία, κατανοεί την τελευταία ως δημιουργημένη και δυνάμει θνητή, χωρίς φυσική συγγένεια με τον Θεό, η οποία δεν προϋπάρχει του σώματος και δεν μπορεί να κατανοηθεί ότι αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο στην ολότητά του, χωρίς το σώμα αυτό. Η μεταθανάτια επιβίωσή της είναι αποτέλεσμα του θείου θελήματος, για ένα μεσοδιάστημα, μέχρι την τελική Ανάσταση.
Στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, η ολοκληρωτική απόρριψη από την επιστήμη της ψυχής και της συνείδησης, ως διακριτών από την ανθρώπινη βιολογία στοιχείων της ανθρώπινης οντολογίας, αποτελεί, ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα της ορθόδοξης ανθρωπολογίας στον αιώνα που διανύουμε. Τόσο η βιολογία, όσο και οι νευροεπιστήμες αρνούνται κατηγορηματικά κάθε συζήτηση για την ψυχή, ενώ η ύπαρξη της ανθρώπινης συνείδησης παρουσιάζεται, πριν ακόμη οι νευροεπιστήμες κατανοήσουν πλήρως τη λειτουργία του εγκεφάλου, ως ένα πλέγμα νευρωνικών λειτουργιών, που μένει σε κάποιες δεκαετίες να ανακαλυφθεί. Στο πλαίσιο του εγκεφαλικού ντετερμινισμού της εποχής μας, ακόμη και η ελεύθερη βούληση, χρήσιμο εργαλείο της δημοκρατίας και του νομικού μας πολιτισμού, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι παραπάνω διαπιστώσεις καταντούν επικίνδυνες εν όψει της προσπάθειας της γενετικής, της νανοτεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης, να παρέμβουν στην ανθρώπινη φυσιολογία, σχεδιάζοντας τον άνθρωπο του μέλλοντος. Απέναντι σε όλα αυτά, το θεολογικό ερώτημα που προκύπτει και που πρέπει να απασχολήσει άμεσα την ορθόδοξη ανθρωπολογία είναι: Κατά πόσο οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να αλλοιώσουν την Εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, περιορίζοντας ή και ακυρώνοντας την ελευθερία του;
Πιστεύουμε ότι ο παραπάνω προβληματισμός οδηγεί αβίαστα σε μια θεολογική πρόταση, η οποία χρειάζεται να μελετηθεί σε βάθος από την ορθόδοξη ανθρωπολογία και να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί. Την πρόταση αυτή θα εκθέσουμε σύντομα, αντί άλλου συμπεράσματος. Θα θέλαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι η ορθόδοξη ανθρωπολογία αναγνωρίζει στον άνθρωπο έναν οντολογικό πυρήνα, που ονομάζεται Εικόνα του Θεού, ο οποίος, ενώ είναι ελλειμματικός, ημιτελής, δυσλειτουργικός χωρίς το βιολογικό του υπόστρωμα, είναι, ταυτόχρονα, μη αναγώγιμος σ’ αυτό. Ένας τέτοιος ανθρωπολογικός πυρήνας μπορεί να παραμείνει ανυπότακτος στην αλγοριθμική δουλεία και τις, ενδεχόμενες, καταπιεστικές παρεμβάσεις της βιοτεχνολογίας στην ανθρώπινη υπόσταση. Με την πρότασή μας αυτή δεν εισάγουμε μια δεύτερη, «πνευματική» φύση στον άνθρωπο. Απλά αναγνωρίζουμε στη δημιουργική ενέργεια του Θεού, εκείνο το δώρο, που επιτρέπει στον άνθρωπο την υπέρβαση της πεπτωκυίας βιολογίας του, εδραιώνοντας μια σχέση με τον Θεό, η οποία θα αξιολογηθεί εσχατολογικά.