Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Νιγηριανού καλλιτέχνη Bruce Onobrakpeya με τίτλο «Ο Σίμων ο Κυρηναίος Βοηθάει τον Ιησού» και αποτελεί μέρος της συλλογής της Πινακοθήκης Μοντέρνας Τέχνης Tate, Λονδίνο.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΜΕΡΟΥΝ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ξεκινήστε

Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Αφρική μέσα από το παράδειγμα της Μητροπόλεως Καμερούν. Ποιμαντικά προβλήματα αρχαίων κοινωνιών στο φως της νεωτερικότητας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είναι δύσκολο να μπορέσεις να συμπεριλάβεις στα όρια μας εισηγήσεως όλες τις πτυχές του θέματος του Αποστολικού Έργου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Υποσαχάρια Αφρική, έργο σε διαρκή εξέλιξη, χωρίς κανείς να μπορεί να προσδιορίσει, ακριβώς, την τελική διαμόρφωσή του.

Θα το χαρακτήριζα «υπέρογκο» έργο όχι ως προς την ποσότητα, αλλά λόγω της τεραστίας ποικιλίας των λαών και φυλών της περιοχής. Το εγχείρημα στην πράξη αποδεικνύεται άθλος δυσκολοκατόρθωτος, ακόμα και για τις πλέον οργανωμένες αποστολές.

Παρ’όλα όμως τα σκοτεινά σημεία, τα όποια μπορούν να αναφανούν στην πορεία, διερεύνηση και αποτύπωση του θέματος, προσωπικά πιστεύω ότι η προοπτική του Αποστολικού Έργου εξαρτάται όχι από εξωγενείς παράγοντες, άλλα από το κατά πόσον οι «απεσταλμένοι» έχουν το χάρισμα και την διορατικότητα να παρατηρούν «τα σημεία των καιρών του Αφρικανικού χώρου», και από το κατά πόσον σέ κάθε σημείο μπορούν να σταθούν ευαγγελικά αληθείς και να δώσουν λύσεις και προτάσεις ζωής, πού να διαπνέονται και να εμφορούνται από πνεύμα του Χριστού.

 

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΚΚΡΑΣ (ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΚΑΜΕΡΟΥΝ)

Α. Το αχανές και το σποραδικό

Η εμπειρία μου αντλείται στάγδην από τη διακονία μου στην Ιερά Μητρόπολη Καμερούν, η οποία ιδρύθηκε το 1959 και αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των, τότε πολυάριθμων, Ελληνικών Κοινοτήτων, οι οποίες ήταν διεσπαρμένες σε όλη την κεντροδυτική Αφρική. Η πνευματική δικαιοδοσία και ευθύνη της Μητροπόλεως ήταν για 22 τότε κράτη και ξεκινούσε από το Καμερούν φτάνοντας ως τη Σενεγάλη. Αυτές τις κοινότητες τις διακονούσαν περιοδεύοντες Ιερείς, οι οποίοι ταξίδευαν από κράτος σε κράτος για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις λειτουργικές ανάγκες κάθε Κοινότητος.

Το τέλος της Αποικιοκρατίας με την τότε μορφή της και οι έκρυθμες πολιτικές καταστάσεις ανάγκασαν τις Κοινότητες να συμπτυχθούν και έτσι έχουμε παρουσία Ελληνικών Κοινοτήτων σε μεγάλες πόλεις. Αυτές είναι και το σιωπηλό ξεκίνημα της ορθοδόξου ιεραποστολής στην κεντροδυτική Αφρική, διότι έχουμε την παρουσία Εκκλησιών μέσα σε αυτές τις κοινότητες. Με την ανεξαρτησία των κρατών της Αφρικής μετά την αποικιοκρατία αρχίζουν σιγά-σιγά να συρρικνώνονται οι Ελληνικές Κοινότητες και η ανάγκη υπάρξεως στρέφει τη δραστηριότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Καμερούν στην «Άγρα των Εθνών» και έτσι αρχίζει η Ορθόδοξη Ιεραποστολή. Βασικά τα πάντα αρχίζουν: Χωρίς σχέδιο, βάσεις, ειδικές γνώσεις και εφόδια, χωρίς οργανωμένη υποστήριξη στα μετόπισθεν του Ευρωπαϊκού χώρου.

Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την θυσιαστική προσφορά όσων δούλεψαν στην Ιεραποστολή, αλλά και παράλληλα κανένας δεν μπορεί να μην επισημάνει τα λάθη και τις αδυναμίες στα θεμέλια αυτού του έργου.

Ουσιαστικά, οι πρώτες αφρικανικές ορθόδοξες κοινότητες θα έπρεπε να διανύσουν μία μεγάλη πολιτιστική και πολιτισμική απόσταση για να μπορέσουν να αυτο-ονομάζονται Ορθόδοξες. Η αρχή σ’ αυτήν την ιεραποστολική προσπάθεια έγινε χωρίς να μελετηθούν τα Έθνη και να επισημανθούν οι ιδιαιτερότητές τους, τα ήθη, τα έθιμα τους. Χωρίς ειδικά κατηχητικά φυλλάδια και βοηθήματα και σε μια, όχι τόσο οικεία για τον γηγενή πληθυσμό γλώσσα∙ δηλαδή στην κατά τόπους γλώσσα της αποικιοκρατίας…

Να επισημάνουμε ότι ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα κατά τη διάρκεια της Αποικιοκρατίας να διδαχθούν σωστά τη Γαλλική και την Αγγλική γλώσσα, οι περισσότεροι τη διδάχθηκαν σε μορφές «σπασμένων» αγγλικών και γαλλικών. Κατά κανόνα, ήταν όσοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν Ομολογιακά Σχολεία ή Σεμινάρια. Αν ανατρέξετε στα βιογραφικά των πρώτων ηγετών της μετα-αποικιακής εποχής θα δείτε ότι οι περισσότεροι παρακολούθησαν εγκύκλιες σπουδές σε Καθολικά ή Προτεσταντικά Σχολεία.

Ουσιαστικά, οι πρώτες αφρικανικές ορθόδοξες κοινότητες θα έπρεπε να διανύσουν μία μεγάλη πολιτιστική και πολιτισμική απόσταση για να μπορέσουν να αυτο-ονομάζονται Ορθόδοξες. Η αρχή σ’ αυτήν την ιεραποστολική προσπάθεια έγινε χωρίς να μελετηθούν τα Έθνη και να επισημανθούν οι ιδιαιτερότητές τους, τα ήθη, τα έθιμα τους. Χωρίς ειδικά κατηχητικά φυλλάδια και βοηθήματα και σε μια, όχι τόσο οικεία για τον γηγενή πληθυσμό γλώσσα∙ δηλαδή στην κατά τόπους γλώσσα της αποικιοκρατίας…

Η όλη αυτή προσπάθεια έγινε σε έναν τεράστιο και αχανή χώρο και πάρα πολύ νωρίς παρουσιάστηκαν οι δυσκολίες της παρακολουθήσεως των πρώτων Αφρικανικών Ορθοδόξων Εκκλησιαστικών Κοινοτήτων και ανεφάνη στον ορίζοντα η ανάγκη της κατατμήσεως της τότε αχανούς Μητροπόλεως Άκκρας. Αυτό έγινε σταδιακά και από την πρώτη Μητρόπολη Άκρας-η οποία εν τω μεταξύ, μετονομάσθηκε σε Μητρόπολις Καμερούν-προέκυψαν τέσσερις νέες επισκοπές:

α. η Επισκοπή Νιγηρίας, νυν Ιερά Μητρόπολις Νιγηρίας.

β. η Επισκοπή Γκάνας, νυν Ιερά Μητρόπολις Άκκρας.

γ. η Επισκοπή Sierraleone, νυν Ιερά Μητρόπολις Γουινέας και Sierra Leone και

δ. η Επισκοπή Γκαμπόν και Κονγκό Μπραζαβίλ, νυν Ιερά Μητρόπολις Γκαμπόν και Κονγκό Μπραζαβίλ.

Η κατάτμηση αυτή βοήθησε σε μία πρώτη φάση να οργανωθεί καλύτερα το ιεραποστολικό έργο και, βέβαια, ευχής έργον θα είναι να υπάρξουν επιπλέον κατατμήσεις και να δημιουργηθούν νέες Επισκοπές κάτω από τις ήδη υπάρχουσες Μητροπόλεις.

Β. Η εκ νέου συρρίκνωση των Ελληνικών Κοινοτήτων

Πολιτικές καταστάσεις και διακοπή του μεταναστευτικού φαινομένου είχαν και έχουν σαν αποτέλεσμα περαιτέρω συρρίκνωση ή εξαφάνιση των παλιών Ελληνικών Κοινοτήτων.

Αυτό είναι ένα μειονέκτημα για την πορεία της σύγχρονης ιεραποστολής, διότι πάντοτε η παρουσία των Ελληνικών Κοινοτήτων παίζει έναν συμπληρωματικό ρόλο δια του παραδείγματος, άσχετα εάν το παράδειγμα πολλών Ελληνικών Κοινοτήτων δεν είναι το ενδεικνυόμενο για το χώρο της ιεραποστολής.

Γ. Τα προβλήματα της σποράς

Υπάρχουν δύο τρόποι για την εξάσκηση της ιεραποστολής και την πορεία της σε κάποια χώρα:

α. Η Ιεραποστολή οργανώνεται σωστά στις μεγάλες πόλεις, όπου υπάρχουν όλες οι σχετικές ευκολίες και κατόπιν πορεύεται στην ύπαιθρο χώρα ἤ

β. Ξεκινάει από την ύπαιθρο χώρα για να καταλήξει μετά από χρόνια σε οργανωμένες κοινότητες σε μεγάλες πόλεις, επιλογή αφάνταστα δύσκολη περίπλοκη και δαπανηρή .

Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Κεντρο-δυτική Αφρική ξεκίνησε από την ύπαιθρο χώρα και προσπαθεί να επισημάνει την παρουσία της και σε κάποιες μεγάλες πόλεις. Επιλογή που δείχνει την απειρία των πρώτων ιεραποστόλων, αλλά και τις τεράστιες δυσκολίες για την εξάσκηση της ιεραποστολής, τη στιγμή ακριβώς, που σε όλες σχεδόν τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής έχουμε το τεράστιο φαινόμενο της αστυφιλίας.

Το ιεραποστολικό έργο στην ύπαιθρο χώρα θα μπορέσει να διατηρηθεί και να αυξηθεί, όταν υπάρξουν έργα υποδομής, όπως επαρκής παιδεία, υγειονομική περίθαλψη, εξηλεκτρισμός των περιοχών, διευκόλυνση των μεταφορών και των επικοινωνιών σε αυτές τις περιοχές, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο για τα επόμενα, τουλάχιστον, 50 χρόνια.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να μάς ξεφεύγει, ότι προηγήθηκαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον χώρο, εκτός της Προτεσταντικής και Καθολικής Εκκλησίας, και εκατοντάδες αυτο-χαρακτηριζόμενες «Εκκλησίες», δημιουργίες όσων Ιερέων απορρίφθηκαν εκ της Καθολικής Εκκλησίας και όσων αυτο- ανακηρύχθηκαν: πατριάρχες, ιερείς, διάκονοι, προφήτες, θεραπευτές, εξορκιστές κλπ., παράγωγα ενός απίστευτου συγκρητισμού των Αφρικανικών ιδεών περί πνευμάτων, εξιλασμών, καθαρμών, θεραπειών κ.λ.π. και της Ευαγγελικής διδασκαλίας, ερμηνευομένης μέσα από την παραμορφωτικά γυαλιά μιας παγανιστικής οπτικής.

Θα ήμασταν όμως άδικοι εάν δεν επισημαίναμε ότι στην ύπαιθρο χώρα σε όλη την Αφρική συναντάμε ανθρώπους, πολύ πιο κοντά -εκ φύσεως- στις ευαγγελικές αρχές, ενώ στις μεγάλες πόλεις συναντάμε πληθυσμούς, που έχουν μπει στη διαδικασία των έννομων και άνομων ανταγωνισμών και σε αυτό που χαρακτηρίζουμε μέσα στην εκκλησία «κοσμικό πνεύμα».

Δεν θα πρέπει, επίσης, να μάς ξεφεύγει, ότι προηγήθηκαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον χώρο, εκτός της Προτεσταντικής και Καθολικής Εκκλησίας, και εκατοντάδες αυτο-χαρακτηριζόμενες «Εκκλησίες», δημιουργίες όσων Ιερέων απορρίφθηκαν εκ της Καθολικής Εκκλησίας και όσων αυτο- ανακηρύχθηκαν: πατριάρχες, ιερείς, διάκονοι, προφήτες, θεραπευτές, εξορκιστές κλπ., παράγωγα ενός απίστευτου συγκρητισμού των Αφρικανικών ιδεών περί πνευμάτων, εξιλασμών, καθαρμών, θεραπειών κ.λ.π. και της Ευαγγελικής διδασκαλίας, ερμηνευομένης μέσα από την παραμορφωτικά γυαλιά μιας παγανιστικής οπτικής.

Τα εμφανή προβλήματα.

Ένα πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει ο ιεραπόστολος, στην ύπαιθρο χώρα της Αφρικής είναι, έκτος το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του κόσμου, η παρουσία πάρα πολλών φυλών και, κατά συνέπεια, πάρα πολλών γλωσσών. Κάθε φυλή έχει δικά της ήθη και έθιμα και διαμορφωμένη αντίληψη περί καλού και κακού καθώς φυσικά και τις δικές της δεισιδαιμονίες. Δεισιδαιμονία είναι ο παράλογος και υπερβολικός φόβος για το υπερφυσικό, η πίστη σε ακατανόητες και αντιεπιστημονικές δοξασίες σχετικά με την επιρροή κακών πνευμάτων και αρνητικών δυνάμεων στη ζωή μας. Όλη η Αφρική χαρακτηρίζεται ως Δεισιδαίμων απ’ άκρη σ’ άκρη. Αυτό είναι το περιεχόμενο όλων των τοπικών θρησκειών, δοξασιών και μύθων. Τι έχουμε κάνει όλες οι Εκκλησίες πάνω σ’αυτό τό θέμα για τη θεραπεία του; Νομίζω απολύτως τίποτα…

Ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε επί του θέματος: «Η σημερινή ιεραποστολή συνίσταται κυρίως στο εξής: Διαφωτίζομε ανθρώπους που είναι δεισιδαίμονες και τους κάνομε Ορθοδόξους Χριστιανούς, χωρίς να προσπαθούμε να τους θεραπεύσωμε. Έτσι όμως αντικαθιστούμε ή ανταλλάσσομε το προηγούμενο τους δόγμα με ένα καινούργιο δόγμα. Ανταλλάσσομε μέσα τους την μία δεισιδαιμονία με μια άλλη δεισιδαιμονία. Και τούτο διότι η Ορθοδοξία, όταν έτσι παρουσιάζεται και προσφέρεται, σε τι διαφέρει από δεισιδαιμονία; Διότι, όταν η Ορθοδοξία παρουσιάζεται και προσφέρεται σαν ένας Χριστιανισμός που δεν θεραπεύει, παρ’ όλο που το κύριο του έργο είναι η θεραπεία, τότε σε τι διαφέρει από την δεισιδαιμονία;».

Νομίζω ότι οι λόγοι αυτοί του π. Ιωάννου θέτουν τον «δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἧλων» και δεικνύουν σαφέστατα την παθολογία όχι μόνο της Ορθοδόξου Ιεραποστολής αλλά και κάθε Χριστιανικής Ιεραποστολής, η οποία έγινε χωρίς διάγνωση και χωρίς να χρησιμοποιηθεί η θεραπευτική αγωγή του Ευαγγελίου… Σ’αυτήν την συναίσθηση θεωρώ ότι οι προσπάθειες της συγχρόνου Θεολογίας έχουν να προσφέρουν πολλά και ουσιαστικά αν ποτέ οι ηγήτορες-ποιμένες του Αποστολικού έργου στραφούν για βοήθεια και έχουν το θάρρος να τα υλοποιήσουν. Κωδικοποιώ ορισμένα μόνο σημεία:

  • Η επανεκτίμηση της θέση της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία και η αναβίωση του θεσμού των Διακονισσών.
  • Η αξιοποίηση της θεολογίας της Απελευθέρωσης, (ή οποία υπάρχει διάχυτη στις Παπικές εγκυκλίους και δηλώσεις μεταξύ των άλλων).
  • Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της σύγχρονης οικογένειας και των σχέσεων των ανθρώπων εν γένει.

Και τόσα άλλα …..       

Τέλος, αν θέλαμε να περιγράψουμε ένα ακόμα εμφανές πρόβλημα αυτό θα ήταν οι γλώσσες των Αφρικανικών φυλών οι οποίες είναι γλώσσες προφορικές. Η παράδοση αυτών των φυλών μεταδίδεται από στόμα σε στόμα με ό, τι αυτό συνεπάγεται σε παραμόρφωση και διαμόρφωση.

Τα αφανή προβλήματα.

Η μελέτη των «ηθών και των εθίμων» μιας φυλής είναι βασικής και ουσιώδους σημασίας. Ειδική σημασία έχουν οι συνήθειες και τα έθιμα που ακολουθούν:

α. τη γέννηση,

β. τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση -(τελετές μυήσεως).

γ. την ασθένεια και τη βασκανία,

δ. τον γάμο,

ε. τον θάνατο(από φυσική αιτία και από ατύχημα αναίμακτο ή αιματηρό).

στ. τις επιμνημόσυνες τελετές.

ζ. το κυνήγι της τύχης, επιτυχίας, επιβολής.

Εάν όλα αυτά δεν μελετηθούν σε βάθος και δεν μελετώνται σε καθημερινή βάση ο Αποστολικός εργάτης, θα εκπλήσσεται διαρκώς από το πώς απλά πράγματα μπορούν να υποσκάψουν τελείως το όλο του έργο.

Ο Λόγος προσφερόμενος και προσλαμβανόμενος

Ένα θέμα, το οποίο δεν πρόσεξε καμμιά ομολογία είναι ο τρόπος με τον οποίο μετεδόθηκε ο Λόγος του Θεού. Βεβαίως, οι πρώτοι Ιεραπόστολοι βρήκαν ένα χαμηλότατο μορφωτικό επίπεδο σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και χαρακτήρισαν τους πληθυσμούς της Αφρικής «βαρβαρικούς» και στράφηκαν στη δημιουργία εκπαιδευτικού συστήματος για την προσπάθεια «εκπολιτισμού των βαρβάρων».

Αυτό ήταν το λάθος των πρώτων Ιεραποστολών, ότι θεώρησαν τις Αφρικανικές φυλές απολίτιστες χωρίς να υπολογίσουν την αξία των πολιτιστικών αγαθών της Αφρικής, με τα οποία επέζησε μέχρι να την ανακαλύψουν οι Ευρωπαίοι, μετά βέβαια από την ανακάλυψή της από τους Κινέζους τον 13ο αιώνα.

Οι Αφρικανικές φυλές είχαν πάντοτε έναν πρώτο διαχωρισμό σε:

α. Κυνηγετικές φυλές, και

β. Γεωργικές Φυλές

Αυτές οι Φυλές είχαν ήδη από πολλών αιώνων διαμορφώσει:

1. Δικά τους συστήματα διοικήσεως με τα λεγόμενα «Ιεροβασίλεια». Με μια άψογη Ιεραρχία και μια αυστηρή κατανομή και αποκέντρωση της διοικήσεως, ζώσα και ενεργής έως σήμερα, ακόμα και όταν τα κράτη σπαράσσονται από εμφύλιες διαφορές και συρράξεις, ακόμα και όταν ο κρατικός οργανισμός δηλώνει αδυναμία να επέμβει ή να επιβάλλει την τάξη-(το παράδειγμα τής Σομαλίας είναι πάντα επίκαιρο). 

2. Δικό τους τρόπο κατανομής της γης και της θήρας.

3. Δικό τους σύστημα Ιατρικής.

4. Δικές τους απόψεις περί της Δημιουργίας και παρουσίας του «Καλού » και του «κακού» στον κόσμο, άρα δική τους «θεολογία».

5. Δική τους Αστρολογία-Αστρονομία με παρατηρήσεις ως προς τις επιδράσεις των άστρων στις καλλιέργειες κλπ.

6. Δικό τους σύστημα διδασκαλίας μέσω ενός τεραστίου πλούτου διδακτικών ιστοριών (μεταξύ των οποίων προσωπικά άκουσα και την Αφρικανική Οδύσσεια!!!).

7. Δικό τους τρόπο επιβολής των αποφάσεων του Συμβουλίου της «Δημογεροντίας».

Όλα αυτά οι Ιεραπόστολοι είτε τα αγνόησαν είτε τα υποτίμησαν, όμως αυτά ήταν τα πλοία των «Φυλών-Εθνοτήτων»  μέσα στον κόσμο, τον χώρο και τον χρόνο. Χάρη σ’ αυτά προσδιορίζουν την ταυτότητά τους ακόμα και σήμερα, δηλαδή 150 χρόνια μετά τον ερχομό των πρώτων Ευρωπαίων, κάνοντας την μετάβαση από τη φυλή στο έθνος υπόθεση πάρα πολύ δύσκολη.

Ο Λόγος που μεταδόθηκε στο αρχικό σχήμα της κάθε Ιεραποστολικής προσπάθειας, συμπεριλαμβανομένης της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν μιας ποιότητας ίδιας με αυτήν, η οποία προσφέρεται στον Ευρωπαϊκό χώρο.  Θεωρήθηκε αυτονόητο ότι οι ακροατές γνωρίζουν την στοιχειώδη χριστιανική παιδεία ενώ έχουν και ένα «θεολογικό μεταβολισμό», που μπορεί να πέπτει και να αφομοιώνει κάθε νέα έννοια και να υπερπηδά κάθε εμπόδιο.

Οι προνομιούχοι εκ των πρώτων (αλλά και των επομένων γενεών) Αφρικανών, οι οποίοι εστάλησαν για σπουδές στα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, είδαν και γνώρισαν από κοντά, όχι μόνο την αμφισβήτηση και την αδιαφορία των λαϊκών κοινωνιών και κρατών προς τη Χριστιανική πίστη, αλλά και την εχθρότητα και την πολεμική, εναντίον της Εκκλησίας. Γνώρισαν την αδιαφορία και την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζεται το χριστιανικό μήνυμα ενώ ψηλάφησαν και μια Εκκλησία κουρασμένη και απογοητευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό, η οποία σχεδόν σέ κάθε ευκαιρία, χάνει το τρένο της εποχής της, ενώ αυτό-δαπανάται στο αν παράδοση σημαίνει επανάληψη των παραδεδομένων ή δημιουργία επάνω στην πείρα του παρελθόντος…

Βέβαια, ο Αφρικανικός κόσμος, κατά πρώτον, μιμήθηκε τον τρόπο των Ιεραποστόλων και, κατόπιν, στράφηκε σε δικές του ερμηνείες και θεωρήσεις και σε μορφές Χριστιανισμού, απλούστατης μορφής και θεματικής παρουσίας, όπως οι νεο-εμφανιζόμενες Αναγεννημένες «Εκκλησίες» των Πεντηκοστιανών καί άλλες.

Τίποτα δεν είναι ευκολότερο και απλούστερο για έναν Αφρικανό από τη μετάβαση από την μια χριστιανική ομολογία στην άλλη και από τη μια πίστη στην άλλη μέχρι να προσδιορίσει με ποια ομολογία συγκεντρώνει ευοίωνες καταστάσεις για να βγει από την φτώχεια την ανέχεια και τον κίνδυνο των ασθενειών.   

Επίσης, το τεράστιο πλήθος των Χριστιανικών Ομολογιών, το οποίο εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο, εξασκώντας παράλληλα κριτική και πολεμική στις υπόλοιπες ομολογίες έδωσε ουσιαστικά μια τεράστια ευκολία στον Αφρικανό Χριστιανό (όταν δεν τον φανάτισε) να εκφέρει άποψη χωρίς ιστορικές-θεολογικές γνώσεις επί παντός χριστιανικού θέματος.

Οι προνομιούχοι εκ των πρώτων (αλλά και των επομένων γενεών) Αφρικανών, οι οποίοι εστάλησαν για σπουδές στα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, είδαν και γνώρισαν από κοντά, όχι μόνο την αμφισβήτηση και την αδιαφορία των λαϊκών κοινωνιών και κρατών προς τη Χριστιανική πίστη, αλλά και την εχθρότητα και την πολεμική, εναντίον της Εκκλησίας. Γνώρισαν την αδιαφορία και την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζεται το χριστιανικό μήνυμα ενώ ψηλάφησαν και μια Εκκλησία κουρασμένη και απογοητευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό, η οποία σχεδόν σέ κάθε ευκαιρία, χάνει το τρένο της εποχής της, ενώ αυτό-δαπανάται στο αν παράδοση σημαίνει επανάληψη των παραδεδομένων ή δημιουργία επάνω στην πείρα του παρελθόντος…

Αυτή η εμπειρία μετεφέρθηκε και βρήκε γόνιμο έδαφος στην ψυχοσύνθεση των Αφρικανών, η οποία εκ φύσεως στην αναζήτησή της είναι πάρα πολύ απλή και αγαπά τα απλούστερα θέματα και τους ευκολότερους δρόμους. Όμως, όλη αυτή η κατάσταση δουλεύει εις βάρος του μηνύματος του Ευαγγελίου και δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια των Ιεραποστόλων. Θα πρέπει, έστω και τώρα, μετά από 150 χρόνια να ενσκήψουμε ουσιαστικά στην ποιότητα του προσφερόμενου λόγου του Θεού, εάν θέλουμε οι προσπάθειές μας να έχουν συνέχεια και καρποφορία, τουλάχιστον, στις νεότερες γενιές. Πρέπει ο λόγος μας περί του Λόγου του Θεού να βασιστεί στο Αφρικανικό πολιτισμικό υπόβαθρο και να αποκτήσει σταδιακά τη μετάβαση από την «ρευστότητα στην στερεότητα», κατά την Παύλειο μέθοδο. 

Γ. Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ

(Αρχιτεκτονική- Ζωγραφική- Μουσική)

Είναι, σχεδόν, λογικό μεταφέροντας τον λόγο του Θεού να μεταφέρονται και οι τέχνες, που υπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες των εκκλησιαστικών κοινοτήτων όπως η Μουσική, η Αρχιτεκτονική και η Ζωγραφική.

Βέβαια, συνήθως, οι Ιεραπόστολοι ξεχνούν ότι όλες αυτές οι τέχνες «πάτησαν» σε μια ανάλογη βάση, σε κάτι πού προϋπήρχε και ως  Μουσική και ως Αρχιτεκτονική και ως Ζωγραφική και το εξέλιξαν και  το προσάρμοσαν και το τελειοποίησαν και σε κάθε ιστορική περίοδο της Εκκλησίας, αυτό άλλαζε και μορφή και χρώμα και σχέδιο και ύφος και προσετίθετο ανάλογο θεολογικό υπόβαθρο και κατ’ επέκταση επεξηγήσεις.

Στην εποχή μας, απλώς, αναπαράγουμε κάποιες εκφράσεις κάποιων εποχών και αυτό το ονομάζουμε πιστότητα στην παράδοση (!!!), ως από την παράδοση να ελλείπει, παντελώς, το στοιχείο της δημιουργίας ή εφ’ όσον καταλήξαμε σε συγκεκριμένες μορφές τα πάντα παγιώνονται και δεν γίνεται αποδεκτή καμμιά σχετική μελλοντική αλλαγή.

Βέβαια, συνήθως, οι Ιεραπόστολοι ξεχνούν ότι όλες αυτές οι τέχνες «πάτησαν» σε μια ανάλογη βάση, σε κάτι πού προϋπήρχε και ως  Μουσική και ως Αρχιτεκτονική και ως Ζωγραφική και το εξέλιξαν και  το προσάρμοσαν και το τελειοποίησαν και σε κάθε ιστορική περίοδο της Εκκλησίας, αυτό άλλαζε και μορφή και χρώμα και σχέδιο και ύφος και προσετίθετο ανάλογο θεολογικό υπόβαθρο και κατ’ επέκταση επεξηγήσεις.

Απαιτούμε από τούς Αφρικανικούς χριστιανούς να υιοθετήσουν και να εκφράζονται διά αυτών των μορφών εκκλησιαστικής παραδόσεως, να πορεύονται δι’ αυτών και σε τελική ανάλυση να σώζονται δι’ αυτών. Χωρίς να περνάει από τον νου μας, ότι τα μουσικά ακούσματα της Αφρικής είναι εντελώς διαφορετικά, η αρχιτεκτονική των βυζαντινών χρόνων δεν δένει με την αρχιτεκτονική των χωριών και των πόλεων και των παραγκουπόλεων και η ζωγραφική αντιμετωπίζεται σαν ένα αίνιγμα, το οποίο είναι αδύνατον να επιλύσει ο Αφρικανός και, βέβαια, οι απεικονίσεις με λευκούς ανθρώπους είναι «ιστορίες των λευκών», κάτι τελείως ακαταλαβίστικο και εξωπραγματικό. Η προβληματική που θα αναπτυχθεί στους κόλπους της Μαύρης Θεολογίας για το χρώμα του Θεού και τον Μαύρο Μεσσία εντάσσονται στην παραπάνω συνάφεια.

Ελάχιστες Αποστολές προσπάθησαν πραγματικά να κάνουν κάτι στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και στα ακούσματα του Αφρικανικού χώρου, τα οποία έμειναν και χωρίς συνέχεια…

Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή, δυστυχώς, ακόμα δεν έχει  συλλάβει σε βάθος το θέμα , προσπαθώντας και εμμένοντας σε κάποια σχήματα και εκφράσεις, οι οποίες είναι αρεστές στις συντηρητικές μερίδες των Ευρωπαίων υποστηρικτών του Έργου, αλλά σέ μερικές δεκαετίες-στην καλύτερη των περιπτώσεων- θα έχουν αποσυντεθεί, αποβληθεί και αντικατασταθεί από νέες εντόπιες εκφράσεις Αρχιτεκτονικής, Μουσικής και Ζωγραφικής. Ίσως θα πρέπει να εγκαταλείψουμε και το πολύπλοκο Βυζαντινό τυπικό των διαφόρων Ακολουθιών και Μυστηρίων και να αναζητήσουμε τις αρχικές απλούστερες μορφές τους. Από τον θησαυρό της Παράδοσής μας μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμη εμπειρία για να βρούμε τις λύσεις που σίγουρα δεν είναι ούτε έτοιμες ούτε εύκολες.

Ίσως θα πρέπει να μάς προβληματίσει η δυσκολία των Αφρικανών αδελφών μας να μην μπορούν να οικειοποιηθούν το θέμα του Μοναχισμού με την μορφή αυτή και ίσως θα πρέπει να μάς προβληματίσει και το γεγονός ότι ο Μοναχισμός εμφανίζεται περίπου τέσσερεις αιώνες μετά την επίγεια παρουσία του Κυρίου μας… Στην Αφρική είμαστε ακόμα στο 150 μ.Χ., πώς απαιτούμε κάτι τέτοιο ως παράγωγο των εκκλησιαστικών μας Κοινοτήτων τη στιγμή που ούτε αυτές είναι καλά-καλά οργανωμένες, ώστε να δίνουν μια ουσιαστική μαρτυρία του Ευαγγελίου…;

Το ίδιο λάθος γίνεται και στην προσπάθεια μεταλαμπαδεύσεως τού Μοναχισμού και, μάλιστα, του Συρο-Αιγυπτιακού Μοναχισμού. Αρκετές φορές έχουν διαλυθεί οι αρχικοί πυρήνες των μοναχικών αδελφοτήτων, αλλά παρ’ όλα αυτά ξαναστήνονται προσπάθειες για να καταλήξουν σέ νέα διάλυση.

Ίσως θα πρέπει να μάς προβληματίσει η δυσκολία των Αφρικανών αδελφών μας να μην μπορούν να οικειοποιηθούν το θέμα του Μοναχισμού με την μορφή αυτή και ίσως θα πρέπει να μάς προβληματίσει και το γεγονός ότι ο Μοναχισμός εμφανίζεται περίπου τέσσερεις αιώνες μετά την επίγεια παρουσία του Κυρίου μας… Στην Αφρική είμαστε ακόμα στο 150 μ.Χ., πώς απαιτούμε κάτι τέτοιο ως παράγωγο των εκκλησιαστικών μας Κοινοτήτων τη στιγμή που ούτε αυτές είναι καλά-καλά οργανωμένες, ώστε να δίνουν μια ουσιαστική μαρτυρία του Ευαγγελίου…;

Δ. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΜΕ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Θεωρείται ευτυχής συγκυρία ότι το Ευαγγέλιο ξεπήδησε σε μια χρονική στιγμή, όπου συνυπάρχουν τρεις κόσμοι στον συγκεκριμένο χώρο της Παλαιστίνης:

α. Η Ιουδαϊκή Προφητική Παράδοση

β. Η Ρωμαϊκή Κρατική οργάνωση, και

γ. Η Ελληνική Παιδεία

Στην λεκάνη της Μεσογείου, όπου πρώτο διαδόθηκε το Ευαγγέλιο, υπήρχαν και τα τρία αυτά στοιχεία (μέσω των Ιουδαϊκών Κοινοτήτων της Διασποράς) πράγμα το οποίο διευκόλυνε τα μέγιστα στα πρώτα βήματα των Αποστόλων. Ο λόγος τους, περί του Λόγου τού Θεού, ήταν άμεσα κατανοητός. Τί από αυτά υπάρχουν στην Αφρική; Τίποτα απολύτως! Και όμως θεωρούμε ότι με τον ίδιο λόγο μπορούμε να γίνουμε κατανοητοί…!!!

Το παράδειγμα του λόγου του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα δεν μάς διδάσκει τίποτα…;;; Και όμως μίλησε με τη γλώσσα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και με αφορμή τον βωμό–(ούς) στον-(ους)- Άγνωστο-(ους)- Θεό-(ούς)!!!

Ποιες γέφυρες εμείς ψάξαμε να βρούμε στην απεραντοσύνη και την μοναδική ποικιλία της Αφρικής; Νομίζω ότι όλες οι Ιεραποστολές μπήκαμε στην παγίδα να θεωρήσουμε ότι η μετάδοση της Χριστιανικής πίστεως είναι κάτι εύκολο λόγω του ότι τα Αφρικανικά κράτη έχουν μπει στη διαδικασία της (βραδείας) αναπτύξεως και αυτή η ανάπτυξη δίνει μια πλασματική επιφανειακή εικόνα, που μπορεί να συμβαδίσει με όσα ΕΜΕΙΣ γνωρίζουμε.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική κάτω από την επιφάνεια. Η Αφρικανική πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, πολύ πιο σκληρή και άκομψη στις εκφράσεις της, στα πάθη της, στη νοοτροπία της… Τώρα ουσιαστικά συναντιέται το Ευαγγέλιο με το αρχαίο και το σύγχρονο Αφρικανικό Πνεύμα σε όλα τα επίπεδα και είναι αδύνατον να αποφευχθεί ο συγκρητισμός και οι παρερμηνείες των πάντων σε όλα τα επίπεδα και σε όλα τα θέματα. Όταν τον όγδοο μετά Χριστόν αιώνα καταγράφονται περί τις 100 χριστιανικές αιρέσεις στον χώρο της Μεσογείου από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (+749) είναι εύκολο σκεφτούμε τι θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον.

Ποιες γέφυρες εμείς ψάξαμε να βρούμε στην απεραντοσύνη και την μοναδική ποικιλία της Αφρικής; Νομίζω ότι όλες οι Ιεραποστολές μπήκαμε στην παγίδα να θεωρήσουμε ότι η μετάδοση της Χριστιανικής πίστεως είναι κάτι εύκολο λόγω του ότι τα Αφρικανικά κράτη έχουν μπει στη διαδικασία της (βραδείας) αναπτύξεως και αυτή η ανάπτυξη δίνει μια πλασματική επιφανειακή εικόνα, που μπορεί να συμβαδίσει με όσα ΕΜΕΙΣ γνωρίζουμε.

Ε. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ «ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ» ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

Κρίνοντας την σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα θα μπορούσαμε να επισημάνουμε σε γενικές γραμμές ότι:

α. Το Αποστολικό έργο δεν αποτελεί προτεραιότητα για καμιά από τίς «αρχαίες» και «νέες» τοπικές εκκλησίες, πλην του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και του Οικουμενικού Πατριαρχείο. Έργο μάλλον ενδεδυμένο με τα εθνοφυλετικά χρώματα διαφόρων τοπικών Εκκλησιών ενώ ενίοτε χρησιμοποιείται σαν προκάλυμμα για την «Εκκλησιαστική εποίκηση» ξένων δικαιοδοσιών. Το πρόσφατο παράδειγμα της Εισπήδησης του Πατριαρχείου της Ρωσίας στην Αφρική είναι εξόφθαλμα χαρακτηριστικό, το οποίο δια προφάσεων και της «αλόγου σιωπής» (Ιωαν. Κλίμακος)  οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν έχουν ούτε φραστικά καταδικάσει, παρά μόνον αρκούνται να ομιλούν περί κινδύνου της ενότητος των Ορθόδοξων Χριστιανών, εξισώνοντας τον θύτη με το θύμα, τον βιαστή με τον βιαζόμενο…

β. Στις περισσότερες περιπτώσεις ελάχιστες Τοπικές εκκλησίες διαθέτουν κάποιο μέρισμα από τίς «λογείες» τους για την Ιεραποστολή. Περιττεύει, ασφαλώς, να υπενθυμίσουμε ότι «οι λογείες»-(συλλογή χρημάτων για τις νεοσύστατες και τις εμπερίστατες Εκκλησίες)-στην πρώτη Εκκλησία θεωρούνταν «ιερές».

γ. Καμιά τοπική εκκλησία δεν ασχολείται σοβαρά με τη διάδοση, διερεύνηση και την αναζωπύρωση των «Ιερ-Αποστολικών κλήσεων».

δ. Οι περισσότερες Ιεραποστολικές προσπάθειες στηρίζονται σέ κινήματα και κινητοποιήσεις λαϊκών στοιχείων και Εκκλησιαστικών Σωματείων και Συλλόγων, πράγμα που δημιουργεί τεράστια προβλήματα ως προς τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των υποδομών και των δομών του Αποστολικού Έργου, διότι οι Σύλλογοι απαιτούν σχεδιασμό του Ιεραποστολικού έργου κατά το δικό τους σκεπτικό, το οποίο στερείται πείρας επί του πεδίου .

ε. Οι Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές ή έχουν καταργήσει για δεκαετίες μαθήματα γύρω από την Ιεραποστολή ή τα έχουν υποβαθμίσει για λόγους εσωτερικούς και ακατανόητους .

στ’. Δεν υπάρχει καμιά σοβαρή κίνηση ή κίνημα εθελοντών για την Ορθόδοξη Ιεραποστολή από Ορθόδοξες Εκκλησίες, πλην εξαιρέσεων και σε ελάχιστο ποσοστό, το οποίο θεωρώ ότι έχει να κάνει με το χαμηλό ποσοστό εθελοντισμού στα Ευρωπαϊκά κράτη.

ζ. Οι εθελοντές στις Αγγλόφωνες Ιεραποστολές είναι 100 φορές περισσότερες από ό, τι στις Γαλλόφωνες, όπου τα ποσοστά αγγίζουν το μηδέν. Αυτό συμβαίνει λόγω της διασυνδέσεως των αγγλόφωνων χωρών με τις Η.Π.Α. και την Αυστραλία, όπου υπάρχει αναπτυγμένη η κουλτούρα του εθελοντισμού.

η. Την ίδια πορεία ακολουθεί και η οικονομική βοήθεια προς τις Αγγλόφωνες Ιεραποστολές, σε σχέση με τις Γαλλόφωνες. Για τις Ισπανόφωνες περιοχές δεν γεννάται θέμα, διότι σχεδόν δεν υπάρχουν Ορθόδοξα Ιεραποστολικά Κλιμάκια.

θ. Οι υπεύθυνοι για θέματα Ιεραποστολής των διαφόρων οικονομικά ισχυρών τοπικών Εκκλησιών διέπονται από ένα τρόπο σκέψεως επί θεμάτων Ιεραποστολής, ο οποίος έχει από ετών απορριφθεί και από πολλές άλλες Εκκλησίες  προ πολλών ετών.

ι. Πολλές φορές, εικόνες των Ορθοδόξων Ιεραποστολών στην Αφρική χρησιμοποιούνται σαν μέσον για περισυλλογή χρημάτων, τα οποία αποστέλλονται σέ «δήθεν» Ιεραποστολικά κλιμάκια της Ευρώπης σε χώρες, που βγήκαν εδώ και δεκαετίες από Κομμουνιστικά καθεστώτα και υπάρχει η «μνήμη της πίστεως» και επιπλέον απόλυτη Θρησκευτική ελευθερία και οικονομικές δυνατότητες, που ούτε στο ελάχιστον μπορούν να συγκριθούν με αυτές της Αφρικής.

κ. Οι φωνές κάποιων «προφητικών» φωνών σε σχέση με την Ιεραποστολή ούτε καν επισημαίνονται και δεν αποτελούν αρχές για κάποιον υγιή προβληματισμό και αυτοκριτική για όσους ασχολούνται και έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Αφρικανική Ήπειρο.

ΣΤ’ ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗ ΑΦΡΙΚΗ.

Θεωρώ ότι υπάρχουν χιλιάδες παράγοντες από τους οποίους θα εξαρτηθεί η πορεία, η συνέχεια, η εξέλιξη και διαμόρφωση του Αποστολικού έργου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κεντροδυτική Αφρική. Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος θα διαλυθεί και το υπόλοιπο θα διαμορφωθεί έτσι ώστε να συμμετέχει στο μετα-Αποικιακό γίγνεσθαι της Αφρικής.

Η μέχρι τώρα πορεία του έργου δείχνει εμφανώς ότι παρ’ όλη την παθητικότητα του Αφρικανικού Κλήρου υπάρχουν τάσεις αυτοπροβολής, αυτοσχεδιασμού και εκμεταλλεύσεως όλων των μεθόδων, που χρησιμοποίησε η Ορθόδοξη Εκκλησία στην 80χρονη πορεία της.

Δεν ξέρω σήμερα αν θελήσουμε να ψάξουμε αν θα μπορέσουμε να ανακαλύψουμε στην Ιεραποστολή κάποιους «ελάσσονες Παύλους», των οποίων η προσωπικότητα, η θεολογία και το όραμα θα μπορέσουν να μεταλαμπαδεύσουν στην Αφρική ένα ζωντανό Χριστιανισμό…

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, δυστυχώς, στις μέχρι σήμερα προσπάθειες μεταφοράς του Ευαγγελικού Μηνύματος αυτό πού έχει κατορθωθεί είναι η μεταφορά ενός «κουρασμένου Χριστιανισμού». Το Ευαγγέλιο είναι χαρακτηριστικό δείγμα της συναντήσεως της Ιουδαιο-Χριστιανικής πίστεως με το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα και οι καρποί που προέκυψαν έχουν μια δυναμική που ξεκίνησε δύο χιλιάδες χρόνια πριν και φτάνουν έως σήμερα. Ασφαλώς, εκείνος που διέδωσε το «Καινόν Μήνυμα» εκτός των ορίων της Ιουδαϊκής Συναγωγής και ανοίχθηκε προς τα Έθνη ήταν ο Απόστολος Παύλος. Ο Παύλος ήταν το σκεύος της Εκλογής, χάρη στην προσωπικότητα και τη θεολογία του οποίου το Ευαγγέλιο ξεπέρασε τα στενά εθνικά όρια του Ισραήλ.

Δεν ξέρω σήμερα αν θελήσουμε να ψάξουμε αν θα μπορέσουμε να ανακαλύψουμε στην Ιεραποστολή κάποιους «ελάσσονες Παύλους», των οποίων η προσωπικότητα, η θεολογία και το όραμα θα μπορέσουν να μεταλαμπαδεύσουν στην Αφρική ένα ζωντανό Χριστιανισμό…


Το παρόν κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της εισήγησης του Σεβ. Μητροπολίτη Καμερούν κ. Γρηγόριου (του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας) στο εργαστήριο με θέμα «Χριστιανική μαρτυρία στον σημερινό κόσμο. Συναντήσεις με τη σύγχρονη ελληνορθόδοξη θεολογία» που διοργανώθηκε στο Ρέγκενσμπουργκ από την  Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου και το Ινστιτούτο Ανατολικών Εκκλησιών της Ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής του Ρέγκενσμπουργκ στις 21-23 Οκτωβρίου 2022.

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Νιγηριανού καλλιτέχνη Bruce Onobrakpeya με τίτλο «Ο Σίμων ο Κυρηναίος Βοηθάει τον Ιησού» και αποτελεί μέρος της συλλογής της Πινακοθήκης Μοντέρνας Τέχνης Tate, Λονδίνο.

Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος (Στεργίου)

Ο Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος (Στεργίου) γεννήθηκε στα Μέγαρα. Το 1984 εντάχθηκε στον κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίνας. Σπούδασε Θεολογία, Σχέδιο και Ζωγραφική.  Υπηρέτησε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ως Γραμματέας στην Ρώμη. Από το 2003 υπηρέτησε ως εφημέριος του Ι.Ν Αγίου Θεοδώρου στη Ρώμη, ενώ παρακολούθησε και μεταπτυχιακά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Gregoriana. Το 2004 εξελέγη μητροπολίτης Καμερούν.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ