ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
Χρόνος Ανάγνωσης: 7 λεπτά

Η προβληματική γύρω από τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας μέσα στην ελληνική κοινωνία ξεκίνησε μόλις στο τέλος του 19ου αιώνα. Από τότε και μέχρι σήμερα το ζήτημα έχει περάσει από διάφορα στάδια και πολλά έχουν αλλάξει και κατοχυρωθεί από τους νόμους του κράτους και τη συνείδηση της κοινωνίας.

Η θέση της γυναίκας μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, οι ρόλοι της, η αναβίωση του θεσμού τωνδιακονισσών και η συζήτηση για τη χειροτονία των γυναικών προκλήθηκαν περισσότερο από εξωγενείς παράγοντες στο πλαίσιο των διαχριστιανικών διαλόγων από το 1970 και εξής, όπου οι Ορθόδοξοι καλούνται να δώσουν σαφείς απαντήσεις στα θέματα αυτά στους ετεροδόξους συνομιλητές τους.

Στα κείμενα του αγίου Νεκταρίου δεν συναντάμε συστηματική θεολογική διατύπωση για το πρόσωπο της γυναίκας σε σχέση με την εποχή του. Αυτό δικαιολογείται, εφόσον τα δικαιώματα των γυναικών μέσα στην κοινωνία που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται δεν είχαν αγγίξει την προβληματική για την αναλογική θέση της μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.

Οι επιλογές του αγίου υπαγορεύονταν από τον σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου και της διακονίας μέσα στην Εκκλησία, γι αυτό και ήταν πρωτοποριακές για την εποχή του και ειδικά για ένα ορθόδοξο περιβάλλον. Στα κείμενά του και τις κατηχητικές του επιστολές φαίνεται η προσωπική του θέση, που είναι συνυφασμένη με την ορθόδοξη θεολογική διδασκαλία για την ισοτιμία ανδρών και γυναικών στη σωτηριολογική προοπτική.

Τα κείμενά του διδάσκουν πως η Εύα ως «σάρξ εκ της σαρκός» του Αδάμ, δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού». Η γυναίκα μετέχει στις ίδιες ευλογίες και επαγγελίες που έχει δώσει ο Θεός και στον άνδρα κάτι που της εξασφαλίζει την ισοτιμία της με αυτόν.

Την εποχή του αγίου το φεμινιστικό κίνημα ήταν ακόμη στα πρώτα του στάδια. Μόλις το 1887 γίνονται τα πρώτα βήματα πάνω στη χειραφέτηση της γυναίκας μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η ανάγκη υπέρβασης των στενών ορίων μιας ιδιωτικής ζωής οδηγεί μια ομάδα γυναικών στη κυκλοφορία του περιοδικού «Η Εφημερίς των Κυριών» με σκοπό να κάνουν ορατές τις ιδέες τους και να ζητήσουν την ισότητα τους με τους άνδρες, ιδιαιτέρως για τις γυναίκες λαϊκών στρωμάτων.

Οι επιλογές του αγίου υπαγορεύονταν από τον σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου και της διακονίας μέσα στην Εκκλησία, γι αυτό και ήταν πρωτοποριακές για την εποχή του και ειδικά για ένα ορθόδοξο περιβάλλον. Στα κείμενά του και τις κατηχητικές του επιστολές φαίνεται η προσωπική του θέση, που είναι συνυφασμένη με την ορθόδοξη θεολογική διδασκαλία για την ισοτιμία ανδρών και γυναικών στη σωτηριολογική προοπτική.

Αφουγκραζόμενος την αναζήτηση της εποχής του ο άγιος προβάλλει το πρόσωπο της γυναίκας ως τον απαραίτητο παράγοντα κοινωνικής συνοχής και ευδαιμονίας και ως θεματοφύλακα κοινωνικών αρετών. Για τη διδασκαλία του η πιστή καί θεοσεβής γυναίκα στέκεται σταθερή και ακλόνητη στηρίζοντας την οικογενειακή της γαλήνη. Η γυναίκα καλείται να παραμένει πάντοτε «σώφρων αεί και αιδήμων, ανεκτική καί πραεία, σεμνή και μειλίχιος, ευαίσθητος και συμπαθής» ώστε κάθε φορά να «αναδεικνύεται ιέρεια αγνή του εαυτής οίκου, αγλαόν εγκαλλώπισμα του εαυτής συζύγου και χάρμα των εαυτής τέκνων» (Περι της θρησκευτικής αγωγής των κορασίων).

Πολύ πριν τις πρώτες μεταρρυθμίσεις για τη γυναικεία εργασία και το εκπαιδευτικό σύστημα που θεσπίστηκαν το 1909 από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, ο άγιος επισημαίνει την αναγκαιότητα της παροχής παιδείας στις γυναίκες ώστε αυτές να καταστούν άξιες του κοινωνικού τους ρόλου: «Παιδείαν άρα και θρησκείαν ανάγκη να παρέχωμεν εις τα κοράσια ημών, όπως δυνηθώσι και ταύτα να μεταδώσωσιν αυτά εις τα εαυτών τέκνα» (Η αγωγή των παίδων). Ο λόγος που οδηγείται σε αυτή τη διαπίστωση είναι γιατί γνωρίζει καλά πως «η ελλιπής αυτών ανατροφή θέλει έχη άφυκτα επακόλουθα την επιλήψιμον των τέκνων αυτών ἀνατροφήν, ήτις θέλει καταστήση αυτά δυστυχή και μάστιγας της κοινωνίας» (Λόγος εν τω Αχιλλοπούλειω Παρθεναγωγείω). Η διαφοροποίηση από τα φεμινιστικά κινήματα της εποχής του είναι πως η μόρφωση την οποία επικαλείται ο άγιος είναι ένα σύνολο θρησκευτικής και ηθικής παιδείας: «Παιδεία λοιπόν ευσεβής και θρησκεία μουσοτραφής, ανάγκην να συνυπάρχωσι, διότι τα δύο ταύτα είναι τα μόνα ασφαλή εν τω βίω εφόδια τα δυνάμενα ποικίλως να βοηθήσωσι τον άνθρωπον» (Η αγωγή των παίδων)που τελικά το σύνολο των δύο παραπάνω αγαθών θα πετύχει «όπως αναδείξωσι χρηστάς μητέρας, αξίας του υψηλού αυτών προορισμού» (Λόγος εν τω Αχιλλοπούλειω Παρθεναγωγείω).

Το φεμινιστικού τύπου αίτημα για ίδρυση «Κυριακών Σχολείων» και «Επαγγελματικών και Οικοκυρικών Σχολών», για να μορφώνονται τα εργαζόμενα κορίτσια που δεν είχαν τη δυνατότητα να φοιτούν στα σχολεία θα βρεί τρόπο έκφρασης και μέσα από την ποιμαντική αγωνία του αγίου. Ο ίδιος ως διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής εκδήλωσε την επιθυμία να ιδρύσει μια πρακτική σχολή, όπως την ονομάζει ο ίδιος, με σκοπό οι νεαρές γυναίκες να μορφώνονται ηθικά, θρησκευτικά και επαγγελματικά ώστε να είναι έτοιμες για τον απαιτητικό ρόλο της συζύγου, της μητέρας ή ακόμα και της μοναχής, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινωνικής θέσης της γυναίκας σε μια παραδοσιακή ή και συντηρητική κοινωνία, όπως η ελληνική. Την παραπάνω πρόθεσή του την εκφράζει σε  επιστολή του προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών: «…προτιθέμεθα, να ιδρύσωμεν προκαταρκτικήν πρακτικήν ηθικοθρησκευτικήν Σχολήν, εν η τα κοράσια τα φοιτώντα εν αυτή μορφούνται ηθικώς και θρησκευτικώς, εκδιδάσκονται διάφορα βιοποριστικά χειροτεχνήματα και την οικιακήν οικονομίαν. Εάν ο Θεός ευλογήση το έργον ημών, προτιθέμεθα η προκαταρκτική αύτη πρακτική Σχολή, ν’ ἀποβή Σχολή και ανωτέρας διδασκαλίας προς μόρφωσιν Ελληνίδων μητέρων μετά εθνικού καί θρησκευτικού ζήλου, ίνα τον εαυτόν εθνικόν και θρησκευτικόν μεταδίδωσιν εις τά εαυτών τέκνα».

Πολύ πριν τις πρώτες μεταρρυθμίσεις για τη γυναικεία εργασία και το εκπαιδευτικό σύστημα που θεσπίστηκαν το 1909 από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, ο άγιος επισημαίνει την αναγκαιότητα της παροχής παιδείας στις γυναίκες ώστε αυτές να καταστούν άξιες του κοινωνικού τους ρόλου

Δεν παραλείπει ως ποιμένας να τονίσει την αρμονική συνύπαρξη μέσα στον γάμο, που στηρίζεται στην αληθινή ισοτιμία μεταξύ ανδρός και γυναικός. Ο γάμος για τον ίδιο είναι ιερός ως μυστήριο «διότι αγιάζει διά της ευλογίας αυτής την απαρχήν του ανθρωπίνου γένους… ήτις προάγεται κατά θείον θέλημα προς πλήρωσιν της εαυτής εν τω κόσμω αποστολής· διά του γάμου καινή εγκαινίζεται κτήσις κατά θέλημα Θεού προς δόξαν Θεού» (Μελέται περι των Θείων Μυστηρίων).

Ο άγιος συνεπής με την πατερική θεολογία της Εκκλησίας, κατανοεί την αποστολική προτροπή «Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα» (Εφ. 5:33) μέσα από το σχήμα της σχέσης Χριστός-Εκκλησία: «διότι ως η αγάπη και ο φόβος της Εκκλησίας πρός τον Σωτήρα Χριστόν προσφιλεστέραν αυτήν ως νύμφην τω Νυμφίω Χριστώ ποιούσιν, ούτω και η αγάπη και ο φόβος της γυναικός προς τον εαυτής άνδρα προσφιλεστέραν αυτήν αυτώ ποιούσιν» (Περί του τις η αληθής ερμηνεία). Για τη θεολογία των κειμένων του αγίου ο φόβος της γυναίκας προς τον άνδρα είναι «ιερός, αγνός και δίκαιος, και ότι επιβάλλεται ούτος εις τας γυναίκας, ως θεία εντολή διά την εαυτών ευτυχίαν και αιωνίαν ευδαιμονίαν και τον αδιάρρηκτον σύνδεσμον της κοινής αγάπης» (στο ίδιο), όπως ακριβώς και η Εκκλησία εκδηλώνει φόβο προς τον Χριστό «μη υπολειφθή έν τινι και εκπέση της αγάπης αυτού αναξία τούτης δεικνυομένη» (στο ίδιο). Άλλωστε η παρουσία της γυναίκας μέσα στην οικογένεια είναι σεβαστή και απολύτως αναγκαία, γιατί η διακονία της εκδηλώνεται «ως ευσέβεια προς τον Θεόν, ως αγάπη προς τα τέκνα και ως αγάπης σέβας και αφοσίωσις προς τον εαυτής άνδρα. Αι αρεταί αύται αναδεικνύουσι γυναίκα θεοσεβή, μητέρα φιλόστοργον και σύζυγον αφωσιωμένην και ενάρετον» (Λόγος εν τω Αχιλλοπούλειω Παρθεναγωγείω). Ο άγιος, αν και ιδιαιτέρως καινοτόμος σε άλλα θέματα, διατηρεί εν προκειμένω τις κοινωνικές νόρμες τις εποχής του και δεν επιθυμεί να διαταράξει τα κοινωνικά ήθη.

Συνέχεια αυτής της διακονίας μέσα στον γάμο, υψηλό έργο των γυναικών θεωρείται και η ανατροφή καλών και αγαθών χριστιανών πολιτών. Άλλωστε η ανατροφή των κοριτσιών πρέπει να κατατείνει, ώστε να είναι έτοιμες «δια το υψηλόν καθήκον του παιδαγωγού». Ο ίδιος γνωρίζει καλά πως «τοιούτος αποβαίνει ο παίς, οία είναι η μήτηρ αυτού». Γι’ αυτό και θα παρατηρήσει: «Και τις τω όντι δεν ομολογεί ότι αι πρώται εντυπώσεις αι κατά την παιδικήν ηλικίαν γενόμεναι δεν αποβαίνουσιν ανεξάλειπτοι; Τις αμφιβάλλει ότι κατά την μικράν ηλικίαν τοσούτον ισχυρώς εκτυπούνται επί της απαλής ψυχής του παιδός αι επιδράσεις, ώστε καθ’ όλον τον βίον να παραμένωσι ζωηραί;» (Η αγωγή των παίδων). Επιπλέον υποχρέωση της μητέρας, ο άγιος αναφέρει, πως είναι να οδηγεί τα παιδιά της προς τον Θεό γι’ αυτό οι γυναίκες με τον ρόλο της μητέρας μέσα στην κοινωνία θα πρέπει να γίνουν «εικόνες και υποδείγματα, ων εκμαγεία έσονται τα τέκνα».

Σε μια εποχή που οι ρόλοι των γυναικών μέσα στην κοινωνία έχουν αλλάξει αισθητά η θέση της γυναίκας αποτελεί πάντοτε αντικείμενο προβληματισμού, τόσο για την κοινωνία όσο και για την Εκκλησία.

Για όλα τα παραπάνω η ψυχή της γυναίκας ως μητέρας πρέπει να είναι θεοειδής, καθαρή, αθώα και πλήρης φόβου Θεού γιατί «τότε και η του παιδός ψυχή εις τοιούτον κάτοπτρον κατοπτριζομένη και ανεπαισθήτως ταύτην απομιμουμένη αποβαίνει αυτή ομοία και συν τω χρόνω προϊόντι αποφαίνει των αγαθών σπερμάτων την βλάστησιν» (στο ίδιο).

Σημαντική ήταν και η συμβολή του αγίου στην αναγνώριση της προσφοράς των γυναικών στη ζωή της Εκκλησίας με την πρωτοβουλία του να αναβιώσει τον θεσμό των διακονισσών, αίτημα το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί ακόμα στη ζωή της Εκκλησίας. Η έλλειψη ιερέως και διακόνου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας Αίγινας και η ανάγκη να εξυπηρετηθούν οι πρακτικές και πνευματικές ανάγκες των μοναζουσών οδήγησαν τον άγιο να καθιερώσει δύο υποδιακόνισσες: «Επειδή εν γυναικεία μονή δεν υπάρχουσι διάκονοι, εν δε τη ειρημένη ούτε ιερείς…εθεώρησα να τάξω δυο, ίνα εναλλάξ τελώσι την διακονίαν του ιερού». Οι παραπάνω διακόννισες φρόντιζαν «όπως καθαρίζωσι τα ιερά σκεύη, αλλάσωσι τα καλύμματα και τας σινδόνας της Αγίας Τραπέζης, μετακινώσι το Άγιον Αρτοφόριον και ποιώσι πάσαν εργασίαν του νεωκόρου εν τω ιερώ». Όπως εξηγεί ο άγιος, τα διακονήματα των γυναικών είχαν σχέση με τη φροντίδα, την καθαριότητα, τον ευπρεπισμό του ναού και ειδικότερα του ιερού και σε ακραίες περιπτώσεις με τη μεταφορά της θείας κοινωνίας σε ασθενούσες μοναχές.

Σε μια εποχή που οι ρόλοι των γυναικών μέσα στην κοινωνία έχουν αλλάξει αισθητά η θέση της γυναίκας αποτελεί πάντοτε αντικείμενο προβληματισμού, τόσο για την κοινωνία όσο και για την Εκκλησία. Στα κείμενα του αγίου Νεκταρίου τονίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος της μητέρας και της συζύγου για τη συνοχή της οικογένειας και την ανατροφή των παιδιών, θέσεις οι οποίες δεν παύουν να ισχύουν και σήμερα που οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες, έχουν επιφορτισθεί πολλαπλούς ρόλους μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται και η προσφορά της γυναίκας στην Εκκλησία απο διάφορες διακονίες. Ο ίδιος, γνώστης της ψυχολογίας και των ανθρωπίνων σχέσεων υπογραμμίζει τον πρωτεύοντα ρόλο που έχει η γυναίκα, όλων ίσως των εποχών, για την ισορροπία και τη συνοχή των μελών της οικογενείας, η οποία για να τον επιτύχει χρειάζεται, εκτός από την πίστη και τη θεοσέβεια και την απαραίτητη παιδεία και μόρφωση που προσφέρει το σχολείο και γενικότερα η εκπαίδευση. 


Ο Δημήτριος Κ. Χοϊλούς είναι διδάκτωρ και μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Υπηρετεί ως θεολόγος καθηγητής στο 2ο Γυμνάσιο Ιεράπετρας Κρήτης.

Το κείμενο αποδίδει συνοπτικά εισήγηση που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο τηλε-εσπερίδας που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου σε συνεργασία με τον Παγκρήτιο Σύνδεσμο Θεολόγων στις 4 Νοεμβρίου 2020, με αφορμή τα 100 χρόνια (1920-2020) από την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου.

Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικολάου Γύζη «Τα ορφανά», 1871.