Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΥΠO ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Α)

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΥΠO ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Α)
Χρόνος Ανάγνωσης: 9 λεπτά

Η Μαρτυρία της Εκκλησίας στη Δημόσια Σφαίρα
υπό την σκιά της Πανδημίας

Μέρος Α: Οι Επιπτώσεις της Πανδημίας
και η δυνατότητα Διαλόγου της Ορθοδοξίας με την Κοινωνία

H Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, με τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου, αποτελεί πλέον σημαντικό κέντρο σπουδής της Ορθόδοξης Θεολογίας. Tα πρωτοποριακά θεολογικά συνέδρια, οι εκδόσεις και οι συνεργασίες με χριστιανικά θεολογικά ινστιτούτα και σχολές, καθώς και οι διάλογοι στους οποίους συμμετέχει με άλλους κοινωνικούς και πολιτισμικούς φορείς προσφέρουν στην Εκκλησία σημαντικό και κοινωνικά πληροφορημένο και υπεύθυνο θεολογικό λόγο.

Οι Μακρό-κοινωνικές Επιπτώσεις της Πανδημίας

Ο κόσμος μετά την πανδημία εκ των πραγμάτων έχει αλλάξει σημαντικά. Περισσότεροι από 120 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσβληθεί από τον κορονοϊό και περισσότεροι από 2.666.000 έχουν πεθάνει.

Η πανδημία απροσδόκητα έφερε στο προσκήνιο το ευάλωτο της ανθρώπινης φύσης, την αδυναμία του πολιτικού συστήματος σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο να προστατέψει έγκαιρα και αποτελεσματικά την υγεία των πολιτών και τα υποβόσκοντα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της κοινωνικής ανισότητας, της φτώχειας, του μισαλλοδόξου εθνικισμού, και της έλλειψης αλληλεγγύης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.

Καλλιεργείται η αντίληψη πως με την εξεύρεση του εμβολίου η κοινωνία και η οικονομία θα επανακάμψει στην προ της πανδημίας κατάσταση. Οι επιπτώσεις όμως της πανδημίας θα συνεχίσουν να δημιουργούν ένα περίπλοκο πλέγμα αλληλεξαρτώμενων κοινωνικών προβλημάτων που η αντιμετώπισή τους απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες και συνεργασίες της παγκόσμιας κοινότητας, των διεθνών οργανισμών υγείας, των τοπικών κυβερνήσεων και των θρησκευτικών και πολιτισμικών κοινοτήτων.

Τα κοινωνικά προβλήματα που προϋπήρχαν της πανδημίας απαιτούν γρήγορη αντιμετώπιση. Το πρόβλημα της ανισότητας αυξάνεται δραματικά. Για το πρόβλημα αυτό ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παροτρύνει τη διεθνή κοινότητα, τα κράτη και τις τοπικές κοινωνίες να πάρουν τα αναγκαία μέτρα για τη μείωση της ανισότητας. Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Εργασίας, τουλάχιστον 225.000.000 θέσεις εργασίας χάθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο τον περασμένο χρόνο ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις θέσεις προβλέπεται ότι θα χαθούν οριστικά. Υπολογίζεται πως θα περάσει τουλάχιστον μια δεκαετία για να ξεπεράσουν οι φτωχοί το οικονομικό πλήγμα της πανδημίας, ενώ οι πλούσιοι έχουν ήδη επανακτήσει το πλούτο τους και οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου τον έχουν αυξήσει κατά περισσότερο από 500 δισεκατομμύρια δολλάρια από τότε που άρχισε η κρίση της πανδημίας. Στοιχεία δείχνουν ότι η πανδημία επηρέασε σοβαρότερα και ασύμμετρα τους ηλικιωμένους ανθρώπους, τις γυναίκες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τους χαμηλόμισθους εργάτες, υπαλλήλους και οικονομικούς μετανάστες που η ζωή τους ξαφνικά γεμίζει από φόβο, ανασφάλεια, απόγνωση και μοναξιά οδηγώντας σε ψυχασθένειες, στη βία και στην εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, αλκοόλ και αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Η πολυπόθητη ανάκαμψη από την πανδημία δεν μπορεί να αγνοήσει αυτά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευπαθείς ομάδες λόγω των συστημικών κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ παράλληλα χρειάζεται να εξευρεθούν λύσεις που να μην επιδεινώσουν περαιτέρω το ζήτημα της ανισότητας, αλλά να το επιλύσουν. Ποιος θα πληρώσει το οικονομικό τίμημα για την αντιμετώπιση της πανδημίας που υπολογίζεται να κυμανθεί από 8 έως 16 τρισεκατομμύρια δολλάρια; Ένα είναι βέβαιο, πως αυτοί που θα πληρώσουν με το αίμα τους το τίμημα της πανδημίας θα είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι μικροεπιχειρηματίες, οι φτωχοί και γενικά οι ευάλωτες κοινωνικές τάξεις.

To τμήμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει έγκαιρα προειδοποιήσει ότι μαζί με την επιδημία του κορονοϊού, υπάρχει κίνδυνος για την εξάπλωση της επιδημίας του εθνικισμού και του αυταρχισμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται έξαρση του τοπικισμού και της βιαίας καταστολής λαϊκών αντιδράσεων και κανείς δεν γνωρίζει αν αυτά τα φαινόμενα θα σταματήσουν ή εάν θα μειωθούν όταν λήξει η κατάσταση εκτάτης ανάγκης λόγω του COVID-19.

Δείγμα κρατικής εσωστρέφειας και έλλειψης αλληλεγγύης συνιστά και το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» που καθόριζε την πολιτική των ΗΠΑ τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καθώς και η απόφαση της Γερμανίας να απαγορεύσει τις εξαγωγές ιατρικών προμηθειών προς την Ιταλία όταν οι άνθρωποι πέθαιναν μαζικά στην Λομβαρδία (Μάρτιος 2020). Ταυτόχρονα όμως έχουμε ενθαρρυντικές ενδείξεις για την αύξηση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Οι πολίτες επικεντρώνουν την προσοχή τους στην ελεύθερη προσωπική επιλογή και στις μη υλικές πτυχές της ζωής. Οι άνθρωποι ζητούν προοδευτικά την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, τη μείωση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ενώ ταυτίζονται με τοπικά κοινωνικά δίκτυα εθελοντισμού και κοινωνικής αλλαγής. Αυτό το ενδιαφέρον για την ποιότητα ζωής και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της τοπικής κοινωνίας δίνει ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.

Η κοινωνική ανισότητα, η φτώχεια, ο εθνικισμός, οι πολιτικοί και θρησκευτικοί εξτρεμισμοί, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο βιασμός του περιβάλλοντος είναι αδύνατον να αντιμετωπισθούν μεμονωμένα από κράτη, θρησκείες και πολιτισμικές κοινότητες και πολίτες.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο («Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον Σύγχρονον Κόσμον», § Γ.5), τον Ιούνιο του 2016, επέλεξε να ενθαρρύνει τον διάλογο και «να επικροτή παν ό,τι εξυπηρετεί την ειρήνην (Ρωμ. 14:19) και ανοίγει την οδόν προς την δικαιοσύνην, την αδελφοσύνην, την αληθή ελευθερίαν και την αμοιβαίαν αγάπην μεταξύ όλων των τέκνων του ενός ουρανίου Πατρός, ως και μεταξύ όλων των λαών των αποτελούντων την ενιαίαν ανθρώπινην οικογένειαν», επέλεξε δηλαδή να υποστηρίξει όσους ανοίγουν τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη, την αδελφότητα, την αληθινή ελευθερία και την αμοιβαία αγάπη όλων των λαών. Ο διάλογος στην κοινωνία των πολιτών όλων των χριστιανικών εκκλησιών, θρησκευτικών και πολιτισμικών κοινοτήτων συμβάλλει στην ανάπτυξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συμφιλίωσης και ειρήνης. Σκοπός αυτού του διαλόγου είναι η από κοινού μελέτη των κοινωνικών προκλήσεων, προκειμένου συλλογικά ν’ αναζητηθούν τρόποι ειρηνικής και δίκαιης συνύπαρξης. Αυτή η επιλογή δεν προϋποθέτει συμβιβασμό ή εγκατάλειψη της θρησκευτικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των κοινοτήτων που συνειδητά επιλέγουν να αποδεχθούν την ετερότητα και να εργασθούν από κοινού για μία ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη.

Αυτό που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια του κειμένου είναι η διαχείριση του πλουραλισμού και η ισότιμη συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως εθελοντικού οργανισμού στους διαλόγους που διεξάγονται στη δημόσια σφαίρα μαζί με άλλες πολιτισμικές κοινότητες και πολίτες για τη διαμόρφωση του κοινού καλού. Κατέχει όμως η Εκκλησία την τέχνη του διαλόγου; Σέβεται τον άλλον στην ετερότητα του; Εμπλουτίζει και εμπλουτίζεται με τη συμμετοχή της στο διάλογο; Αποδέχεται την ετερότητα σαν αφορμή διαλόγου και κοινωνίας και όχι βίαιου αποκλεισμού των άλλων;

Η Αναγκαιότητα Διαπολιτισμικού Διαλόγου και Αλληλεγγύης

Στη μετανεωτερική εποχή, η έμφαση στην ιστορικότητα και την αυτονομία του υποκειμένου θρυμμάτισε την κοινωνία σε πολλαπλές αντικρουόμενες ατομικότητες που διεκδικούν την απολυτότητα των δικών τους αντιλήψεων για τη ζωή και την κοινωνία. Σε μια προσπάθεια να περιορισθούν οι αρνητικές επιπτώσεις του ατομικισμού στην κοινωνία και στις ανθρώπινες σχέσεις, η έμφαση στην αυτονομία του ατόμου επανεξετάζεται χωρίς να εγκαταλείπεται ολοκληρωτικά. Σημαντικό επιχείρημα σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η αυξανόμενη διαπίστωση πως η ποιότητα της ζωής δεν μπορεί να καθορισθεί αποκλειστικά και μεμονωμένα από το αυτονομημένο υποκείμενο. Δίνεται έμφαση στην αλληλεξάρτηση και την αλληλεγγύη, ενώ ο διάλογος προσφέρει δυνατότητες υπέρβασης της εσωστρέφειας και της αυτάρκειας όλων των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών υποσυστημάτων.

Η έμφαση που δίνει η Ορθοδοξία στις ανθρώπινες σχέσεις και την εκστατικότητα σαν συστατικό της ανθρώπινης πραγμάτωσης είναι ιδιαίτερα σημαντική στις σύγχρονες αναζητήσεις για την υπέρβαση της ατομικότητας και τη σύνδεση της με τον άλλο, με την ετερότητα. Η Ορθόδοξη αντίληψη για τη σπουδαιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων που δεν ακυρώνει την προσωπική ιδιαιτερότητα του υποκειμένου αποτελεί σημαντική προσφορά της Ορθοδοξίας. Ο σεβασμός και η αποδοχή της ιδιαιτερότητας των άλλων, η κοινωνική αλληλεγγύη, η επικοινωνία, ο διάλογος και η συνεργασία με άλλες κοινοτικές ετερότητες σε μια πλουραλιστική κοινωνία αποτελεί ιδανικά την πολιτική έκφραση της Ορθοδοξίας. Μπορεί η Ορθοδοξία να συμμετάσχει επί ίσοις όροις με άλλες πολιτισμικές κοινότητες, καθώς και με τις επιστήμες, σε διαλογική μελέτη και αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία; Η Ορθοδοξία, παρ’ όλες τις σημαντικές προσπάθειες των θεολόγων προς αυτή την κατεύθυνση, αντιμετωπίζει ακόμη δυσκολίες προσαρμογής και αποδοχής της νέας πλουραλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας. Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει σήμερα μια γόνιμη και αξιόλογη προσπάθεια ν’ αναδειχθούν οι θεολογικές προϋποθέσεις για την έμπρακτη παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία των πολιτών. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος (2016) με το κείμενο της «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον Σύγχρονον Κόσμον» ενθαρρύνει την παρουσία και τον διάλογο της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα για την από κοινού με άλλες θρησκευτικές και πολιτισμικές κοινότητες ανακάλυψη όλων αυτών των στοιχείων που ενώνουν την ανθρώπινη κοινωνία στις πολλαπλές της εκφάνσεις και την οδηγούν στην ειρηνική συνύπαρξη. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το κείμενο «Υπέρ της του Κόσμου ζωής: το Κοινωνικό Ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (2020) του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Ορθοδοξία φαίνεται ν’ αρνείται να ταυτισθεί με την παθητική αντίσταση στα δυσθεώρητα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας και αντιστέκεται στην αιχμαλωσία της στην παραδοσιαρχία και στον εκκλησιαστικό ιμπεριαλισμό.

Η Αποστολή της Εκκλησίας στον Δημόσιο Χώρο

Η αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο δεν περιορίζεται μόνο στη θεραπεία των υπαρκτικών αδιεξόδων της ανθρώπινης κοινωνίας αλλά και στη ριζική μεταμόρφωση του κόσμου. Προκειμένου η δημόσια παρέμβαση της Εκκλησίας στον κόσμο να έχει θεραπευτικό χαρακτήρα, χρειάζεται να κατανοήσει η Εκκλησία, όσο είναι δυνατόν, την δυναμική της σύγχρονης πλουραλιστικής και πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Ο διάλογος με τις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες δύναται να παρέχει στην Εκκλησία τα αναγκαία εργαλεία ανάλυσης για την καλύτερη κατανόηση της κοινωνικής δυναμικής. Η λανθασμένη και επιδερμική διάγνωση οδηγεί πάντοτε σε λάθος θεραπευτική επέμβαση. Η σύνδεση της θεολογίας με την κοινωνική ανάλυση θα βοηθούσε στην υπέρβαση μιας γενικόλογης αφηρημένης θεολογίας και στην καλύτερη σύνδεση της με την ηθική που θα ενδυνάμωνε ακόμη περισσότερο τον προφητικό λόγο της Εκκλησίας με επαρκώς ενημερωμένες παρεμβάσεις στην κοινωνία.

Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, υπάρχει για να ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Αυτή η κοινωνία με τον Θεό, επιβεβαιώνεται και ανανεώνεται στην Ορθόδοξη παράδοση με τη μελέτη της ιστορικής αποκάλυψης του Θεού (την Αγία Γραφή), τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με τη διακονία του φτωχού, αδικημένου και καταπιεσμένου αδελφού. Αυτοί οι τρεις τρόποι κοινωνίας με τον Θεό είναι εξ ίσου σημαντικοί και αλληλεξαρτώμενοι και δεν χωρίζονται χωρίς τον κίνδυνο να στρεβλωθεί το Ορθόδοξο ήθος. Στην προφητική παράδοση οι λατρευτικές θυσίες και οι πνευματικές πρακτικές απορρίπτονται αν δεν συνοδεύονται και με πράξεις δικαιοσύνης και πολιτικής παρέμβασης υπέρ των φτωχών, των καταπιεσμένων και των αστέγων. Στο βιβλίο του Προφήτη Ησαΐα (58: 5-8), περιγράφεται η θεάρεστος νηστεία:

Η νηστεία που θέλω εγώ είν’ ετούτη: Να σπάτε των αδικημένων τα δεσμά, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώνετε και να συντρίβετε κάθε ζυγό. Νηστεία είναι με τον πεινασμένο το ψωμί σας να μοιράζεστε, τον άστεγο να φέρνετε στο σπίτι, αν κάποιον βλέπετε γυμνόν με ρούχα να τον ντύνετε και την βοήθεια στον συνάνθρωπο σας να μην την αρνιέστε. Τότε θα λάμψετε σαν της αυγής το φως και οι πληγές σας πολύ γρήγορα θα γιατρευτούν η δικαιοσύνη μπροστά σας θα βαδίζει και θα ’χετε τη δόξα μου για οπισθοφυλακή. Θα με φωνάζετε κι εγώ θα σας αποκρίνομαι, βοήθεια θα γυρεύετε και θα σας απαντώ, «Εδώ είμ’ εγώ».

Το γεγονός ότι η Εκκλησία υποστασιάζεται στη Θεία Ευχαριστία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υπεκφυγή από την ανάγκη να συναντήσουμε τον Χριστό στα θύματα της Ιστορίας. Η συμμετοχή στην εσχατολογική δόξα της αναστάσεως προαπαιτεί συνάντηση με τον σταυρωμένο Χριστό της Ιστορίας. Η Ορθοδοξία μιλάει περισσότερο για την αγάπη του Θεού και λιγότερο για τη δικαιοσύνη Του.

Η έμφαση στην αγάπη του Θεού οδηγεί τα μέλη της Εκκλησίας σε πράξεις ελεημοσύνης, ενώ ο τονισμός της δικαιοσύνης του Θεού απαιτεί πράξεις δικαιοσύνης. Η Εκκλησία δεν θα πρέπει να εκφράζει μόνο την φιλανθρωπία του Θεού αλλά να είναι και ο φορέας της δικαιοσύνης Του. Οι πράξεις ελεημοσύνης, όσο και αν ανακουφίζουν τις άμεσες ανάγκες των πονεμένων ανθρώπων, δεν εξαλείφουν τα αίτια της κοινωνικής αδικίας και διαιωνίζουν τις ασύμμετρες σχέσεις εξάρτησης. Αυτό που μάθαμε από τις θεολογίες της απελευθέρωσης είναι πως η κατάδειξη των καταπιεστικών και άδικων κοινωνικών δομών και παραδόσεων, καθώς και η ενεργός ταύτιση της θεολογίας με τα θύματα της Ιστορίας θα πρέπει να είναι η αφετηρία της συναφειακής θεολογίας. Η σύνδεση της φιλανθρωπίας με τη δικαιοσύνη του Θεού καθορίζει αποφασιστικά την πολιτική μαρτυρία της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο.

Αντιδράσεις για την διαλογικότητα της Ορθοδοξίας

Η επιλογή της Ορθοδοξίας να συμμετέχει ενεργά σε διαλόγους και συνεργασίες που προάγουν την ειρήνη και τη δικαιοσύνη σε μια πλουραλιστική κοινωνία προϋποθέτει την αποδοχή και τον σεβασμό θρησκευτικών, φιλοσοφικών και πολιτισμικών διαφορών. Μια τέτοια αποδοχή της αναπόφευκτης κοινωνικής ποικιλομορφίας συνδέεται και με την αναγνώριση της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, με το δικαίωμα να επιλέξουν πρότυπα ζωής και με τις πολιτισμικές πρακτικές που διαμορφώνουν την ταυτότητά τους υπό την προϋπόθεση ότι η ελευθερία τους δεν εμποδίζει τη θρησκευτική και πολιτισμική ελευθερία άλλων κοινοτήτων. Η ιστορικότητα των πολιτισμικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων, που συνήθως έχουν διαμορφωθεί σ’ αντίθεση με τους «άλλους», υπόκειται σήμερα, στο πλαίσιο της πλουραλιστικής κοινωνίας, σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού και αναστοχασμού σε διάλογο με τους «άλλους», με σκοπό την προαγωγή της ειρηνικής και δίκαιης συνύπαρξης με την ετερότητα. Η πρόκληση για τις Ορθόδοξες εκκλησίες είναι κατά πόσο μπορούν να αποδεχθούν ιδέες και ισχυρισμούς που άλλοι συνομιλητές φέρνουν στον δημόσιο χώρο και πιθανώς ν’ αναπτύξουν τρόπους συνεργασίας μαζί τους χωρίς να διακυβεύονται οι βασικές πεποιθήσεις και πρακτικές τους.

Σε ορισμένες κατά παράδοση Ορθόδοξες χώρες, οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να θεσπίζουν νομοθεσία –παρά την αντίθεση των εκκλησιών– που αναγνωρίζει και χορηγεί τα ίδια δικαιώματα και προνόμια υπηκοότητας σε όλες τις θρησκευτικές και πολιτιστικές μειονότητες του κράτους. Η νομική αναγνώριση των ίσων δικαιωμάτων των μειονοτήτων σε κατά κύριο λόγο Ορθόδοξες χώρες υποχρεώνει τις εκκλησίες να υποστούν μια διαδικασία προσαρμογής, να μάθουν να αναγνωρίζουν και να σέβονται τα ίσα δικαιώματα αυτών των μειονοτήτων, καθώς και το συνταγματικό τους δικαίωμα να συνεισφέρουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους στη δημόσια ζωή. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο διάλογος είναι ένα απαραίτητο μέσο επικοινωνίας που διευκολύνει τη σύγκλιση σε θέματα κοινής ζωής. Οι εκκλησίες, ενδέχεται να δυσκολευτούν να αποδεχθούν πλήρως τον πλουραλιστικό χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών εάν δεν αναγνωρίσουν την εσωτερική τους πολυφωνία και δεν ενθαρρύνουν την καλλιέργεια διαλόγου σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής. Στη σημερινή κοινωνία που δίνει έμφαση στην προσωπική αυτονομία και όπου η θρησκεία αποτελεί εθελοντική επιλογή, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως εντός της Ορθοδοξίας συνυπάρχουν πολλαπλές ορθοδοξίες, και προκείμενου να διατηρηθεί η ενότητα της Εκκλησίας θα πρέπει να αναπτυχθεί ένας ενδορθόδοξος και ενδοεκκλησιαστικός θεολογικός διάλογος όπου όλες οι ευαισθησίες και οι ερμηνείες της Ορθοδοξίας θα μπορούν να εκφραστούν, να γίνουν σεβαστές, και να αλληλοεμπλουτιστούν.


Ο π. Εμμανουήλ Κλάψης είναι πρώην Κοσμήτορας και Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης (1985-2020) όπου κατείχε την έδρα Θεολογίας «Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος». Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών-Π.Σ.Ε (1991-1998) και υπηρέτησε ως μέλος της Ομάδας του Π.Σ.Ε. «Δεκαετία για την Υπέρβαση της Βίας» (DOV 2001-2010).

Το παρόν άρθρο αποτελεί το Α΄ Μέρος της ομιλίας με τίτλο «Η μαρτυρία της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα υπό την σκιά της πανδημίας», που δόθηκε στο πλαίσιο του κύκλου ηλεκτρονικών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στις 4 Μαρτίου 2021. Το Β΄ Μέρος της ομιλίας θα αναρτηθεί τις αμέσως επόμενες μέρες.

Το ζωγραφικό θέμα της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια από πίνακα της Βίκυς Βλαχογιάννη.