Με αφορμή την επέτειο πριν λίγες μέρες για τα δύο χρόνια από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, επιχειρείται εδώ μια σύντομη συζήτηση για τη στάση που οφείλει να τηρεί ο χριστιανός έναντι του πολέμου γενικά, όπως επίσης και για τον ρόλο που παίζει το έθνος, η εθνική ιδεολογία στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής ταυτότητας.
Μια προσεκτική μελέτη της βιβλικής, πατερικής και σύγχρονης θεολογικής γραμματείας, θα δείξει ότι δεν υπάρχει σαφής, ενιαία ή πάντοτε ξεκάθαρη στάση των Ορθοδόξων στοχαστών έναντι του πολέμου και της εμπλοκής σε ένοπλη σύγκρουση, αν και πάντοτε η «ειρήνη του Θεού» θεωρείται ως η ιδεώδης κατάσταση για την οποία έχουν κληθεί να εργαστούν οι χριστιανοί καθοδόν προς τη Βασιλεία. Αν και σαφώς πριν την Κωνσταντίνεια στροφή, το ιδεώδες της ειρήνης (με την έννοια του ειρηνισμού/πασιφισμού) φαίνεται να κυριαρχεί σχεδόν καθολικά (πως άλλωστε θα γινόταν διαφορετικά, καθώς και μόνον η είσοδος λ.χ. ενός χριστιανού στον στρατό εθεωρείτο απορριπτέα, καθώς συνοδευόταν και με παγανιστικές λατρευτικές δεσμεύσεις), με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η απόλυτη αυτή στάση αρχίζει να μετριάζεται. Αν και επ’ ουδενί δεν ενθαρρύνεται η εμπλοκή σε ένοπλη σύγκρουση ειδικά μάλιστα σε επιθετικούς πολέμους, οι χριστιανοί θεωρούνται «πατριώτες» (βλ. Ωριγένης) και οφείλουν κατεξοχήν με την προσευχή τους να δέονται για την επικράτηση του χριστιανικού πλέον, στρατού έναντι των κάθε λογής επιβουλών. Είναι προφανής στην εξέλιξη αυτή μια υποχώρηση της εσχατολογικής προσδοκίας, στον βαθμό που από «παρεπίδημοι» στον κόσμο τούτο, οι χριστιανοί αρχίζουν να …ριζώνουν για τα καλά.
Στην προοπτική αυτή θα πρέπει να ιδωθούν και κανονικά κείμενα, όπως ο 13ος κανόνας του Μεγάλου Βασιλείου, και η επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου προς τον μοναχό Αμμούν, όπως επίσης και παλαιοδιαθηκικές διηγήσεις (λ.χ. Ιησούς του Ναυή: ο Θεός καθοδηγεί τον λαό του Θεού ενάντια στους Χαννανίτες, κ.λπ.), αλλά και λειτουργικές απηχήσεις (η Παναγία ως Υπέρμαχος Στρατηγός, στρατιωτικοί άγιοι κ.λπ.) οι οποίες θα αποτελέσουν πεδίο διαφορετικών ερμηνειών (λ.χ. αλληγορικές), τόσο από τους μεσαιωνικούς θεολόγους όσο και από τους σύγχρονους στοχαστές σχετικά με τα κριτήρια, τη νομιμότητα ή τους τρόπους εμπλοκής των χριστιανών σε πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες αναπόφευκτα περιλαμβάνουν και φόνους. Κι όλα αυτά στην προοπτική διαμόρφωσης, ή και νομιμοποίησης μιας θεωρίας περί δίκαιου πολέμου, ή των κάθε λογής παραλλαγών της, περί «αναγκαίου κακού» ή «λιγότερου κακού».
Μια προσεκτική μελέτη της βιβλικής, πατερικής και σύγχρονης θεολογικής γραμματείας, θα δείξει ότι δεν υπάρχει σαφής, ενιαία ή πάντοτε ξεκάθαρη στάση των Ορθοδόξων στοχαστών έναντι του πολέμου και της εμπλοκής σε ένοπλη σύγκρουση, αν και πάντοτε η «ειρήνη του Θεού» θεωρείται ως η ιδεώδης κατάσταση για την οποία έχουν κληθεί να εργαστούν οι χριστιανοί καθοδόν προς τη Βασιλεία.
Οι τελευταίες μάλιστα, ερμηνευτικές προσεγγίσεις φαίνεται να αποτελούν κοινό τόπο για την πλειονότητα των Ορθοδόξων χριστιανών, ακόμη κι αυτών, οι οποίοι δεν επιδοκιμάζουν τη συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις, καθώς φαίνεται να δικαιολογούν με εύλογο τρόπο την ανάγκη αντιμετώπισης έξωθεν επιβουλών, ή την ανάληψη ένοπλης δράσης για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού στο πλαίσιο ενός αμυντικού πολέμου. Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές παραλλαγές (λ.χ. «αναγκαίο κακό») φαίνεται να επιχειρούν να δικαιολογήσουν έναν υπέρ πίστεως και πατρίδας αγώνα στο όνομα ενός ανώτερου ιδανικού, όχι μόνον την απελευθέρωση της πατρίδας, αλλά και επιθετικούς πολέμους, όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ειδικά μάλιστα όταν θεωρείται ότι τίθεται εν κινδύνω από πραγματικές ή φανταστικές επιδιώξεις των δυτικών ιμπεριαλιστικών (sic) δυνάμεων, η κυριαρχία και καθαρότητα του ορθόδοξου κοσμοειδώλου (μην ξεχνάμε λ.χ. ότι όχι μόνον από εκκλησιαστικής σκοπιάς, ένας από τους λόγους ή προφάσεις εισβολής στην Ουκρανία, ήταν οι παρελάσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στην Ουκρανία!).
Το ιδεώδες της ειρήνης, όπως αυτό προβάλλεται μέσα από το κήρυγμα του ίδιου του Κυρίου (ενδεικτικά: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5, 9) ή τις παύλειες παραινέσεις, αλλά και τις πρωτοχριστιανικές προτροπές (λ.χ. Κυπριανός, Ειρηναίος, Ωριγένης κ.λπ.) φαίνεται συχνά στον μεταπτωτικό μας κόσμο να συσκοτίζεται, στον βαθμό που υπάρχει μια σύγχυση των κριτηρίων, τα οποία προτείνονται για την απόφανση σχετικά με το τι είναι εκκλησιαστικό ή εθνικό.
Στην προοπτική αυτή θα πρέπει να επιμείνουμε λίγο ακόμη στην έννοια του έθνους και τη σχέση της με την εκκλησιαστική ταυτότητα, ώστε να αποφευχθούν εύκολες παρανοήσεις. Για τον σκοπό αυτό ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάκριση που κάνει ο Ρώσος στοχαστής Μπερντιάγιεφ μεταξύ εθνικότητας και εθνικισμού. Όπως επισημαίνεται, η εθνικότητα αποτελεί φυσική ιδιότητα κάθε ανθρώπου, η οποία ως τέτοια δεν μπορεί να λογιστεί ούτε ως κακή ούτε ως καλή. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο εθνικισμός, δηλαδή η ιδεολογική, εγωιστική και αυτάρκης απολυτοποίηση του (ιστορικού) ρόλου ενός έθνους, αποτελεί εξάπαντος αρνητική πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δικαιωθεί θεολογικά, καθώς συνιστά ακύρωση στην πράξη της κάθε προσωπικής (ατομικής ή συλλογικής) ετερότητας. Όταν μάλιστα λάβει και εκκλησιαστικό ένδυμα, οδηγεί στην κατάλυση του σώματος του Χριστού και την ακύρωση της καθολικότητας της Εκκλησίας. Είναι ακριβώς, αυτή η κατανόηση της εθνικής ταυτότητας, την οποία καταδίκασε (έστω και περιστασιακά και όχι απαραίτητα συνειδητά) η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 ως εθνο-φυλετισμό, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη συγκρότηση μιας εκκλησιαστικής κοινότητας. Με τον τρόπο αυτό αποδίδεται ένας ιδιαίτερος ρόλος σε κάποιο έθνος, το οποίο εξυπηρετεί το θείο σχέδιο, αποσκοπώντας στην εξουδετέρωση φανταστικών ή μη εχθρών, ενώ η Εκκλησία υποκύπτει στον «πειρασμό του Ιούδα», τη στενή εξάρτησή της από το έθνος, όπου το κήρυγμα για τη Βασιλεία του Θεού αντικαθίσταται από μια ρητορική μίσους όχι μόνον για τον ξένο αλλά και για τον αδελφό, ο οποίος καλείται να υποταχθεί στις ορέξεις του ελέω Θεού τσάρου, βασιλέα, ή εσχάτως προέδρου. Στην περίπτωση αυτή ο χαρακτηρισμός των πρώτων χριστιανών ως «έθνος άγιον» αποκτά νέο περιεχόμενο, όπου το εθνικό, πολιτισμικό, εκκλησιαστικό και στρατιωτικό στοιχείο συναιρούνται σε μια ιδεολογία, η οποία φιλοδοξεί ως άλλος Αντίχριστος να επιβάλλει την κυριαρχία του στον ελεύθερο κόσμο. Είναι ακριβώς, αυτό που διαφοροποιεί στην περίπτωσή μας, τον ρωσικό κόσμο, από παρόμοιες ιδεολογικές κατασκευές που φωλιάζουν διαχρονικά σε ορθόδοξα περιβάλλοντα, όπου ο πειρασμός του περιουσίου και εκλεκτού λαού υπήρξε πάντοτε παρών.
Απέναντι στην πραγματικότητα αυτή, ποια στάση θα πρέπει να λάβει η Εκκλησία και η θεολογία; Αποτελώντας, την προφητική λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, η θεολογία καλείται ακόμη μια φορά να βγει μπροστά, όχι μόνον καταγγέλλοντας τα κακώς κείμενα, αλλά διαμορφώνοντας τα κατάλληλα κριτήρια, με βάση τα οποία οφείλει η Εκκλησία να απαντήσει στις συγκαιρινές προκλήσεις. Οι απαντήσεις, ούτε δεδομένες μπορεί να είναι ούτε εύκολες, καθώς απαιτούν εργώδη μελέτη της πλούσιας και όχι συμπαγούς παράδοσης, έτσι ώστε να διαγνωσθούν τα αναγκαία θεολογικά και εξάπαντος όχι ιδεολογικά, πολιτισμικά, πολιτικά, κοινωνικά και κάθε λογής άλλα κριτήρια που θα καθορίζουν τη στάση και τις επιλογές των εκκλησιών απέναντι στους διαρκείς πειρασμούς της πολιτικής εξουσίας και των εγκόσμιων βασιλείων.
Με τον τρόπο αυτό αποδίδεται ένας ιδιαίτερος ρόλος σε κάποιο έθνος, το οποίο εξυπηρετεί το θείο σχέδιο, αποσκοπώντας στην εξουδετέρωση φανταστικών ή μη εχθρών, ενώ η Εκκλησία υποκύπτει στον «πειρασμό του Ιούδα», τη στενή εξάρτησή της από το έθνος, όπου το κήρυγμα για τη Βασιλεία του Θεού αντικαθίσταται από μια ρητορική μίσους όχι μόνον για τον ξένο αλλά και για τον αδελφό, ο οποίος καλείται να υποταχθεί στις ορέξεις του ελέω Θεού τσάρου, βασιλέα, ή εσχάτως προέδρου. Στην περίπτωση αυτή ο χαρακτηρισμός των πρώτων χριστιανών ως «έθνος άγιον» αποκτά νέο περιεχόμενο, όπου το εθνικό, πολιτισμικό, εκκλησιαστικό και στρατιωτικό στοιχείο συναιρούνται σε μια ιδεολογία, η οποία φιλοδοξεί ως άλλος Αντίχριστος να επιβάλλει την κυριαρχία του στον ελεύθερο κόσμο. Είναι ακριβώς, αυτό που διαφοροποιεί στην περίπτωσή μας, τον ρωσικό κόσμο, από παρόμοιες ιδεολογικές κατασκευές που φωλιάζουν διαχρονικά σε ορθόδοξα περιβάλλοντα, όπου ο πειρασμός του περιουσίου και εκλεκτού λαού υπήρξε πάντοτε παρών.
Στην προοπτική αυτή θα πρέπει να κατανοηθεί και η «Διακήρυξη» ενάντια στη διδασκαλία για τον ρωσικό κόσμο, η οποία εκδόθηκε στις 13 Μαρτίου 2022, με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μια ομάδα Ορθόδοξων θεολόγων με διαφορετικό υπόβαθρο και αφετηρία θέλησαν να καυτηριάσουν την ιδεολογία του ρωσικού κόσμου, να αναδείξουν τα θεολογικά και εκκλησιολογικά του αδιέξοδα, ακολουθώντας το παράδειγμα της «Ομολογούσας Εκκλησίας», η οποία με πρωτεργάτη τον Ντήτριχ Μπόνχεφερ, ύψωσε, με τη διακήρυξη του Μπάρμεν, το ανάστημά της ενάντια στη σύμπλευση μεταξύ ναζισμού και Γερμανών χριστιανών και την ηθική νομιμοποίηση του πρώτου, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανία. Η Διακήρυξη επιχειρεί να περιγράψει με λαγαρότητα τα κριτήρια εκείνα, τα οποία δίνουν εξάπαντος προτεραιότητα, στον ερχόμενο Κύριο της Βασιλείας, στον Χριστό, κι όχι σε κάποιον βασιλέα, τσάρο ή και πρόεδρο, ο οποίος Χριστός έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο και ο οποίος θα κρίνει την αλήθεια των πράξεων και των αποφάσεών μας ως εκκλησίες και ως άτομα. Η ερχόμενη Βασιλεία αποτελεί τον πυρήνα ολάκερου του ευαγγελικού μηνύματος, το οποίο δεν μπορεί επ’ ουδενί να τίθεται σε παρένθεση προς όφελος ιδεολογικών κατασκευών, όπως ο ρωσικός κόσμος, ο οποίος προσπαθεί να νομιμοποιήσει και θεολογικά με την εκκλησιαστική αρωγή μια στρατιωτική εισβολή σε ένα κυρίαρχο κράτος. Είναι η διακήρυξη αυτή, η οποία σήμερα μετράει πολλές εκατοντάδες υπογραφών από προσωπικότητες από όλον τον κόσμο, η οποία καταδικάζει τις «διακρίσεις της σάρκας», δηλαδή τον φυλετικό, θρησκευτικό ή άλλο κατακερματισμό που επικρατεί στον μεταπτωτικό μας κόσμο ενώπιον της καθολικότητας και της υπέρβασης εν Χριστώ κάθε διαίρεσης, η οποία όχι μόνον αντιβαίνει στην αλήθεια του ευαγγελίου, αλλά εξαχρειώνει και υποβιβάζει τον κατ’ εικόνα Θεού δημιουργηθέντα άνθρωπο. Άλλωστε, είναι η αγάπη προς τον πλησίον, η υπέρτατη εντολή που μας έδωσε ο ίδιος ο Κύριος, και η οποία αναιρείται με πράξεις και πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν ως εργαλείο τον εκκλησιαστικό λόγο ώστε να νομιμοποιήσουν μια ρητορική μίσους εναντίον του άλλου, πόσο μάλλον ενός ομόδοξου και αδελφού λαού.
Η Διακήρυξη επιχειρεί να περιγράψει με λαγαρότητα τα κριτήρια εκείνα, τα οποία δίνουν εξάπαντος προτεραιότητα, στον ερχόμενο Κύριο της Βασιλείας, στον Χριστό, κι όχι σε κάποιον βασιλέα, τσάρο ή και πρόεδρο, ο οποίος Χριστός έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο και ο οποίος θα κρίνει την αλήθεια των πράξεων και των αποφάσεών μας ως εκκλησίες και ως άτομα. Η ερχόμενη Βασιλεία αποτελεί τον πυρήνα ολάκερου του ευαγγελικού μηνύματος, το οποίο δεν μπορεί επ’ ουδενί να τίθεται σε παρένθεση προς όφελος ιδεολογικών κατασκευών, όπως ο ρωσικός κόσμος, ο οποίος προσπαθεί να νομιμοποιήσει και θεολογικά με την εκκλησιαστική αρωγή μια στρατιωτική εισβολή σε ένα κυρίαρχο κράτος.
Στην κατεύθυνση αυτής της περιγραφής του κριτικού ρόλου της θεολογίας, θα μπορούσε κανείς να σημειώσει περαιτέρω και τα εξής: Εκτός από την προτεραιότητα του θεολογικού κριτηρίου, το οποίο κυριαρχεί όχι μόνον στην εν λόγω διακήρυξη αλλά και σε κείμενα της Συνόδου της Κρήτης (2016) αλλά και στο «Υπέρ της του κόσμου ζωής. Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (2019), η κεντρικότητα της δικαιοσύνης ως έννοιας πάνω στην οποία θεμελιώνεται η ειρήνη, αποτελεί, στον ορίζοντα της δίκαιης ειρήνης, παράμετρο η οποία θέτει καίρια ερωτηματικά για τη στάση των ορθοδόξων έναντι του πολέμου ή της σύμπλευσης της εκκλησίας με τα κατά τόπους έθνη, αλλά ακόμη, ακόμη και για τα αθώα κηρύγματα περί της ειρήνης μεταξύ των λαών γενικά και αόριστα, τα οποία συχνά ακούγονται, όταν οι ιδεολογικές μας κατασκευές δεν βρίσκουν λόγια να καταδικάσουν απερίφραστα το αθώο αίμα που χύνεται στο όνομα ενός περιουσίου λαού.
Πολλά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σχετικά με τα προβλήματα που έρχονται στην επιφάνεια από την κάθε λογής, σε κάθε καιρό και τόπο, σύμπλευση του εθνικού με το εκκλησιαστικό. Ο κριτικός ρόλος της Εκκλησίας, όπως και των προφητών στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν και είναι, ωστόσο, να πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα, να μαρτυρούν τον λόγο της «σης (του Θεού) αληθείας», με κόστος πολλές φορές ακόμη και την ίδια τους τη ζωή. Και τούτο, χωρίς σε καμιά περίπτωση να υποστέλλεται η σημαία των θεολογικών κριτηρίων προς όφελος οποιασδήποτε ιδεολογικής κατασκευής, η οποία, στον αντίποδα του Ευαγγελίου, επιδιώκει να νομιμοποιήσει κάθε μορφή βίας και απαξίωση του ανθρώπινου προσώπου.
Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης του γράφοντος στην 5η Πανελλήνια Συνάντηση του Καιρού-για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 2-4 Σεπτεμβρίου, 2022 με θέμα: «Η ευθύνη της Ορθόδοξης θεολογίας για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στον κόσμο».
Το εικαστικό θέμα έχει τίτλο “No hay quien los socorra” [Δεν υπάρχει κανείς να τους βοηθήσει] και αποτελεί μέρος της σειράς λιθογραφιών με τίτλο “Los desastres de la guerra” [Οι καταστροφές του πολέμου] (1810-1820) του Ισπανού καλλιτέχνη Francisco Goya.