ΑΔΕΛΦΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΔΕΛΦΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά

Αδελφές Εκκλησίες, πρωτείο και συνοδικότητα

«Αδελφές Εκκλησίες». Ο όρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του ’60 για να περιγράψει τη νέα, θετική πορεία των σχέσεων μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας. Η φράση που χρησιμοποίησε ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας και ενσωμάτωσε στα κείμενά της η β΄ Σύνοδος του Βατικανού παραπέμπει στη χιλιετία της λεγόμενης «ενωμένης εκκλησίας» αλλά και στις σχέσεις αδελφότητας που διέπουν την Παλαιά και τη Νέα Ρώμη. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί πως, κατά κάποιον τρόπο, η έννοια της «αδελφότητας» θεμελιώνεται στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία που αναδεικνύει την ισοτιμία των τοπικών εκκλησιών δυνάμει της τέλεσης της θείας ευχαριστίας υπό τον επίσκοπο. Κάθε τοπική, επισκοπική εκκλησία είναι «αδελφή» με όλες τις ανά τον κόσμο επισκοπές, κάθε αυτοδιοίκητη επιμέρους εκκλησία (αυτοκέφαλη ή πατριαρχείο) είναι «αδελφή» με τις υπόλοιπες επιμέρους εκκλησίες, αλλά και η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολο της (μαζί με τη θεολογική, λειτουργική, πνευματική και διοικητική ακεραιότητά της) είναι «αδελφή» της Καθολικής Εκκλησίας.

Από το επίπεδο, λοιπόν, της τοπικής εκκλησίας ως αυτό της «ανά τον κόσμο» Εκκλησίας οι όποιες κανονικές σχέσεις είναι μεταξύ αδελφών-ισότιμων εκκλησιών. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η έννοια της «αδελφής» Εκκλησίας υπάρχει προϋποθετικά κι αδιαχώριστα με αυτή της συλλογικότητας, καθώς τυχόν απόρριψη της τελευταίας θα σήμαινε απώλεια και του οργανικού τρόπου συγκρότησης της «αδελφότητας» των εκκλησιών.

Τιμή και ευθύνη των πρωτείων 

Είναι γνωστό πως η πρωτοκαθεδρία μιας εκκλησίας, ακριβώς λόγω της «οντολογικής» ισότητας μεταξύ των εκκλησιών, οριοθετήθηκε ως «τιμητική». Αυτή η τιμή όμως δεν είναι ξένη ορισμένων προνομίων που συνοδεύουν τον επίσκοπο της εκκλησίας που την φέρει. Ανεξάρτητα από το εάν η τιμή που αναγνωρίζεται σε μια εκκλησία οφείλεται σε βιβλικούς, αποστολικούς ή πολιτικούς λόγους (στην αναγωγή της εκκλησίας της Ρώμης στον Πέτρο ή στα πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης λόγω της μετεγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας), είναι σημαντικό να ειπωθεί πως στη «μία» οικογένεια των αδελφών εκκλησιών η πρωτοκαθεδρία είναι η απόδοση μιας αυξημένης ευθύνης σε ό,τι έχει να κάνει με την προάσπιση της ενότητας και της κοινωνίας της καθόλου εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η αποδιδόμενη (από σύνοδο) «τιμή» είναι η ευθύνη που έχει ο επίσκοπος της πρωτοκαθεδρεύουσας εκκλησίας να ενεργεί με τρόπο ώστε, σε συνεννόηση και συμφωνία με τους αδελφούς του, να εξασφαλίζει πάντοτε την ενότητα της εκκλησίας όπου οριοθετείται η διοικητική ευθύνη του.

Δίχως πρωτοκαθεδρία η εκκλησία οδηγείται σ’ έναν άμορφο συγχρωτισμό διαφορετικοτήτων, ακριβώς όπως δίχως έναν προεστό η ευχαριστιακή προσευχή γίνεται άθροισμα πολλών ατομικών δεήσεων.

Χωρίς, λοιπόν, καμία επιφύλαξη για την ανάγκη απόδοσης προνομίων για μία επιμέρους εκκλησία, η κανονική παράδοση όρισε (34ος αποστολικός κανόνας) πως η απόδοση προνομίων δίχως ταυτόχρονη και παράλληλη άσκηση της κοινοτικής και συνοδικής ύπαρξης της εκκλησίας οδηγεί σ’ έναν απολυταρχισμό, ξένο προς την αγαπητική και περιχωρητική αγάπη του Τριαδικού Θεού.

Από την άλλη, βέβαια, δυνάμει της οργανικής σχέσης μεταξύ πρωτοκαθεδρίας και συλλογικότητας, θα πρέπει να υποστηριχθεί πως η έλλειψη αληθινής «αδελφικής» κοινωνίας εμφανίζεται ακόμα κι εκεί που υπερτονίζεται η συλλογικότητα εις βάρος της πρωτοκαθεδρίας (η παρατήρηση αυτή προφανώς ισχύει για όλα τα επίπεδα της εκκλησίας: τοπικό, επιμέρους, παγκόσμιο). Δίχως πρωτοκαθεδρία η εκκλησία οδηγείται σ’ έναν άμορφο συγχρωτισμό διαφορετικοτήτων, ακριβώς όπως δίχως έναν προεστό η ευχαριστιακή προσευχή γίνεται άθροισμα πολλών ατομικών δεήσεων.

Κι αν η διαφορετικότητα είναι κάτι σύμφυτο με την ανθρώπινη υπόσταση, για την εκκλησιολογία είναι μια διάσταση «πτώσης» που εμποδίζει την πραγμάτωση της μυστηριακής ενότητας. Κι αυτό, διότι, ως γνωστόν, οι επίσκοποι δεν προΐστανται μιας ειδικής κατηγορίας πιστών, αλλά του συνόλου της κοινότητας ενός δεδομένου τόπου. Στην εκκλησιολογία το κριτήριο της εδαφικότητας δεν είναι ζήτημα ευταξίας, αλλά, περισσότερο κι απ’ αυτό, (οφείλει να) είναι μια εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την ενότητα της Εκκλησίας, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για την υπέρβαση (κι όχι, ασφαλώς, κατάργηση), στο πρόσωπο του επισκόπου, όλων των γλωσσικών, πολιτισμικών κι άλλων διαφορών που μπορεί να υπάρχουν εντός μιας κοινότητας. Η υπέρβαση αυτή ανήκει στην ευθύνη του προεστώτος, δηλαδή του επισκόπου, ο οποίος αποφεύγει τον κίνδυνο της κοινωνιολογικής κι όχι εσχατολογικής αυτοκατανόησης της εκκλησίας, επισκοπεύει δηλαδή την κοινότητά του ως σώμα Χριστού κι όχι ως μιας ομάδας πιστών που αυτοπροσδιορίζεται εθνικά, κοινωνιολογικά, φυλετικά ή και ιδεολογικά.

Η σχέση του «πρώτου» με τους «πολλούς»

Εν προκειμένω, στην περίπτωση της Ρώμης η πρωτοκαθεδρία ή προεδρία της (αν λάβει κανείς υπόψη το δικαίωμα σύγκλησης και προεδρίας συνόδων ή την εντολή επανεκδίκασης εκκλησιαστικών υποθέσεων) εμφανίζεται εντός μιας περιγεγραμμένης δικαιοδοσίας (αυτής του πάλαι ποτέ «πατριαρχείου της Δύσης») όπως και στο παγκόσμιο επίπεδο της οικογένειας όλων των αδελφών εκκλησιών. Κατ’ αντιστοιχία, και πάντοτε στο πλαίσιο της αδελφικής «ισοτιμίας», τα προνόμια της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης εκφράζονται τόσο σε πατριαρχικό (δηλαδή εντός μιας περιγεγραμμένης δικαιοδοσίας) όσο και σε πανορθόδοξο επίπεδο –μετά το σχίσμα– πάντοτε όμως σε αντιστοιχία με τα προνόμια της Παλαιάς Ρώμης (βλ. ενδεικτικά κανόνες 3 της β΄, 9, 17, 28 της δ΄ οικουμενικής συνόδου, 36 της εν Τρούλω συνόδου).

Κατ’ αναλογία, και πάντοτε στο πλαίσιο της ευχαριστιακής θεολογίας και της εκκλησιαστικής κοινωνίας, η σχέση προεστού και συνάξεως επ-εκτείνεται στο δεσμό που διέπει τον παγκόσμιο πρωτοκαθεδρεύοντα και την οικουμενική σύνοδο. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί ως απάντηση στους ισχυρισμούς, εντός και εκτός Ορθοδοξίας, περί της ύπαρξης ενός δήθεν αυταρχικού πρωτείου…παγκόσμιας δικαιοδοσίας. Κι αυτό διότι η αυταρχικότητα είναι εξ ορισμού αντίθετη με την συνοδικότητα, την οποία ο πρώτος οφείλει να μην αγνοεί.

Πολλοί, βέβαια, εντός και εκτός της Ορθοδοξίας, υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις μεταξύ του «πρώτου» και των «πολλών» περιορίζονται αυστηρά στο περιφερειακό επίπεδο και ότι η λεγόμενη «παγκόσμια Εκκλησία» εξαιρείται από τις διατάξεις περί πρωτοκαθεδρίας. Αυτή η θεώρηση, όμως, κατά την άποψή μας, οδηγεί σε μια λαθεμένη αντίληψη περί αδελφών εκκλησιών. Η σχέση πρωτείου/πρωτοκαθεδρίας και συλλογικότητας/συνοδικότητας βρίσκεται στο κέντρο και σε κάθε επίπεδο της εκκλησιαστικής ζωής (τοπικό, επαρχιακό, παγκόσμιο), ως προέκταση, όπως ειπώθηκε, της ευχαριστιακής τάξης, εκεί όπου ο προεστώς λειτουργεί υπέρμαζί με και στο όνομα της σύναξης. Κατ’ αναλογία, και πάντοτε στο πλαίσιο της ευχαριστιακής θεολογίας και της εκκλησιαστικής κοινωνίας, η σχέση προεστού και συνάξεως επ-εκτείνεται στο δεσμό που διέπει τον παγκόσμιο πρωτοκαθεδρεύοντα και την οικουμενική σύνοδο. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί ως απάντηση στους ισχυρισμούς, εντός και εκτός Ορθοδοξίας, περί της ύπαρξης ενός δήθεν αυταρχικού πρωτείου…παγκόσμιας δικαιοδοσίας. Κι αυτό διότι η αυταρχικότητα είναι εξ ορισμού αντίθετη με την συνοδικότητα, την οποία ο πρώτος οφείλει να μην αγνοεί.

Πρωτείο και συνοδική εμπειρία της Εκκλησίας 

Σημείο εκκίνησης των παραπάνω για τον εν εξελίξει ορθόδοξο-καθολικό διάλογο θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι οικουμενικές σύνοδοι στις οποίες καθορίστηκε όχι μόνο η πίστη, αλλά και οι ίδιες οι συντεταγμένες της πρωτοκαθεδρίας. Μία από αυτές, ήταν η σύνοδος της Κωνσταντινούπολης του 879-880, όπου επιβεβαιώθηκε η ισοτιμία Κωνσταντινούπολης-Ρώμης: οι πάπες ήταν υποχρεωμένοι να αποδέχονται τις καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδονταν για τους κληρικούς της, ακόμη και αν αυτοί ζούσαν εκτός της κανονικής τους επικράτειας. Ως εκ τούτου, το «κοινό» πρωτείο της Ρώμης με την Κωνσταντινούπολη δεν υπερέβαινε τα κανονικά-εδαφικά όρια της καθεμιάς εκκλησίας κι έγινε μια συν-υπευθυνότητα (ή συνεργία) ταγμένη στην υπηρεσία της καθόλου Εκκλησίας. Τα προνόμια των δύο εκκλησιών παρέμεναν διακριτά· εξ ου και ο τίτλος «οικουμενικός» από τους βυζαντινούς για τον επίσκοπο Ρώμης, που σήμαινε πως η προεδρία του νοούταν αυστηρά εντός του περιγράμματος της πενταρχίας και της διοικητικής αυτονομίας των υπολοίπων πατριαρχείων της βυζαντινής «οικουμένης». Έτσι, η πενταρχία έχει διαχρονική αξία μονάχα ως προς το ότι ενσάρκωσε την ιδέα της κοινωνίας των αδελφών εκκλησιών. Υπ’ αυτή την έννοια –και μόνον !– ο πρωτοκαθεδρεύων επίσκοπος δεν κατέχει προνόμια εξουσίας, αλλά εποπτεύει, ως πρόεδρος, αυτό που ούτως ή άλλως ασκείται από όλους, στο πλαίσιο μιας περιγεγραμμένης επιμέρους δικαιοδοσίας (αυτής των αυτοκέφαλων και πατριαρχικών εκκλησιών).

Υπό αυτήν την έννοια πρέπει να εννοηθεί κάθε πρωτοκαθεδρία στην εκκλησία. Όπως στην πρώτη χιλιετία η Ρώμη μαζί με τα άλλα πατριαρχεία της Ανατολής ασκούσε μια λειτουργία εντός της χριστιανικής οικουμένης με βάση κάποιες δεδομένες και αναγνωρισμένες από όλους συντεταγμένες εντός του πνεύματος της κοινωνίας μεταξύ ισότιμων εκκλησιών (αν και όχι πάντα δίχως εντάσεις), έτσι και σήμερα όπου οι χριστιανικές αυτοκρατορίες έχουν εξαφανιστεί έχοντας εκπληρώσει την ιστορική τους λειτουργία η πρωτοκαθεδρεύουσα Ρώμη θα μπορεί να ασκήσει εκ νέου μαζί με άλλες επιμέρους ανατολικές εκκλησίες το ίδιο καθήκον της ενότητας και της κοινωνίας. 

Έτσι, η πενταρχία έχει διαχρονική αξία μονάχα ως προς το ότι ενσάρκωσε την ιδέα της κοινωνίας των αδελφών εκκλησιών. Υπ’ αυτή την έννοια –και μόνον !– ο πρωτοκαθεδρεύων επίσκοπος δεν κατέχει προνόμια εξουσίας, αλλά εποπτεύει, ως πρόεδρος, αυτό που ούτως ή άλλως ασκείται από όλους, στο πλαίσιο μιας περιγεγραμμένης επιμέρους δικαιοδοσίας (αυτής των αυτοκέφαλων και πατριαρχικών εκκλησιών).

Η θεολογία, επομένως, τόσο η καθολική όσο και η ορθόδοξη, οφείλει να αναγνωρίσει το διδακτικό χαρακτήρα –με όλες τις απαραίτητες επικαιροποιήσεις που επιβάλλουν οι ιστορικές και γεωπολιτικές εξελίξεις– της αρχαίας πενταρχικής δομής της Εκκλησίας, όπως αυτή απορρέει όχι έξωθεν (από πολιτικές σκοπιμότητες), αλλά από την αυθεντία και το κύρος των συνοδικών διαβουλεύσεων και αποφάσεων. Κατά συνέπεια, η δομή αυτή είναι μεταρρυθμίσιμη μονάχα από άλλη σύνοδο, κι όχι από τις ιδέες του ενός ή του άλλου πρωτοκαθεδρεύοντος ούτε τις εφήμερες επιδιώξεις του ενός ή του άλλου επίδοξου καίσαρα.


Ο Δημήτρης Κεραμιδάς είναι Διδάσκων στο Pontifical University of St. Thomas Aquinas “Angelicum” της Ρώμης.

Το εικαστικό θέμα «Ασπασμός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου» προέρχται από τοιχογραφία της Ι. Μ. Βατοπεδίου στο Αγίον Όρος και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 12ου αι.

Η επιλογή των υποτίτλων εντός του κειμένου έγινε από τον επιμελητή του ιστολογίου.