ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ…

ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ…
Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά

Έφτασε η ώρα να κλείσει η Ορθόδοξη παρένθεση…

Ένας φίλος, ο οποίος διευθύνει ένα παγκοσμίου φήμης ορθόδοξο θεολογικό ίδρυμα [1], έχει υποστηρίξει ότι οι Ορθόδοξοι πρέπει κάποια στιγμή να κλείσουν την παρένθεση που άνοιξαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Τί ακριβώς σημαίνουν άραγε αυτές οι λέξεις, που με την πρώτη ματιά, φαίνονται παράξενες και όχι χωρίς ασάφειες;

Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε ότι οι περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πρώτα και κύρια οι Σλαβικές Εκκλησίες στη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Σερβία, τη Βουλγαρία καθώς και η Εκκλησία στη Ρουμανία, αναδύθηκαν από τα σπλάχνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνιστούσε έναν επιστημονικό και διανοητικό χώρο και ταυτόχρονα μια πολιτιστική και πνευματική παρουσία που ξεπερνούσε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της σημερινής Ελλάδος, παρόλο που η γλώσσα που χρησιμοποιούσε από τον 7ο αιώνα και εξής ήταν η ελληνική, αφού είχε σταδιακά εγκαταλείψει τα λατινικά ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης και του στρατού. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, αφού οι Σταυροφόροι από τη μια είχαν σημαντικά αποδυναμώσει το Βυζαντινό κράτος και οι Οθωμανοί από την άλλη είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη τόσο σε πνευματικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο συνέχιζε να ακμάζει. Βυζαντινοί λόγιοι μελετούσαν με καινοτόμους τρόπους τη φιλοσοφική παράδοση της αρχαίας Ελλάδος, ενώ ταυτόχρονα βυζαντινοί καλλιτέχνες και αγιογράφοι κατέσπειραν τον ελλαδικό χώρο αλλά και την ιταλική χερσόνησο με καλλιτεχνικές δημιουργίες απαράμιλλής αξίας, οι οποίες εξέπεμπαν το φως από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, πολλοί βυζαντινοί λόγιοι και φιλόσοφοι μετακινήθηκαν προς τη Δύση, κυρίως την Ιταλία, κουβαλώντας μαζί τους τα επιστημονικά επιτεύγματα της πρωτεύουσάς τους και εκατοντάδες αρχαία χειρόγραφα. Με τον τρόπο αυτό, έθεσαν ουσιαστικά τις βάσεις για την ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι η Αναγέννηση ξεκίνησε από τη νότια και την κεντρική Ιταλία. Ήταν οι σπίθες από τις ακτές του Βοσπόρου που της έδωσαν αποφασιστική ώθηση. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ένα μέρος της πολιτικής και καλλιτεχνικής ελίτ της Κωνσταντινούπολης εγκαταστάθηκε στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, στη σημερινή Ρουμανία αλλά και στη Ρωσική επικράτεια, της οποίας η πολιτιστική πρωτεύουσα έγινε η σημερινή Μόσχα, κληρονόμος του Κιέβου.

Πράγματι, στο Βυζάντιο δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, στο σημείο που ο αυτοκράτορας να είναι ο προστάτης της Εκκλησίας και ο θεματοφύλακας των δικαιωμάτων της, σύμφωνα με την ιδέα της «συμφωνίας», δηλαδή της σύμπνοιας και της συμπληρωματικότητας μεταξύ του αυτοκράτορα και του πατριάρχη. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η συμφωνία αυτή δεν σήμαινε ισότητα μεταξύ των δυο θεσμών, αλλά αναγνώριζε την προτεραιότητα του πρώτου, με τον αυτοκράτορα να έχει τον τελικό λόγο, για παράδειγμα, στην επιλογή του πατριάρχη.

Ωστόσο, η άλωση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε την αποδυνάμωση και την υποχώρηση της Ορθοδοξίας, η οποία είχε περιέλθει σε λήθαργο στην αγκαλιά του Βυζαντίου. Η ύφεση αυτή οφείλεται πιθανώς σε δύο παράγοντες: αφενός, στην κατάρρευση της πολιτικής δομής που αποτελούσε επί αιώνες τον πυλώνα της θρησκευτικής Ορθοδοξίας. Πράγματι, στο Βυζάντιο δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, στο σημείο που ο αυτοκράτορας να είναι ο προστάτης της Εκκλησίας και ο θεματοφύλακας των δικαιωμάτων της, σύμφωνα με την ιδέα της «συμφωνίας», δηλαδή της σύμπνοιας και της συμπληρωματικότητας μεταξύ του αυτοκράτορα και του πατριάρχη. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η συμφωνία αυτή δεν σήμαινε ισότητα μεταξύ των δυο θεσμών, αλλά αναγνώριζε την προτεραιότητα του πρώτου, με τον αυτοκράτορα να έχει τον τελικό λόγο, για παράδειγμα, στην επιλογή του πατριάρχη. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η σπασμωδική σχέση με τη χριστιανική Δύση, η οποία επιδεινώθηκε μετά την εισβολή των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη το 1204. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Βυζαντινοί έκαναν λάθος στην ανάγνωση του χάρτη των σχέσεων μεταξύ του Ρωμαίου ποντίφικα και των δυτικών πριγκίπων – οι τελευταίοι δεν έδιναν καμία σημασία στην ανανέωση των διαρρηγμένων σχέσεων μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού χριστιανισμού. Προτίμησαν να διατηρήσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα κατά μήκος της Δυτικής μεσογειακής ακτής παρά να υποστηρίξουν την ετοιμοθάνατη παλιά αυτοκρατορία. Η εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης από τους Ευρωπαίους πρίγκιπες και η αποτυχία τους να την υποστηρίξουν με ισχυρό στρατό, οδήγησε τους Βυζαντινούς να είναι καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε προερχόταν από τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτισμικής συνεισφοράς της.  

Και όταν ήρθε η ώρα του Διαφωτισμού στη Δύση, κατά τον 18ο αιώνα, και οι φιλόσοφοί του υποστήριξαν τον αναγκαίο διαχωρισμό της πολιτικής από τη θρησκεία, η Ορθοδοξία υπέφερε ακόμη από τον θρυμματισμό του παλαιού κόσμου της που βασιζόταν στην ένταξη της Εκκλησίας στο κράτος και λύγιζε κάτω από το βάρος της υπερβολικής κριτικής της Δύσης, η οποία εξελισσόταν συνεχώς με πρωτοφανείς τρόπους σε επιστημονικό, πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Εδώ έρχονται τα λόγια που επαναλαμβάνει συνεχώς ο ορθόδοξος φίλος: είναι καιρός οι ορθόδοξοι λαοί να κλείσουν την παρένθεση που άνοιξαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή να πάψουν να βλέπουν με καχυποψία τη δυτική νεωτερικότητα και να συμμετάσχουν στον σύγχρονο παγκόσμιο πολιτισμό, εγκαταλείποντας το σύμπλεγμα κατωτερότητας και σκουπίζοντας τις πληγές της ιστορίας με το λάδι της Ανάστασης του Ναζωραίου από τα τρίσβαθα του θανάτου.

Η Κωνσταντινούπολη έπεσε και η χριστιανική Δύση συνέχισε την ανοδική της πορεία στο πεδίο της γνώσης, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται σε αυτό που σήμερα αποκαλείται «μεσαιωνικό άλμα», όταν ιδρύθηκαν πανεπιστήμια από τις βόρειες ακτές της Μεσογείου μέχρι τις Βρετανικές Νήσους. Οι ορθόδοξοι λαοί εντάχθηκαν σε αυτό το επιστημολογικό άλμα μόνο μερικώς λόγω της αποδιοργάνωσης των πολιτικών δομών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της εσωτερικής αναδίπλωσης απέναντι στη Δύση, παρόλο που το Βυζάντιο είχε διαδραματίσει, όπως αναφέραμε, πρωταγωνιστικό ρόλο στην άνθηση της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Και όταν ήρθε η ώρα του Διαφωτισμού στη Δύση, κατά τον 18ο αιώνα, και οι φιλόσοφοί του υποστήριξαν τον αναγκαίο διαχωρισμό της πολιτικής από τη θρησκεία, η Ορθοδοξία υπέφερε ακόμη από τον θρυμματισμό του παλαιού κόσμου της που βασιζόταν στην ένταξη της Εκκλησίας στο κράτος και λύγιζε κάτω από το βάρος της υπερβολικής κριτικής της Δύσης, η οποία εξελισσόταν συνεχώς με πρωτοφανείς τρόπους σε επιστημονικό, πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Εδώ έρχονται τα λόγια που επαναλαμβάνει συνεχώς ο ορθόδοξος φίλος: είναι καιρός οι ορθόδοξοι λαοί να κλείσουν την παρένθεση που άνοιξαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή να πάψουν να βλέπουν με καχυποψία τη δυτική νεωτερικότητα και να συμμετάσχουν στον σύγχρονο παγκόσμιο πολιτισμό, εγκαταλείποντας το σύμπλεγμα κατωτερότητας και σκουπίζοντας τις πληγές της ιστορίας με το λάδι της Ανάστασης του Ναζωραίου από τα τρίσβαθα του θανάτου.

Πράγματι, μια Εκκλησία που δεσμεύεται από πολιτικούς υπολογισμούς διατρέχει τον κίνδυνο μιας αναπόφευκτης υποταγής στην πολιτική, δηλαδή στην ισορροπία δυνάμεων σε αυτόν τον κόσμο που σφυρηλατείται από την πολιτική και τα οικονομικά συμφέροντα, και αυτό εις βάρος του Ευαγγελίου που υπερασπίζεται τους καταπιεσμένους της γης, αγαπά τον ξένο και τον φτωχό, τον πεινασμένο και τον άρρωστο. Είναι καιρός οι λεγόμενοι ορθόδοξοι λαοί να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους στη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και κράτους. Ήρθε η ώρα για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να σταματήσουν να φλερτάρουν με το κράτος σε αναζήτηση προνομίων και δικαιωμάτων, να εργαστούν επιμελώς προς ένα μοντέλο κρατικής ουδετερότητας που θα είναι ισότιμο μεταξύ θρησκειών, φυλών και εθνοτήτων. Ναι, απολύτως, έχει έρθει η ώρα να κλείσει για πάντα αυτή η παρένθεση που άνοιξαν οι Ορθόδοξοι το 1453.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει δυνατότητα να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις της σχέσης μεταξύ Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας σε πολλά επίπεδα. Οι προϋποθέσεις αυτές απαιτούν βαθύ προβληματισμό και αξίζει να εξεταστούν σε ευρύτερα συμφραζόμενα. Παρ’ όλα αυτά, ο σημερινός πόλεμος στο έδαφος της Ουκρανίας μας παραπέμπει ιδιαίτερα στις αγκυλώσεις της διφορούμενης σχέσης μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, όχι μόνο στο Κρεμλίνο, αλλά σε ολόκληρο τον ορθόδοξο χώρο, από τη Μόσχα –μέσω Δαμασκού και Καΐρου– μέχρι την Αθήνα και πέραν αυτής. Πολύ απλά, όπως έγραψε ο φίλος μου Δρ. Antoine Corban σε ένα από τα τελευταία του άρθρα που δημοσιεύτηκε στα γαλλικά, η ιδέα της βυζαντινής συμφωνίας έχει τελειώσει και η χρεωκοπία της έχει εξαγγελθεί. Πράγματι, μια Εκκλησία που δεσμεύεται από πολιτικούς υπολογισμούς διατρέχει τον κίνδυνο μιας αναπόφευκτης υποταγής στην πολιτική, δηλαδή στην ισορροπία δυνάμεων σε αυτόν τον κόσμο που σφυρηλατείται από την πολιτική και τα οικονομικά συμφέροντα, και αυτό εις βάρος του Ευαγγελίου που υπερασπίζεται τους καταπιεσμένους της γης, αγαπά τον ξένο και τον φτωχό, τον πεινασμένο και τον άρρωστο. Είναι καιρός οι λεγόμενοι ορθόδοξοι λαοί να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους στη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και κράτους. Ήρθε η ώρα για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να σταματήσουν να φλερτάρουν με το κράτος σε αναζήτηση προνομίων και δικαιωμάτων, να εργαστούν επιμελώς προς ένα μοντέλο κρατικής ουδετερότητας που θα είναι ισότιμο μεταξύ θρησκειών, φυλών και εθνοτήτων. Ναι, απολύτως, έχει έρθει η ώρα να κλείσει για πάντα αυτή η παρένθεση που άνοιξαν οι Ορθόδοξοι το 1453.


[1] Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης, Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.


Ο Ασσάαντ Ελίας Καττάν (Assaad Elias Kattan) είναι ορθόδοξος θεολόγος με καταγωγή από τον Λίβανο και καθηγητής στην έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας στο Κέντρο Θρησκειολογικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Münster στη Γερμανία.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα αραβικά στη λιβανέζικη εφημερίδα Al-modon στις 19/06/2022 και ακολούθως μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Δρ. Marcel Pirard. Η μετάφραση του εν λόγω κειμένου από τα γαλλικά έγινε από τον Δρ. Νίκο Κουρεμένο.

To εικαστικό αποτελεί λεπτομέρεια τοιχογραφίας που απεικονίζει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και σώζεται στη Μονή Μολδοβίτσα της Ρουμανίας.