ΙΣΛΑΜ, ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

ΙΣΛΑΜ, ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Χρόνος Ανάγνωσης: 5 λεπτά

Ποια είναι η σχέση του Ισλάμ με την Ευρώπη και τη Δημοκρατία; Είναι ένα ερώτημα το οποίο επανέρχεται ως συζήτηση στους σύγχρονους καιρούς, διατηρώντας μια αντίθεση μεταξύ δύο κατασκευασμένων, εν μέρει, κόσμων: έναν κόσμο εκκοσμικευμένο και δημοκρατικό, αυτόν της Ευρώπης, και έναν κόσμο θρησκευτικό και απολυταρχικό, αυτόν του Ισλάμ. Στην τοποθέτησή μας θα ανατρέξουμε σε ορισμένα ιστορικά και πολιτικο-θρησκευτικά παραδείγματα, ούτως ώστε να καταδείξουμε την περιπλοκότητα του θέματος, καθώς και την ιστορική και κοινωνική ποικιλία των επικοινωνιών, αλλά και των ανταγωνισμών μεταξύ αυτών των «δύο κόσμων». Μια τέτοια προσέγγιση μας οδηγεί σε μια ευρύτερη κατανόηση του ζητήματος, η οποία αποκαλύπτει το μη ομοιογενές τόσο της Ευρώπης όσο και του επονομαζόμενου «ισλαμικού κόσμου» και θίγει ορισμένα ζητήματα που προκύπτουν από την εννοιολογική χρήση των όρων «Ισλάμ», «Ευρώπη» και «Δημοκρατία», που οδηγεί σε μια αντιπαραβολή η οποία τονίζει την πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική ετερότητα και αναπαράγει μοντέλα πολιτικής και θρησκευτικής σύγκρουσης, χωρίς να μπορεί ωστόσο να προτείνει σύγχρονες λύσεις.

Παράλληλα, εστιάζουμε σε ουσιώδεις διαφορές γύρω από θέματα νόμου, πολιτεύματος και εφαρμογής της θρησκείας, διαφορές οι οποίες γίνονται αντιληπτές με διάφορες αφορμές εντός της Ευρώπης, μιας Ευρώπης με επιμέρους ιστορικές και θρησκευτικές καταβολές εντός των πολλών σημερινών κρατών της, και με την παρουσία του Ισλάμ ήδη ορατή από τον 9ο μ.Χ. αιώνα και εντεύθεν στην Ανδαλουσία και τη Σικελία και κατόπιν στα Βαλκάνια και σήμερα πια σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Η παρουσίαση στέκεται κριτικά απέναντι στη θέση ότι οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης, ως φορείς/πιστοί του Ισλάμ, δεν μπορούν να ενταχθούν αρμονικά εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών, με την αιτιολόγηση ότι το Ισλάμ δεν είναι συμβατό με τη δημοκρατία και το κοσμικό κράτος.

Ποια είναι η σχέση του Ισλάμ με την Ευρώπη και τη Δημοκρατία; Είναι ένα ερώτημα το οποίο επανέρχεται ως συζήτηση στους σύγχρονους καιρούς, διατηρώντας μια αντίθεση μεταξύ δύο κατασκευασμένων, εν μέρει, κόσμων: έναν κόσμο εκκοσμικευμένο και δημοκρατικό, αυτόν της Ευρώπης, και έναν κόσμο θρησκευτικό και απολυταρχικό, αυτόν του Ισλάμ.

Το Ισλάμ της Ευρώπης απηχεί εν πολλοίς τις διαφορετικές αποικιοκρατικές ιστορίες των κρατών του, αλλά και τις σύγχρονες μετα-αποικιοκρατικές πολιτικές της Ευρώπης απέναντι στην καταστροφή πολιτιστικών κοιτίδων της ανθρωπότητας, όπως αυτές της Μεσοποταμίας, του Ιράκ και της Συρίας, αλλά και άλλων χωρών. Οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης, χωρίς να ομοιάζουν σε τίποτα μεταξύ τους, παρά μόνο στη θρησκευτική καταγωγή με τις επιμέρους νοηματοδοτήσεις της, τίθενται σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ιστορίας και είτε γίνεται προσπάθεια αφομοίωσής τους είτε αποπομπής τους είτε συμμόρφωσής τους. Πέραν όμως αυτής της δυσανάλογης κριτικής προσέγγισης με την οποία έρχονται αντιμέτωποι, οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης χαίρουν παραλλήλως και ελευθεριών, κυρίως θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία έκφρασης, με τρόπο που δεν θα ήταν εφικτός σε πολλές πλειοψηφικώς μουσουλμανικές χώρες ακόμη έως σήμερα. Παρατηρείται επίσης, ότι μπρος στον αγώνα απόκτησης ταυτότητας και οικονομικής διεξόδου, πολλοί από τους μουσουλμάνους της Ευρώπης αναπτύσσουν νέων ειδών σχέσεις με ισχυρά μουσουλμανικά κράτη και δίκτυα, και εκφράζουν προσωπικές αντιλήψεις θρησκευτικότητας, ανοιχτές ή κλειστές, που δεν τίθενται κάτω από την επιτήρηση και την κηδεμονία μιας «κρατικής θρησκευτικότητας». Παράλληλα όμως καλούνται, όπως και όλοι οι άλλοι πολίτες της Ευρώπης, να σέβονται την κριτική απέναντι στην θρησκεία και ομοίως να σέβονται και τους πιστούς άλλων θρησκειών όπως και αυτούς που δεν θρησκεύουν. Ευρωπαϊκές πολιτικές, ημιτελείς εν μέρει, δεν μπόρεσαν να βρουν πρόσφορους τρόπους κοινωνικής και οικονομικής ισότιμης ένταξης των μουσουλμάνων της Ευρώπης. Αμήχανη υπήρξε η στάση των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε θέματα θρησκείας και εκπαίδευσης, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αφέθηκαν στο έλεος των θρησκευτικών κοινοτήτων, και σε μια θεωρητικής φύσης προσέγγιση και διασφάλιση των ταυτοτήτων.

Το Ισλάμ της Ευρώπης απηχεί εν πολλοίς τις διαφορετικές αποικιοκρατικές ιστορίες των κρατών του, αλλά και τις σύγχρονες μετα-αποικιοκρατικές πολιτικές της Ευρώπης απέναντι στην καταστροφή πολιτιστικών κοιτίδων της ανθρωπότητας, όπως αυτές της Μεσοποταμίας, του Ιράκ και της Συρίας, αλλά και άλλων χωρών. Οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης, χωρίς να ομοιάζουν σε τίποτα μεταξύ τους, παρά μόνο στη θρησκευτική καταγωγή με τις επιμέρους νοηματοδοτήσεις της, τίθενται σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ιστορίας και είτε γίνεται προσπάθεια αφομοίωσής τους είτε αποπομπής τους είτε συμμόρφωσής τους. Πέραν όμως αυτής της δυσανάλογης κριτικής προσέγγισης με την οποία έρχονται αντιμέτωποι, οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης χαίρουν παραλλήλως και ελευθεριών, κυρίως θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία έκφρασης, με τρόπο που δεν θα ήταν εφικτός σε πολλές πλειοψηφικώς μουσουλμανικές χώρες ακόμη έως σήμερα.

Μεγάλη και διαρκής είναι η σχετική συζήτηση στην Ευρώπη που αφορά στο θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι έχουν βρεθεί ακόμη ικανοποιητικές απαντήσεις, οι οποίες θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής ταυτότητας, να απολαμβάνουν μια ευρύτερη κατάρτιση για τη θρησκεία, με σεβασμό στην θρησκευτική ετερότητα και με ευελιξία τόσο ως προς την προσωπική θρησκευτική ταυτότητα του κάθε μαθητή όσο και ως προς τα ευρωπαϊκά ιδεώδη της ελευθερίας έκφρασης και του σεβασμού της θρησκευτικής, πολιτιστικής και εθνοτικής ετερότητας. Προσφάτως άρχισαν να γίνονται και πολλά βήματα για την αναβάθμιση της Ισλαμικής Εκπαίδευσης εντός των μελών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δημόσια σχολεία, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας. Πρόκειται για θετική εξέλιξη, η οποία όμως παραμένει σε έναν «ασφαλή» διπολικό διαχωρισμό των μαθητών, αφενός μεν λόγω του σεβασμού απέναντι στις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, αφετέρου δε λόγω της αμηχανίας να βρεθούν τρόποι κοινής προσέγγισης και κατάρτισης σε θέματα θρησκείας εντός του δημόσιου σχολείου και του δημόσιου χώρου ευρύτερα.

Κάθε ευρωπαϊκή χώρα σήμερα έχει έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό μουσουλμάνων, πολιτών της χώρας ή μεταναστών και προσφύγων ποικίλων καταγωγών, γλωσσικών και πολιτισμικών αναφορών. Πέραν των πολιτικών θεμάτων που προκύπτουν και νοηματοδοτούνται τις περισσότερες φορές θρησκευτικώς, υπάρχει και μια σειρά από ζητήματα τα οποία χρήζουν συνεχούς διευθέτησης. Το θέμα π.χ. της χρήσης των συμβόλων και της θρησκευτικής ενδυμασίας, της περιτομής σε εβραίους και μουσουλμάνους, της θρησκευτικώς ενδεδειγμένης εβραϊκής και μουσουλμανικής σφαγής των ζωών, των μεικτών γάμων, της κηδεμονίας των τέκνων και της εφαρμογής της Σαρία, της ομοφυλοφιλίας ή των ελεύθερων σχέσεων εκτός γάμου, καθώς και θέματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, είναι ορισμένα μόνον για τα οποία το κάθε ευρωπαϊκό κράτος λαμβάνει ή δεν λαμβάνει πολιτικές θεραπείας, χωρίς να απουσιάζουν και παραδείγματα μετωπικής και συγκρουσιακής αντιμετώπισής τους.

Κάθε ευρωπαϊκή χώρα σήμερα έχει έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό μουσουλμάνων, πολιτών της χώρας ή μεταναστών και προσφύγων ποικίλων καταγωγών, γλωσσικών και πολιτισμικών αναφορών. Πέραν των πολιτικών θεμάτων που προκύπτουν και νοηματοδοτούνται τις περισσότερες φορές θρησκευτικώς, υπάρχει και μια σειρά από ζητήματα τα οποία χρήζουν συνεχούς διευθέτησης. Το θέμα π.χ. της χρήσης των συμβόλων και της θρησκευτικής ενδυμασίας, της περιτομής σε εβραίους και μουσουλμάνους, της θρησκευτικώς ενδεδειγμένης εβραϊκής και μουσουλμανικής σφαγής των ζωών, των μεικτών γάμων, της κηδεμονίας των τέκνων και της εφαρμογής της Σαρία, της ομοφυλοφιλίας ή των ελεύθερων σχέσεων εκτός γάμου, καθώς και θέματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, είναι ορισμένα μόνον για τα οποία το κάθε ευρωπαϊκό κράτος λαμβάνει ή δεν λαμβάνει πολιτικές θεραπείας, χωρίς να απουσιάζουν και παραδείγματα μετωπικής και συγκρουσιακής αντιμετώπισής τους. Τα τελευταία πάντως χρόνια παρατηρείται όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή φορέων από τις ίδιες τις θρησκευτικές κοινότητες για την εξεύρεση λύσεων σε ζητήματα με άμεσες πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους. Η μη αποσιώπηση της φωνής των ίδιων των μουσουλμάνων, καθώς και των φορέων άλλων θρησκειών και ομολογιών, οδηγεί στην αποφυγή στρεβλώσεων και βοηθά στην ουσιαστική ένταξή τους σε πολιτικούς σχεδιασμούς με τρόπους ρεαλιστικούς, συμπεριληπτικούς, καθιστώντας όλους τους πολίτες μιας χώρας συνυπεύθυνους για την πρόοδό της.

το Ισλάμ ως θρησκεία διαμορφώνει μεν μέρος της ταυτότητας των μουσουλμάνων, αλλά δεν πρόκειται για μια μονοσήμαντη, μονοδιάστατη και στατική ταυτότητα, αφού ποικίλει βάσει καταγωγής, γλώσσας, κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης, αλλά και της παιδείας και του βαθμού της ένταξης που χαίρουν οι μουσουλμάνοι εντός της Ευρώπης.

Μια ρεαλιστική κατανόηση της πολυμορφίας του Ισλάμ στην Ευρώπη και διαλεγόμενη με την εμπειρία που διαθέτει το ευρωπαϊκό νομικό αλλά και εκπαιδευτικό σύστημα, με σκοπό τη διευθέτηση και επίλυση προβλημάτων που ανακύπτουν από την παρουσία ποικίλων θρησκευτικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των μουσουλμανικών χρειάζεται να είναι συνεχής και συστηματική από την πλευρά των Ευρωπαϊκών κρατών, τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά. Διότι το Ισλάμ ως θρησκεία διαμορφώνει μεν μέρος της ταυτότητας των μουσουλμάνων, αλλά δεν πρόκειται για μια μονοσήμαντη, μονοδιάστατη και στατική ταυτότητα, αφού ποικίλει βάσει καταγωγής, γλώσσας, κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης, αλλά και της παιδείας και του βαθμού της ένταξης που χαίρουν οι μουσουλμάνοι εντός της Ευρώπης.


Η Αγγελική Ζιάκα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Επιστημονικώς υπεύθυνη της Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στο ίδιο Τμήμα και μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Το παρόν κείμενο αποτελεί περίληψη ομιλίας που δόθηκε στο πλαίσιο του κύκλου ηλεκτρονικών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στις 12 Μαΐου 2021.

Το εικαστικό θέμα έχει ληφθεί από λεπτομέρεια περσικής μινιατούρας από χειρόγραφο των έργων του Νιζαμί «Οι επτά πριγκίπισσες» και «Η Λεϊλά και ο Μετζνούν», Σιράζ, περίπου 1590.