ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΕΣ, ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο «ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΕΣ, ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο «ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Χρόνος Ανάγνωσης: 7 λεπτά

ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΕΣ, ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο «ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Η πρόσφατη υποδοχή του θρησκευτικού κειμηλίου της «Αγίας Ζώνης» της Παναγίας στον Πειραιά με τιμές αρχηγού κράτους και η προσέλευση πλήθους πιστών για προσκύνηση στάθηκε εκ νέου αφορμή για μία ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με την αρμόζουσα θέση και το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και γενικότερα της θρησκείας στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας.

Όπως και κατά το παρελθόν, για παράδειγμα στις μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Εκκλησίας και κράτους,[1] έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζήτημα προσεγγίστηκε με μανιχαϊστικούς όρους, δηλαδή ως μία αναμέτρηση των δυνάμεων του «καλού» ενάντια στις δυνάμεις του «κακού». Τα σχόλια ανώνυμων αναγνωστών στην πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» είναι άκρως ενδεικτικά:

«Μεσαίωνας», «Ταλιμπάν», «Το Ιράν της Ευρώπης», «ειδωλολατρία», «παγανισμός», «παραμύθια», «θρησκευτικός σκοταδισμός», από τη μια πλευρά. «Αντίχριστοι ψευτοπροοδευτικοί», «θολοκουλτούρα», «άθλιοι προτεστάντες που μισούν την Παναγία μας», «Ελλάδα=Ορθοδοξία», «Αρχηγός του Ελληνικού Κράτους μας η Παναγία», από την άλλη πλευρά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μανιχαϊστική θεώρηση των πραγμάτων έχει βρει μέσα στις συνθήκες των αλλεπάλληλων κρίσεων (οικονομική κρίση, προσφυγική κρίση, κορωνοϊός) της τελευταίας δεκαπενταετίας πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης.[2]Δεν πρόκειται, ωστόσο, για απόψεις που απαντώνται σε περιθωριακούς μόνο κύκλους, αλλά για εδραιωμένους τρόπους σκέψης και θέασης της πραγματικότητας ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αν και ο ακριβής τρόπος εκφοράς τους στη δημόσια σφαίρα διαφοροποιείται με βάση το μορφωτικό επίπεδο και τα λοιπά κοινωνικά χαρακτηριστικά των φορέων τους.

Ο μανιχαϊσμός αυτός εκδηλώνεται κατά κανόνα ως ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ «εκσυγχρονισμού» και «παράδοσης» με τους δύο όρους να προσλαμβάνονται και να προβάλλονται ωσάν να αντιστοιχούν σε απόλυτα συμπαγείς και αμετάβλητες ταυτότητες. Παρά τη διαμετρικά αντίθετη αξιολόγηση των δύο όρων, κοινή τους βάση είναι η κατασκευή του «άλλου» ως εχθρού, ο οποίος απειλεί τις «δικές μας» αξίες και πρακτικές.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μανιχαϊστική θεώρηση των πραγμάτων έχει βρει μέσα στις συνθήκες των αλλεπάλληλων κρίσεων (οικονομική κρίση, προσφυγική κρίση, κορωνοϊός) της τελευταίας δεκαπενταετίας πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για απόψεις που απαντώνται σε περιθωριακούς μόνο κύκλους, αλλά για εδραιωμένους τρόπους σκέψης και θέασης της πραγματικότητας ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αν και ο ακριβής τρόπος εκφοράς τους στη δημόσια σφαίρα διαφοροποιείται με βάση το μορφωτικό επίπεδο και τα λοιπά κοινωνικά χαρακτηριστικά των φορέων τους.

Για τους μεν υπέρμαχους του «εκσυγχρονισμού», η θρησκεία είναι ένα κατάλοιπο του προ-νεωτερικού παρελθόντος το οποίο αναμένεται να εκλείψει κάτω από την κυριαρχία του ορθού λόγου και εξαιτίας της διαδικασίας της εκκοσμίκευσης. Η τελευταία ταυτίζεται a priori με την πλήρη ιδιωτικοποίηση του θρησκευτικού φαινομένου. Το πρόταγμα εδώ είναι η Εκκλησία να ενεργεί αποκλειστικά ως ένας θρησκευτικός οργανισμός κάλυψης των υπαρξιακών αναγκών των μελών της, δίχως παρουσία και ρόλο όχι μόνο στο κράτος αλλά και εν γένει στη δημόσια σφαίρα. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα εκτός των τειχών της Εκκλησίας απαξιώνονται ως «ειδωλολατρία» και «κατάντια» με βασικό επιχείρημα ότι αντίκεινται στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, στο «ανήκωμε εις την Δύση, στον πολιτισμένο κόσμο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα εν λόγω σχόλια. Με απόλυτο τρόπο, η Ορθοδοξία καταγγέλλεται ότι ευθύνεται για την «κοινωνική, πνευματική, πολιτισμική, πολιτική, οικονομική καθυστέρηση στη χώρα».

Η «εθνοδοξία», δηλαδή η ταύτιση της θρησκείας με το έθνος, συνιστά τροχοπέδη στη δημιουργική επικοινωνία της Ορθοδοξίας με την εποχή της (μετα)νεωτερικότητας. Η αμυντική εσωστρέφεια και η διαρκής κατασκευή εχθρών είναι απόρροια της αδυναμίας ουσιαστικής ανταπόκρισης στους δομικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς της σύγχρονης εποχής (π.χ. μετανάστευση παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα).Κατά συνέπεια, πολύ εύκολα η λατρευτική συμπεριφορά εκπίπτει σε θρησκοληψία και σε «μαγική ανθρωπολατρεία», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Max Weber.

Όσοι διαπνέονται από αυτή την αντίληψη, αδυνατούν να κατανοήσουν πώς εν έτει 2022 πλήθος πιστών συρρέει να «προσκυνήσει ένα αντικείμενο», κατά τη χαρακτηριστική τους διατύπωση. Η κοινωνιολογία της θρησκείας μπορεί να προσφέρει μία εξήγηση. Ο Émile Durkheim έχει τονίσει τη συμβολική λειτουργία των αντικειμένων στο πλαίσιο της λατρευτικής κοινότητας: τα αντικείμενα-σύμβολα φέρνουν τον πιστό πιο κοντά στη θεωρούμενη πηγή του ιερού, προκαλώντας έντονα συναισθήματα, τα οποία ατονούν μέσα στους ρυθμούς της καθημερινής ζωής.[3]Σύμφωνα με τον Durkheim τα συναισθήματα αυτά είναι πραγματικά αλλά η πηγή πρόκλησής τους δεν είναι μία εξωκόσμια οντότητα, αλλά η ίδια η ζωή της συλλογικότητας, η οποία υπερβαίνει τις επιμέρους ατομικότητες την ίδια στιγμή που τις προϋποθέτει.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι υπέρμαχοι της «παράδοσης» ουσιαστικά φορείς ενός θρησκευτικού και κοινωνικοπολιτικού φονταμενταλισμού[4] για τους οποίους «κατάντια είναι η απιστία». Επικαλούμενοι την αριθμητική υπεροχή των Ορθοδόξων πιστών στη χώρα, αποστρέφονται μετά βδελυγμίας τον πλουραλιστικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας ως πηγή πρόκλησης ανήθικων, ακόμη και εγκληματικών, συμπεριφορών. Όπως εμφατικά αναφέρουν: «Είμαστε το 99% αυτού του τόπου. Το υπόλοιπο 1% δηλαδή ΛΟΑΤΚΙ, άθεοι, άφυλοι, κρυφο-παιδεραστές κλπ [οι] μειονότητες μπορούν να σκάσουν». Οι υπερσυντηρητικοί αυτοί φορείς, οι οποίοι αυτοαναγορεύονται σε θεματοφύλακες της Ορθόδοξης παράδοσης,  τοποθετούν την Εκκλησία στο κέντρο της κοινωνίας αλλά και της πολιτικής ζωής με το επιχείρημα ότι η «Ορθοδοξία κράτησε το έθνος μας όρθιο». Την ίδια στιγμή εκφράζουν την αγανάκτησή τους για τη δεδομένη πραγματικότητα, ισχυριζόμενοι ότι η «απομάκρυνση από τα ιερά και τα όσια μας οδήγησε σε σκοτεινό τούνελ αμαρτιών και καταστροφής».

Η «εθνοδοξία»,[5] δηλαδή η ταύτιση της θρησκείας με το έθνος, συνιστά τροχοπέδη στη δημιουργική επικοινωνία της Ορθοδοξίας με την εποχή της (μετα)νεωτερικότητας. Η αμυντική εσωστρέφεια και η διαρκής κατασκευή εχθρών είναι απόρροια της αδυναμίας ουσιαστικής ανταπόκρισης στους δομικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς της σύγχρονης εποχής (π.χ. μετανάστευση παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα).Κατά συνέπεια, πολύ εύκολα η λατρευτική συμπεριφορά εκπίπτει σε θρησκοληψία και σε «μαγική ανθρωπολατρεία», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Max Weber.[6] Πέρα από την προφανή επίδραση του ιστορικού πλαισίου (π.χ. συνθήκες κρίσης), ο έντονα εξωκόσμιος προσανατολισμός της Ορθοδοξίας, ο μυστικιστικός χαρακτήρας της θεολογίας της, τα μαγικο-θρησκευτικά στοιχεία της τελετουργικής της παράδοσης, και μία λαϊκή θρησκευτικότητα πλούσια σε μαγικές πεποιθήσεις(π.χ. κακό μάτι, μοίρα, κατάρες)προσφέρουν ευνοϊκό έδαφος για την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών, σε σύγκριση με τον Δυτικό Χριστιανισμό, και κυρίως τον Προτεσταντισμό, όπου η διαδικασία  της εκλογίκευσης, απομάγευσης και γενικότερα της εκκοσμίκευσης έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι της, ιδεοτυπικά πάντα μιλώντας. Το επόμενο λογικό βήμα, όταν οι πιστοί αυτοί νιώθουν να αμφισβητείται το πρόσωπο ή το αντικείμενο της λατρείας τους και οι αξίες πάνω στις οποίες άκριτα έχουν στηρίξει τη ζωή τους, είναι ο φανατισμός. 

Η υποδοχή του θρησκευτικού κειμηλίου της «Αγίας Ζώνης» της Παναγίας με τιμές αρχηγού κράτους αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έκφρασης της «εθνοδοξίας». Ο στενός εναγκαλισμός κράτους και εκκλησίας επιτρέπει την εργαλειοποίηση της θρησκείας για την εξυπηρέτηση πολιτικών, οικονομικών και άλλων σκοπιμοτήτων. Θα ήθελα να σταθώ στο συμβολισμό που ενέχει η εικόνα της μεταφοράς του κειμηλίου με το σκάφος του λιμενικού: Το κειμήλιο, δηλαδή το θρησκευτικό ιερό, το οποίο προστατεύει το σώμα των πιστών, μεταφέρεται από το μοναστικό περιβάλλον του Αγίου Όρους (κατεξοχήν τόπος-σύμβολο ιερότητας) με ένα ένοπλο σώμα εθνικής ασφάλειας στον καθημερινό κόσμο της πόλης του Πειραιά.

Ο εκσυγχρονισμός και ο φονταμενταλισμός δεν είναι, όμως, οι μοναδικές προσφερόμενες προτάσεις εντός του θρησκευτικού πεδίου. Μία νέα γενιά θεολόγων και κληρικών με υψηλό μορφωτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, με όρους Pierre Bourdieu, επιχειρεί να αποκαθάρει τη θεολογία και την Εκκλησία από τον εθνικισμό, συνδιαλεγόμενη με την τρέχουσα κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου είναι μία χαρακτηριστική περίπτωση. Σύμφωνα με τον διευθυντή της Παντελή Καλαϊτζίδη, η Ακαδημία επιχειρεί να «εμπλαισιώσει (contextualize) το μήνυμα του Ευαγγελίου στην εποχή μας, να διασφαλίσει το δημιουργικό ρόλο της Ορθοδοξίας στη δημόσια σφαίρα, και να τονίσει την προφητική και εσχατολογική δυναμική της  Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης σε διάλογο με τις ανθρωπολογικές, πολιτικές και άλλες παραμέτρους της (δυτικής) νεωτερικότητας». Αυτό δεν θεωρείται ότι μπορεί να επιτευχθεί ούτε με την επικράτηση του θρησκευτικού εθνικισμού, καθώς αντιστρατεύεται το αξιακό περιεχόμενο και την ίδια την πραγματικότητα της νεωτερικότητας, ούτε όμως με το ακραιφνή εκσυγχρονισμό που ουσιαστικά επιθυμεί την εξαφάνιση της δημόσιας παρουσίας της Εκκλησίας. Το πρόταγμα είναι για μία Εκκλησία που θα μένει πιστή στην ευαγγελική αποστολή της, αλλά αποδεχόμενη τον πλουραλιστικό και δημοκρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας των πολιτών.

Με την κίνηση αυτή προσδοκάται να μεταδοθεί η ευλογία/προστασία και προς τα έξω, στην καθημερινή πραγματικότητα. Η αντίφαση ανάμεσα στο θρησκευτικό ιερό και το στρατιωτικό μέσο της μεταφοράς του αίρεται, καθώς τόσο το ιερό κειμήλιο όσο και το λιμενικό σκάφος τίθενται στην υπηρεσία προστασίας ενός ανώτερου κοσμικού ιερού, του έθνους.

Οι δε μοναχοί που μεταφέρουν το κειμήλιο αλλά και η ίδια η μεταφορά του από το Άγιο Όρος στον Ναό του Αγ. Νικολάου στον Πειραιά επανα-επιβεβαιώνει την εξέχουσα συμβολική (π.χ. κύρος)αλλά και πραγματική δύναμη του μοναχισμού μέσα στους κόλπους της Ορθοδοξίας.

Ο εκσυγχρονισμός και ο φονταμενταλισμός δεν είναι, όμως, οι μοναδικές προσφερόμενες προτάσεις εντός του θρησκευτικού πεδίου. Μία νέα γενιά θεολόγων και κληρικών με υψηλό μορφωτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, με όρους Pierre Bourdieu,[7] επιχειρεί να αποκαθάρει τη θεολογία και την Εκκλησία από τον εθνικισμό, συνδιαλεγόμενη με την τρέχουσα κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου είναι μία χαρακτηριστική περίπτωση. Σύμφωνα με τον διευθυντή της Παντελή Καλαϊτζίδη, η Ακαδημία επιχειρεί να «εμπλαισιώσει (contextualize) το μήνυμα του Ευαγγελίου στην εποχή μας, να διασφαλίσει το δημιουργικό ρόλο της Ορθοδοξίας στη δημόσια σφαίρα, και να τονίσει την προφητική και εσχατολογική δυναμική της  Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης σε διάλογο με τις ανθρωπολογικές, πολιτικές και άλλες παραμέτρους της (δυτικής) νεωτερικότητας».[8]Αυτό δεν θεωρείται ότι μπορεί να επιτευχθεί ούτε με την επικράτηση του θρησκευτικού εθνικισμού, καθώς αντιστρατεύεται το αξιακό περιεχόμενο και την ίδια την πραγματικότητα της νεωτερικότητας, ούτε όμως με το ακραιφνή εκσυγχρονισμό που ουσιαστικά επιθυμεί την εξαφάνιση της δημόσιας παρουσίας της Εκκλησίας. Το πρόταγμα είναι για μία Εκκλησία που θα μένει πιστή στην ευαγγελική αποστολή της, αλλά αποδεχόμενη τον πλουραλιστικό και δημοκρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας των πολιτών.[9]

Η ανάδυση αυτού του ρεύματος οφείλεται εν πολλοίς στη διεύρυνση των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και στην επικράτηση της δημοκρατικής και πλουραλιστικής κουλτούρας κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, σε αντιστοιχία με τις  ευρύτερες δομικές και ιδεολογικές μεταβολές που παρατηρούνται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο  (Ε.Ε., παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα), όπως έχω υποστηρίξει και αλλού.[10] Οι νέες συνθήκες επέφεραν την υποχώρηση της στιγματισμένης από τη δικτατορία ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας και την υιοθέτηση ενός λόγου περί οικουμενικής, μη εθνοκεντρικής Ορθοδοξίας.[11] Δεν πρόκειται, όμως, για τελική νίκη, καθώς ο «αγώνας», με τη βεμπεριανή σημασία του όρου, είναι αέναος και ανοιχτός στην έκβασή του. Η πρόσφατη αναζωπύρωση του εθνικισμού φανερώνει του λόγου το αληθές.


[1] Βλ. Ευστάθιος Κεσσαρέας (2022) Ορθόδοξη Εκκλησία, Ιδεολογία, και Πολιτική στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Κοινωνιολογική Προσέγγιση. Αθήνα: Παπαζήσης.

[2] Άκρως χαρακτηριστική είναι η ευρεία διάδοση προφητειών κατά την εν λόγω περίοδο, βλ. Efstathios Kessareas (forthcoming) « “Signs of the Times”: Prophecy Belief in Contemporary Greek Orthodox Contexts», Social Compass.

[3] Émile Durkheim (1995) The Elementary Forms of Religious Life. New York: Free Press.

[4] Πιο αναλυτικά, βλ. Efstathios Kessareas (2018) «The Greek Debt Crisis as Theodicy: Religious Fundamentalism and Socio-political Conservatism», The Sociological Review 66: 122–137.

[5] Για τον όρο, βλ. Vyacheslav Karpov, Elena Lisovskaya, and David Barry (2012) «Ethnodoxy: How Popular Ideologies Fuse Religious and Ethnic Identities», Journal for the Scientific Study of Religion 51: 638–655.

[6] Hans Gerth and Charles Wright Mills (eds.) (1946): From Max Weber: Essays in Sociology. New York: Oxford University Press, p. 289.

[7] Για τα είδη του κεφαλαίου, βλ. Pierre Bourdieu (1986) «The Forms of Capital». In Richardson, John (ed.): Handbook of Theory and Research for the Sociology of Education. Westport, CT: Greenwood, pp. 241–258.

[8] Pantelis Kalaitzidis (2022) «Interview by Efstahios Kessareas», https://www.uni-erfurt.de/

[9] Πιο αναλυτικά, βλ. Efstathios Kessareas (2022) «Saints, Heroes, and the “Other”: Value Orientations of Contemporary Greek Orthodoxy», Religions, 13 (4): 360 (pp. 1-17).

[10] Ευστάθιος Κεσσαρέας (2022) Ορθόδοξη Εκκλησία, Ιδεολογία, και Πολιτική στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Κοινωνιολογική Προσέγγιση. Αθήνα: Παπαζήσης; Ευστάθιος Κεσσαρέας (υπό έκδοση) «Οικονομική κρίση, ευρωπαϊκός προσανατολισμός και ελληνορθόδοξη ιδεολογία», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών.

[11] Για «αναδυόμενο Ορθόδοξο κοσμοπολιτισμό» κάνει λόγο ο Βασίλειος Ν. Μακρίδης (2022), «Ορθόδοξος Χριστιανισμός και Φιλοσοφία: Προς ένα νέο πλαίσιο συσχέτισης;»,  Πολυμερώς και Πολυτρόπως, 10 Νοεμβρίου 2022.


Ο Ευστάθιος Κεσσαρέας, Δρ. Κοινωνιολογίας, είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Θρησκειολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Erfurt, Γερμανία.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος: «The Challenge of Worldliness to Contemporary Christianity: Orthodox Christian Perspectives in Dialogue with Western Christianity», Πανεπιστήμιο Erfurt.

Το εικαστικό θέμα με τίτλο «Οδοί βίου» αποτελεί έργο του καλλιτέχνη Θεόδωρου Αθανασόπουλου (Νοτιάς), 1939-2018. Προσωπική συλλογή Ε. Κεσσαρέα.