Η ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΙΛΙΔΗ

Η ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΙΛΙΔΗ
Χρόνος Ανάγνωσης: 7 λεπτά

Η εξιστόρηση του νεότερου Χριστιανισμού  και ο ρόλος του έργου του Πασχάλη Κιτρομιλίδη

Ακούστε το άρθρο

Είναι κοινοτοπία να πει κανείς ότι η εξιστόρηση του Χριστιανισμού είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Είτε κανείς το αποπειράται ιστάμενος εντός της χριστιανικής κοινότητος, είτε εκτός, η ιστορία του Χριστιανισμού εμπεριέχει πλήθος από ερμηνείες και παραδοχές που καθιστούν οποιαδήποτε προσπάθεια πέρα από την απλή γεγονοτολογική παράθεση και την ιστοριοδιφική εργασία αντικείμενο σφοδρότατης κριτικής.

Όσον αφορά τον νεότερο Χριστιανισμό και μάλιστα τον Ορθόδοξο, οι ιστοριογραφικές προσεγγίσεις ξεκινούν από απολογητική και πολεμική αντίληψη ενάντια στον εξουσιαστικό λόγο του Οθωμανού κυρίαρχου (που έχει απωθήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία από τη θέση στον δημόσιο χώρο την οποία κατείχε) από τη μια και της δυτικής διείσδυσης του ρωμαιοκαθολικισμού και της Μεταρρύθμισης από την άλλη που προσπαθούν να προσεγγίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία στον ανελέητο πόλεμο μεταξύ τους. Σ’ αυτό το πνεύμα εντάσσεται η Ιστορία των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων του Δοσιθέου Ιεροσολύμων (1723) και απαντά στο έργο του Λέοντος Ἀλλάτιου De Ecclesia occidentalis atque orientalis perpetua concessione (Κολωνία [Colonia Agrippina] 1648). Εκτός από εκκλησιολογικά και δογματικά προβλήματα, ζητούμενο είναι και η διασφάλιση της ιστορικής συνέχειας των Ορθοδόξων στους Αγίους Τόπους, καθώς τα διάφορα προσκυνήματα ήταν στόχος δυτικών φορέων, όπως Ταγμάτων κ.λπ. Είναι φανερό ότι οι προτεραιότητες της ελληνόφωνης εκκλησιαστικής ιστορίας είχαν τεθεί παρά την περισσότερο νηφάλια και προσιδιάζουσα στον Διαφωτισμό Εκκλησιαστική Ιστορία του Μητροπολίτη Αθηνών Μελετίου Μήτρου που εκδόθηκε  μεταθανάτια το 1784.

Πιο γνωστό είναι ότι οι πρωτοπόροι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού προσπαθώντας από τον 18ο αιώνα να «μετακενώσουν» την κριτική αμφισβήτηση και την κυριαρχία του Ορθού Λόγου στην Ανατολή συγκρούσθηκαν με τους εκκλησιαστικούς θεσμούς οικοδομώντας σταδιακά το αφήγημα της σκοταδιστικής, οπισθοδρομικής και εθελόδουλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καθώς σημαντικά τμήματα αυτής της διανόησης είναι εκκλησιαστικοί άνθρωποι, όπως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Νεόφυτος Βάμβας κ.ά. η εξιστόρηση του Χριστιανισμού φωτίζεται μέσα από αυτή τη σύγκρουση που συνεχίζεται και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Στην πορεία, τα διεθνή πνευματικά ρεύματα αναδεικνύουν τον εθνικορομαντισμό, που στην Ελλάδα γίνεται φορέας της αφήγησης της ιστορίας του νέου Ελληνισμού ως συνεχούς όλου από την αρχαία εποχή έως τη σύγχρονη με την ένταξη και της λεγόμενης Βυζαντινής Ιστορίας σ’ αυτή την αφήγηση με το έργο του Παπαρρηγόπουλου και τη συμβολή του Ζαμπέλιου. Είναι ταυτόχρονα η εποχή που οι μεσσιανικές προσδοκίες της αναβίωσης της χριστιανικής αυτοκρατορίας φεύγουν από τα ταπεινά χέρια των Αγαθάγγελων και των Μακράκηδων και αναλαμβάνονται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και τον ίδιο το βασιλιά Γεώργιο Α΄ που βαφτίζει, όχι τυχαία, τον γιό του Κωνσταντίνο. Η εξιστόρηση του Χριστιανισμού μπαίνει στην ατζέντα του εθνικορομαντισμού και αποκτά ιδιαίτερη αξία ως συστατικό του Ελληνοχριστιανισμού ή ως ειδικού γενεσιουργού παράγοντα για τον ιδιαίτερο ρόλο και τη μοίρα του Ελληνικού έθνους. Η θεώρηση αυτή ως ηγεμονικός λόγος φθάνει να επηρεάζει άμεσα και τις εκκλησιαστικές συνθήκες, όπου ακόμα και το (ακόμη τουρκοκρατούμενο) κέντρο της Ορθοδοξίας, κρίνεται και μετριέται από την ελληνική κυβέρνηση ανάλογα με την παραγωγική στάση του σ’ αυτούς τους στόχους.

Παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο εθνοκεντρικός λόγος με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό μέσα του δεν εγκαταλείπεται, αφού πλέον άλλοι πολεμικοί στόχοι βγαίνουν στον ορίζοντα, όπως η καταπολέμηση του Κομμουνισμού, η σύμπηξη αρραγούς μετώπου ενάντια στην Κατοχή, και κατόπιν ενάντια στους εσωτερικούς εχθρούς του μετεμφυλιακού κράτους. Όχι τυχαία, η συνθήκη αυτή θα αλλάξει μετά τη Μεταπολίτευση όταν ο παλαιός «ελληνοχριστιανικός» λόγος εξευτελισμένος από τη χρήση που του έγινε από τη Δικτατορία θα πρέπει να δώσει τη θέση του σε μια ευρωπαϊστική ρητορική, που όμως ταυτόχρονα γεννά και την αντίθεσή της που είναι καθυστερημένη επέλευση των αντιαποικιακών και αντιδυτικών κινημάτων παγκοσμίως μετά το 1960 και που στην Ελλάδα ήρθαν με καταλύτη το Κυπριακό. Το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» θα ανασύρει μια ερμηνεία της ιστορίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας από θεολόγους και εκκλησιαστικούς ιστορικούς αντιαποικιακή αντίστοιχη με την προσέγγιση της εθνικής ιστορίας ιστορικών, όπως ο Νίκος Σβορώνος  που βλέπει στην ουσία της ανάδυσης του νέου Ελληνισμού το πνεύμα αντίστασης.[1] Οι περισσότεροι από αυτούς τους θεολόγους ανήκουν στο ευρύτερο ρεύμα της λεγόμενης «θεολογία του ‘60» που απασχόλησε και σ’ ένα από τα πρώτα της Συνέδρια την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου με δημοσιευμένο και τον σχετικό τόμο.[2] Φθάνοντας στη δεκαετία του 1980 η πολεμική μεταξύ αντιεκκλησιαστικού/ αντικληρικαλιστικού λόγου της θεωρούμενης ως προοδευτικής μερίδας των ιστορικών από τη μια και αντιαποικιακής Ορθοδοξίας από την άλλη αναβιώνει με νέους όρους.

Είναι ταυτόχρονα η εποχή που οι μεσσιανικές προσδοκίες της αναβίωσης της χριστιανικής αυτοκρατορίας φεύγουν από τα ταπεινά χέρια των Αγαθάγγελων και των Μακράκηδων και αναλαμβάνονται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και τον ίδιο το βασιλιά Γεώργιο Α΄ που βαφτίζει, όχι τυχαία, τον γιό του Κωνσταντίνο. Η εξιστόρηση του Χριστιανισμού μπαίνει στην ατζέντα του εθνικορομαντισμού και αποκτά ιδιαίτερη αξία ως συστατικό του Ελληνοχριστιανισμού ή ως ειδικού γενεσιουργού παράγοντα για τον ιδιαίτερο ρόλο και τη μοίρα του Ελληνικού έθνους. Η θεώρηση αυτή ως ηγεμονικός λόγος φθάνει να επηρεάζει άμεσα και τις εκκλησιαστικές συνθήκες, όπου ακόμα και το (ακόμη τουρκοκρατούμενο) κέντρο της Ορθοδοξίας, κρίνεται και μετριέται από την ελληνική κυβέρνηση ανάλογα με την παραγωγική στάση του σ’ αυτούς τους στόχους.

Έτσι, αποκηρύσσοντας τον «Ελληνοχριστιανισμό» με τις συμπαραδηλώσεις εθνικισμού, τώρα διακινείται η άποψη ότι η υπερεθνική Ορθοδοξία  ως πολιτισμός αντιτίθεται ριζικά, «καισαρικά», προς τις βασικές αρχές του δυτικού πολιτισμού, τον κανονικοποιητικό Ορθολογισμό, την ατομοκρατία, την εκμετάλλευση του μη δυτικού ανθρώπου κ.λπ. Ολόκληρη η ιστορία του νεότερου Ορθόδοξου Χριστιανισμού περνά από αυτή τη διχοτομία και διαφοροποιούνται οι γνήσιοι φορείς αυτού του πολιτισμού, από όσους έχουν επηρεασθεί ή μολυνθεί από δυτικές ιδέες. Το πιο εμβληματικό έργο σ’ αυτής της μορφής εξιστόρηση του νεότερου Χριστιανισμού είναι, βέβαια, το Ορθοδοξία και Δύση του Χρήστου Γιανναρά, που ξεκίνησε από ένα μικρό δοκίμιο εκδεδομένο μαζί με το «Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα» (176 σελίδες σύνολο) το 1972, για να εξελιχθεί στο Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα με 512 σελίδες το 2021 (εκδόσεις Ίκαρος). Η πιο εκχυδαϊσμένη (ας μου επιτραπεί να πω) μορφή αυτού του ιστοριογραφικού σχήματος ανήκει στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, σε διάφορα κείμενά του.[3]

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης μολονότι θεωρήθηκε ιστορικός εμφορούμενος από τις ιδέες του στρατοπέδου των Διαφωτιστών κατανόησε τη σχέση Εκκλησίας και νεωτερικών ιδεών μ’ ένα πολύ πιο περίπλοκο και δυναμικό τρόπο. Έφυγε από τη φιλοσοφική ή αισθητικά κειμενική προσέγγιση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για να τον κατανοήσει μέσα στο πεδίο της εξέλιξης των πολιτικών ιδεών αλλά και των πολιτικών ζυμώσεων σε ευρωπαϊκό αλλά και εγχώριο επίπεδο[4]. Μαζί με το πολύ νεωτερικό ή και μετανεωτερικό «making of» υπάρχει σταθερά η σύνδεση του Διαφωτισμού με την επανάσταση. Η έμφαση στην κατανόηση της συνθετικότητας των πολιτικών δράσεων δίνει τα απαραίτητα εργαλεία για να κατανοήσουμε τη δυναμική των ιδεών και της πνευματικής παραγωγής. Αυτό ακριβώς είναι ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση και των εξελίξεων των πνευματικών φαινομένων και του θεωρητικού λόγου της Χριστιανικής Εκκλησίας, κατά κύριο λόγο της Ορθόδοξης (που είναι η κυρίως δρώσα στο πεδίο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού) αλλά και των άλλων χριστιανικών παραδόσεων και κοινοτήτων με τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία αλληλεπιδρά πολύ πιο έντονα απ’ όσο η διχοτομική, πολεμική ιστοριογραφία αφήνει να διαφανεί.

Έτσι, αποκηρύσσοντας τον «Ελληνοχριστιανισμό» με τις συμπαραδηλώσεις εθνικισμού, τώρα διακινείται η άποψη ότι η υπερεθνική Ορθοδοξία  ως πολιτισμός αντιτίθεται ριζικά, «καισαρικά», προς τις βασικές αρχές του δυτικού πολιτισμού, τον κανονικοποιητικό Ορθολογισμό, την ατομοκρατία, την εκμετάλλευση του μη δυτικού ανθρώπου κ.λπ. Ολόκληρη η ιστορία του νεότερου Ορθόδοξου Χριστιανισμού περνά από αυτή τη διχοτομία και διαφοροποιούνται οι γνήσιοι φορείς αυτού του πολιτισμού, από όσους έχουν επηρεασθεί ή μολυνθεί από δυτικές ιδέες.

            Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η νεωτερική προσέγγιση με τα στοιχεία της πολιτικής φιλοσοφίας που είδαμε, της έννοιας του έθνους. Το έθνος είναι ένα προϊόν συνθετικών πολιτικών και πνευματικών διεργασιών, όπου εμπεριέχονται πολλά αντιθετικά στοιχεία (η δράση της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ένα απ’ αυτά) και δεν έχει κανένα οντικό ή μεταφυσικά αμετάβλητο χαρακτήρα, όπως θέλει όχι μόνον η παλιά εθνικορομαντική άποψη, αλλά και νεότερες λειτουργιστικές θεωρίες περί πολιτιστικών «λιθοσφαιρικών πλακών», που είναι αμετάβλητες, και κάποια από αυτές ταυτίζεται και με τα Ορθόδοξα έθνη και λαούς που εκ προοιμίου δεν μπορούν να είναι συμβατά με τη νεωτερικότητα. Για τον λόγο αυτό, στο έργο του διασώζεται η ιστορική πολυπλοκότητα και κατανόηση της μεταβλητότητας που είναι η (κατά τη γνώμη μου) βασικότερη κληρονομιά της ιστορίας στην κατανόηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτό έχει μέγιστη σημασία και για την ιστορία του Χριστιανισμού που κινδυνεύει πολλές φορές από μια στατική κατανόηση, που χρησιμοποιεί την ορθοδοξία του δόγματος ως raison d’ être της εκκλησιαστικής ιστορίας και όχι αντίστροφα την εκκλησιαστική ιστορία ως διαρκές αγώνισμα για την επίτευξη της Ορθοδοξίας, δηλαδή του αληθεύειν την Εκκλησία σε σχέση με τον προς συνάντηση Άλλον που είναι ταυτόχρονα και κινητήρια δύναμή της, δηλαδή τον αποκαλυπτόμενο Θεό εν Χριστώ Ιησού. Το να φύγουμε από την περιχαρακωμένη στον θρίαμβό της Ορθόδοξη Εκκλησία των νεώτερων χρόνων, που προβάλλεται ως εκ φύσεως ανώτερη και νικήτρια απέναντι στη Δύση, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα στο οποίο συνέβαλε και το έργο του τιμωμένου.

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης μολονότι θεωρήθηκε ιστορικός εμφορούμενος από τις ιδέες του στρατοπέδου των Διαφωτιστών κατανόησε τη σχέση Εκκλησίας και νεωτερικών ιδεών μ’ ένα πολύ πιο περίπλοκο και δυναμικό τρόπο. Έφυγε από τη φιλοσοφική ή αισθητικά κειμενική προσέγγιση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για να τον κατανοήσει μέσα στο πεδίο της εξέλιξης των πολιτικών ιδεών αλλά και των πολιτικών ζυμώσεων σε ευρωπαϊκό αλλά και εγχώριο επίπεδο […]Αυτό ακριβώς είναι ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση και των εξελίξεων των πνευματικών φαινομένων και του θεωρητικού λόγου της Χριστιανικής Εκκλησίας, κατά κύριο λόγο της Ορθόδοξης (που είναι η κυρίως δρώσα στο πεδίο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού) αλλά και των άλλων χριστιανικών παραδόσεων και κοινοτήτων με τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία αλληλεπιδρά πολύ πιο έντονα απ’ όσο η διχοτομική, πολεμική ιστοριογραφία αφήνει να διαφανεί.

Ένα τρίτο στοιχείο είναι η σφαιρικότητα στην προσέγγιση: η  αποκαλούμενη γεγονοτολογική ιστορία, η αναδίφηση των ιστορικών λεπτομερειών, η δουλειά με αρχειακές πηγές, είναι ένα σταθερό έδαφος που πάνω του υφαίνονται πολύ διαφορετικές συνάφειες, όπως η επίδραση του John Locke και του Bentham στα ρεύματα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Ψυχρός Πόλεμος στις περιπέτειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι Γάλλοι Διαφωτιστές πάνω στα έργα Ορθοδόξων κληρικών και πολλά άλλα. Η ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας έχει πολλά να ωφεληθεί από αυτή την προσεκτική ανάγνωση και να ξαναγράψει πιο νηφάλια την πορεία του Χριστιανισμού προς τη νεωτερικότητα και σε αλληλεπίδραση με αυτήν.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι μολονότι από ένα άλλο μονοπάτι, αυτό της μελέτης των ιδεολογικών ρευμάτων των νεώτερων χρόνων στην πολιτική τους διάσταση, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης έφθασε να θέσει κριτήρια και να οργανώσει μεθοδολογικά εργαλεία για να αναλύσουν την δύσκολη και αμφιλεγόμενη πορεία του Χριστιανισμού στη νεωτερικότητα πέρα από τις άγονες αντιπαραθέσεις «προοδευτικών» και «συντηρητικών» προς μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη γνωριμία με την εκκλησιαστική μας ταυτότητα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οδηγεί και σε μια γνωριμία με την εθνική μας ταυτότητα.


[1] Βλ. π.χ. Ν. Σβορώνου, Το Ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, 2004.

[2] Π. Καλαϊτζίδη – Θ. Ν. Παπαθανασίου – Θ. Ἀμπατζίδη (επιμ.), Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία. Η «θεολογία του 60», εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2009.

[3] Ενδιάμεσα βρίσκονται πλειάδα έργων, προσπαθειών, ομιλιών και μεταφράσεων (των απάντων του π. Γεωργίου Φλορόφσκυ π.χ., των έργων του π. Γεωργίου Μεταλληνού για τον ρόλο των Μισσιοναρίων στην εκκλησιαστική ζωή του νέου ελληνικού κράτους και για την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου κ.ά.π). Πράγματα, που δεν θέλω να κρύψω ότι σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά στην οποία ανήκει και ο ομιλών.

[4] P. Kitromilides, Enlightenment and Revolution. The Making of Modern Greece, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts and London 2013.


O Δημήτρης Μόσχος είναι Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. 

Το παρόν κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της ομιλίας του συγγραφέα στο Διεθνές Συνέδριο προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή ΕΚΠΑ και Ακαδημαϊκού Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη με αναγόρευση του σε Εταίρο και Επίτιμο Μέλος της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου το οποίο διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου στις 3-4 Νοεμβρίου 2023 στον Βόλο. Η πλήρης εκδοχή της ομιλίας θα εκδοθεί στον συλλογικό τόμο των πρακτικών του συνεδρίου.

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη με τίτλο «Το μικρό εκκλησάκι της Κεφαλονιάς» (π.1920-1925) και φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας.