ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΟΠΙΟ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΟΠΙΟ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Χρόνος Ανάγνωσης: 16 λεπτά

Τὸ σύγχρονο τοπίο στὶς οἰκουμενικὲς σχέσεις

Παναγιώτατε,

Σεπτὴ τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,

Θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὶς θερμές μου εὐχαριστίες γιὰ τὴν ἐξαιρετικὰ τιμητικὴ πρόσκληση συμμετοχῆς στὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Συνάξεως αὐτῆς. Σεῖς προσωπικῶς, Παναγιώτατε, ὅπως καὶ πλειάδα τῶν παρόντων ἀρχιερέων, ὄχι ἁπλῶς ἔχετε πολὺ εὐρύτερη καὶ οὐσιαστικότερη ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα ἐποπτεία τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἀλλὰ καὶ συμβάλλετε καιρίως στὴ διαμόρφωση τῆς πορείας της στὰ ποικίλα ἐπίπεδα, ὅπου διεξάγεται ὁ διάλογος τῶν Ἐκκλησιῶν[1]. Στὴν εὐγνωμοσύνη μου γιὰ τὴ δυνατότητα ποὺ μοῦ προσφέρετε νὰ καταθέσω μιὰ μικρὴ συμβολὴ, προστίθεται καὶ τὸ αὐτονόητο δέος ὅποιου γνωρίζει τὰ στοιχειώδη τῆς ἱστορίας τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων: Εὐθὺς ἐξἀρχῆς, μὲ ἱστορικὲς ἐγκυκλίους, ὅπως αὐτὲς τοῦ 1902 καὶ πρωτίστως τοῦ 1920, ἀλλὰ καὶ ἐν γένει μὲ τὶς ἀκατάπαυστες πρωτοβουλίες του, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο συμβάλλει καθοριστικὰ στὴ συγκρότηση καὶ λειτουργία τῶν θεσμῶν καὶ στὴ θεολογία τῆς κίνησης γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Δίχως τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρωτόθρονης καὶ πρωτεύθυνης στὴν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση δὲν θὰ ἦταν ἁπλῶς πιὸ φτωχή. Θὰ ἦταν ἀδιανόητη. Στὸ σῶμα τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ παράδοση ἀπευθύνομαι σήμερα.[2]

Ι. Οἱ οἰκουμενικὲς σχέσεις: Εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις

Οἱ οἰκουμενικὲς σχέσεις εἶναι ἐξόχως πολύπτυχες καὶ πολυεπίπεδες. Λαμβάνουν χώρα ὡς διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς, σὲ παγκόσμιο, ἠπειρωτικό, ἐθνικό, περιφερειακὸ ἢ τοπικὸ ἐπίπεδο, σὲ ἐπίπεδο ἐπίσημο καὶ ἀνεπίσημο, ἀντιπροσώπων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀκαδημαϊκῶν, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ τῶν ἐνοριῶν. Ἐκδιπλώνονται στὸ πεδίο τῆς θεολογικῆς θεωρίας, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὸ τῆς λειτουργικῆς ἢ διακονικῆς πράξης. Καθρεφτίζονται σὲ κείμενα, σὲ χειρονομίες, στὶς δομὲς καὶ στὸ ἔργο ἰσχυρῶν θεσμῶν καὶ χαλαρῶν συνομαδώσεων, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἀσυμμετρίες καὶ ἑτεροχρονισμούς. Καθρεφτίζουν τὸ ὅλον τῆς ζωῆς, τὶς ἔγνοιες καὶ τὶς προτεραιότητες τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ λαμβάνουν μέρος σὲ αὐτές.

Ἂν στὶς πρὸ αἰῶνος καὶ πλέον ἀπαρχὲς τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης οἱ συνδηλώσεις τοῦ ἐπιθέτου «οἰκουμενικὸς» φαίνεται νὰ παρέπεμπαν σὲ ἕναν σαφῆ εὐρωκεντρισμὸ ἢ ἔστω δυτικοκεντρισμό, σήμερα, σὲ θεσμικὸ τουλάχιστον ἐπίπεδο, βρισκόμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ γεωγραφικὴ κυριολεξία. Πλέον αὐτὸ τὸ ἐπίθετο ἐκφράζει ἕνα πρόταγμα κεντρικὸ γιὰ τὴν πλειονότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπανταχοῦ τῆς γῆς, ἐνῶ πρὶν κάποιες δεκαετίες οἱ ἐπιφυλάξεις ἦταν πανταχόθεν ἐντονότατες. Τὰ μέχρι χθὲς ἀδιανόητα σήμερα τὰ παραβλέπει κανεὶς συχνὰ ὡς αὐτονόητα, ὑποτιμῶντας τὴ συντελεσθεῖσα ἐργασία καὶ τὴν ἀνάγκη περαιτέρω διαλόγου καὶ ἐπαγρύπνησης, ἰδίως μὲ δεδομένα ποικίλα ταυτοτικὰ ἄγχη, στὰ ὁποῖα ἐπενδύει ἡ φονταμενταλιστικὴ ἐπιχειρηματολογία, τόσο στὸν ὀρθόδοξο χῶρο, ὅσο καὶ πέραν αὐτοῦ.

ΙΙ. Ὁ χριστιανικὸς κόσμος ἐνώπιον κοινῶν προκλήσεων

Καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν σύγχρονων διαλόγων προσπάθησαν καὶ προσπαθοῦν οἱ Ἐκκλησίες νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο ἀνταποκρινόμενες στὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου καὶ ἰδίως τῆς νεοτερικότητας, τῆς ὁποίας ἡ θεολογική, φιλοσοφικὴ καὶ ἱστορικὴ σημασία ὑπερβαίνει τὸ γεωγραφικὸ πλαίσιο γένεσής της. Ἡ νεοτερικότητα ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις στὸν τρόπο θεώρησης τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τῶν δικαιωμάτων τῶν πάσης φύσεως μειονοτήτων, τοῦ ρόλου τῶν θρησκειῶν, πλείστων ὅσων ἠθικῶν ζητημάτων, ἀλλὰ καὶ στὴν προσέγγιση τῶν πλέον σύγχρονων προκλήσεων ἑνὸς παγκοσμιοποιημένου κόσμου, ὁ ὁποῖος ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει κύματα προσφύγων, ἀσύμμετρες τρομοκρατικὲς ἀπειλὲς καὶ μιὰ ραγδαία κλιματικὴ ἀλλαγή.[3]

Τέτοιες προκλήσεις προσδιορίζουν ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν ἐρωτηματοθεσία καὶ ἐν γένει ἐξέλιξη τῆς οἰκουμενικῆς συζήτησης. Πῶς νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν ἀνάσταση σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἔχει ξεχάσει τὸν Θεό; Ποιὰ ἀξιοπιστία ἔχει ὁ χριστιανικὸς λόγος γιὰ τὴν ἀγάπη, ὅταν ὑφίστανται ἐν ἡμῖν σχίσματα; Πῶς νομιμοποιεῖται ἐν γένει ὁ περὶ ἀληθείας λόγος στὴν ἐποχὴ τοῦ μεταμοντέρνου σχετικισμοῦ; Προσεγγίζουν ἀποτελεσματικότερα οἱ Ἐκκλησίες τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ γλώσσα τῆς ἠθικῆς, ἢ ὀφείλουν νὰ δώσουν περισσότερη ἔμφαση στὴ δογματικὴ θεμελίωση τοῦ μηνύματός τους; Πῶς κατανοεῖται σήμερα ἡ πραγματικότητα καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας πέρα ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο μιᾶς περιγραφικῆς κοινωνιολογίας; Ποιὰ θέση ἔχουν οἱ ἄλλες θρησκεῖες, παροῦσες πλέον καὶ στὸ κέντρο ἀκόμη τῶν λεγόμενων δυτικῶν κοινωνιῶν, στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ; Ποιὲς ἐπιπτώσεις ἔχουν γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ τὰ ὅρια τῆς συμπεριφορᾶς του τὰ ἐπιτεύγματα τῶν ἀνθρωπιστικῶν καὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν;

Οἱ ἀπαντήσεις τῶν Ἐκκλησιῶν κυμαίνονται σχηματικὰ ἀνάμεσα σὲ δύο πόλους: στὴν ἐνανθρώπηση καὶ στὴν ἀνάσταση: Κάποιες τονίζουν περισσότερο τὴ δυνατότητα τῆς Ἐκκλησίας νὰ προσλαμβάνει καὶ νὰ ἀνακαινίζει τὸν κόσμο, ἐνῶ ἄλλες ἐμμένουν στὸν ὑπερβάλλοντα τὶς ἀνθρώπινες κατηγορίες χαρακτήρα τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν πρέπει νὰ διστάζει νὰ συγκρούεται μὲ τὸν κόσμο ὡς πρὸς ἐρεθίσματα ποὺ κρίνονται μὴ ἀφομοιώσιμα. Πρόσληψη ἢ ἀντίσταση; Τὸ δίλημμα ἔχει θεολογικὲς προεκτάσεις καὶ ἀντικατοπτρίζεται εὐκρινέστατα στὶς οἰκουμενικὲς σχέσεις, τὴ στάση Ἐκκλησιῶν ὑπὲρ ἢ ἐναντίον αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν συμβολῶν τοῦς στὴ συζήτηση γιὰ τὴν κατεύθυνση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης.

Τέτοιες προκλήσεις προσδιορίζουν ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν ἐρωτηματοθεσία καὶ ἐν γένει ἐξέλιξη τῆς οἰκουμενικῆς συζήτησης. Πῶς νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν ἀνάσταση σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἔχει ξεχάσει τὸν Θεό; Ποιὰ ἀξιοπιστία ἔχει ὁ χριστιανικὸς λόγος γιὰ τὴν ἀγάπη, ὅταν ὑφίστανται ἐν ἡμῖν σχίσματα; Πῶς νομιμοποιεῖται ἐν γένει ὁ περὶ ἀληθείας λόγος στὴν ἐποχὴ τοῦ μεταμοντέρνου σχετικισμοῦ; Προσεγγίζουν ἀποτελεσματικότερα οἱ Ἐκκλησίες τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ γλώσσα τῆς ἠθικῆς, ἢ ὀφείλουν νὰ δώσουν περισσότερη ἔμφαση στὴ δογματικὴ θεμελίωση τοῦ μηνύματός τους; Πῶς κατανοεῖται σήμερα ἡ πραγματικότητα καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας πέρα ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο μιᾶς περιγραφικῆς κοινωνιολογίας; Ποιὰ θέση ἔχουν οἱ ἄλλες θρησκεῖες, παροῦσες πλέον καὶ στὸ κέντρο ἀκόμη τῶν λεγόμενων δυτικῶν κοινωνιῶν, στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ; Ποιὲς ἐπιπτώσεις ἔχουν γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ τὰ ὅρια τῆς συμπεριφορᾶς του τὰ ἐπιτεύγματα τῶν ἀνθρωπιστικῶν καὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν;

Ἐνῶ ἡ ἐπισήμανση τῶν τάσεων ραγδαίας ἀποχριστιανοποίησης τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἀποτελεῖ πλέον κοινοτοπία, δὲν προδιαγράφεται σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο συρρίκνωση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ μετατόπιση τοῦ γεωγραφικού του ἄξονα πρὸς τὸν Νότο, συχνὰ πρὸς ὄφελος «χαρισματικῶν» ἐκφράσεών του ποὺ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς Ἐκκλησίες.[4] Ἐξελίξεις πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση θὰ ἐπηρεάσουν τὴ θεματική, ἴσως καὶ τὴ δομὴ τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων. Τὸ ἐρώτημα πρὸς τὶς Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης εἶναι: Καλλιεργοῦμε τὸν οικουμενικό διάλογο ἀπὸ ἀμηχανία, ἀπόγνωση, αὐτοπροστατευόμενοι μπροστὰ στὴν ἐκκοσμίκευση, ἢ ἀπὸ πίστη στὴν Κυριακὴ ἐντολὴ τῆς ἑνότητας καὶ τὴν ἀσυμβίβαστη ἐλπίδα τῆς κοινῆς ἀνάστασης;

ΙΙΙ. Οἱ κκλησίες σήμερα καὶ οἰκουμενική τους στάση

i. Ὀρθόδοξη κκλησία: Τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου γιὰ τὶς «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» συνιστᾶ τὴν πλέον ἐπίσημη συστηματικὴ συνοδικὴ καταγραφὴ τῆς οἰκουμενικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἱστορία. Οἱ ἀντιδράσεις σὲ αὐτὸ καθρεφτίζουν θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιοπολιτικὲς ἐντάσεις ποὺ ἐπὶ δεκαετίες ὑφέρπουν στὸν ὀρθόδοξο κόσμο καὶ ποὺ ἐκδηλώθηκαν μὲ σφοδρότητα στὴν περίπτωση τῆς οὐκρανικῆς αὐτοκεφαλίας. Ὁ τρόπος ποὺ οἱ αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες κατανοοῦν τὴν ἑνότητά τους καὶ τὸ πρωτεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις καὶ στὸν τρόπο ποὺ ἐκλαμβάνουν τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Μιὰ ἐκκλησιολογία θεμελιωμένη στὸ γεωγραφικὸ κριτήριο, σύμφωνα με τὴν Παράδοση, διαφοροποιεῖται οὐσιαστικὰ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀρθρώνεται μὲ ἐθνικὴ καὶ ἐντέλει ἐθνικιστικὴ στόχευση. Ἡ κατάφαση τῆς ὀργανικῆς ἑνότητας, τὴν ὁποία ἐγγυᾶται ἕνα συντονιστικὸ κέντρο, συνεπάγεται καὶ ἄλλες προσδοκίες ἀπὸ τοὺς ἑτεροδόξους σὲ σχέση πρὸς μιὰ θεώρηση ποὺ προκρίνει τὸ μᾶλλον προτεσταντικὸ μοντέλο μιᾶς χαλαρῆς συνομοσπονδίας Ἐκκλησιῶν.

Ἰδιαίτερης προσοχῆς χρήζει τὸ συνοδικὰ καταδικασθὲν φαινόμενο τῶν ἀκραίων συντηρητικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες, θορυβώδεις καὶ ἀπειλητικές, πολεμοῦν συστηματικὰ κάθε προσπάθεια διαλόγου καὶ οἰκουμενικοῦ ἀνοίγματος, διαταράσσοντας, δυστυχῶς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀτιμώρητες, τὴν εἰρήνη τῶν Ἐκκλησιῶν.[5]

ii. Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες: Ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες παραμένουν στὶς ἱστορικές τους κοιτίδες κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον ἐμπερίστατες. Ἡ Ἀρμενικὴ διαχειρίζεται τὶς ἐπιπτώσεις τοῦ πολέμου στὸ Ἀρτσὰχ/Καραμπάχ. Ὁ ἰσλαμισμός, ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἔνδεια ἀποτελοῦν καθημερινότητα γιὰ τὴ Συριακὴ Ἐκκλησία. Οὐκ ὁλίγες εἶναι οἱ προκλήσεις μετὰ τὴν Ἀραβικὴ Ἄνοιξη γιὰ τοὺς Κόπτες, στὴν Αἰθιοπία ἔχει ξεσπάσει ἐμφύλιος πόλεμος, στὴν Ἐρυθραία ὑφίσταται ἡ Ἐκκλησία διωγμό, ἐνῶ ὁ ἐθνικισμὸς τοῦ κυβερνῶντος ἰνδουιστικοῦ κόμματος ὁδηγεῖ σὲ ὁλοένα αὐξανόμενες διακρίσεις ἐναντίον τῶν χριστιανῶν στὴν Ἰνδία.[6] Ὑπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις εἶναι ἀξιοθαύμαστα τὰ μηνύματα ἐλπίδας ποὺ προσφέρει ἡ παρουσία τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν στὴ διασπορά, τόσο στὴ θεολογία, ὅσο καὶ μὲ ἀναφορὰ στὴν ποιμαντικὴ φροντίδα τῶν προσφύγων ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς χῶρες καταγωγής τους. Στὴ διασπορὰ ἡ οἰκουμενικὴ ἀνοικτότητα ἀναδεικνύεται σὲ ὅρο ἐπιβίωσης τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, ἐκκρεμεῖ ὅμως ἡ θεολογικὴ ἐργασία ποὺ χρειάζεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη οὐσιαστικῶν βημάτων στὸν διεκκλησιαστικὸ διάλογο.

iii. Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία: Παρὸν ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς προετοιμασίας τῆς Β´Βατικανῆς συνόδου, τὸ αἴτημα τοῦ aggiornamento, τῆς ἐπικαιροποίησης τῆς διδασκαλίας, διατυπώνεται σήμερα μὲ ἐξαιρετικὴ ἔνταση μέσα στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἐνῶ τὶς πιέσεις ἐπιτείνουν οἱ ἀτελεύτητες ἀποκαλύψεις, ἰδίως τὴν τελευταία δεκαετία, γιὰ σκάνδαλα παιδεραστίας. Μετὰ τὴ θεολογικὰ στιβαρή, παραδοσιαρχικὴ παποσύνη τοῦ Βενέδικτου ΙΣΤ´ (2005-2013) διαβλέπει κανεὶς ὅτι ὁ πάπας Φραγκίσκος ἐκφράζει μιὰ ἀνοικτότητα θεμελιωμένη στὴν ποιμαντικὴ ἔγνοια,μὲ πρωτοβουλίες στὸ πεδίο ἰδίως τῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς, στηλιτεύοντας τὶς συστημικὲς προϋποθέσεις τῆς παγκόσμιας φτώχειας καὶ ἐπιμένοντας στὴ σημασία τῆς οἰκολογίας[7].Οἱ γενναιόδωρες χειρονομίες του ἀπέναντι σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων πυροδοτοῦν ἔντονες οἰκουμενικὲς προσδοκίες, ὁ πάπας δὲν ἀφίσταται ὅμως τῶν παραδοσιακῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας του. Ἰδίως ὁ πέραν τῶν Ἄλπεων καθολικισμὸς ἀσκεῖ ἰσχυρὲς πιέσεις γιὰ ριζικὲς τομὲς στὰ ζητήματα τῆς διακοινωνίας, τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀποδοχῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Πρὸ ἑβδομάδων ὁ Ρωμαῖος ποντίφηκας συγκάλεσε γιὰ τὸ 2023 μιὰ Γενικὴ Σύνοδο σύμπασας τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ποὺ θὰ ἀφιερωθεῖ στὸ γεγονὸς τῆς συνοδικότητας καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἄμβλυνση τῶν ἰσχυρῶν ἐντάσεων στὸ ἐσωτερικό της.

iv. Προτεσταντισμός: Μέγα μέρος τῶν τελευταίων ἐπίσημων κειμένων ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Διαμαρτύρησης καθρεφτίζει τὴν προτεραιότητα ποὺ δίνουν οἱ Προτεσταντικὲς ὁμολογίες σὲ ζητήματα κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα συνεχίζεται ἡ συζήτηση γιὰ τὰ θέματα τῆς διακοινωνίας, τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ἡ συνήθως καταφατικὴ στάση τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ἐνεργοῦν στὸν δυτικὸ κόσμο ἀπέναντι σὲ αὐτά, ἡ ὁποία ἐκφράζεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωής τους, ἀντιπαρατίθεται πρὸς σφοδρὲς ἀντιδράσεις Ἐκκλησιῶν τῆς ἴδιας ὁμολογίας, σὲ ἄλλες περιοχὲς καὶ μὲ διαφορετικὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο. Μὲ ἀφορμὴ τὸ ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἡ Μεθοδιστικὴ Ἐκκλησία βιώνει τὰ χρόνια αὐτὰ ἕνα βαθὺ σχίσμα, τὸ ὁποῖο ἐπίκειται νὰ ἐκφραστεῖ καὶ θεσμικά, ἐνῶ γνωστὲς εἶναι οἱ ἀπὸ ἐτῶν ἐντάσεις ἐντὸς τῆς Ἀγγλικανικῆς κοινωνίας.

Τὸ πρὸ ἐτῶν ἰωβηλαῖο τῶν 500 χρόνων τῆς Μεταρρύθμισης ἑορτάστηκε ἀνὰ τὸν κόσμο μὲ κέντρο τὴ Γερμανία σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα οἰκουμενική, μακριὰ ἀπὸ τὶς ὀξεῖες πολεμικές του παρελθόντος. Ἡ δυναμικὴ ὅμως ποὺ ὁρισμένες χειρονομίες καὶ ἐκδηλώσεις δημιούργησαν, ἰδίως ὡς πρὸς νέα βήματα στὶς σχέσεις Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Προτεσταντῶν, ἔχει καταφανῶς ἀνακοπεῖ, ἔστω καὶ ἂν σὲ συγκεκριμένα δυτικοευρωπαϊκὰ περιβάλλοντα μὲ ἱσοβαρῆ παρουσία Ρωμαιοκαθολικῶν και Προτεσταντῶν ἡ συμβίωση ἔχει καταστήσει τὶς οἰκουμενικὲς σχέσεις αὐτονόητη καθημερινότητα τῶν πιστῶν. Ἕνα ἀκόμη ἰωβηλαῖο ἐπίκειται νὰ ἑορταστεῖ τὸ 2025, αὐτὸ τοῦ ἀποκαλούμενου «ἀριστεροῦ πνεύμονα τῆς Μεταρρύθμισης», μὲ σειρὰ ἐκδηλώσεων ὀργανωμένων ἀπὸ τοὺς Βαπτιστές, τοὺς Μεννονῖτες, κ.ά.[8]

Σὲ ὅ, τι ἀφορᾶ τὶς σχέσεις τῶν δυτικῶν Ἐκκλησιῶν ἰδιαιτέρως θὰ πρέπει νὰ μνημονευτεῖ ἡ δυναμικὴ ποὺ ἔχει ἀναπτύξει ἡ ἴσως ὑπερτιμημένη (σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὶς προσδοκίες ποὺ γέννησε) Κοινὴ διακήρυξη γιὰ τὴν περὶ δικαιώσεως διδασκαλία (Joint Declaration on the Doctrine of Justification – 1999), ἡ ὁποία ξεκίνησε ὡς κείμενο τοῦ διμεροῦς διαλόγου Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Λουθηρανῶν, γιὰ νὰ τὸ ἀποδεχθοῦν κατόπιν Μεθοδιστές, Καλβινιστὲς καὶ Ἀγγλικανοί.[9]

v. Ἐκκλησίες τῆς Πεντηκοστῆς, «χαρισματικὲς» κινήσεις: Παρατηρώντας κανεὶς τὶς στατιστικὲς διαπιστώνει, ὄχι μόνο στὴ Λατινικὴ Ἀμερικὴ καὶ τὴν Ἀφρική, τὴν ὁλοένα αὐξανόμενη ἀπήχηση θεσμικὰ χαλαρῶν, «χαρισματικῶν» ἐκδοχῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, ἰδίως τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τῶν λεγομένων Πεντηκοστιανῶν. Μονομερῶς πνευματοκεντρικὲς στὴ θεολογίατους, πρωτοποριακὲς στὴ χρήση φαντασμαγορικῶν νέων τεχνολογιῶν, λειτουργικῶν πρακτικῶν καὶ κηρυκτικῶν μεθόδων, ἀλλὰ καὶ συνήθως βαθειὰ συντηρητικὲς στὴν ἠθική τους διδασκαλία καὶ ἀντινεοτερικές, οἱ ἐκφράσεις αὐτὲς τοῦ χριστιανισμοῦ γίνονται ὅλο καὶ ἀνοικτότερες πρὸς τὰ αἰτήματα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης καὶ πιὸ ἔτοιμες γιὰ διάλογο. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους ἀπασχολεῖ ἤδη καὶ θὰ ἀπασχολήσει στὸ μέλλον ἀκόμη περισσότερο τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση.[10]

IV. Ὀργανισμοὶ γιὰ τὸν πολυμερῆ οἰκουμενικὸ διάλογο

Ὅσο εὐρύτερο εἶναι τὸ ὁμολογιακὸ φάσμα τῶν διαλεγόμενων Ἐκκλησιῶν, τόσο πιὸ δύσκολη καθίσταται ἡ ἀνεύρεση μιᾶς κοινῆς θεολογικῆς βάσης. Συχνὰ ἡ Ὀρθοδοξία κατέδειξε τὴ μονομέρεια μιᾶς τακτικιστικῆς ἐπικέντρωσης στὰ εὐκολότερα ζητήματα ἠθικῆς καὶ διακονίας, ἡ ὁποία δικαιολογεῖται μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἔκφρασης «τὸ δόγμα χωρίζει, ἡ διακονία ἑνώνει» (“doctrine divides, service unites”). Ἡ ἀσυμμετρία ὡς πρὸς τὴν ἔμφαση σὲ διδασκαλία καὶ διακονία στοὺς ὀργανισμοὺς γιὰ τὸν πολυμερῆ οἰκουμενικὸ διάλογο εἶναι ἀναντίρρητη, μολονότι παράγονται σημαντικὰ θεολογικὰ κείμενα, ἐνῶ συνάμα προσφέρονται ἰδεώδεις πλατφόρμες ἀλληλοενημέρωσης, ἀλληλεγγύης καὶ συντονισμοῦ τῆς ἐργασίας τῶνἘκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες προφανῶς ἠχοῦν πειστικότερες ὅποτε μιλοῦν μὲ μία φωνή.

i. Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (World Council of Churches)–Παγκόσμιο Χριστιανικὸ Φόρουμ (Global Christian Forum):Μὲ τὶς 349 Ἐκκλησίες-μέλη του τὸ ΠΣΕ ἀποτελεῖ τὴν πλέον ἀναγνωρίσιμη θεσμικὴ ἔκφανση τοῦ πολυμεροῦς οἰκουμενικοῦ διαλόγου στὴν οἰκουμένη, ἐκδιπλώνοντας εὐρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων στοὺς τομεῖς τῆς νεότητας, τῆς ἐκπαίδευσης, τῆς διακονίας, τῶν διεθνῶν σχέσεων, τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δημιουργίας, τῆς ἱεραποστολῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς θεολογίας, μὲ τὴν Ἐπιτροπὴ Πίστη καὶ Τάξη, τῆς ὁποίας τὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο «Ἡ Ἐκκλησία: Πρὸς ἕνα κοινὸ ὅραμα» (The Church: Towards a Common Vision) συζητεῖται ἐντατικά.[11] Ἰδιαίτερη ἔμφαση δίνει τὸ ΠΣΕ καὶ στὶς σχέσεις μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ὅπως φάνηκε καὶ στὸ κείμενο «Μιὰ χριστιανικὴ μαρτυρία σὲ ἕναν πολυθρησκειακὸ κόσμο» (Christian Witness in a Multi-Religious World), τὸ ὁποῖο καὶ ἄλλοι φορεῖς συνυπέγραψαν. Οἱ ἐντάσεις μὲ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο, ἔντονες πρὸ εἰκοσαετίας,[12] ἔχουν ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία ἀμβλυνθεῖ, οὐσιαστικὲς θεολογικὲς ἐκκρεμότητες ὅμως στὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν κόσμο τῆς Διαμαρτύρησης παραμένουν ὁρατές, ἴσως δὲ καὶ νὰ αὐξάνονται. Ἀπὸ τὴν 31η Αὐγούστου μέχρι καὶ τὶς 8 Σεπτεμβρίου 2022 θὰ λάβει χώρα στὴν Καρλσρούη τῆς Γερμανίας ἡ 11η Συνέλευση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΠΣΕ, ὅπου θὰ συζητηθοῦν κομβικὰ ζητήματα γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ τὴν περαιτέρω πορεία του. Ἰδιαιτέρως πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ συμβολὴ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στὴ συγκρότηση τοῦ Παγκόσμιου Χριστιανικοῦ Φόρουμ, μιᾶς πολὺ σημαντικῆς πλατφόρμας διαλόγου, ὅπου συμμετέχουν καὶ ἐκπρόσωποι Ἐκκλησιῶν ποὺ γιὰ διάφορους λόγους δὲν θέλουν νὰ εἶναι μέλη τοῦ ΠΣΕ καὶ ὅπου οὐσιαστικὰ ἐκπροσωπεῖται τὸ ὅλο φάσμα τῶν χριστιανικῶν παραδόσεων.

Ὅσο εὐρύτερο εἶναι τὸ ὁμολογιακὸ φάσμα τῶν διαλεγόμενων Ἐκκλησιῶν, τόσο πιὸ δύσκολη καθίσταται ἡ ἀνεύρεση μιᾶς κοινῆς θεολογικῆς βάσης. Συχνὰ ἡ Ὀρθοδοξία κατέδειξε τὴ μονομέρεια μιᾶς τακτικιστικῆς ἐπικέντρωσης στὰ εὐκολότερα ζητήματα ἠθικῆς καὶ διακονίας, ἡ ὁποία δικαιολογεῖται μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἔκφρασης «τὸ δόγμα χωρίζει, ἡ διακονία ἑνώνει» (“doctrine divides, service unites”). Ἡ ἀσυμμετρία ὡς πρὸς τὴν ἔμφαση σὲ διδασκαλία καὶ διακονία στοὺς ὀργανισμοὺς γιὰ τὸν πολυμερῆ οἰκουμενικὸ διάλογο εἶναι ἀναντίρρητη, μολονότι παράγονται σημαντικὰ θεολογικὰ κείμενα, ἐνῶ συνάμα προσφέρονται ἰδεώδεις πλατφόρμες ἀλληλοενημέρωσης, ἀλληλεγγύης καὶ συντονισμοῦ τῆς ἐργασίας τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες προφανῶς ἠχοῦν πειστικότερες ὅποτε μιλοῦν μὲ μία φωνή.

ii. Διάσκεψη Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιών (Conference of European Churches-CEK): Ἀντίστοιχο εἶναι τὸ προφὶλ καὶ ὀργανισμῶν τοῦ πολυμεροῦς διαλόγου σὲ ἠπειρωτικὸ ἐπίπεδο, ὅπως ἡ Διάσκεψη Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἐπίσης δίνει ἔμφαση στὴ συνεννόηση τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν σὲ ζητήματα κοινωνικῆς ἠθικῆς, μὲ ἰδιαίτερα προγράμματα γιὰ τὶς προτεραιότητες καὶ ἔγνοιες τῆς Εὐρώπης, τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, τὴ μετανάστευση καὶ τὸ προσφυγικό, ἐνῶ διεξάγεται σημαντικὴ ἐργασία στὰ πεδία τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς ἱεραποστολῆς. Τὴ χρονιὰ αὐτὴ ἑορτάζεται τὸ εἰκοσαετὲς ἰωβηλαῖο τῆς Charta Oecumenica, τὴν ὁποία συνυπέγραψαν οἱ Ἐκκλησίες ποὺ συμμετέχουν στὴ Διάσκεψη, μαζὶ μὲ τὴ Σύνοδο τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων τῆς Εὐρώπης, τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.

iii. Ἐθνικά, περιφερειακὰ καὶ τοπικὰ Συμβούλια Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν: Ἐπιγραμματικῆς, ἔστω, μνείας χρήζουν τὰ ἐθνικά, περιφερειακὰ καὶ τοπικὰ Συμβούλια Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται σὲ πολλὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ πέραν αυτῆς. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὸ παράδειγμα τῆς Γερμανίας, ὅπου οἱ δομὲς εἶναι ἰδιαίτερα ἰσχυρές. Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γερμανίας (Arbeitsgemeinschaft Christlicher Kirchenin Deutschland) εἶναι ὁ Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικού Πατριαρχείου πατὴρ Κωνσταντῖνος Μύρων, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου Βερολίνου-Βρανδεμβούργου (Ökumenischer Rat Berlin-Brandenburg) ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Ἐμμανουήλ, ἐνῶ τὸ ἀντίστοιχο τῆς Βαυαρίας (Arbeitsgemeinschaft Christlicher Kirchenin Bayern) διευθύνει ὁ ὁμιλῶν. Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἰδίως ἡ παράδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι κεντρικῶς παροῦσα. Πρόκειται γιὰ τὸν μὴ αὐτονόητο καρπὸ τῆς σκληρῆς δουλειᾶς πολλῶν, μὲ πρῶτο τον Σεβασμιώτατο Μητρόπολίτη Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνο.[13]

V. Οἱ διμερεῖς διάλογοι τῆς ρθοδοξίας[14]

i. Ἀρχαῖες νατολικὲς κκλησίες: Ὁ διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν ἀποτελεῖ παράδειγμα ἐπιτυχοῦς διαλόγου, ἀναδεικνύει ὅμως καὶ τὶς οὐσιαστικὲς ἐκκρεμότητες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν πρόσληψη (reception) ἑνὸς διαλόγου, ζήτημα ποὺ ἀπασχολεῖ ἐπισταμένως τὴ θεωρία τῆς οἰκουμενικῆς θεολογίας.[15]Παρὰ τὸ ἐμπερίστατον τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὶς διορθόδοξες ἐντάσεις, τὶς πολιτισμικὲς διαφορὲς καὶ τὶς (ὑπερβάσιμες) θεολογικὲς ἐκκρεμότητες, ἐνδείκνυται ἡ ἐντατικὴ ἀξιοποίηση τῆς δυναμικῆς τῆς χριστολογικῆς συμφωνίας τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, ὥστε κάποια στιγμὴ στὸ ὄχι πολὺ μακρινὸ μέλλον νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία.[16]

Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως εἶναι θέση, ὄχι ἄρνηση, ἐκφράζει τὴν αὐθεντικὴ θεολογία, δὲν διακονεῖ μιὰ κακῶς νοούμενη γεωπολιτική.Ἕνα ἀξιολογότατο παράδειγμα διαλόγου μὲ τὴ νεοτερικότητα εἶναι τὸ κείμενο «Ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἀντιδράσεις καὶ ἑτεροδόξων σὲ αὐτό ἦσαν μέχρι στιγμής θετικότατες, ἀκόμη καὶ ἐνθουσιώδεις

ii. Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία: Ὁ πολυεπίπεδος διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς (ἐπίσημος, ἀνεπίσημος, ἀκαδημαϊκός, κ.λπ.) ἔχει ὁδηγήσει σὲ ἐξαιρετικὰ κείμενα ποὺ ἀποτυπώνουν τὴν οὐσιαστικὴ συμφωνία σὲ κεντρικὰ ζητήματα ἐκκλησιολογίας καὶ εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ἐνῶ οὐσιαστικὴ πρόοδος συντελεῖται στὸ ζήτημα τοῦ Filioque. Δυσκολίες παραμένουν στὴν κατανόηση τοῦ ρόλου τοῦ Πρώτου. Ὅσο κὶ ἂν φαίνεται παράδοξο, ἴσως ἐνδοορθόδοξες ἐντάσεις βοηθήσουν αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στὴ συνειδητοποίηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς σημασίας τοῦ Πρωτείου στὴν κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν, φυσικὰ μὲ παράλληλη ἔμφαση στὴ συνοδικότητα. Παράλληλα, οἱ ἐντάσεις ἐντὸς τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἴσως βοηθήσουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης νὰ ἐκτιμήσει ἐκ νέου τὴ σχέση ἑνότητας καὶ ποικιλομορφίας, καθὼς ἡ τελευταία ἀναζητεῖ τρόπο θεολογικῆς καὶ θεσμικῆς ἔκφρασης καὶ παλεύει ἐναντίον τοῦ ρωμαϊκοῦ συγκεντρωτισμοῦ. Ἀναγκαία εἶναι ὅμως καὶ ἡ οὐσιαστικὴ ἐργασία στὸ πεδίο τῆς θεραπείας τῶν ἀναμνήσεων, δηλαδὴ τῆς ἴασης τῶν ἱστορικῶν τραυμάτων στὶς σχέσεις ἀμφοτέρων τῶν Ἐκκλησιῶν. Σημαντικὴ εἶναι ἐδὼ ἡ ἐργασία τοῦ ἱδρύματος ProOriente, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρώνεται ἁρμονικὰ ἀπὸ ἕνα ἐξ Ἀνατολῶν ProOccidente.

iii. Προτεσταντισμός: Οἱ διάλογοι μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Μεταρρύθμισης ἔχουν καταδείξει ἀνέλπιστες συγκλίσεις σὲ μιὰ σειρὰ ζητημάτων ποὺ ἅπτονται τῆς Βίβλου καὶ τῆς Παραδόσεως, τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν Μυστηρίων.[17] Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ἐγχειρήματα διαλόγου, ἔστω καὶ ὄχι σὲ ἐπίσημο ἐπίπεδο, μὲ παραδόσεις, ὅπως αὐτὲς τῶν Βαπτιστῶν, τῶν Μεννονιτῶν ἢ ἀκόμη καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅσα ἑνώνουν τοὺς χριστιανοὺς εἶναι περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοὺς χωρίζουν, συχνὰ δὲ χριστιανοὶ ἀλληλοπολεμοῦνται δίχως νὰ ἔχουν ἐπαρκῆ ἐπίγνωση τῆς ἰσχυρῆς κοινής τους βάσης. Παρὰταῦτα, στὸ διάλογο μὲ τὸν κόσμο τῆς Διαμαρτύρησης οἱ διαφορὲς στὴν κατανόηση τοῦ λειτουργήματος (ministry), τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἐκκλησιολογικῶς κεντρικοῦ ρόλου τῆς Εὐχαριστίας παραμένουν ἰσχυρὲς καὶ ἐν μέρει ἐξηγοῦν καὶ τὶς ἀποκλίσεις σὲ ζητήματα, ὅπως ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καὶ ἡ ὁμοφυλοφιλία, οἱ ὁποῖες ἐπισκιάζουν καὶ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν Ἀγγλικανισμὸ καὶ τὸν Παλαιοκαθολικισμό, παρὰ τὴν ἐπιτευχθεῖσα μὲ τὸν τελευταῖο ἐντυπωσιακὴ συμφωνία σὲ σειρὰ θεμάτων.

VI. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπροστὰ στὴν πρόκληση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης

i. Νεοτερικότητα: Τὰ θέματα ποὺ μόλις ἀνέφερα συνδέονται μὲ τὴ μεγάλη πρόκληση τῆς νεοτερικότητας καὶ τὸν τρόπο ποὺ οἱ Ἐκκλησίες ἀντιδροῦν στὰ αἰτήματά της. Ἀκραῖα συντηρητικὲς δυνάμεις ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκλωβίσουν τὴν Ὀρθοδοξία στὴν πρακτικὴ τῆς στείρας ἄρνησης καὶ νὰ ἀλλοτριώσουν τὴ στοχοθεσία τοῦ διαλόγου. Ἰδίως σὲ σλαβικὲς Ἐκκλησίες προβάλλεται τὸ προβληματικὸ αἴτημα μιᾶς ὀρθοδοξοκαθολικῆς ἀντινεοτερικῆς συμμαχίας ἢ ἑνός συντηρητικοῦ οἰκουμενισμοῦ μὲ μᾶλλον γεωπολιτικές, παρὰθεολογικὲς στοχεύσεις.[18] Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως εἶναι θέση, ὄχι ἄρνηση, ἐκφράζει τὴν αὐθεντικὴ θεολογία, δὲν διακονεῖ μιὰ κακῶς νοούμενη γεωπολιτική. Ἕνα ἀξιολογότατο παράδειγμα διαλόγου μὲ τὴ νεοτερικότητα εἶναι τὸ κείμενο «Ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἀντιδράσεις καὶ ἑτεροδόξων σὲ αὐτό ἦσαν μέχρι στιγμής θετικότατες, ἀκόμη καὶ ἐνθουσιώδεις.[19]

ii. Αποφατισμός: Ἀπελευθερωτικὴ γιὰ τὸν διάλογο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ περαιτέρω ἀνάδειξη τοῦ ἀποφατικοῦ πνεύματος τῆς Ἀνατολῆς, ὡς ὑπενθύμισης τῶν γνωσιολογικῶν καὶ γλωσσικῶν ὁρίων. Ὅπου αὐτὰ λησμονοῦνται, ἡ οἰκουμενικὴ συζήτηση δυσχεραίνεται ἀσχολούμενη μὲ ψευδοπροβλήματα.[20]

iii. Ὀρθο-δοξία: Τὸ μεγαλύτερο δῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση συνοψίζεται στὸ ὄνομά της. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἁπλῶς χαρακτηρισμὸς μιᾶς στατικῶς νοούμενης ὁμολογίας·εἶναι τὸ οἰκουμενικὰ γόνιμο πρόταγμα τῆς ὀρθῆς πίστης καὶ τῆς ὀρθῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Δύναται νὰ ἀρθρώνεται πολυτρόπως, ὅπως δίδαξε ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία, κάτι ποὺ λησμονοῦν ὅσοι παραθεωροῦν τὴ συναφειακότητα τῆς θεολογίας. Ἡ ποικιλία ὅμως νομιμοποιεῖται ὄχι ἐκ προοιμίου, ὅπως ὑπόρρητα δηλώνουν θιασῶτες τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, ἀλλὰ στὸ βαθμὸ ποὺ πολλαχῶς καθρεπτίζεται ἡ μία πίστη. Ἀκόμη καὶ ὅταν πληθαίνουν τὰ ἀπὸ κοινοῦ ἔργα τῆς ἀγάπης τῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν γεννοῦν καρποὺς δίχως τὴ δογματικὴ συμφωνία.

iv. Ὁ Ἄλλος: Χάρη στὴ γενναιόδωρη προσωπολογία της, ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὶς προϋποθέσεις νὰ δεῖ στὸν ἑτερόδοξο Ἄλλο καὶ στὶς ἐκκλησιακὲς ἐκφράσεις του ὄχι ἁπλῶς ἕναν αἱρετικό. Δύναται νὰ τοῦ δώσει τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ τοῦ στερεῖ ὁ φονταμενταλιστικὸς ὀρθοδοξισμός.[21] Ὁ Ἄλλος ἔχει τραύματα, ὅπως κὶ ἐμεῖς. Ἔχουμε νὰ τοῦ δώσουμε δῶρα, ἀλλὰ καὶ νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτόν. Παραφράζοντας τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο: «Ὅσα παρὰ τοῖς ἑτεροδόξοις καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐστί».

v. Ἐσχατολογικὴ ἐκκλησιολογία, χριστολογικὴ πνευματολογία: Ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς ἐσχατολογίας ἐπιτρέπει αυτὴ τὴν ἀνοικτότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πραγματικότητα δυναμική, καθ᾽ὁδόν, in via, ἀνοίγεται ὅμως στὸ μέλλον ἐν Χριστῷ, ἔτοιμη νὰ δεξιωθεῖ τὰ δῶρα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο εἶναι παράκλητο, παραμυθεῖ, ἐπειδὴ εἶναι ἀκριβῶς καὶ spiritus creator. Οὐσία τοῦ φονταμενταλιστικοῦ ἀντιοικουμενισμοῦ εἶναι ὁ φόβος μπροστὰ στὸ Πνεῦμα καὶ στὸ novum, τὸ καινὸ ποὺ ὁ Παράκλητος κομίζει. Ὁ φόβος αὐτὸς φάνηκε καὶ στὶς ὑπερσυντηρητικὲς ἀντιδράσεις ἐναντίον τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.[22]

Χάρη στὴ γενναιόδωρη προσωπολογία της, ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τὶς προϋποθέσεις νὰ δεῖ στὸν ἑτερόδοξο Ἄλλο καὶ στὶς ἐκκλησιακὲς ἐκφράσεις του ὄχι ἁπλῶς ἕναν αἱρετικό. Δύναται νὰ τοῦ δώσει τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ τοῦ στερεῖ ὁ φονταμενταλιστικὸς ὀρθοδοξισμός. Ὁ Ἄλλος ἔχει τραύματα, ὅπως κὶ ἐμεῖς. Ἔχουμε νὰ τοῦ δώσουμε δῶρα, ἀλλὰ καὶ νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτόν. Παραφράζοντας τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο: «Ὅσα παρὰ τοῖς ἑτεροδόξοις καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἐστί».

vi. Οἰκολογικὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἡ αἰσθητικὴ τῆς ἑνότητας. Τὸ ὅραμα τῆς κοσμικῆς λειτουργίας, ὅπως τὸ διατύπωσε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[23], ἔχει συνέπειες γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ θεολογία, γιὰ τὸν τρόπο θεώρησης τῶν ἄλλων χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν προϋποθέσεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐν γένει. Ἡ οὐσιαστικὴ ἐργασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Παναγιωτάτου προσωπικῶς στὸν τομέα τῆς οἰκολογίας καθιστοῦν δυνατὴ τὴν ἄρθρωση μιᾶς οἰκολογικῆς ἐκκλησιολογίας, ὅπου ὁ σεβασμὸς στὸ περιβάλλον ἀνάγεται σὲ κριτήριο ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἐντάσσεται καὶ τὸ ὑποτιμημένο αἰσθητικὸ αἴτημα στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση: Παραμελοῦμε τὸ Κάλλος, ποὺ ἀποτελεῖ ὅμως κεντρικὴ κατηγορία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη σελίδα τῆς Βίβλου («λίαν καλῶς»).«Ἡ Ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο», γράφει ὁ Ντοστογιέφσκι, παραπέμποντας στὸν Ὠραῖο κάλλει, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ὀρθοδοξία κομίζει ἀρχοντιὰ στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση. Καὶ ἡ ἀρχοντιὰ εἶναι θεολογικὴ κατηγορία.

vii. Οἱ λικὲς προϋποθέσεις: Γιὰ νὰ ἀνθίσει τὸ θεολογικὸ πνεῦμα, ἐνδείκνυται ἡ ἐπένδυση στὶς υλικὲς προϋποθέσεις του, στὴν ἐκπαίδευση προσώπων, καὶ ἰδίως τῶν νέων, στὴ συγκρότηση δομῶν καὶ θεσμῶν, στὴ δικτύωση τῶν οἰκουμενικὰ ἐνδιαφερόμενων Ὀρθοδόξων, στὴ λήψη πρωτοβουλιῶν σὲ θεσμικὸ ἐπίπεδο καὶ μὲ μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, οἱ ὁποῖες θὰ ἰσχυροποιήσουν τὴ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση.

Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἐντάσσεται καὶ τὸ ὑποτιμημένο αἰσθητικὸ αἴτημα στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση: Παραμελοῦμε τὸ Κάλλος, ποὺ ἀποτελεῖ ὅμως κεντρικὴ κατηγορία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη σελίδα τῆς Βίβλου («λίαν καλῶς»).«Ἡ Ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο», γράφει ὁ Ντοστογιέφσκι, παραπέμποντας στὸν Ὠραῖο κάλλει, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ὀρθοδοξία κομίζει ἀρχοντιὰ στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση. Καὶ ἡ ἀρχοντιὰ εἶναι θεολογικὴ κατηγορία.

***

Παναγιώτατε,

Ὅταν ἐξελέγητε στὸν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἤμουν μαθητὴς τῆς Πρώτης Γυμνασίου. Μιὰ ὁλόκληρη γενιὰ θεολόγων ἐμπνεύστηκε, διαμορφώθηκε, ἀκόμη καὶ στὶς οἰκουμενικές της εὐαισθησίες, ἀπὸ τὸ Πρόσωπο καὶ τὴν Πατριαρχία σας. Ἐπὶ τριάντα χρόνια καὶ σὲ πεῖσμα πολλῶν εἶστε ἡ φωνὴ μιᾶς Ὀρθοδοξίας ποὺ δὲν φιλοξενεῖται ἁπλῶς στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση, δὲν μετέχει παθητικά, ἀλλά, ὅπως τῆς πρέπει, ἀναλαμβάνει πρωτοβουλίες, προπορεύεται, γνωρίζοντας ὅτι κάθε διάλογος εἶναι σταυρός, ὅμως ὁ σταυρὸς φέρει τὴν ἀνάσταση. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας εἶναι γεμάτος ἀγκάθια, ὁποία ὅμως ἡ χαρὰ ὅταν φτάνουν ἀδελφοί ἀπὸ κοινοῦ στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς!Πρόσφατα, χάρη στὴ συνετὴ τόλμη τὴ δική σας καὶ τῆς περὶ Ὑμᾶς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, τὴν εἴδαμε αὐτὴ τὴ χαρά, ὄχι μὲ ἑτεροδόξους, ἀλλὰ μὲ ἀποκομμένους Ὀρθοδόξους ἀδελφούς. Ἔστω κὶ ἂν διαφέρει τὸ ἐπίπεδο, ἡ χαρὰ τῆς ἑνότητας ἐμπνέει γιὰ τὰ περαιτέρω βήματα. Ὁ διάλογος, πανορθόδοξος καὶ οἰκουμενικός, εἶναι ὁ ὡραῖος μονόδρομος ποὺ ἀξίζει κανεὶς νὰ ὑπηρετεῖ. Συνεχίστε νὰ μᾶς ἐμπνέετε μὲ τὸν τολμηρὸ βηματισμό σας, Παναγιώτατε. Πολλὰ τὰ ἔτη σας.


[1] Στὴν παροῦσα εἰσήγηση ὁ ὅρος «Ἐκκλησία», ἀναφερόμενος στοὺς ἑτεροδόξους, χρησιμοποιεῖται στὸ πλαίσιο ποὺ ὁρίζει τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (2016), ἰδίως δὲ ἡ § 6. Βλ. τὸ κείμενο, μεταξὺ ἄλλων, στὴν ἱστοσελίδα www.holycouncil.org. Πρβλ. τὴν ἔκδοση Alberto Melloni (ed.), Corpus Christianorum, Conciliorum Oecumenicorum generalium quedecreta. Editio critica, IV/3:The Great Councils of the Orthodox Churches. Decisions and Synodika. Creta 2016, Turnhout 2016. Στὴν εἰσήγηση δὲν ἀναλύεται διεξοδικὰ τὸ συνοδικὸ τοῦτο κείμενο, ἡ γνώση τοῦ ὁποίου ὅμως θεωρεῖται ὡς sine qua non προϋπόθεση γιὰ τὴν προσπέλαση τοῦ μελετούμενου θέματος τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων.

[2] Ἡ βιβλιογραφία γιὰ τὴν ἱστορία, τὴ θεολογία καὶ τὶς σύγχρονες προκλήσεις τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἀλλὰ καὶ εἰδικότερα γιὰ τὴ σχετικὴ συμβολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, πρωταρχικῶς δὲ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἔχει ὠκεάνειες διαστάσεις. Προκειμένου νὰ μὴν ἐπιβαρυνθεῖ τὸ κείμενο μὲ ἐκτενεῖς ὑποσημειώσεις, ὁ ἀναγνώστης παραπέμπεται κατ᾽ἐξοχὴν στὸν ἐπιβλητικό, πλέον  τῶν χιλίων σελίδων, τόμο Pantelis Kalaitzidis et. al. (ed.), Orthodox Handbook on Ecumenism. Resources for Theological Education, [Regnum Studies in Global Christianity], Volos 2014. Πρόκειται γιὰ ἔκδοση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, σὲ συνεργασία, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου. Στὸ ἔργο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητη πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ ἐργασία τῆς Ὀρθοδοξίας, παρατίθεται ἐκτενὴς βιβλιογραφία γιὰ τὰ θιγόμενα στὴν παροῦσα εἰσήγηση θέματα. Ἀπὸ τὶς πλέον πρόσφατες συμβολὲς στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία μνημονευτέα εἶναι καὶ ἡ ἔκδοση τοῦ 3ου τόμου (2019) τῆς ἐτήσιας ἔκδοσης Ἀνθίβολα (σσ. 440), μὲ θέμα «ἵνα πάντες ἓνὦσιν». Ὁ διαχριστιανικὸς διάλογος σήμερα.

[3]Ἐνδεικτικὰ Vasilios Makrides, “Orthodox Christianity, Modernity and Postmodernity: Overview, Analysis and Assessment”, Religion, State & Society 40 /3-4 (2012) 248-285.

[4] Π.χ. https://www.katholisch.de/artikel/30256-christentum-global-was-ein-blick-auf-statistiken-und-prognosen-verraet (5.2.2022).

[5] Βλ. Ἀγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», § 22.

[6] Βλ. Aid to the Church in Need, Religious Freedom in the World Report 2021, https://www.churchinneed.org/religious-freedom-report/ (5.2.2022).

[7] Βλ. ἰδίως τὰ παπικὰ κείμενα Evangeliigaudium (2013), Laudatosi (2015), Amoris laetitia (2016), Querida Amazonia (2020)καὶ Fratelli tutti (2020), ὅλα προσβάσιμα σὲ πολλὲς γλῶσσες στὴν ἱστοσελίδα www.vatican.va.

[8] www.taeuferbewegung2025.de

[9] Bernd Oberdorfer / Thomas Söding (Hg.), Wachsende Zustimmung und offene Fragen. Die Gemeinsame Erklärung zur Rechtfertigungslehre im Licht ihrer Wirkung, Freiburg i.Br. 2019.

[10] Βλ. ἐνδεικτικὰ τὸ ἐκτενὲς ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ Ökumenische Rundschau, στὸ τχ. 3 τοῦ 2011, στὴ σχέση Ἐκκλησιῶν τῆς Πεντηκοστῆς καὶ οἰκουμενικῆς κίνησης.

[11] Στὴν ἱστοσελίδα τοῦ ΠΣΕ (www.oikoumene.org) δημοσιεύεται τὸ κείμενο, ἀλλὰ καὶ ἀπαντήσεις τῶν Ἐκκλησιῶν σὲ αὐτό, συγκεντρωμένες σὲ δύο διαδικτυακὰ διαθέσιμους τόμους.

[12] Anna Marie Aagaard / Peter Bouteneff, Beyond the East-West Divide: The World Council of Churches and the Orthodox Problem, Genf 2001.

[13] Ἄξιο ἰδιαίτερης μνημόνευσης εἶναι καὶ τὸ Συμβούλιο Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γαλλίας (Conseil d’ Égliseschrétiennesen France), μὲ κεντρικὴ τὴν παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας.

[14] Βλ. ἀναλυτικὰτὰ ἀντίστοιχα κεφάλαια στὸ προαναφερθὲν (ὑποσ. 2) Orthodox Handbook on Ecumenism.

[15] Georgios Vlantis, “The Issue of Ecumenical Reception in Orthodox Churches and Theological Institutions”: P. Kalaitzidis et.al. (ed.), Orthodox Handbook on Ecumenism (βλ. ὑποσ. 2), 813-821.

[16] Νίκος Κουρεμένος, «Ὁ θεολογικὸς διάλογος μεταξὺ Ὀρθόδοξης καὶ Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν: Κοινὴ πίστη διατυπωμένη μὲ διαφορετικὴ ὁρολογία», Ἀνθίβολα 3/2019, 321-331.

[17] Βλ. π.χ. τὴν ἐπιγραμματικὴ ἀποτύπωση αὐτῶν τῶν συγκλίσεων στὸ Martin Illert / Reinhard Thöle, Wörterbuch zu den bilateralen Theologischen Dialogen zwischen der Evangelischen Kirche in Deutschland und orthodoxen Kirchen (1959-2013), Leipzig 2014.

[18] Daniel Payne / Jennifer Murray Kent, “An Alliance of the Sacred. Prospects for a Catholic-Orthodox Partnership Against Secularism in Europe”, Journal of Ecumenical Studies 46, 2011, 41-66 καὶ Jennifer Wasmuth, “„Conservative Ecumenism“. Phänomen, Ursache, Kritik”: Dietmar Schon (Hg.), Identität und Authentizität von Kirchen im ›globalen Dorf‹. Annäherung von Ost und West durch gemeinsame Ziele?, [Schriften des Ostkircheninstituts der Diözese Regensburg 4], Regensburg 2019, 174-183.

[19] Ἡ παγκοσμίως πρώτη μονογραφία γιὰ τὸ κείμενο αὐτὸ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Δομηνικανὸ ἱερομόναχο ὑφηγητῆ Dietmar Schon, Berufen zur Verwandlung der Welt. Die orthodoxe Kirche in sozialer und ethischer Verantwortung, [Schriften des Ostkircheninstituts der Diözese Regensburg 6], Regensburg 2021.

[20] Georgios Vlantis, “The Apophatic Understanding of the Church and Ecumenical Dialogue”, The Ecumenical Review 62 (2010) 296-301.

[21] Στυλιανὸς Τσομπανίδης, Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες. Ἡ θέση τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, Ἀθήνα 2013.

[22] Γεώργιος Βλαντῆς, «Ὁ φόβος μπροστὰ στὸ Πνεῦμα. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος καὶ οἱ φονταμενταλιστές», Ἀνθίβολα 1/2017, 121-134.

[23] Hans Urs von Balthasar, Kosmische Liturgie. Das Weltbild Maximus’ des Bekenners, Einsiedeln 19612.


Ο Γεώργιος Βλαντής είναι Διευθυντής του Συμβουλίου Χριστιανικών Εκκλησιών Βαυαρίας και Επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση του συγγραφέα στη Σύναξη των Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Σεπτέμβριο του 2021.

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Ολλανδού καλλιτέχνη Vincent van Gogh με τίτλο «Sower at Sunset» (Ο σπορέας το ηλιοβασίλεμα), 1888, και φυλάσσεται στο Μουσείο van Gogh, Άμστερνταμ, Ολλανδία.