Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΥΠO ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Β)

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΥΠO ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Β)
Χρόνος Ανάγνωσης: 9 λεπτά

Η Μαρτυρία της Εκκλησίας στη Δημόσια Σφαίρα
υπό την σκιά της Πανδημίας.

Μέρος Β: Η Εκκλησία ως εθελοντικός οργανισμός και ο ρόλος της στη δημόσια σφαίρα

Η Αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο

Σε συνέχεια των όσων σημειώναμε στο Α΄ Μέρος του κειμένου μας, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η Ορθοδοξία βιώνει την εν Χριστώ κοινωνία εντός του δημοκρατικού πλαισίου της πλουραλιστικής κοινωνίας, καθιστώντας αναγκαία την ανάπτυξη μιας ορθόδοξης θεολογικής θεώρησης του πολιτισμού, βασισμένης στην αναγνώριση της σωτηριώδους παρουσίας του Αγίου Πνεύματος πέραν των κανονικών ορίων της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν διαβλέπει στο δυναμισμό της πλουραλιστικής κοινωνίας μόνο την αμαρτία, αλλά διακρίνει και τη ζωηφόρο ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που μας ωθεί να δούμε στο πρόσωπο του «άλλου» τον πάσχοντα αδελφό. Το Άγιο Πνεύμα κατακλύζει με την παρουσία Του τον κόσμο και δεν περιορίζεται από ανθρώπινες προθέσεις και αντιλήψεις, διότι «το Πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» (Ιω. 3:8). Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί εκεί που συναντούμε τους καρπούς Του, δηλαδή την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, την αγαθότητα, την πίστη, την πραότητα, και την εγκράτεια (Γαλ. 5:22-23). Η Ιστορία δεν διαμορφώνεται μόνο μέσω των επιτευγμάτων και των επιλογών των ανθρώπων, αλλά και δια της ενεργού παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, επειδή ο Θεός ποτέ δεν παύει να είναι παρών και να ενεργεί στην Ιστορία. Ως εκ τούτου, η σωτηριώδης παρουσία του Θεού στον κόσμο αποτελεί  γεγονός, το οποίο δεν αναιρείται από τα λάθη και τις αστοχίες των ανθρώπων και επομένως το κακό δεν δύναται να απομακρύνει οριστικά τον άνθρωπο από τον Θεό. Συνεπώς, η Εκκλησία οφείλει να διαλέγεται κριτικά με την Ιστορία και τον ανθρώπινο πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις, δίχως να τις απορρίπτει εκ των προτέρων. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Ιστορία προσφέρει στην Εκκλησία τη δυνατότητα να αξιολογήσει θεολογικά τον πολιτισμό και τις εκφάνσεις του, θεωρώντας κάθε ανθρώπινο επίτευγμα ως αποτέλεσμα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.

Η Εκκλησία δεν διαβλέπει στο δυναμισμό της πλουραλιστικής κοινωνίας μόνο την αμαρτία, αλλά διακρίνει και τη ζωηφόρο ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που μας ωθεί να δούμε στο πρόσωπο του «άλλου» τον πάσχοντα αδελφό. Το Άγιο Πνεύμα κατακλύζει με την παρουσία Του τον κόσμο και δεν περιορίζεται από ανθρώπινες προθέσεις και αντιλήψεις, διότι «το Πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» (Ιω. 3:8).

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως τα ανθρώπινα επιτεύγματα δεν υπόκεινται πολλές φορές στην επίδραση του κακού, ενώ παράλληλα μπορεί να οδηγήσουν σε καταστάσεις αλλοτρίωσης και παραμόρφωσης, τις οποίες η Εκκλησία θα πρέπει είτε να απορρίψει είτε να θεραπεύσει. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση αποτελεί τη θεολογική βάση της συνεργασίας της Εκκλησίας με τις υπόλοιπες χριστιανικές, θρησκευτικές και ανθρωπιστικές ομάδες και κοινότητες. Η αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο συνίσταται στη γεφύρωση των διαφορών, στην ανάδειξή της σε πόλο συμφιλίωσης, συνύπαρξης και συνεργασίας κατά το πρότυπο της ευχαριστιακής κοινωνίας. Η Εκκλησία κηρύττει διαρκώς το Ευαγγέλιο στον κόσμο, αναγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού της Βασιλείας του Θεού που οδηγεί τους πάντες και τα πάντα με ξεχωριστό τρόπο σε κοινωνία με τον Χριστό, χωρίς να παραβιάζει την ανθρώπινη ελευθερία. Η εσχατολογική διάσταση της Ορθόδοξης παράδοσης δεν επιτρέπει στην Εκκλησία την ταύτιση του θελήματος και της Βασιλείας του Θεού με ανθρώπινες ιδεολογίες, πολιτικά συστήματα και προγράμματα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ωστόσο της παρέχει τη δυνατότητα μιας κριτικής θεώρησης της εξέλιξης της Ιστορίας και του πολιτισμού.

Η Εκκλησία ως εθελοντικός οργανισμός

Οι αρχές της ισονομίας, της ισότητας και της δημοκρατίας συγκροτούν το κράτος δικαίου, το οποίο δεν θα πρέπει να προβαίνει σε διακρίσεις εις βάρος των πολιτών που μπορεί να οδηγήσουν σε αποκλεισμούς και συγκρούσεις, διαταράσσοντας την ειρηνική διαβίωση. Η παραπάνω θεώρηση προϋποθέτει την απεξάρτηση της Εκκλησίας από το κράτος. Στο πλαίσιο της πλουραλιστικής κοινωνίας και του ουδέτερου θρησκευτικά κράτους, η Εκκλησία συνυπάρχει και αναγνωρίζεται ισότιμα στην κοινωνία των πολιτών μαζί με τις υπόλοιπες θρησκευτικές κοινότητες και ομάδες. Ο διάλογος και η συνεργασία επί ίσοις όροις στη δημόσια σφαίρα προϋποθέτει τη θεώρηση της Εκκλησίας ως εθελοντικού οργανισμού διαχωρισμένου από την κρατική εξουσία. Το πολίτευμα της Εκκλησίας βασίζεται στην Ορθόδοξη παράδοση και διαμορφώνεται από την ίδια σε συνάφεια με το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να απαιτείται η έγκριση του κράτους. Αν θέλει πράγματι η Εκκλησία να καταστεί ο αυθεντικός φορέας των ηθικών αρχών του Ευαγγελίου, τότε χρειάζεται να απεγκλωβιστεί από την ταύτιση της με το κράτος και τον εθνικισμό. Οι ιστορικές καταβολές αυτής της ταύτισης στην Ελλάδα εντοπίζονται τουλάχιστον από την εποχή της Μεγάλης Ιδέας, περίοδο κατά την οποία η Εκκλησία ενστερνίστηκε τους στόχους εθνικής ολοκλήρωσης του κράτους με αποτέλεσμα την ταύτιση έθνους και Εκκλησίας και την διαμόρφωση του «ελληνοχριστιανισμού», μιας συντηρητικής ηθικοθρησκευτικής ιδεολογίας που ουσιαστικά παρερμηνεύει τις αξίες της Ορθοδοξίας. Ο θρησκευτικός εθνικισμός αποτελεί απειλή για την δημοκρατία και την πλουραλιστική κοινωνία, ιδιαίτερα εν μέσω μιας πανδημίας, την οποία ορισμένοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν με σκοπό να υποκινήσουν το μίσος ενάντια σε όσους θεωρούν απειλή για την «καθαρότητα» και τα συμφέροντα του έθνους, αρθρώνοντας συχνά έναν φονταμενταλιστικό θρησκευτικό λόγο. Για να μπορέσει η Εκκλησία να συμμετάσχει ισότιμα στη δημόσια σφαίρα και να μιλήσει στον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επείγουσα ανάγκη να υπερβεί τον εθνοκεντρικό λόγο, να αντιληφθεί ότι δεν αποτελεί προστάτη του έθνους, αλλά μια εθελοντική θρησκευτική κοινότητα, που ενώνει το κόσμο με την αγάπη του Θεού.

Η δημόσια σφαίρα και η Ορθοδοξία

 Η δημόσια σφαίρα αποτελεί τον κοινωνικό χώρο στον οποίο η Εκκλησία δραστηριοποιείται ως εθελοντικός οργανισμός. Πώς ορίζεται όμως η δημόσια σφαίρα στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής δημοκρατικής κοινωνίας; Η έννοια αυτή σχετίζεται με έναν χώρο –διαφορετικό από το κράτος, τις οικονομικές και οικογενειακές σχέσεις– στον οποίο οι πολίτες και oι συλλογικότητες εμπλέκονται ελεύθερα σε δημόσιο διάλογο σχετικά με τη διαμόρφωση του κοινού καλού. Αυτός ο χώρος διαλόγου δεν αποτελεί ένα αμετάβλητο μαζικό κοινωνικό σώμα, αλλά εδράζεται σ’ ένα πολυσύνθετο δίκτυο κοινωνικών φορέων και κοινοτήτων. Η δημόσια σφαίρα αποτελεί συγκρότηση ενός ανοιχτού κοινωνικού χώρου, στον οποίο όλα τα λογικά επιχειρήματα μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα, να γίνουν αποδεκτά ή να απορριφθούν, με τελικό στόχο την προώθηση του κοινού καλού. Οι πολίτες ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με δημόσια ζητήματα, συζητούν, και τελικά σχηματίζουν μια κοινή γνώμη. Η ύπαρξη και η λειτουργία αυτού του κοινωνικού χώρου αποτελεί σημάδι μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας, χωρίς αποκλεισμούς, ενώ βασικές του προϋποθέσεις αποτελούν η ελεύθερη διακίνηση των πληροφοριών, η ελευθερία της έκφρασης και ο ανοιχτός διάλογος. 

Ο διάλογος και η συνεργασία επί ίσοις όροις στη δημόσια σφαίρα προϋποθέτει τη θεώρηση της Εκκλησίας ως εθελοντικού οργανισμού διαχωρισμένου από την κρατική εξουσία. Το πολίτευμα της Εκκλησίας βασίζεται στην Ορθόδοξη παράδοση και διαμορφώνεται από την ίδια σε συνάφεια με το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να απαιτείται η έγκριση του κράτους. Αν θέλει πράγματι η Εκκλησία να καταστεί ο αυθεντικός φορέας των ηθικών αρχών του Ευαγγελίου, τότε χρειάζεται να απεγκλωβιστεί από την ταύτιση της με το κράτος και τον εθνικισμό.

Ο διάλογος στη δημόσια σφαίρα προϋποθέτει την ειλικρινή αυτοκριτική και αξιολόγηση της ιστορικής πορείας όλων των θρησκευτικών, εθνικών και πολιτιστικών κοινοτήτων. Η έμφαση που δίνεται στην ιδιαιτερότητα μιας ορισμένης θρησκείας ή ορισμένου έθνους σε περιόδους κρίσης –πραγματικής ή φαντασιακής– μπορεί να υποδαυλίσει εντάσεις και επιθέσεις εναντίον μειονοτικών ομάδων που ενστερνίζονται διαφορετικές ηθικές αρχές και αντιλήψεις. Σε κάθε θρησκευτική και πολιτισμική παράδοση υφίστανται στοιχεία, τα οποία σε περιόδους κρίσεων μπορούν να ενδυναμωθούν και να οδηγήσουν σε βίαιες συγκρούσεις, διακρίσεις και αποκλεισμούς άλλων ομάδων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εντοπιστούν εντός του πλαισίου του πολιτισμικού και διαθρησκειακού διαλόγου, καθώς και να ερμηνευτούν από κοινού υπό το πρίσμα της αμοιβαίας θεμελιώδους δέσμευσης όλων των κοινοτήτων για μια ειρηνική και δίκαιη συμβίωση. Σκοπός του διαλόγου δεν είναι η αναγκαστική επίτευξη συμφωνίας, αλλά η πραγματοποίηση της ειρηνικής και δίκαιης συνύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων στον ίδιο κοινωνικό χώρο, καθώς και η υπέρβαση τυχόν διαφωνιών που προέκυψαν λόγω προγενέστερων ιστορικών αντιπαραθέσεων.

Με ποιον κώδικα επικοινωνίας πρέπει να συνδιαλέγεται η Ορθοδοξία στην κοινωνία των πολιτών; Είναι καθήκον της Ορθοδοξίας να συμμετέχει σε δημόσιες συζητήσεις που αφορούν θεμελιώδη ζητήματα ηθικής, αντλώντας επιχειρήματα από την ιστορική, θεολογική και ηθική της παράδοση ή μήπως θα πρέπει να βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα που αντικατοπτρίζουν κοινές αντιλήψεις του δημόσιου χώρου; Η επιλογή ορθολογικών επιχειρημάτων αποτελεί ισχυρό επικοινωνιακό μέσον, αλλά κινδυνεύει να υποβαθμίσει την Ορθόδοξη μαρτυρία οδηγώντας την σε απλουστευμένες γενικεύσεις. Όσο ελκυστική κι αν φαίνεται αυτή η επιλογή, ενέχει τον κίνδυνο της θυσίας της ιδιοπροσωπίας της Εκκλησίας προκειμένου να καταστεί πλατύτερα αποδεκτή. Ωστόσο, η υιοθέτηση μιας κατεξοχήν παραδοσιακής γλώσσας επικοινωνίας στο δημόσιο χώρο μπορεί να αποξενώσει πολλούς συνομιλητές της Εκκλησίας, οι οποίοι θα διακρίνουν στον λόγο της μια θρησκευτική ομάδα που θεωρεί πως κατέχει το μονοπώλιο της θεϊκής εξουσίας και της ηθικής καθοδήγησης.

Πιστεύω πως αποτελεί ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για την Εκκλησία να θεμελιώσει την κοινωνική και πολιτική της μαρτυρία στην ιδιοπροσωπία της χριστιανικής παράδοσης, ειδάλλως κινδυνεύει να καταστεί απολογητής ενός συγκεκριμένου πολιτισμού ή απλώς θρησκευτικός παράγοντας κοινωνικού μετασχηματισμού. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν σχετίζονται τόσο με την ενεργό παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα, όσο με τον τρόπο αλληλεπίδρασης και συνεργασίας με τους «άλλους», ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να παραμείνουν πιστές στην Ορθόδοξη παράδοση εντός της σύγχρονης, πλουραλιστικής κοινωνίας. Η πολυφωνία, ο ορθολογισμός και η κριτική διάσταση του δημόσιου χώρου παρέχουν τη δυνατότητα στην Ορθοδοξία να προσφέρει ελεύθερα και διαλογικά το Ευαγγέλιο, καθώς και τον πλούτο της χριστιανικής παράδοσης, με στόχο τη διαμόρφωση του κοινού καλού. Οι άνθρωποι και οι κοινότητες διαφορετικών κοσμοθεωρήσεων θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να κρίνουν ελεύθερα εντός της δημόσιας σφαίρας τη δράση της Εκκλησίας στην Ιστορία, αξιολογώντας τον τρόπο με τον οποίο ενσάρκωσε τις θρησκευτικές και τις ηθικές της αρχές. Η κριτική των άλλων κοινωνικών εταίρων (θρησκευτικές, χριστιανικές και κοσμικές κοινότητες) της δημόσιας σφαίρας μπορεί να βοηθήσει την Ορθοδοξία –με την προϋπόθεση ότι δεν θα υιοθετήσει αμυντική ή εχθρική στάση– να αναστοχαστεί κατά πόσον η έμπρακτη μαρτυρία της αντανακλά την καθολικότητα του Ευαγγελίου. Είναι σαφές ότι η Εκκλησία στο πλαίσιο της της πλουραλιστικής κοινωνίας θα πρέπει να αποφύγει κάθε προσπάθεια επιβολής των αντιλήψεων της βασισμένη στην αυθεντία του ιερατείου (κληρικαλισμός), αλλά σεβόμενη την ετερότητα των «άλλων» να προσφέρει τα δικά της χαρίσματα για την προώθηση του κοινού καλού. Σε περίπτωση που οι ηθικές αξίες και η πρακτική της εκκλησιαστικής μαρτυρίας δεν καταστούν ολοκληρωτικά αποδεκτές από την ευρύτερη κοινωνία, η Εκκλησία θα πρέπει να αναλογιστεί ότι οι ποικίλες ιστορικές αντιλήψεις, τα γεγονότα και οι διάφορες ιστορικές συνθήκες δεν έχουν τελεσίδικο χαρακτήρα στο πλαίσιο της εσχατολογίας ούτε μπορούν να εκφράσουν τη Βασιλεία του Θεού ακόμη κι αν έχουν επιτευχθεί διά μέσου της Εκκλησίας.

Ποιος, όμως, θα είναι ο κώδικας ή γλώσσα που θα κάνει εφικτή την επικοινωνία των θρησκευτικών και πολιτισμικών κοινοτήτων σε μια από κοινού προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας αλληλεπικαλυπτόμενης συναίνεσης (overlapping consensus) αναφορικά με το κοινό καλό; Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέχει τον συνδετικό κρίκο, τη γλώσσα επικοινωνίας, μεταξύ  των θρησκευτικών και των διαφόρων κοσμικών κοινοτήτων και ανεξάρτητων πολιτών στη δημόσια σφαίρα της πλουραλιστικής δημοκρατικής κοινωνίας. Όταν αναφερόμαστε στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουμε κατά νου μόνο την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948) αλλά και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (1977), καθώς και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (1966), τα οποία συναποτελούν το Διεθνές Σύμφωνο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Για τη διεθνή κοινότητα, όλα τα δικαιώματα είναι παγκόσμια, αδιαίρετα, αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα (Διακήρυξη της Βιέννης, 1993). Κανένα ανθρώπινο δικαίωμα δεν μπορεί να υπερτονιστεί εις βάρος άλλων δίχως να τεθεί σε κίνδυνο η αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των πολιτών, κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει στην πρόκληση  κοινωνικών αντιδράσεων ενάντια στον ολοκληρωτισμό της πολιτείας και στην άδικη κατανομή των κοινωνικοοικονομικών αγαθών.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν σχετίζονται τόσο με την ενεργό παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα, όσο με τον τρόπο αλληλεπίδρασης και συνεργασίας με τους «άλλους», ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να παραμείνουν πιστές στην Ορθόδοξη παράδοση εντός της σύγχρονης, πλουραλιστικής κοινωνίας.

Η διεθνής πρακτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι συμβατή με ένα ευρύ φάσμα κοινωνικοπολιτικών συστημάτων που αποφεύγουν τα παθολογικά άκρα της κοινωνικά επιζήμιας ατομικής ελευθερίας χωρίς αλληλεγγύη (π.χ. ακραίος ατομικισμός) και της κοινοτικής καταπίεσης χωρίς ατομικές ελευθερίες (π.χ. ολοκληρωτισμός). Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προϋποθέτουν και δεν βασίζονται αποκλειστικά σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική θεωρία ή σύστημα ούτε απορρέουν από μια συγκεκριμένη κοινοτική αντίληψη για το υποκείμενο και την κοινωνία. Πολιτισμικές και θρησκευτικές κοινότητες που δίνουν έμφαση στον κοινοτισμό και στη σχεσιακή οντολογία, όπως η Ορθοδοξία, είναι δυνατόν να θεωρήσουν την κοινωνική σχέση και την αλληλεξάρτηση των πολιτών ως αναγκαία και θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης αυτονομίας με στόχο την κοινοτική ευημερία και την ανθρώπινη πραγμάτωση.

Τι σημαίνει όμως η αποδοχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις θρησκευτικές κοινότητες και ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία, δεδομένου πως τα ανθρώπινα δικαιώματα βασίζονται σε ενδοκοσμικές αξίες δίχως αναφορά στον Θεό; Η εκκοσμικευμένη φύση της διατύπωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αναιρεί τη δυνατότητα υιοθέτησής τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δύναται να προέλθει μετά από ενδελεχή μελέτη και θεολογική ερμηνεία. Η θεολογία καλείται να αξιολογήσει κατά πόσον η Ορθόδοξη παράδοση εμπεριέχει τις βασικές ηθικές αξίες που κωδικοποιούνται ως ανθρώπινα δικαιώματα και τους σκοπούς για τους οποίους γίνεται αυτό. Η θεολογική κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέχει τη δυνατότητα στην Ορθοδοξία να τα θεωρήσει ως βάση επικοινωνίας και συνεργασίας με άλλες πολιτισμικές και μειονοτικές κοινότητες στη δημόσια σφαίρα, καθώς ο σεβασμός και η προάσπιση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και των λοιπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων φέρνει την κοινωνία και τον άνθρωπο εγγύτερα στην αληθινή τους φύση και τον προορισμό.

Τέλος, η Ορθόδοξη συμμετοχή στη δημόσια σφαίρα δύναται να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και ενίσχυσης για κινήματα κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού προσφέροντας ένα αφήγημα που νοηματοδοτεί και μεταμορφώνει την κοινωνική και προσωπική ζωή, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει την αλτρουιστική συμπεριφορά και την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους. Η αποδοχή του πλουραλισμού της σύγχρονης κοινωνίας και της εσωτερικής της υποδιαίρεσης σε πολλά υποσυστήματα, δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Εκκλησίας να ασκήσει κριτική στη σύγχρονη άποψη ότι τα υποσυστήματα (κράτος, εκπαιδευτικοί θεσμοί, οικονομία της αγοράς κλπ.) μπορούν να λειτουργήσουν δίχως να λαμβάνουν υπόψιν τις αξίες, τους ηθικούς κανόνες και τις ανθρώπινες ανάγκες. Με τα ίδια κριτήρια, η Εκκλησία οφείλει να αντιστέκεται σε κάθε μορφή πολιτισμικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας, επιδιώκοντας πάντοτε την ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη όλων των θρησκευτικών, εθνικών και πολιτισμικών κοινοτήτων. Ο αντίκτυπος της εκκλησιαστικής παρέμβασης στη δημόσια ζωή δεν πρέπει να αποτιμάται με βάση την επιτυχία επιβολής των καθολικών αξιώσεων της Εκκλησίας. Αντίθετα, θα πρέπει να αξιολογείται με βάση την παροχή δυνατοτήτων αμφισβήτησης της σύγχρονης πραγματικότητας και την συμβολή στην προστασία των δικαιωμάτων και στην ηθική ευθύνη που έχει ο κάθε άνθρωπος για τον συνάνθρωπο του.


Ο π. Εμμανουήλ Κλάψης είναι πρώην Κοσμήτορας και Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης (1985-2020) όπου κατείχε την έδρα Θεολογίας «Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος». Διετέλεσε Αντιπρόεδρος της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών-Π.Σ.Ε (1991-1998) και υπηρέτησε ως μέλος της Ομάδας του Π.Σ.Ε. «Δεκαετία για την Υπέρβαση της Βίας» (DOV 2001-2010).

Το παρόν άρθρο αποτελεί το Β΄ Μέρος της ομιλίας με τίτλο «Η μαρτυρία της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα υπό την σκιά της πανδημίας», που δόθηκε στο πλαίσιο του κύκλου ηλεκτρονικών διαλέξεων «Καιρός του ποιήσαι» της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στις 4 Μαρτίου 2021.

Το ζωγραφικό θέμα της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια από πίνακα της Βίκυς Βλαχογιάννη, τροποποιημένο ψηφιακά από τον Κωστή Δρυγιανάκη. Δείτε το πρωτότυπο έργο εδώ.