Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Χρόνος Ανάγνωσης: 7 λεπτά

Η κοινωνική δικαιοσύνη ως μυστήριο σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας

Ακούστε το άρθρο:

Οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν πολύ πλούσια και πολύ ριζοσπαστική συμβολή στο ζήτημα (και στο αίτημα) της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω εξ αρχής κάποια πράγματα:

1η διευκρίνιση.

Η συζήτηση για την κοινωνική δικαιοσύνη χρειάζεται ιδιαίτερο προβληματισμό. Κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει ότι ενδιαφερόμαστε για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά το ενδιαφέρον μας δεν εξαντλείται στην περιστασιακή ή στην ατομική προσφορά βοήθειας σε όποιον έχει ανάγκη. Μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη, όταν ενδιαφερόμαστε και για ολόκληρη την ανθρώπινη κοινωνία: Όταν κρίνουμε τις δομές της, και δεν αντιμετωπίζουμε μόνον κάποια από τα αποτελέσματα της αδικίας, αλλά αγωνιζόμαστε και εναντίον των παραγόντων που δημιουργούν αδικία. Κοινωνική δικαιοσύνη συνεπώς σημαίνει ότι επιθυμούμε κοινωνίες χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς δημιουργία φτώχειας και ανισότητας, χωρίς αποκλεισμούς.

2η διευκρίνιση.

Οι Πατέρες έχουν πλούσιο έργο, αλλά δεν συνέθεσαν ένα ιδεολογικό σύστημα ή ένα πολιτικό πρόγραμμα με τη σημερινή έννοια. Μιλούν μέσα στις συνθήκες της εποχής τους, αλλά, επειδή εμπνέονται από το Ευαγγέλιο του Χριστού, μας δίνουν κριτήρια διαχρονικά. Η έννοια των κριτηρίων είναι πολύ σημαντική. Οι κοινωνικές δομές και τα οικονομικά συστήματα δεν είναι διαχρονικά, είναι όμως διαχρονικά τα ευαγγελικά κριτήρια για την αξιολόγηση της κοινωνικής πραγματικότητας και για τον προσανατολισμό των πιστών. Όποιος ασχοληθεί με το έργο των Πατέρων θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ποικιλία θέσεων. Μέσα σε αυτή την ποικιλία λοιπόν καλούμαστε να διακρίνουμε τα πατερικά ρεύματα, τα οποία φωτίζουν το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης.

3η διευκρίνιση.

Όποτε μιλάμε για Πατέρες της Εκκλησίας, χρειάζεται να εννοούμε και Μητέρες της Εκκλησίας. Θυμηθείτε λ.χ. τις αμμάδες (μητέρες) στο Γεροντικό, με πλούσιο συμβουλευτικό έργο. Βεβαίως, για πολλούς λόγους, επί αιώνες, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, η ανδρική παρουσία κυριαρχεί, η δε γυναικεία παρουσία συνήθως δεν συνοδευόταν από συγγραφικό έργο. Ωστόσο πρέπει να την έχουμε κατά νου.

Πρώτα απ’ όλα, ας δούμε τη σχέση της κοινωνικής δικαιοσύνης με την «λειτουργία μετά τη Λειτουργία». Με άλλα λόγια, ας δούμε τη σχέση της κοινωνικής δικαιοσύνης με την μυστηριακή (sacramental) ζωή της Εκκλησίας.

Όπως είναι γνωστό, την περίφημη έννοια «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» την παρουσίασε ο νυν αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος το 1963 σε κήρυγμα στην Αθήνα. Δώδεκα χρόνια αργότερα (το 1975) την ανέπτυξε σε διαχριστιανική συνάντηση στην Αρμενία, στο πλαίσιο συζητήσεων για την μαρτυρία και την ιεραποστολή της Εκκλησίας. Ο Αναστάσιος όρισε την «λειτουργία μετά την Λειτουργία» ως προέκταση αυτού που οι πιστοί βίωσαν μέσα στη θεία Λειτουργία, μετά την θεία Λειτουργία, μετά από τον ναό, στην «ζωή της κοινωνίας […], με σκοπό την απελευθέρωση των ανθρώπων από όλες τις δαιμονικές δομές αδικίας, εκμεταλλεύσεως, αγωνίας, μοναξιάς, και τη δημιουργία μιας πραγματικής κοινωνίας προσώπων εν αγάπη». Σ’ αυτά τα λόγια του Αναστασίου είναι πολύ σημαντικό ότι η κοινωνική αδικία χαρακτηρίζεται ως δαιμονική, δηλαδή ως μία από τις δυνάμεις οι οποίες αντιστρατεύονται την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Άρα, ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη ανήκει στην καρδιά της εκκλησιαστικής ταυτότητας: επαναλαμβάνει έμπρακτα την προσευχή, «ελθέτω η Βασιλεία σου».

Οι Πατέρες έχουν πλούσιο έργο, αλλά δεν συνέθεσαν ένα ιδεολογικό σύστημα ή ένα πολιτικό πρόγραμμα με τη σημερινή έννοια. Μιλούν μέσα στις συνθήκες της εποχής τους, αλλά, επειδή εμπνέονται από το Ευαγγέλιο του Χριστού, μας δίνουν κριτήρια διαχρονικά. Η έννοια των κριτηρίων είναι πολύ σημαντική. Οι κοινωνικές δομές και τα οικονομικά συστήματα δεν είναι διαχρονικά, είναι όμως διαχρονικά τα ευαγγελικά κριτήρια για την αξιολόγηση της κοινωνικής πραγματικότητας και για τον προσανατολισμό των πιστών

Η φράση λοιπόν «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» φαίνεται να σημαίνει ότι ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη είναι κάτι που είναι συνέπεια της θείας Λειτουργίας. Εδώ όμως χρειάζεται να εμβαθύνουμε περισσότερο και να προσέξουμε κάτι πολύ λεπτό και πολύ σημαντικό: Η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο συνέπεια, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της θείας Ευχαριστίας, αλλά ταυτόχρονα είναι και συστατικό της θείας Ευχαριστίας, υπό την έννοια ότι δίχως ενδιαφέρον για κοινωνική δικαιοσύνη η ίδια η θεία Ευχαριστία, κατά κάποιον τρόπο, δεν είναι πλήρης, δεν είναι έγκυρη.

Σήμερα αρκετοί τονίζουν ότι αποκλειστικά η θεία Ευχαριστία αποτελεί την εικόνα, τη φανέρωση της μέλλουσας Βασιλείας στο παρόν. Έτσι υποστηρίζουν ότι η ουσία της Εκκλησίας βρίσκεται αποκλειστικά στην θεία Ευχαριστία και ότι συνεπώς όλα τα άλλα (όπως, για παράδειγμα, η κοινωνική δράση) είναι δευτερεύοντα. Και, βέβαια, «δευτερεύοντα» σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητα για την εκκλησιαστική ταυτότητα.

Εδώ υπάρχει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια σοβαρή μονομέρεια και παράλειψη. Όσοι επικαλούνται τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα (ότι η Εκκλησία πραγματοποιείται με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας) δεν έχουν προσέξει ότι ο ίδιος άγιος αναφέρει άλλο ένα πράγμα ως εικόνα της Βασιλείας. Τις πράξεις φιλανθρωπίας, την έμπρακτη αλληλεγγύη. Άρα, και τα δύο, και η Ευχαριστία και η αλληλεγγύη, φανερώνουν την Βασιλεία μέσα στο παρόν. Και μάλιστα ο Καβάσιλας μας δίνει και μια υπέροχη περιγραφή της μέλλουσας Βασιλείας. Στη Βασιλεία (λέει) ο Χριστός θα προΐσταται της αιώνιας ευχαριστιακής σύναξης, και ταυτόχρονα θα διακονεί αιώνια τους συνδαιτυμόνες.   

Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής στο υπέροχο έργο του «Μυσταγωγία» αναλύει τα νοήματα της θείας Λειτουργίας. Κάποια στιγμή φτάνει στην τέλεση της Ευχαριστίας, με την οποία η θεία Λειτουργία κορυφώνεται. Έχουμε ανέβει πλέον στον ουρανό. Όμως ο Μάξιμος δεν κλείνει το έργο του με αυτό. Μας κατεβάζει πάλι στην ιστορία – στο σήμερα. Διότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη στη Βασιλεία. Ο δρόμος συνεχίζεται. Και λέει ο Μάξιμος: Μέχρι το τέλος της ιστορίας ο Χριστός θα υποφέρει με όσους υποφέρουν. Έτσι (συνεχίζει), όσοι βοηθούν τους αδύναμους, βοηθούν τον ίδιο τον Χριστό, και ταυτόχρονα μιμούνται τον Χριστό.

Η αλληλεγγύη λοιπόν κατέχει κεντρική θέση στην εκκλησιαστική ταυτότητα, και αυτό αποτυπώνεται διαχρονικά σε όλη την πατερική σκέψη. Ήδη τον 4ον αιώνα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε πει τα εξής τολμηρά: Δεχόμαστε ότι οι άγιες τράπεζες των ναών είναι το ιερότερο σημείο. Και όμως υπάρχουν και κάποιες άλλες άγιες τράπεζες, έξω από τους ναούς, οι οποίες έχουν την ίδια ή και μεγαλύτερη ιερότητα. Αυτές οι άλλες άγιες τράπεζες είναι οι φτωχοί και οι περιθωριακοί, που βρίσκονται στους δρόμους. Πάνω στην αγία τράπεζα του ναού τίθεται το σώμα του Χριστού, όμως ο φτωχός αποτελεί το σώμα του Χριστού. Οι ιερείς στον ναό (καταλήγει ο Χρυσόστομος) επικαλούνται το άγιο Πνεύμα με τον λόγο. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι που νοιάζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη  επικαλούνται το άγιο Πνεύμα με την πράξη. Θυμηθείτε εδώ τον ακτιβισμό της αγίας Μαρίας Σκομπτσόβα και την αποστροφή της προς την λειτουργική τυπολατρία. Η φράση που είπε στα εφηβικά της χρόνια, «Αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχει Θεός», καθόρισε την πορεία και την δράση της. Και είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό, ότι ήδη στη δεκαετία του 1930 η αγία Μαρία μιλούσε για την «λειτουργία εκτός Εκκλησίας». Κοινωνώντας το θυσιαστικό σώμα του Χριστού στην θεία Ευχαριστία (έγραφε η αγία Μαρία), «κι εμείς με τη σειρά μας προσφερόμαστε ως θυσία […]. Η Λειτουργία εκτός Εκκλησίας είναι η θυσιαστική μας διακονία στην Εκκλησία του κόσμου, στολισμένη με τις ζωντανές εικόνες του Θεού, […] μια πανανθρώπινη θυσιαστική προσφορά αγάπης».

Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής στο υπέροχο έργο του «Μυσταγωγία» αναλύει τα νοήματα της θείας Λειτουργίας. Κάποια στιγμή φτάνει στην τέλεση της Ευχαριστίας, με την οποία η θεία Λειτουργία κορυφώνεται. Έχουμε ανέβει πλέον στον ουρανό. Όμως ο Μάξιμος δεν κλείνει το έργο του με αυτό. Μας κατεβάζει πάλι στην ιστορία – στο σήμερα. Διότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη στη Βασιλεία. Ο δρόμος συνεχίζεται. Και λέει ο Μάξιμος: Μέχρι το τέλος της ιστορίας ο Χριστός θα υποφέρει με όσους υποφέρουν. Έτσι (συνεχίζει), όσοι βοηθούν τους αδύναμους, βοηθούν τον ίδιο τον Χριστό, και ταυτόχρονα μιμούνται τον Χριστό.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Δείχνουν ότι η αλληλεγγύη και η έγνοια για κοινωνική δικαιοσύνη δεν αποτελεί ανταγωνιστή των μυστηρίων (sacraments), αλλά μυστήριο (sacrament) η ίδια. Είναι το μυστήριο του αδελφού, το οποίο πάντα αποτελεί όρο των μυστηρίων, καθόσον συμμετοχή στα μυστήρια χωρίς αλλοίωση του πιστού από την έμπρακτη αγάπη, καταντά τα μυστήρια χημεία ή μαγική τελετή. Με άλλα λόγια, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόνο «λειτουργία μετά τη Λειτουργία», αλλά και «λειτουργία πριν την Λειτουργία».

Με ποικίλες αφορμές, αυτά τα επισημαίνουν και πολλοί άλλοι Πατέρες. Φέρνω ως παράδειγμα δύο αγίους των νεωτέρων χρόνων. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τολμά να πει πως όποιος έχει αποκτήσει περιουσία με αρπαγές και αδικίες, δεν συγχωρείται απλώς με το να μετανιώσει, ακόμα κι αν βαπτιστεί μετά από την διάπραξη της αδικίας. Δεν αρκεί δηλαδή από μόνη της η τέλεση του μυστηρίου. Για να συγχωρεθεί ο εν λόγω άνθρωπος (συνεχίζει ο Νικόδημος), πρέπει να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και να επιστρέψει στους αδικημένους όσα άρπαξε απ’ αυτούς. Στο ίδιο πνεύμα ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός δίδασκε ότι, ακόμα κι αν (με το μυστήριο της εξομολόγησης) συγχωρέσουν τον εκμεταλλευτή όλοι οι πνευματικοί, όλοι οι ιερείς, όλοι οι επίσκοποι και όλοι οι πατριάρχες, αυτός θα μείνει ασυγχώρητος, αν δεν τον συγχωρήσει ο αδικημένος. Και μάλιστα (σημειώνει ο άγιος Κοσμάς), είτε ο αδικημένος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, είτε δυτικός Χριστιανός, είτε εβραίος.

Οι  «Αποστολικές Διαταγές» του 4ου αι. ζητούν από τους ποιμένες να μην αποδέχονται δωρεές πλουσίων οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους αδυνάτους – ακόμη κι αν η εκκλησία κινδυνεύει να καταστραφεί από την έλλειψη πόρων. Είναι μια πνευματική γραμμή που ξεκινά ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Στην Σοφία Σειράχ διαβάζουμε: «Όποιος προσφέρει στον Θεό θυσία με χρήματα που στέρησε από τους φτωχούς, είναι σαν να θυσιάζει ένα παιδί μπροστά στα μάτια του πατέρα του».

Η σχέση κοινωνικής δικαιοσύνης και λειτουργικής ζωής έχει ακόμα ευρύτερες διαστάσεις. Με σημερινή γλώσσα θα έλεγα ότι η λειτουργική ζωή δεν μπορεί να καταντά πλυντήριο μαύρου χρήματος. Για παράδειγμα, σήμερα κάποιες Εκκλησίες συχνά λαμβάνουν μεγάλες δωρεές από άτομα και φορείς. Οι δωρεές εκ μέρους ισχυρών ανθρώπων είναι πολύ ευαίσθητο ζήτημα, διότι άλλοτε γίνονται με αγαθή πρόθεση και αποτελούν όντως πολύτιμη βοήθεια, άλλοτε όμως δημιουργούν στην Εκκλησία δεσμεύσεις ή εξυπηρετούν σκοπιμότητες. Μπορεί να ακούγεται ενοχλητική αυτή η κριτική, ωστόσο πηγάζει από τα σπλάχνα της εκκλησιαστικής παράδοσης. Οι  «Αποστολικές Διαταγές» του 4ου αι. ζητούν από τους ποιμένες να μην αποδέχονται δωρεές πλουσίων οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους αδυνάτους – ακόμη κι αν η εκκλησία κινδυνεύει να καταστραφεί από την έλλειψη πόρων. Είναι μια πνευματική γραμμή που ξεκινά ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Στην Σοφία Σειράχ διαβάζουμε: «Όποιος προσφέρει στον Θεό θυσία με χρήματα που στέρησε από τους φτωχούς, είναι σαν να θυσιάζει ένα παιδί μπροστά στα μάτια του πατέρα του». Στο ίδιο πνεύμα ο Μ. Βασίλειος λέει ότι δεν μπορεί ο Θεός να γίνεται (μέσω τέτοιων δωρεών) συνένοχος ληστών και αρπάγων. Και ο άγιος Αναστάσιος Σιναΐτης τονίζει ότι ο κληρικός που θα δεχτεί τέτοιες δωρεές, μολύνεται και ο ίδιος!

Αυτή την κριτική ματιά δεν την βλέπουμε μόνο στην κίνηση των ισχυρών προς την Εκκλησία (με δωρεές). Την βλέπουμε και στην κίνηση της Εκκλησίας προς τους ισχυρούς (με αιτήματα που έχει να τους υποβάλει). Η σύνοδος της Σαρδικής (του 4ου αιώνα) ζήτησε από τους επισκόπους να μην επισκέπτονται τον βασιλέα, παρά μόνο για έναν λόγο: Για να συνηγορήσουν υπέρ των φτωχών, των χηρών και των ορφανών. Η σύνοδος το όρισε αυτό, διότι διαπίστωσε ότι συχνά λάμβαναν χώρα ιδιοτελείς οικονομικο-πολιτικές συναλλαγές.

Ο αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί μαρτυρία, ιεραποστολή. Φανερώνει στον κόσμο, μέσω της πράξης, τι είδους Θεός είναι ο Θεός της Εκκλησίας, και τι «πράγμα» είναι η Βασιλεία που προσδοκούμε. Ο χριστιανικός αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη δηλαδή δεν είναι ούτε προπαγάνδα, ούτε μάρκετινγκ. Είναι (οφείλει να είναι) καθαυτό το βίωμα των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, με το οποίο απευθύνονται στον κόσμο. Ο Χρυσόστομος υποστήριξε ότι εφόσον οι Χριστιανοί δεν εφαρμόζουν τις ευαγγελικές εντολές και αφήνουν να βασιλεύει το άδικο και η ανισότητα, είναι αδύνατο να πείσουν τους άπιστους. Η κοινωνική δικαιοσύνη (λέει ο Χρυσόστομος) είναι απείρως σημαντικότερη από την τέλεση θαυμάτων.


Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιεραποστολικής,
Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία
Αθηνών. Διευθύνει το περιοδικό «Σύναξη» και είναι μέλος της European Society for Intercultural
Theology and Interreligious Studies. Διδάσκει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ζει στην Αθήνα με την σύζυγό του Ελένη Ταμαρέση και τον γιο τους
Αλέξανδρο-Αρέθα.

Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την εισήγηση του συγγραφέα στην κατηχητική σύναξη της Ι. Μητρόπολης Γαλλίας σε συνεργασία με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Πέμπτη 25-1-2024.

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Μεξικανού καλλιτέχνη David Alfaro Siqueiros (1896-1972) με τίτλο Hands (1949) και φυλάσσεται στο SOMAAP, Μεξικό.