ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΟΥ 2011-2018

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΟΥ 2011-2018
Χρόνος Ανάγνωσης: 10 λεπτά

Θεολογία και πολιτισμός στη σύγχρονη ελληνική θρησκευτική εκπαίδευση: Η περίπτωση των Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά του 2011-2018

Η θεολογία δεν είναι μονάχα η αποκάλυψη του Θεού στην ιστορία αλλά και ο λόγος του Θεού που γίνεται προσιτός στον άνθρωπο και εκφράζεται εμπνευσμένα μέσα από τα ποικίλα έργα της ζωής και του πολιτισμού του. Ο συναρπαστικός αυτός διάλογος Θεού και ανθρώπου που καταλήγει στην παράδοξη για τα ανθρώπινα μέτρα ενανθρώπηση του Θεού και Λόγου, σαρκώνεται στην ιστορία και στον πολιτισμό. Ο Χριστός μέσω της Εκκλησίας προσλαμβάνει διαρκώς, τον κόσμο, την ιστορία και τον πολιτισμό. Στο έργο αυτό συνεργάζεται και πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος που καλείται να μετάσχει στη ζωή του Θεού και συνάμα να ανυψώσει και να μεταπλάσει τη ζωή, την ιστορία, τον κόσμο και τον πολιτισμό του. Η θεολογία έχει ως κύριο έργο να ερμηνεύει και να επικαιροποιεί την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας μέσα από έναν γόνιμο και δημιουργικό διάλογο με τον πολιτισμό και τα ποικίλα επιτεύγματα του ανθρώπου σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Μάλιστα, εξαιτίας της θεολογίας της ενσάρκωσης η Εκκλησία όχι μόνο διαλέγεται με τον πολιτισμό αλλά και εμπνέει και διαμορφώνει πολιτισμό. Στην εποχή μας ο χριστιανικός κόσμος έχοντας πίσω του λαμπρά επιτεύγματα αλλά και αποτυχίες και αδιέξοδα, μετά την έκρηξη της νεωτερικότητας φαίνεται να κλείνεται ολοένα και περισσότερα στα κεκτημένα ιστορικά και πολιτισμικά σχήματα του παρελθόντος, δίχως να συμμετέχει ενεργά στις μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές, αλλά και δίχως να παρεμβαίνει στα αυξανόμενα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Ωστόσο, η χριστιανική θεολογία οφείλει να διαλεχθεί και πάλι δημιουργικά με την ποικιλομορφία του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού, δίχως να αναδιπλώνεται στο ένδοξο παρελθόν της. Προκειμένου να συμμετάσχει ενεργά στην πορεία του σύγχρονου κόσμου, χρειάζεται να λάβει σοβαρά υπόψη ότι ο πλουραλισμός και η πολιτισμική και θρησκευτική ποικιλομορφία των σύγχρονων κοινωνιών αποτελούν ήδη το ευρύτερο πλαίσιο και τη συνθήκη της μετανεωτερικότητας και της μεταεκκοσμίκευσης.

            Η σχέση και η αλληλεπίδραση θεολογίας και πολιτισμού έχει μακρά ιστορία και στην Ορθόδοξη Παράδοση της Ανατολής. Η θεολογία και μάλιστα η Ορθόδοξη δεν πρέπει να αποσυρθεί ή απλώς να αντιτίθεται στον σύγχρονο πολιτισμό και στις ποικίλες εκφράσεις του ή να περιοριστεί σε ένα είδος μουσειακής και εξωτικής παράδοσης ως απολιθωμένο μνημείο και ιστορικό κατάλοιπο του παρελθόντος. Ο διάλογος θεολογίας και πολιτισμού εξάπαντος δεν ταυτίζεται με την «πολιτισμική Ορθοδοξία», ένα ιδεολογικό μόρφωμα της σύγχρονης θρησκευτικής ζωής των ορθοδόξων χωρών, το οποίο αντιλαμβάνεται την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μέρος και περιεχόμενο του εθνικού και πολιτιστικού φολκλόρ, το οποίο προκύπτει από την ιδεολογική διασύνδεση μεταξύ έθνους-κράτους και Εκκλησίας ως αναβίωση της εθνικής ταυτότητας και του λαϊκού πολιτισμού (π.χ. «Ρωσικός κόσμος»). Πίσω από την «πολιτισμική Ορθοδοξία» οχυρώνεται μία ιδεολογική ταυτότητα που επιχειρεί να «εθνικοποιήσει» την Εκκλησία και τον Χριστιανισμό. Η Ορθόδοξη θεολογία οφείλει να συναντήσει και να συνομιλήσει δημιουργικά με την εποχή μας. Η πιστότητα στη βιβλική και πατερική παράδοση δεν σημαίνει ιστορική αδράνεια και απομόνωση, αλλά κριτικό διάλογο, πρόσληψη και μεταμόρφωση του κόσμου. Η εμπνευσμένη θεολογία είναι η ζωτική ανάσα που νοηματοδοτεί τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Η Ορθόδοξη θεολογία για να συμμετάσχει ενεργά στην πορεία του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού είναι ανάγκη να εξέλθει από την προνεωτερική ασφάλεια και την ομολογιακή εσωστρέφειά της και να διαλεχθεί γόνιμα μαζί του. Αν το ωστικό κύμα της εκκοσμίκευσης και της νεωτερικότητας στην Ευρώπη, ώθησε σταδιακά τη χριστιανική πίστη και θεολογία στη σφαίρα του ιδιωτικού χώρου, γίνεται πλέον κατανοητό στις μέρες μας ότι η παρουσία του θρησκευτικού φαινομένου στις σύγχρονες μετα-εκκοσμικευμένες κοινωνίες, μολονότι δεν πρέπει να σχετίζεται ή να χρησιμοποιεί τη στήριξη του κράτους, είναι απαραίτητη όχι απλώς για τον αναγκαίο και γόνιμο πλουραλισμό του δημόσιου χώρου αλλά και για τη νοηματοδότηση του ανθρώπινου βίου και πολιτισμού.

Πράγματι, οι σύγχρονες μετανεωτερικές δυτικές κοινωνίες τείνουν πλέον να επαναφέρουν το θρησκευτικό φαινόμενο από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Διαπιστώνοντας ότι οι σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες μαστίζονται από μία τάση πρακτικού μηδενισμού και έλλειψης κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και νοήματος και αυθεντικής ταυτότητας, εκλαμβάνουν πλέον τη θρησκεία ως πηγή νοήματος και κοινωνικής συνοχής για την ίδια την ύπαρξη του φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους. Στην κατεύθυνση αυτή η θρησκεία και ιδιαίτερα η χριστιανική θεολογία φαίνεται να αναβαθμίζεται στις δυτικές κοινωνίες. Το ίδιο το δημοκρατικό και φιλελεύθερο κράτος επιζητά τη συμβολή της θρησκείας για την ουσιαστική νοηματοδότηση του κοινού βίου και πολιτισμού, πέρα από τις λειτουργίες της οικονομίας και της αγοράς που μπορεί και να υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και το νόημά της

            Η έμφαση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στον πολιτισμό παρέχει τη δυνατότητα η μαρτυρία της θεολογίας να εκφράζεται ως δημόσιος λόγος στον οποίο όλοι μπορούν να έχουν πρόσβαση. Ο πολιτισμός είναι η βάση για την απαραίτητη παιδευτική και αναστοχαστική διαδικασία μέσω της οποίας οι πάντες δύνανται να εκφράζονται και να διαλέγονται στη δημόσια σφαίρα. Σύμφωνα με τον Χάμπερμας,ο τρόπος αυτός μπορεί να συμφιλιώσει την εκκοσμικευμένη αντίληψη του δημόσιου χώρου με τη θρησκεία ή τη θεολογική έκφραση πέρα μάλιστα και από την αντίληψη της πολιτικής ορθότητας για επίδειξη θρησκευτικής ανεκτικότητας (tolerance). Πράγματι, οι σύγχρονες μετανεωτερικές δυτικές κοινωνίες τείνουν πλέον να επαναφέρουν το θρησκευτικό φαινόμενο από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Διαπιστώνοντας ότι οι σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες μαστίζονται από μία τάση πρακτικού μηδενισμού και έλλειψης κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και νοήματος και αυθεντικής ταυτότητας, εκλαμβάνουν πλέον τη θρησκεία ως πηγή νοήματος και κοινωνικής συνοχής για την ίδια την ύπαρξη του φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους. Στην κατεύθυνση αυτή η θρησκεία και ιδιαίτερα η χριστιανική θεολογία φαίνεται να αναβαθμίζεται στις δυτικές κοινωνίες. Το ίδιο το δημοκρατικό και φιλελεύθερο κράτος επιζητά τη συμβολή της θρησκείας για την ουσιαστική νοηματοδότηση του κοινού βίου και πολιτισμού, πέρα από τις λειτουργίες της οικονομίας και της αγοράς που μπορεί και να υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και το νόημά της. Δίχως να συζητήσουμε σε βάθος τα πραγματικά αίτια αυτής της αλλαγής στάσης εκ μέρους των θεωρητικών της εκκοσμίκευσης (κατάρρευση του κομμουνισμού, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, Ισλάμ, πολιτική εκμετάλλευση του θρησκευτικού φαινομένου), επισημαίνουμε ότι για τη χριστιανική θεολογία ο εμπολιτισμός του Ευαγγελίου υπήρξε διαχρονικά η σταθερή βάση και το μέσο δια του οποίου η θεολογία της Εκκλησίας απευθυνόταν γόνιμα και δημιουργικά στον κόσμο. Ενδεχομένως, είμαστε μπροστά σε νέες προκλήσεις για τη δημιουργική επανάκαμψη του Χριστιανισμού στο προσκήνιο της ιστορίας με έναν πιο ουσιαστικό και πάντως όχι εξουσιαστικό τρόπο. Ο δημόσιος χώρος ως χώρος της κοινής και ανοικτής διαβούλευσης είναι μια πρόκληση και για την Ορθόδοξη θεολογία να μετακινηθεί από την προστατευμένη και αδρανή θέση του φορέα των εθνικών και παραδοσιακών αξιών και να ξαναγίνει το άλας της ζωής των ανθρώπων και του πολιτισμού, καταθέτοντας δημόσια τη μαρτυρία της. Αν η κίνηση του Χάμπερμας αποβλέπει να διασώσει την εκκοσμίκευση από τον μηδενιστικό εαυτό της, η χριστιανική θεολογία μπορεί εκ νέου να νοηματοδοτήσει την πορεία της ιστορίας και του πολιτισμού με την προφητική και εμπνευσμένη μαρτυρία της πίστης στον δημόσιο χώρο «υπέρ της του κόσμου ζωής».

            Η θεώρηση αυτή για τη γόνιμη και διαλεκτική παρουσία της θρησκείας στον δημόσιο χώρο μέσω του πολιτισμού ενέπνευσε κατά βάση τον σχεδιασμό νέων ανοικτών και ευέλικτων προγραμμάτων σπουδών στην ελληνική θρησκευτική εκπαίδευση. Δεν πρόκειται πλέον για τη διδασκαλία και μάθηση ενός ομολογιακά περίκλειστου μαθήματος, το οποίο δεν διαλέγεται με την πολιτισμική και θρησκευτική ποικιλομορφία των σύγχρονων πλουραλιστικών κοινωνιών, αλλά για μία μορφωτική διαδικασία που αντιλαμβάνεται τη θρησκευτική εκπαίδευση μέσα από τον διάλογο θεολογίας και πολιτισμού. Έτσι, ο κεντρικός σκοπός των νέων προγραμμάτων της θρησκευτικής εκπαίδευσης διατυπώθηκε ως εξής: «Να οικοδομήσει ένα στιβαρό μορφωτικό πλαίσιο γνώσης και κατανόησης του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας, ως πνευματικής και πολιτισμικής παράδοσης της Ελλάδας και της Ευρώπης αλλά και ως ζωντανής πηγής έμπνευσης, πίστης, ηθικής και νοηματοδότησης για τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη ζωή και την ιστορία». Με αφετηρία την κεντρική θρησκευτική παράδοση στην Ελλάδα, δηλαδή την Ορθοδοξία, τα νέα αυτά προγράμματα επιχείρησαν τη γνωριμία με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και με ορισμένες μεγάλες θρησκείες του κόσμου. Έτσι, το μάθημα των Θρησκευτικών συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ορθόδοξη Παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκει στοιχεία από τις δύο άλλες χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης, καθώς και στοιχεία για ορισμένες από τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία. Τα δε κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας δεν είναι πλέον αφηρημένος στο δημόσιο σχολείο, αλλά συνιστά στοιχειώδη γνώση για τις θρησκείες. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά τους άλλους στην κατανόηση της παράδοσής μας και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό προς τη θρησκευτική ετερότητα.

Το ίδιο το δημοκρατικό και φιλελεύθερο κράτος επιζητά τη συμβολή της θρησκείας για την ουσιαστική νοηματοδότηση του κοινού βίου και πολιτισμού, πέρα από τις λειτουργίες της οικονομίας και της αγοράς που μπορεί και να υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και το νόημά της. Δίχως να συζητήσουμε σε βάθος τα πραγματικά αίτια αυτής της αλλαγής στάσης εκ μέρους των θεωρητικών της εκκοσμίκευσης (κατάρρευση του κομμουνισμού, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, Ισλάμ, πολιτική εκμετάλλευση του θρησκευτικού φαινομένου), επισημαίνουμε ότι για τη χριστιανική θεολογία ο εμπολιτισμός του Ευαγγελίου υπήρξε διαχρονικά η σταθερή βάση και το μέσο δια του οποίου η θεολογία της Εκκλησίας απευθυνόταν γόνιμα και δημιουργικά στον κόσμο. Ενδεχομένως, είμαστε μπροστά σε νέες προκλήσεις για τη δημιουργική επανάκαμψη του Χριστιανισμού στο προσκήνιο της ιστορίας με έναν πιο ουσιαστικό και πάντως όχι εξουσιαστικό τρόπο.

            Είναι χαρακτηριστικό ότι τα νέα αυτά προγράμματα προσεγγίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση μέσα από τα μνημεία της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού, αλλά και μέσα από τη σύγχρονη ζωή.  Η εισαγωγή τους στην εκπαίδευση κατά τα έτη 2016-2019 προκάλεσε οξύτατη αντιπαράθεση και τελικά την απόσυρσή τους ύστερα από σχετικές αποφάσεις του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας (ΣτΕ). Το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Ελλάδα, διαμόρφωσε μια πρωτόγνωρη σύλληψη περί Θρησκευτικών ως μαθήματος το οποίο αφορά αποκλειστικά την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ορθόδοξων μαθητών, η οποία εδράζεται σε μία εξίσου πρωτόγνωρη κλειστή κατηχητική αντίληψη περί Ορθόδοξης πίστης, η οποία κινείται στο τρίπτυχο: δόγματα, ηθικές αξίες και παραδόσεις. Παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα να αναπτύσσονται και άλλα ομολογιακά μαθήματα ή ένα ισότιμο μάθημα για όσους απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά. Η όλη επιχειρηματολογία των σχετικών αποφάσεων υιοθετεί πλήρως τα επιχειρήματα όσων προσέφυγαν, απαγορεύοντας στο μάθημα των Θρησκευτικών να πλαισιώνεται με αναφορές σε άλλες επιστημονικές περιοχές, όπως η τέχνη, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η λογοτεχνία, η μουσική κ.λπ. Όλη αυτή η θεώρηση, εν τέλει, οδηγεί σε ένα μάθημα  Θρησκευτικών μονοφωνικό και στενά κατηχητικό που ανατρέχει στην προ του 1960 περίοδο και συγκεκριμένα στο σύνταγμα του 1952 στο οποίο ήταν έκδηλη η μετεμφυλιακή ιδεολογία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας προστατευτικής δικαστικής παρέμβασης μπορεί να αποβούν μοιραίες όχι μόνο γιατί υπονομεύουν ουσιαστικά το ίδιο το μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά σταδιακά μπορεί να οδηγήσουν σε συρρίκνωση και τις θεολογικές σπουδές στη χώρα μας. Η απομόνωση και ο περιορισμός της θρησκευτικής εκπαίδευσης σε ένα είδος στενής ομολογιακής ταυτότητας, η οποία δεν διαλέγεται, μπορεί να περιθωριοποιήσει την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Θεολογίας στον δημόσιο χώρο, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, στις επιστήμες, στον πολιτισμό. Ωστόσο, σε μία δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία, σε ένα σύγχρονο σχολείο ανοικτών οριζόντων, σε μία διαλεγόμενη με τον σύγχρονο πολιτισμό θεολογία δεν υπάρχουν αδιέξοδα παρά μόνο γόνιμες και δημιουργικές προκλήσεις για την υπέρβασή τους. Παρά την επίσημη απόσυρσή τους, τα νέα αυτά προγράμματα άλλαξαν και θα αλλάξουν περαιτέρω τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, καθιστώντας σαφές ότι το μάθημα των Θρησκευτικών στον δημόσιο χώρο του σχολείου δεν μπορεί να παραμένει ένα περίκλειστο ομολογιακό μάθημα κατήχησης, αλλά οφείλει να είναι ένα σύγχρονο και διαλεγόμενο μάθημα που συμβάλλει στον θρησκευτικό γραμματισμό και ευρύτερα στην πλουραλιστική εκπαίδευση των νέων ανθρώπων. Ο δημόσιος χώρος του σχολείου αποτελεί ανοικτό πεδίο διαλόγου και συνάντησης όλων και δεν μπορεί να γίνεται εργαλείο για τη θρησκευτική κατήχηση μιας και μοναδικής πίστης.

Έτσι, το μάθημα των Θρησκευτικών συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ορθόδοξη Παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκει στοιχεία από τις δύο άλλες χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης, καθώς και στοιχεία για ορισμένες από τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία. Τα δε κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Ο σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας δεν είναι πλέον αφηρημένος στο δημόσιο σχολείο, αλλά συνιστά στοιχειώδη γνώση για τις θρησκείες. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά τους άλλους στην κατανόηση της παράδοσής μας και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό προς τη θρησκευτική ετερότητα.

Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί πλέον να έχει χαρακτηριστικά κατήχησης και ομολογιακής μονοφωνίας στο δημόσιο σχολείο, καθόσον αφορά τη θρησκευτική αγωγή στη δημόσια εκπαίδευση και όχι την εκκλησιαστική κατήχηση. Ως μάθημα του ελληνικού σχολείου βεβαίως χρειάζεται να έχει ως κέντρο, αφετηρία και πρωταρχικό μέλημα την Ορθόδοξη πίστη και ζωή, αλλά οφείλει και πρέπει να έχει ορίζοντα αναφοράς και διαλόγου και με τις άλλες χριστιανικές κατανοήσεις, τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και τις σύγχρονες φιλοσοφικές ή άλλες μορφές πνευματικότητας και κοσμοθεωρίας. Παρά την πολυείδεια του θρησκευτικού φαινομένου και τους διάφορους τύπους μαθήματος των Θρησκευτικών, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες το μάθημα των Θρησκευτικών, ακόμη και το ομολογιακό, οφείλει να αναπτύσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερών αξιών όπως η δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, ο ενεργός πολίτης του κόσμου και ασφαλώς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό σημαίνει ότι ο πλουραλισμός και η διαπολιτισμικότητα αναδεικνύονται θεμελιώδεις άξονες της παιδαγωγικής θεωρίας και πράξης και μπορούν να διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη θρησκευτική εκπαίδευση, όταν οι μαθητές μαθαίνουν να διαχειρίζονται υπεύθυνα και δημιουργικά τον πλουραλισμό και τον διάλογο με τον «άλλον» και το «διαφορετικό». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι κάθε εκδοχή θρησκευτικού μαθήματος, πέρα από την τοπική θρησκευτική παράδοση, προϋποθέτει και τη διευρυμένη γνώση γύρω από τις θρησκείες του κόσμου και τις άλλες κοσμοθεωρήσεις. Επιπλέον, η πρόσφατη εμπειρία και διαδρομή του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα έδειξε ότι η θρησκευτική μάθηση δεν μπορεί να πραγματοποιείται απλώς με τη μηχανική μεταφορά γνώσεων. Η σύγχρονη θρησκευτική μάθηση είναι ανάγκη να εμπλέκει τους μαθητές σε ενεργητικές μαθησιακές διαδικασίες, στη διερευνητική και βιωματική κατανόηση κρίσιμων θεμάτων για τη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου.

Χρειαζόμαστε μία «θεολογία του πολιτισμού», όπως έλεγε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, για τη νοηματοδότηση της ιστορίας και του ανθρώπινου βίου. Πέρα από το ασφυκτικό πλαίσιο του πρακτικού μηδενισμού και της αέναης καταναλωτικής ευφορίας, η χριστιανική θεολογία χρειάζεται να εισέλθει σε έναν γνήσιο και απροκατάληπτο διάλογο με τις κατακτήσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου. Στο τέλος της νεωτερικότητας και στο κατώφλι ενός νέου πολιτισμού, η χριστιανική θεολογία οφείλει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο σε έναν πανανθρώπινο διάλογο, συμβάλλοντας σε μία εναλλακτική πρόταση για τη νοηματοδότηση του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού.

            Στην προοπτική αυτή η θρησκευτική εκπαίδευση στον δημόσιο χώρο του σχολείου αξιοποίησε στο έπακρον τη διαλογική σχέση θεολογίας και πολιτισμού. Για τον σκοπό αυτό κρίθηκε απαραίτητη η επαφή και συνομιλία των μαθητών με τα ίδια τα βιβλικά, πατερικά, λειτουργικά, και εν γένει εκκλησιαστικά κείμενα, με την εικονογραφία και την εκκλησιαστική μουσική, τη σύγχρονη θεολογική σκέψη, τη λογοτεχνία, τη διανόηση, τη μουσική και την τέχνη. Τα προγράμματα αυτά δημιούργησαν και προσέφεραν για πρώτη φορά στην ιστορία του μαθήματος των Θρησκευτικών έναν πλήρη Οδηγό Εκπαιδευτικού, αλλά και μια μεγάλη δεξαμενή και μια ψηφιακή εφαρμογή με ποικίλα έργα τέχνης, μνημεία, κείμενα και  μουσικά αρχεία. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης φιλοσοφίας και μεθοδολογίας των προγραμμάτων αυτών, προχωρήσαμε στην παραγωγή νέου, πρωτότυπου και συμβατού πολυμεσικού εκπαιδευτικού υλικού με βάση βιβλικά, πατερικά και άλλα ιστορικά κείμενα από την Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, τις άλλες θρησκείες. Συνάμα, αξιοποιήσαμε μία μεγάλη συλλογή από ποικίλα θεολογικά, λογοτεχνικά, λαογραφικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και άλλα επιστημονικά κείμενα και δοκίμια, αλλά και ποιητικά, καλλιτεχνικά και μουσικά έργα. Επιπλέον παρατίθενται πολλά ιστορικά μνημεία και έργα τέχνης, καθώς και ποικίλο εικαστικό και φωτογραφικό υλικό, αποσπάσματα και αναφορές από τον Τύπο και επιλεγμένα στοιχεία και εκπαιδευτικά αντικείμενα από τις συλλογές διαφόρων πολιτιστικών φορέων και αρχείων. Όλα αυτά αξιοποιούνται κατάλληλα επεξεργασμένα ή προσαρμοσμένα με τη συνδρομή των ΤΠΕ και εν γένει των πολυμεσικών εκπαιδευτικών εργαλείων (εικόνα, ήχος, διαδίκτυο) με τις πιο σύγχρονες και κατάλληλες για κάθε θεματική ενότητα τεχνικές μάθησης.

            Χρειαζόμαστε μία «θεολογία του πολιτισμού», όπως έλεγε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, για τη νοηματοδότηση της ιστορίας και του ανθρώπινου βίου. Πέρα από το ασφυκτικό πλαίσιο του πρακτικού μηδενισμού και της αέναης καταναλωτικής ευφορίας, η χριστιανική θεολογία χρειάζεται να εισέλθει σε έναν γνήσιο και απροκατάληπτο διάλογο με τις κατακτήσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου. Στο τέλος της νεωτερικότητας και στο κατώφλι ενός νέου πολιτισμού, η χριστιανική θεολογία οφείλει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο σε έναν πανανθρώπινο διάλογο, συμβάλλοντας σε μία εναλλακτική πρόταση για τη νοηματοδότηση του σύγχρονου κόσμου και πολιτισμού.


Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση του συγγραφέα στο «Thirteenth International Conference on Religion & Spirituality in Society», το οποίο διοργάνωσαν το ΕΚΠΑ, η Κοσμητεία της Θεολογικής Σχολής και το Παιδαγωγικό Εργαστήριο Θρησκευτικής Εκπαίδευσης του Τμήματος Θεολογίας στην Αθήνα στις 20-22 Ιουνίου 2023.

Το εικαστικό θέμα είναι πίνακας του Αυστριακού ζωγράφου Gustav Klimt με τίτλο “The Tree of Life” (Το Δέντρο της Ζωής).