Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 2040

Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 2040
Χρόνος Ανάγνωσης: 8 λεπτά

Η Νεοελληνική Ταυτότητα και οι Προοπτικές της Προς το 2040

Προβληματισμοί για τη Νεοελληνική Ταυτότητα

Αφού περί ταυτότητας, νεοελληνικής ή εθνικής, ο λόγος, οφείλουμε να αρχίσουμε με την ονομάτων επίσκεψιν για να αποσαφηνίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, όρους που είναι επίμαχοι και συζητήσιμοι, επιδεχόμενοι πολλών ερμηνειών. Πριν διατυπώσω λοιπόν μερικές σκέψεις για τις προοπτικές προς το 2040, με μεγάλη περίσκεψη και πολλές αμφιβολίες οφείλω να ομολογήσω, θεωρώ ότι πρέπει να αφιερώσω το κύριο μέρος της παρέμβασής μου στην ονομάτων επίσκεψιν, ως αναγκαία αρχή παιδεύσεως, όπως έλεγε ο Αντισθένης.

Αν θέλαμε να αναλύσουμε με επιστημονική ακρίβεια τον όρο εθνική ταυτότητα θα έπρεπε να αποδυθούμε σε μια γενικότερη αναδρομή στις αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες περί έθνους και εθνικισμού. Αν και ενδιαφέρον και σημαντικό το εγχείρημα αυτό δεν θα ήταν ρεαλιστικό αυτή τη στιγμή.

Ας περιοριστούμε λοιπόν σε έναν κατά το δυνατόν πρακτικό ορισμό: η εθνική ταυτότητα είναι η ιδιότητα του μέλους ενός έθνους και θα μπορούσε να οριστεί ως το σύνολο των χαρακτηριστικών και των κοινών συναισθημάτων που ένας πληθυσμός θεωρεί ότι τον καθορίζουν ως εθνική συλλογικότητα, ως συλλογική ιστορική προσωπικότητα, και τον διακρίνουν από άλλες αντίστοιχες συλλογικές ιστορικές προσωπικότητες. Με βάση αυτό τον ορισμό λοιπόν θα μπορούσε να ερωτηθεί τί συνιστά τη σημερινή εθνική ελληνική ταυτότητα; Μια δυνητική απάντηση θα επεσήμαινε ότι πρόκειται για την ταυτότητα του λαού που ομιλεί την αρχαιότερη γραπτή γλώσσα της Ευρώπης και κατοικεί ως επί το πλείστον εντός των ορίων του ελληνικού κράτους αλλά και σε κοινότητες μεταναστών ή και γηγενών πληθυσμών σε άλλα σημεία της Ευρώπης και του πλανήτη. Έτσι με τον γλωσσικό ορισμό της συλλογικής ταυτότητας εκτός από τον πληθυσμό της Ελλάδας, της ελληνικής ταυτότητας φορείς είναι η πλειοψηφία του λαού της Κύπρου, ενός άλλου ευρωπαϊκού κράτους, οι γηγενείς πληθυσμοί που μιλούν ελληνικά στην Αλβανία και στην Τουρκία και σε πολλές κοινότητες αποδήμων στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και την Ωκεανία και λιγότερο στην Ανατολική Ασία.

Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να πούμε ότι η Ορθοδοξία, η Ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτική ταυτότητα προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα του ελληνικού λαού, διότι το χαρακτηριστικό αυτό προσιδιάζει και σε πολλούς άλλους λαούς, άρα δεν συνιστά ειδοποιό διαφορά στην αποσαφήνιση μιας διακριτής εθνικής ταυτότητας. Αντιστρόφως, φορείς της ελληνικής ταυτότητας είναι πληθυσμοί και άτομα που κατοικούν στην Ελλάδα ή στην αποδημία και θεωρούν εαυτούς Έλληνες χωρίς να είναι Ορθόδοξοι, όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί πληθυσμοί των ελληνικών νησιών, και ακόμη άλλες ομάδες Προτεσταντών, Εβραίων ακόμη και Μουσουλμάνων και προϊόντος του χρόνου και πιστοί άλλων θρησκευμάτων που γεννιούνται, μεγαλώνουν και μορφώνονται στην Ελλάδα, προερχόμενοι από τον μεταναστευτικό πληθυσμό που κατακλύζει σήμερα την Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική.

Ο ορισμός που προτάθηκε έχει πολλά προβλήματα εμπειρικής εφαρμογής τα οποία επισημαίνω αμέσως: αν όσοι μιλούν ως μητρική γλώσσα την ελληνική στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Αλβανία, την Τουρκία, τις κοινότητες της αποδημίας, θεωρηθούν Έλληνες, ανακύπτει ένα σοβαρό πρόβλημα ορισμού για τα παιδιά των μεταναστών που παύουν να μιλούν ελληνικά στο κοινωνικό περιβάλλον της αποδημίας. Μπορούν αυτοί οι ελληνικής καταγωγής πολίτες ή κάτοικοι άλλων χωρών, που δεν μιλούν ελληνικά, να θεωρηθούν φορείς της ελληνικής ταυτότητας; Αντιστοίχως τίθεται ένα άλλο ιστορικό πρόβλημα: με βάση τον γλωσσικό ορισμό της ταυτότητας θα μπορούσαν να θεωρηθούν φορείς της ελληνικής ταυτότητας ελληνόφωνοι πληθυσμοί οι οποίοι κατοικούν σε άλλες χώρες, των οποίων φέρουν την ιθαγένεια και την ιδιότητα του πολίτη, όπως οι ομολογουμένως μικροί αλλά υπαρκτοί πληθυσμοί που μιλούν μορφές της ελληνικής γλώσσας στην Ιταλία (Απουλία, Καλαβρία) ή την Ουκρανία (Μαριούπολη) ή, για να εικονογραφήσουμε το πρόβλημα του ορισμού, ακόμη και οι Μουσουλμάνοι που μιλούν Ποντιακά ελληνικά στην περιοχή του ποταμού Όφη στον Πόντο της Μικράς Ασίας;

Οριοθέτηση της Νεοελληνικής Ταυτότητας

Αυτοί οι προβληματισμοί της οριοθέτησης της εθνικής ταυτότητας με βάση το γλωσσικό κριτήριο εικονογραφούν τη δυσκολία του ορισμού της συλλογικής ταυτότητας με πολιτισμικά κριτήρια. Αντίστοιχες ή και μεγαλύτερες δυσκολίες ανακύπτουν αν επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε την εθνική ταυτότητα με κριτήριο τη θρησκεία. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να πούμε ότι η Ορθοδοξία, η Ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτική ταυτότητα προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα του ελληνικού λαού, διότι το χαρακτηριστικό αυτό προσιδιάζει και σε πολλούς άλλους λαούς, άρα δεν συνιστά ειδοποιό διαφορά στην αποσαφήνιση μιας διακριτής εθνικής ταυτότητας. Αντιστρόφως, φορείς της ελληνικής ταυτότητας είναι πληθυσμοί και άτομα που κατοικούν στην Ελλάδα ή στην αποδημία και θεωρούν εαυτούς Έλληνες χωρίς να είναι Ορθόδοξοι, όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί πληθυσμοί των ελληνικών νησιών, και ακόμη άλλες ομάδες Προτεσταντών, Εβραίων ακόμη και Μουσουλμάνων και προϊόντος του χρόνου και πιστοί άλλων θρησκευμάτων που γεννιούνται, μεγαλώνουν και μορφώνονται στην Ελλάδα, προερχόμενοι από τον μεταναστευτικό πληθυσμό που κατακλύζει σήμερα την Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική.

Η σύγχρονη ελληνική εθνική ταυτότητα είναι το ιστορικό προϊόν μακραίωνων επεξεργασιών και ωσμώσεων που συντελούνται κατά την ανέλιξη μιας μακράς πολιτισμικής παράδοσης, που τη χαρακτηρίζουν συνέχειες (π.χ. η γλωσσική συνέχεια) και ρήξεις (π.χ. η μετάβαση από την αρχαία θρησκεία στον χριστιανισμό) και βαθιές τομές και επανεκκινήσεις, ιδίως στο πολιτικό επίπεδο. Το ότι η ταυτότητα αυτή δεν είναι εύκολο να οριστεί, όπως δείξαμε προηγουμένως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ότι είναι κάτι ανύπαρκτο και φανταστικό.

Ούτε και το πολιτικό κριτήριο της ιθαγένειας ή της ιδιότητας του πολίτη της Ελληνικής Δημοκρατίας, συνιστά επαρκές κριτήριο προσδιορισμού της ελληνικής εθνικής ταυτότητας διότι την πολιτειακή αυτή ιδιότητα μπορεί να διαθέτουν άνθρωποι που δεν θεωρούν εαυτούς Έλληνες, όπως μέλη εθνικών μειονοτήτων, και κατ’ εξοχήν οι Μουσουλμάνοι Τούρκοι και ίσως οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης, ή άλλοι στους οποίους για κάποιους λόγους χορηγήθηκε η ελληνική ιθαγένεια και ελληνικό διαβατήριο. Οι δυσκολίες να προσδιοριστεί η εθνική ταυτότητα με συγκεκριμένα πολιτισμικά ή πολιτικά κριτήρια μάς υπενθυμίζουν τον παλαιό ορισμό της κοινότητας ενός έθνους που έδωσε ο Ernest Renan όταν έγραψε το 1882 ότι σε ένα έθνος μετέχουν όσοι επιθυμούν, όσοι συμμετέχουν στην ενεργό εκδήλωση της εθνικής ταυτότητας ως μορφή συνεχούς δημοψηφίσματος. Αυτού του ορισμού η φιλοσοφική προέλευση βρίσκεται στην πολιτική θεωρία του Jean-Jacques Rousseau και ειδικότερα στη θεωρία της γενικής βούλησης, που είναι μία έννοια περίπλοκη και ακανθώδης, προσφέρει όμως τη μόνη δυνατότητα να οριστεί ικανοποιητικά από φιλοσοφικής απόψεως η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Αυτός ο βουλησιαρχικός ορισμός είναι ο μόνος δυνατός και λογικός ορισμός της εθνικής ταυτότητας. Θα έλεγα συνεπώς ότι η σύγχρονη ελληνική εθνική ταυτότητα είναι το ιστορικό προϊόν μακραίωνων επεξεργασιών και ωσμώσεων που συντελούνται κατά την ανέλιξη μιας μακράς πολιτισμικής παράδοσης, που τη χαρακτηρίζουν συνέχειες (π.χ. η γλωσσική συνέχεια) και ρήξεις (π.χ. η μετάβαση από την αρχαία θρησκεία στον χριστιανισμό) και βαθιές τομές και επανεκκινήσεις, ιδίως στο πολιτικό επίπεδο. Το ότι η ταυτότητα αυτή δεν είναι εύκολο να οριστεί, όπως δείξαμε προηγουμένως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ότι είναι κάτι ανύπαρκτο και φανταστικό. Αποτελεί βίωμα και πλαίσιο αυτοπροσδιορισμού μιας σημαντικής πληθυσμιακής συλλογικότητας που κατοικεί κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο αλλά όχι μόνον εκεί και διαθέτει μεγάλη ευαισθησία, συχνά και ευθιξία, στα ζητήματα της ταυτότητας και του εθνικού της προσδιορισμού.

Η ταυτότητα αυτή διαθέτει σημαντικό συμβολικό φορτίο, αντλημένο από την ελληνική ιστορική εμπειρία, συμβολικό φορτίο που δεν καθορίζεται πάντοτε από ορθολογικά κριτήρια, λειτουργεί όμως ψυχολογικά για τον αυτοπροσδιορισμό των σύγχρονων Ελλήνων. Ο σημαντικότερος ιστορικός παράγοντας που καθόρισε τον προσδιορισμό της νεότερης και σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων υπήρξε η συνάντηση και συνομιλία με τον πολιτισμό της Δύσεως από την εποχή του Διαφωτισμού και εξής. Αυτή η συνάντηση αποσαφήνισε το αδρό περίγραμμα της συλλογικής ταυτότητας του λαού που μιλούσε ελληνικά και τον επαναπροσδιόρισε ως μοντέρνο έθνος με κυριότερο συλλογικό μέλημα την επίτευξη και διαφύλαξη της ελευθερίας του. Η συλλογική αυτή ταυτότητα σφυρηλατήθηκε και ανελίχθηκε κατά τους τελευταίους δύο αιώνες και πλέον σε διάλογο με τα ιδεολογικά και πολιτισμικά ρεύματα που εξέφρασαν τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, ρεύματα τα οποία απαρέγκλιτα βρήκαν την έκφρασή τους και στην ελληνική γλώσσα με την ανάπτυξη μιας αξιόλογης λογοτεχνίας.

Η Νεοελληνική Ταυτότητα σε Ευρωπαϊκή Προοπτική

Συνοψίζοντας λοιπόν θα έλεγα ότι η σύγχρονη ελληνική εθνική ταυτότητα είναι μια από τις πολλές συλλογικές ταυτότητες που συναπαρτίζουν το μεγάλο και πολύχρωμο μωσαϊκό των ταυτοτήτων της Ευρώπης. Ως ευρωπαϊκή ταυτότητα η ελληνική ταυτότητα χαρακτηρίζεται από τα κοινά στοιχεία αλλά και τις παθογένειες που συναντούμε στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Πρόχειρα παραδείγματα αυτών των παθογενειών είναι ο καταναλωτισμός, η υποταγή στη λογική των ΜΜΕ και της διαφήμισης, η μεταβολή της παιδείας από αγαθό ανάπτυξης ώριμης προσωπικότητας σε εργαλείο υλικής ευζωΐας και όλα τα παρεπόμενα των τάσεων αυτών που κυριαρχούν στη νοοτροπία και καθορίζουν τις αξίες των σύγχρονων κοινωνιών. Ως εκ τούτου η σύγχρονη ελληνική ταυτότητα βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με τα ίδια διλήμματα και αγωνίες που απασχολούν και τις άλλες ευρωπαϊκές ταυτότητες, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μεγαλύτερη και βασανιστικότερη αγωνία σήμερα ανακύπτει από την αβεβαιότητα για το μέλλον της Ευρώπης και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λαμβάνει τη μορφή των ποικίλων σημερινών κρίσεων, οι οποίες δεν είναι απλώς οικονομικές. Είναι κρίσεις κυρίως που αναφέρονται στην πολιτική και την ηθική, κρίσεις ηγεσίας, δημοκρατικής παιδείας και αξιών. Οι κρίσεις αυτές σκιάζονται πλέον και από την απειλή της φυσικής καταστροφής του πλανήτη που επιφέρει η κλιματική αλλαγή και οι ποικίλες μορφές βίας που ασκεί ο άνθρωπος με την αλαζονεία και την απληστία του επάνω στο περιβάλλον, όπως και οι πανδημίες που εκπορεύονται από όλα αυτά.

Ο σημαντικότερος ιστορικός παράγοντας που καθόρισε τον προσδιορισμό της νεότερης και σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων υπήρξε η συνάντηση και συνομιλία με τον πολιτισμό της Δύσεως από την εποχή του Διαφωτισμού και εξής. Αυτή η συνάντηση αποσαφήνισε το αδρό περίγραμμα της συλλογικής ταυτότητας του λαού που μιλούσε ελληνικά και τον επαναπροσδιόρισε ως μοντέρνο έθνος με κυριότερο συλλογικό μέλημα την επίτευξη και διαφύλαξη της ελευθερίας του

Είμαστε όλοι δικαιολογημένα ανήσυχοι αλλά η ελπίδα που μας δίνει η ιστορία προέρχεται από τη διαπίστωση ότι η Ευρώπη ―και η Ελλάδα― αντιμετώπισαν σοβαρές κρίσεις και βαθύτατες αντινομίες και ανατροπές και στο παρελθόν και κατόρθωσαν, με βαρύτατο τίμημα βεβαίως, να αντεπεξέλθουν. Ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί η σοβαρότητα, η ευφυΐα και η συναίσθηση ευθύνης για να αντιμετωπισθεί και η πολυεπίπεδη σημερινή κρίση χωρίς να παραδοθούμε στην απελπισία, τον μηδενισμό και την αυτοκαταστροφή.

Στρέφοντας το βλέμμα προς το 2040 και με δεδομένα όσα προαναφέρθηκαν για το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας θα ήθελα να διατυπώσω προς συζήτηση δύο προβληματισμούς, οι οποίοι θεωρώ ότι πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά τόσο τις ποικίλες ηγεσίες όσο και κάθε σκεπτόμενο πολίτη στην κοινωνία της σημερινής Ελλάδας.

Προβληματισμοί για την ελληνική Γλώσσα και την Ορθοδοξία

Ο ένας προβληματισμός αναφέρεται στην ελληνική γλώσσα και τη συνεχή της κακοποίηση από τα ΜΜΕ κατά πρώτον λόγο, αλλά και από την αδιαφορία της κοινωνίας στο σύνολό της. Οι γλωσσολόγοι μπορούν να ισχυρίζονται ότι οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στο χρόνο και ενδεχομένως να βρισκόμαστε σε μια τέτοια φάση μετεξέλιξης της ελληνικής γλώσσας σε κάποια άλλη μορφή. Προς το παρόν όμως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την δραματικά πλέον αισθητή γλωσσική ανεπάρκεια τόσο των νεότερων γενεών όσο και ομάδων που διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους στην κοινωνία, πολιτικών, δημοσιογράφων, κληρικών. Αν η γλώσσα βρίσκεται στη σοβαρή κάμψη που παρατηρούμε γύρω μας πώς θα υπάρχει η δυνατότητα δια της εκμάθησης της γλώσσας να ενσωματώσει η ελληνική κοινωνία τους μετανάστες και άλλους επήλυδες μέσα και έξω από την Ευρώπη, που δημιουργούν την πολυπολιτισμική Ελλάδα που βρίσκεται ήδη εν τω γίγνεσθαι;

Πιστεύω πραγματικά ότι το πρόβλημα δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί αρκετά από όσους συζητούν το ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας και από τους φορείς της πολιτικής ευθύνης για το μέλλον της χώρας. Θα μπορούσα να επεκταθώ στο ζήτημα, στρέφοντας τον λόγο και στα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά στο πεδίο αυτό θα περιοριστώ να καταθέσω απλώς την ανησυχία που μου προκαλεί η προϊόντος του χρόνου εδραιωνόμενη αντίληψη ότι η εκπαίδευση σημαίνει την απόκτηση δεξιοτήτων τεχνολογικού χαρακτήρα μάλλον παρά την επίτευξη της γλωσσικής κυρίως επάρκειας των μαθητών και τη διανοητική τους καλλιέργεια με τη διδασκαλία των θετικών επιστημών και την εγκυκλοπαιδική τους μόρφωση.

Βλέποντας προς το 2040 ανησυχώ σοβαρά ως προς την έκβαση όλων αυτών των τάσεων και συνέχομαι από την αγωνία ή μάλλον τον εφιάλτη που προκαλεί η εικόνα μιας μελλοντικής Ελλάδας χωρίς ουσιαστικά την ελληνική γλώσσα, ύστερα από διαδρομή τριών χιλιετιών.

Στρέφομαι σε έναν δεύτερο προβληματισμό με την προοπτική του 2040. Πρόκειται για το ζήτημα της παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Σε αντίθεση με την ανησυχία που προκαλούν οι προοπτικές της ελληνικής γλώσσας προς το 2040, η επιβολή και η αποδοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε μέγιστο μέρος της ελληνικής κοινωνίας δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία ως προς την επιβίωση και την δυναμική παρουσία της κατά τις επόμενες δεκαετίες. Θα προσέθετα μάλιστα τα εξής: παρά τους μικρότερους της αριθμούς σε σχέση με άλλες Ορθόδοξες χώρες, Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία, η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τα ποικίλα εκκλησιαστικά καθεστώτα της στην ελληνική επικράτεια (αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος, μητροπόλεις των νέων χωρών, Εκκλησία της Κρήτης, Άγιον Όρος, μητροπόλεις της Δωδεκανήσου), αποτελεί σήμερα την πιο σημαντική Ορθόδοξη Εκκλησία. Τούτο γιατί είναι μία Εκκλησία ελεύθερη, με σημαντικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό και μεγάλη απήχηση στο ποίμνιό της. Είναι κυρίως σημαντική η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα διότι βρίσκεται εγγύτερα προς το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και θα όφειλε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις ενός κόσμου που συνεχώς μεταβάλλεται ώστε να μπορέσει με την ανάπτυξη του δικού της προβληματισμού και εκκλησιαστικής πράξης να προσφέρει διαύλους και στις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες ώστε να ακολουθήσουν ένα δρόμο που θα κρατήσει βιώσιμο τον Ορθόδοξο χριστιανισμό ως εμπειρία ζωής και πίστης μάλλον παρά ως μουσειακό αντικείμενο. Συμβαίνουν αυτά στην ελληνική Ορθοδοξία σήμερα ώστε να συμβάλει και αυτή στη βιωσιμότητα και την λειτουργικότητα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας του 2040, η οποία όμως θα παραμένει με ανανεωμένους τρόπους ελληνική; Νομίζω ότι υπάρχουν πολλές δυσκολίες σ’ αυτόν τον δρόμο, μια από τις οποίες είναι η ανεπάρκεια της παιδείας του κλήρου, ακόμη και του ανώτερου, και το συχνά πολύ χαμηλό επίπεδο του ποιμνίου, όπως καταφαίνεται στις μέρες μας από το ζήτημα του εμβολιασμού κατά της πανδημίας. Πιστεύω όμως ότι η ελληνική Ορθοδοξία θα μπορούσε, αποκτώντας επίγνωση των προκλήσεων, να ανταποκριθεί προς τα αιτήματα αυτά και να αποτελέσει έναν εποικοδομητικό πρωταγωνιστή στην Ελλάδα του 2040.


Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης είναι Ακαδημαϊκός, Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Τμήμα Πολιτικής και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.

Το παρόν κείμενο αποτελεί την παρέμβαση του Πασχάλη Κιτρομηλίδη στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα «Η διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας του σήμερα και του αύριο», που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στο πλαίσιο της δράσης της Επιτροπής «Η Ελλάδα το 2040», στο συνεδριακό Κέντρο «Θεσσαλία», στα Μελισσάτικα του Βόλου, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021.

Οι τίτλοι των υποενοτήτων έχουν διαμορφωθεί απ’ τον επιμελητή του ιστολογίου.

Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης είναι ο πίνακας του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα “Θέα των Αθηνών” (1940).