ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ
Χρόνος Ανάγνωσης: 9 λεπτά

Συνταγματική παράδοση και ανατολική ορθοδοξία: πολιτικό-θεολογικές πτυχές

Η Συνταγματική Οργάνωση του Κράτους και η Ορθόδοξη Εκκλησία στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Είναι γνωστό ότι τα νεοσυσταθέντα κράτη του 19ου αιώνα, τα οποία αποτελούνταν κυρίως από ορθόδοξους πληθυσμούς (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία), έλαβαν τη μορφή συνταγματικών μοναρχιών, βασισμένων στη λαϊκή κυριαρχία, στο κράτος δικαίου, στο διαχωρισμό των εξουσιών και στην προστασία των θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων. Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες που κατάφεραν να καταστούν αυτοκέφαλες και ανεξάρτητες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συνεργάστηκαν με τις πολιτικές αρχές χωρίς να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά τους. Με άλλα λόγια, δεν αμφισβήτησαν τις αρχές και τις αξίες της νέας συνταγματικής δομής του κράτους. Επιπλέον, βασίστηκαν στο κράτος, το οποίο τους παρείχε ένα προνομιακό καθεστώς επίσημων κρατικών εκκλησιών. Ειδικότερα, οι Εκκλησίες αποτελούσαν θεσμικούς φορείς με δημόσια προβολή, έχοντας συγκεκριμένο ρόλο στους τομείς της δημόσιας εκπαίδευσης, της κοινωνικής πολιτικής και στις επίσημες κρατικές εκδηλώσεις. Δεν ήταν ασυνήθιστο μάλιστα ορισμένα μέλη του κλήρου να ασκούν πολιτικά καθήκοντα στο κοινοβούλιο, στη κυβέρνηση ή στα δημοτικά συμβούλια.

Οι εντάσεις στις σχέσεις των κρατών με τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν οφείλονταν στην αμφισβήτηση των συνταγματικών αρχών από την πλευρά των Εκκλησιών αλλά εστιάζονταν κυρίως σε συγκεκριμένες κρατικές πολιτικές. Αναμφισβήτητα, ο κύριος ρόλος των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ήταν η συντήρηση του εθνικού πνεύματος, εφόσον οι ίδιες είχαν αναλάβει σημαντικούς αγώνες για την απελευθέρωση και την αναγέννηση του έθνους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το αφήγημα της εθνικής αφύπνισης και απελευθέρωσης αντικαθιστούσε την ιστορία της Θείας Οικονομίας και της Σωτηρίας. Αυτό οδήγησε στη συγχώνευση και την ταύτιση εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο εργαλειοποιήθηκε επιτυχώς στο πολιτικό πεδίο. Σε κάθε ένα από τα έθνη-κράτη της περιοχής αναδύθηκε το πολιτικό δόγμα της προστασίας του «χριστιανικού έθνους» ως μια ιδιόμορφη εθνικοποιημένη και περιφερειακή μορφή του παραδοσιακού μοντέλου της Συμφωνίας. Ουσιαστικά αποτελούσε υποπροϊόν μιας θρησκευτικο-πολιτικής σύνθεσης, η οποία οφείλεται σε ένα συνδυασμό διαδικασιών που έλαβαν χώρα ταυτόχρονα: την οικοδόμηση των εθνών κατά τον 19ο αιώνα που είχε ως στόχο την πνευματική χειραφέτηση από το ισχυρό Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς και την επίτευξη πολιτικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, τα πολιτικά και πολιτισμικά όρια των κρατών συνέπιπταν με εκείνα των εθνικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, συγχέοντας τις διαφορές μεταξύ θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας.

Κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν είχαν μια πολιτική θεολογία που θα μπορούσε να ρυθμίσει τη σχέση τους με τις θεμελιώδες αρχές της συνταγματικής διακυβέρνησης. Αντίθετα, προσαρμόστηκαν στην υφιστάμενη κατάσταση, λαμβάνοντας ως δεδομένους τους καθιερωμένους θεσμούς και τις μορφές διακυβέρνησης και θεωρώντας τους συνολικά ως χριστιανικούς θεσμούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επέλεξαν τη στρατηγική της αμοιβαίας αναγνώρισης και συνεργασίας, δίχως να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των κρατικών θεσμών ή να απαιτήσουν οποιαδήποτε θεσμική μεταρρύθμιση. Αυτή η συμβιβαστική στάση των Ορθοδόξων Εκκλησιών οφείλεται κυρίως στην εστίαση τους στο Ορθόδοξο δόγμα, το οποίο απευθύνεται στη χριστιανική κοινότητα και όχι στην εκκοσμικευμένη κοινωνία και στις δομές της. Επομένως, οι απαιτήσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών από τις κοσμικές κυβερνήσεις είχαν κυρίως γενικό  χαρακτήρα (υπεράσπιση δικαιοσύνης, αποφυγή της βίας και κατάχρησης της εξουσίας, αρωγή προς τους φτωχούς), αλλά δεν μετασχηματίστηκαν σε συγκεκριμένες πολιτικο-θεολογικές διδασκαλίες αναφορικά με τη συνταγματική δομή του κράτους. Εκτός από αυτό, το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο ύπαρξης χριστιανικών κρατών και κυβερνήσεων ήταν προτιμότερο σε σύγκριση με την καταπιεστική διακυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αναμφισβήτητα, ο κύριος ρόλος των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ήταν η συντήρηση του εθνικού πνεύματος, εφόσον οι ίδιες είχαν αναλάβει σημαντικούς αγώνες για την απελευθέρωση και την αναγέννηση του έθνους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το αφήγημα της εθνικής αφύπνισης και απελευθέρωσης αντικαθιστούσε την ιστορία της Θείας Οικονομίας και της Σωτηρίας. Αυτό οδήγησε στη συγχώνευση και την ταύτιση εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο εργαλειοποιήθηκε επιτυχώς στο πολιτικό πεδίο

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της εξεταζόμενης περιόδου, τα πολιτικά καθεστώτα αυτών των χωρών, ανεξάρτητα από τη συνταγματική μορφή τους, απέκλιναν σημαντικά από τις δημοκρατικές αρχές και αξίες. Στην πραγματικότητα, οι εθνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες συνυπήρχαν και πολύ συχνά συνεργάστηκαν με ημιδημοκρατικά ή αυταρχικά καθεστώτα. Συνεπώς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η έλευση ενός κύματος περαιτέρω δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων επηρέασαν τον ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία.

Σήμερα όλες οι χώρες της περιοχής που αποτελούνται κυρίως από ορθόδοξο πληθυσμό (Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο) έχουν συνταγματικά δημοκρατικά καθεστώτα, τα οποία υποστηρίζουν τις αρχές του κράτους δικαίου, τη λαϊκή κυριαρχία, τον διαχωρισμό των εξουσιών, την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το διεθνές δίκαιο (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα). Όλες οι προαναφερθείσες χώρες είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και εφαρμόζουν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ τρεις από αυτές είναι πλήρη μέλη της ΕΕ (Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία). Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Freedom House το 2020, τρεις από τις παραπάνω χώρες θεωρούνται ελεύθερες (Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) και οι υπόλοιπες μερικώς ελεύθερες (Σερβία, Βόρεια Μακεδονία Μαυροβούνιο) ενώ όσον αφορά τη δημοκρατία, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως εδραιωμένη δημοκρατία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ημί-εδραιωμένες δημοκρατίες και οι υπόλοιπες χώρες μεταβατικά ή υβριδικά καθεστώτα.

Μετά το κύμα εκδημοκρατισμού που μετέβαλε τις πολιτικές συνθήκες στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες για την ενεργό συμμετοχή της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή καθώς και για την δημόσια μαρτυρία της χριστιανικής πίστης. Κατά συνέπεια, στις αρχές του 21ου αιώνα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας μετασχηματισμός, ο οποίος αφορά άμεσα την θεολογία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην περιοχή. Η παραδοσιακή εθνοκεντρική πολιτική θεολογία δίνει τη θέση της σε μια θεολογία που ενισχύει τις δημοκρατικές αξίες και θεσμούς ενώ παράλληλα παραμένει ευαίσθητη σε ό,τι αφορά τον εθνικό πολιτισμό και τις παραδόσεις. Όταν ανακύπτουν νέες αξιώσεις που παρουσιάζονται ως σύγχρονες και νεωτερικές (π.χ. αμβλώσεις, γάμοι ομοφυλοφίλων) τότε οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αντιδρούν εναντίον τους, διότι θεωρούν ότι οι παραπάνω διεκδικήσεις αντιβαίνουν στη χριστιανική διδασκαλία. Παρόλα αυτά, η στάση αυτή δεν αποτελεί αντίδραση κατά της δημοκρατίας, ούτε κατά των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι επιτρέπεται σε κάθε θρησκευτική κοινότητα να εκφράσει την πίστη της με τον συγκεκριμένο τρόπο που την κατανοεί. Επιπλέον, στις κοινωνίες της νοτιοανατολικής Ευρώπης αλλά και σε πολλές άλλες, δεν υπάρχει ομοφωνία για ορισμένα από αυτά τα ζητήματα και ο δημόσιος διάλογος παραμένει ανοιχτός σε ποικίλες απόψεις που εκπροσωπούνται από διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες.

πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της εξεταζόμενης περιόδου, τα πολιτικά καθεστώτα αυτών των χωρών, ανεξάρτητα από τη συνταγματική μορφή τους, απέκλιναν σημαντικά από τις δημοκρατικές αρχές και αξίες. Στην πραγματικότητα, οι εθνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες συνυπήρχαν και πολύ συχνά συνεργάστηκαν με ημιδημοκρατικά ή αυταρχικά καθεστώτα. Συνεπώς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η έλευση ενός κύματος περαιτέρω δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων επηρέασαν τον ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία.

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε τη συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της δημοκρατίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκφράζει ανοιχτά την υποστήριξή του στις παραπάνω αξίες μέσω πολλών επίσημων εκδηλώσεων (θρησκευτικές αργίες, διεθνείς συνεργασίες, Πανορθόδοξες διασκέψεις) ενώ παράλληλα προσπαθεί να οικοδομήσει συμμαχίες που θα οδηγήσουν στην περαιτέρω εφαρμογή τους.

Ο Ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Η ανοιχτή και φιλοδημοκρατική στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας (2016). Στις επίσημες δηλώσεις της Συνόδου (κυρίως στην Εγκύκλιο και στο κείμενο «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον Σύγχρονο Κόσμο») επισημαίνεται η αξία του ανθρώπινου προσώπου καθώς και ο σεβασμός προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από την πίστη στη δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Επιπροσθέτως, οι αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της ανεκτικότητας και του ελέους επιβεβαιώνονται υπό το φως μιας αυθεντικής χριστιανικής συμμετοχής στον κόσμο. Η εκπλήρωση των παραπάνω αξιών θεωρείται χριστιανική ευθύνη που έχει άμεση σχέση με την φροντίδα του άλλου καθώς και την ανταπόκριση στην έκκληση του Θεού για μετάνοια και σωτηρία. Επιπλέον, η πολιτική σφαίρα θεωρείται χώρος συμμετοχής της Εκκλησίας στα δημόσια πράγματα καθώς και απαραίτητη προϋπόθεση καλλιέργειας εποικοδομητικών σχέσεων μεταξύ κράτους-Εκκλησίας για το γενικότερο όφελος της κοινωνίας.

Στην «Εγκύκλιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», υπσοτηρίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ως «ἀπάντησις εἰς τὰς συγχρόνους κοινωνικὰς καὶ πολιτικὰς κρίσεις καὶ ἀνατροπὰς καὶ διὰ τὴν προστασίαν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀτόμου». Ταυτόχρονα η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την άποψη ότι η έννοια των «δικαιωμάτων» συχνά ερμηνεύεται υπό ένα ατομικιστικό πρίσμα, το οποίο διαβρώνει τις κοινωνικές πτυχές της ανθρώπινης ελευθερίας. Μια τέτοια ερμηνεία θεωρείται ότι «ὑποσκάπτει τὰ θεμέλια τῶν κοινωνικῶν αξιῶν, τῆς οἰκογενείας, τῆς θρησκείας, τοῦ ἔθνους καὶ ἀπειλεῖ θεμελιώδεις ἠθικὰς ἀξίας».

στις αρχές του 21ου αιώνα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας μετασχηματισμός, ο οποίος αφορά άμεσα την θεολογία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην περιοχή. Η παραδοσιακή εθνοκεντρική πολιτική θεολογία δίνει τη θέση της σε μια θεολογία που ενισχύει τις δημοκρατικές αξίες και θεσμούς ενώ παράλληλα παραμένει ευαίσθητη σε ό,τι αφορά τον εθνικό πολιτισμό και τις παραδόσεις. Όταν ανακύπτουν νέες αξιώσεις που παρουσιάζονται ως σύγχρονες και νεωτερικές (π.χ. αμβλώσεις, γάμοι ομοφυλοφίλων) τότε οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αντιδρούν εναντίον τους, διότι θεωρούν ότι οι παραπάνω διεκδικήσεις αντιβαίνουν στη χριστιανική διδασκαλία. Παρόλα αυτά, η στάση αυτή δεν αποτελεί αντίδραση κατά της δημοκρατίας, ούτε κατά των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι επιτρέπεται σε κάθε θρησκευτική κοινότητα να εκφράσει την πίστη της με τον συγκεκριμένο τρόπο που την κατανοεί. Επιπλέον, στις κοινωνίες της νοτιοανατολικής Ευρώπης αλλά και σε πολλές άλλες, δεν υπάρχει ομοφωνία για ορισμένα από αυτά τα ζητήματα και ο δημόσιος διάλογος παραμένει ανοιχτός σε ποικίλες απόψεις που εκπροσωπούνται από διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες.

Οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης εκφράζουν ποικίλες απόψεις, είτε μέσω επίσημων δηλώσεων, είτε μέσω των ιεραρχών τους αναφορικά με τη δημοκρατία και τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας.

Ένας από τους πιο σημαίνοντες υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας στον χώρο της Ορθοδοξίας είναι ο αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Στα κείμενα και στις δημόσιες δηλώσεις του αναγνωρίζει τη διαφορετική προέλευση, τις πηγές και τη μεθοδολογία της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με τη χριστιανική έννοια του προσώπου και τη σχέση Θεού και ανθρώπου. Ένα κοινό στοιχείο και των δύο αποτελεί ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και η ενθάρρυνση για συμμετοχή και υπηρεσία στην ευρύτερη ανθρώπινη κοινότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να ερμηνεύεται ατομικιστικά, αλλά να στοχεύει στη διακονία των άλλων και στην υπηρεσία προς την κοινωνία. Ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υποστηρίζει επίσης ότι η «Ορθοδοξία καλλιεργεί και ενθαρρύνει την αποδοχή των ανθρώπων όπως είναι, με πλήρη σεβασμό στην ελευθερία τους και χωρίς να απαιτείται από αυτούς να υιοθετήσουν τις χριστιανικές απόψεις […] ενσταλάζει επίσης τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον ζήλο της συνεργασίας με τους άλλους ούτως ώστε να υπάρξει καθολική αποδοχή και υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Παρά τους συμβιβασμούς του παρελθόντος, η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην νοτιοανατολική Ευρώπη, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τις επίσημες δηλώσεις, αναγνωρίζει και υποστηρίζει τη συνταγματική δημοκρατία, τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, το κράτος δικαίου, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τη λαϊκή κυριαρχία, τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και τον διαχωρισμό των εξουσιών. Η πτώση του κομμουνισμού, η ευρωπαϊκή επανένωση καθώς και η θρησκευτική ελευθερία, οδήγησε στη δημιουργία σχέσεων αμοιβαίου οφέλους και συνεργασίας μεταξύ των αναδυόμενων συνταγματικών δημοκρατικών κρατών και των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου, κατέστη απαραίτητη η ανάγκη επεξεργασίας από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας μιας νέας πολιτικής θεολογίας, η οποία φανερώνεται στα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Είναι σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υποστηρίζει ανοιχτά τις δημοκρατικές αρχές και αξίες, διατηρώντας παράλληλα ορισμένες επιφυλάξεις και ανησυχίες σχετικά με συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας

Στην περίπτωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας, οι επίσημες δηλώσεις της Συνόδου κυμαίνονται συχνά μεταξύ αποδοχής και αμφιθυμίας σχετικά με τα ζητήματα που άπτονται της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα φαίνεται να διάκειται ευνοϊκά απέναντι στο γενικότερο πολιτικό πλαίσιο της συνταγματικής δημοκρατίας. Το 2013 κατά τη διάρκεια μαζικών διαδηλώσεων ενάντια στη διαφθορά, η Ιερά Σύνοδος και ο Πατριάρχης υποστηρίξαν ορισμένες δημοκρατικές ιδέες όπως το δικαίωμα των ανθρώπων να ζουν σε κράτος δικαίου, το ό,τι η κυβέρνηση πρέπει να είναι υπόλογη στο λαό, την ιδέα της λαϊκής συναίνεσης στην κυβέρνηση, το δικαίωμα διαμαρτυρίας ενάντια σε άδικους νόμους και σε κυβερνητικές αυθαιρεσίες καθώς και τις αρχές της θρησκευτικής και εθνοτικής ανεκτικότητας. Συνολικά, η Βουλγαρική Εκκλησία υποστηρίζει τις αρχές της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης ως θεμελιώδεις για τη λειτουργία του κράτους και αναγνωρίζει ότι όταν αυτές οι αρχές δεν διασφαλίζονται ο λαός έχει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί και να αντισταθεί ενάντια στην αδικία. Παρόλα αυτά σε έναν πρόσφατο δημόσιο διάλογο, σχετικά με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης) η Ιερά Σύνοδος αντιτάχθηκε στην επικύρωση της υιοθετώντας τη γνώμη ενός ιδιόμορφου συνασπισμού εθνικιστικών-λαϊκιστικών και ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων, καθώς και κάποιων συντηρητικών προτεσταντικών ομάδων που υποστήριξαν συνολικά τη διατήρηση των «παραδοσιακών αξιών» ενάντια στη λεγόμενη «ιδεολογία του φύλου», η οποία κατ’ αυτούς υπονοείται στη σύμβαση.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας

Παρά το πρόσφατο προβληματικό παρελθόν και την υποστήριξη εθνικιστικών πολιτικών κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μιλόσεβιτς η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας υποστηρίζει σήμερα τις δημοκρατικές αξίες και τις συνταγματικές δομές του κράτους. Ταυτόχρονα, ορισμένοι ιεράρχες (ο μακαριστός μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος Ράντοβιτς, οι αείμνηστοι επίσκοποι Αθανάσιος Γιέφτιτς, Αρτέμιος Ραντοσάβλιεβιτς, Ντανίλο Κρέστιτς) είχαν εκφραστεί επικριτικά για τις δυτικές δημοκρατικές αρχές και το πολιτικό σύστημα, ενώ υποστήριζαν μια μορφή στενότερης σχέσης κράτους-Εκκλησίας (το παραδοσιακό μοντέλο της συμφωνίας) ή την παραδοσιακή εθνοκεντρική άποψη της Σερβικής Ορθοδοξίας. Άλλοι σημαίνοντες κληρικοί όπως ο επίσκοπος Ειρηναίος Μπούλοβιτς και ο αείμνηστος Ράντοβαν Μπίγκοβιτς είχαν συμμετάσχει πιο εποικοδομητικά στα ζητήματα δημοκρατικών αξιών, ανθρώπινων δικαιωμάτων και πολιτικών θεσμών, λόγω και της εμπειρίας τους στον οικουμενικό διάλογο.

Επιλεγόμενα

Παρά τους συμβιβασμούς του παρελθόντος, η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην νοτιοανατολική Ευρώπη, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τις επίσημες δηλώσεις, αναγνωρίζει και υποστηρίζει τη συνταγματική δημοκρατία, τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, το κράτος δικαίου, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τη λαϊκή κυριαρχία, τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και τον διαχωρισμό των εξουσιών. Η πτώση του κομμουνισμού, η ευρωπαϊκή επανένωση καθώς και η θρησκευτική ελευθερία, οδήγησε στη δημιουργία σχέσεων αμοιβαίου οφέλους και συνεργασίας μεταξύ των αναδυόμενων συνταγματικών δημοκρατικών κρατών και των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου, κατέστη απαραίτητη η ανάγκη επεξεργασίας από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας μιας νέας πολιτικής θεολογίας, η οποία φανερώνεται στα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Είναι σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υποστηρίζει ανοιχτά τις δημοκρατικές αρχές και αξίες, διατηρώντας παράλληλα ορισμένες επιφυλάξεις και ανησυχίες σχετικά με συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές. Εδώ αξίζει να σημειωθεί και η συζήτηση που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια αναφορικά με την πολιτική θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία λαμβάνουν μέρος θεολόγοι και διανοητές που διαλέγονται με τις κοινωνικές επιστήμες καθώς και άλλες χριστιανικές παραδόσεις (Αριστοτέλης Παπανικολάου, Παντελής Καλαϊτζίδης, Βασίλειος Μακρίδης). Σ’ αυτές τις μελέτες δίνεται κυρίως έμφαση στην έννοια του προσώπου, στο ήθος της συμμετοχής, καθώς και στην υποστήριξη της δημοκρατίας και μιας διεθνούς πολυμερούς συνεργασίας, η οποία προωθεί την περιφερειακή ολοκλήρωση.


Ο Δρ. Ατανάς Σλάβωφ είναι Συνταγματολόγος, καθηγητής του Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας» και νεοεκλεγείς βουλευτής στο βουλγαρικό κοινοβούλιο με το κόμμα «Δημοκρατική Βουλγαρία».

Το παρόν άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο διεθνές συνέδριο «Πολιτική, Κοινωνία και Πολιτισμός στην Ορθόδοξη Θεολογία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» που έλαβε χώρα στον Βόλο στις 6-9 Φεβρουαρίου 2020 και διοργανώθηκε από την Ευαγγελική Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Münster και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, με τη συνεργασία του Huffington Ecumenical Institute (Καλιφόρνια, Η.Π.Α.). Η μετάφραση του κειμένου πραγματοποιήθηκε στα ελληνικά απ’ τον συνεργάτη της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου Γιάννη Καμίνη.

Το εικαστικό θέμα προέρχεται από τον πίνακα του Ρώσου ζωγράφου Vladimir Kush  «Υπέρ και Κατά».