ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΕΣ, …ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ!

ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΕΣ, …ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ!
Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά

Ας γίνουμε εικονοκλάστες, …έστω για μια στιγμή!

Η αναστήλωση των ανθρώπινων εικόνων

Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματός μου
και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιόν σου διαπαντός
Ψαλμ. 19:15

Πάροδος

Καθώς έχουμε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, θα ήταν ίσως χρήσιμο να σταθούμε για λίγο, εστιάζοντας στο σημείο όπου βρισκόμαστε, καθώς και στον προορισμό στον οποίον κατευθυνόμαστε. Έως τώρα, έχουμε θυμηθεί την ταπεινοφροσύνη του Τελώνη και την επιστροφή του Ασώτου. Ανακαλέσαμε στη μνήμη μας την Ημέρα της Κρίσης και την υπεροχή της αγάπης. Και τις επόμενες εβδομάδες θα διαβούμε μέσα από διάφορους τόπους πνευματικούς, με επίκεντρο και κορύφωση την πορεία προς τον Σταυρό.

Πώς ακριβώς, όμως, ταιριάζει η Πρώτη Κυριακή των Νηστειών σε όλα αυτά που μόλις περιγράψαμε; Πώς συνδέεται δηλαδή η Κυριακή της Ορθοδοξίας με την ασθένεια και τη θεραπεία, με τη μετάνοια και τη συγχώρηση; Γνωρίζουμε ασφαλώς το ιστορικό υπόβαθρο του 8ου και του 9ου αιώνα. Ξέρουμε επίσης ότι η θεολογική διδασκαλία περί των ιερών εικόνων εδράζεται στη Σάρκωση, ενώ μας είναι επίσης γνωστή η εμπνευσμένη τέχνη του Θεοφάνη και του Ρουμπλιώφ, του Ουσπένσκι και του Κόντογλου.

Παρόλα αυτά, σε πολλές εκκλησίες ανά τον κόσμο, αυτή η ημέρα χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση θριαμβολογίας που συνδυάζεται μάλλον με ένα κυνήγι μαγισσών, ένα κυνήγι αιρετικών, παρά με οποιαδήποτε κατάνυξη ή καταλλαγή. Σε αυτό το πνεύμα λοιπόν εκφωνούνται κατάλοιπα από βυζαντινά αναθέματα, εκφράζονται μομφές εναντίον θρησκευτικών ηγετών, ενώ παράλληλα καταδικάζουμε όσους … απλά δεν μας αρέσουν. Και τούτο, είτε επειδή υποθέτουμε ότι κατέχουμε εμείς οι ίδιοι τα όρια του δόγματος και της ηθικής, είτε πάλι επειδή βαυκαλιζόμαστε ότι είμαστε οι υπερασπιστές της παράδοσης. Άραγε όμως η στάση αυτή σέβεται και εκφράζει στ’ αλήθεια το πνεύμα της Σαρακοστής;

σε πολλές εκκλησίες ανά τον κόσμο, η Κυριακή της Ορθοδοξίας χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση θριαμβολογίας που συνδυάζεται μάλλον με ένα κυνήγι μαγισσών, ένα κυνήγι αιρετικών, παρά με οποιαδήποτε κατάνυξη ή καταλλαγή. Σε αυτό το πνεύμα λοιπόν εκφωνούνται κατάλοιπα από βυζαντινά αναθέματα, εκφράζονται μομφές εναντίον θρησκευτικών ηγετών, ενώ παράλληλα καταδικάζουμε όσους … απλά δεν μας αρέσουν. Υπάρχει πράγματι κάτι το σαγηνευτικό στο κυνήγι των αντιφρονούντων – τους αναζητούμε τόσο εντός όσο και εκτός Εκκλησίας

Υπάρχει πράγματι κάτι το σαγηνευτικό στο κυνήγι των αντιφρονούντων – τους αναζητούμε τόσο εντός όσο και εκτός Εκκλησίας. Για ορισμένους μάλιστα, η ημέρα αυτή αποτελεί μονάχα μια ευκαιρία απόδοσης τιμής στους ήρωες της Ορθοδοξίας και ταυτόχρονης καταδίκης των αιρετικών, γεγονός που λειτουργεί ως διασφάλιση ενός αισθήματος καθαρότητας ή αμεμψίας.

Θεωρώ, ωστόσο, ότι η ψυχική διάθεση που αρμόζει στην περίοδο της Σαρακοστής, όπως τουλάχιστον εκφράζεται και στην προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου, αποθαρρύνει τόσο το «πνεύμα της αργολογίας» όσο και το «πνεύμα της φιλαρχίας». Εξάλλου, στη σημερινή κατάσταση της Ορθοδοξίας, πιθανότατα δεν χρειαζόμαστε μια ξεχωριστή εορτή για να νιώσουμε υπερήφανοι ως Ορθόδοξοι ούτε και για να κρίνουμε αυτάρεσκα την ετεροδοξία των άλλων.

Η σιωπή της εικόνας

Ας γίνουμε εικονοκλάστες τότε, … έστω για μια στιγμή! Σήμερα θα λάβουν χώρα λιτανείες εικόνων: κάποιοι θα τις παρακολουθήσουν στον ναό, άλλοι διαδικτυακά απ’ το σπίτι. Δεν πρόκειται για μια απλή εορτή, αλλά όντως για μια αληθινή αγαλλίαση. Υπάρχει όμως ένα παράδοξο μυστήριο εδώ: η σιωπή των εικόνων. Όταν εισερχόμαστε στον ναό ή προσευχόμαστε στο σπίτι, περιβαλλόμαστε απ’ την αρμονική, ολοφάνερη και πανταχού παρούσα γαλήνη των εικόνων. Πρόκειται για μια σιωπηρή διακήρυξη της πραγματικότητας καθώς και της πραγμάτωσης της Βασιλείας του Θεού ανάμεσά μας και εντός μας.

Εδώ ακριβώς εντοπίζουμε την εξής αντίφαση. Για πολλούς αιώνες, η Εκκλησία έζησε με τις εικόνες, δίχως ωστόσο ποτέ να εκφρασθεί γι’ αυτές. Για περισσότερο από δύο χιλιετίες, η Εκκλησία προσευχόταν μέσω των εικόνων, αλλά δίχως περιττά κηρύγματα για τις εικόνες. Ακόμη και σε περιόδους διωγμών, όταν οι πιστοί απέδιδαν στις εικόνες την επιβίωση της πίστης τους, ακόμη και τότε, δεν προσέδωσαν σ’ αυτές οποιαδήποτε μεταφυσική διάσταση.

Εάν διαβάσουμε προσεκτικά τα πατερικά κείμενα που αφορούν στις εικόνες, όπως αυτά του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού (8ος αι.), ή του αγίου Θεόδωρου του Στουδίτη (9ος αι.), ανακαλύπτουμε την έμφαση που δίδεται στη Σάρκωση του Θεού. Αυτό το γεγονός έχει σημασία επειδή ο Δημιουργός εισήλθε στη δημιουργία, με συνέπεια ολάκερο το σύμπαν –κάθε άνθρωπος και κάθε ζωντανό όν– να απεικονίζει το πρόσωπο του Θεού.

Την ίδια στιγμή ωστόσο, δεν συναντάμε πουθενά κάποια ιδιαίτερη έμφαση στις εικόνες ως «παράθυρο» προς τον ουρανό ή ως «έκφραση» αισθητικής ομορφιάς! Δεν υφίσταται πάλι ουδεμία τεχνητή διάκριση μεταξύ «παραδοσιακού» ή «μεταρρυθμιστικού» χαρακτήρα των εικόνων. Ακόμη και κατά τη χρυσή εποχή της αγιογραφίας –όπως στις πρώιμες σχολές της Κρήτης ή της Ρωσίας, ή αργότερα στη Σερβία και στη Ρουμανία– δεν δινόταν ιδιαίτερη σημασία στο μήνυμα της εικόνας. Για αιώνες, οι εικόνες περιβάλλονταν από πνευματική περισυλλογή και θεολογική σιγή. Μονάχα πρόσφατα η εικόνα «αναγεννήθηκε» ως εξωτικό αντικείμενο που μπορεί να οδηγήσει περισσότερους προσήλυτους στην Ορθόδοξη πνευματικότητα και στον μυστικισμό.

Υπάρχει όμως ένα παράδοξο μυστήριο εδώ: η σιωπή των εικόνων. Όταν εισερχόμαστε στον ναό ή προσευχόμαστε στο σπίτι, περιβαλλόμαστε απ’ την αρμονική, ολοφάνερη και πανταχού παρούσα γαλήνη των εικόνων. Πρόκειται για μια σιωπηρή διακήρυξη της πραγματικότητας καθώς και της πραγμάτωσης της Βασιλείας του Θεού ανάμεσά μας και εντός μας. H σιωπή αποτελεί την πεμπτουσία της εικόνας. Η εικόνα είναι κενή, δεν αποτελεί κάποιο πράγμα καθαυτό, είναι ανοιχτή στην ερμηνεία. Παρά την εντυπωσιακή της παρουσία και ευφράδεια, η εικόνα αποτελεί κατεξοχήν ένα πρότυπο υπέρτατης ησυχίας.

Συνεπώς, το πρώτο σημείο που θα ήθελα να υπογραμμίσω είναι ότι η σιωπή αποτελεί την πεμπτουσία της εικόνας. Η εικόνα είναι κενή, δεν αποτελεί κάποιο πράγμα καθαυτό, είναι ανοιχτή στην ερμηνεία. Παρά την εντυπωσιακή της παρουσία και ευφράδεια, η εικόνα αποτελεί κατεξοχήν ένα πρότυπο υπέρτατης ησυχίας.

Αυτό και μόνο σημαίνει πολλά. Γιατί η κενότητα και ερημικότητα της εικόνας μας συνδέουν τελικά με την πραγματικότητα που απεικονίζεται: ένα άγιο πρόσωπο ή ένα θαύμα που εκφράζει και φέρνει στο νου μας τον ζώντα Θεό.

Ο κόσμος της εικόνας

Αν όμως μιλούσε η εικόνα τι θα μας έλεγε; Με μια πρόταση, θα τόνιζε ότι «και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. 1:31). Η λέξη «καλά» στο βιβλίο της Γενέσεως προέρχεται μάλιστα από το «κάλλος» και σημαίνει όμορφος. Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε εισήλθε στην ιστορία, αναλαμβάνοντας την κτιστή φύση από μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οτιδήποτε βλέπουμε και λέμε, οτιδήποτε κάνουμε και αγγίζουμε, έχει σπιλωθεί απ’ την πτώση και αμαυρωθεί απ’ την αμαρτία. Παρόλα αυτά, η εικόνα μαρτυρεί την καθάρια αγαθότητα και την υπερβατική ομορφιά του σύμπαντος κόσμου, τη δική μου και τη δική σας. Συμβολίζει και αποτελεί μάλιστα απόδειξη της υπέρμετρης καλοσύνης και της υπερβάλλουσας ομορφιάς όλων των πραγμάτων και των ανθρώπων. Οι πάντες και τα πάντα συμπυκνώνονται και εμπεριέχονται στο ξύλο της εικόνας, όπως και στο Άγιο Ποτήριο της Θείας Κοινωνίας. Με μια πρόταση θα λέγαμε ότι η εικόνα αποτελεί ένα μυστήριο.

Δεν σημαίνει άραγε κάτι το γεγονός ότι καθώς αντικρίζουμε τις εικόνες παρηγορούμαστε, νιώθουμε λιγότερο απομονωμένοι, και πως κανένας δεν μας κρίνει; Οι εικόνες μας επιτρέπουν να στεκόμαστε ενώπιόν τους, να είμαστε μαζί τους, παραμένοντας σιωπηλοί, χωρίς κάποια υπόνοια διαχωρισμού ή αίσθημα ντροπής. Το να βρισκόμαστε με τις εικόνες στον ναό σημαίνει ακριβώς ότι είμαστε ευπρόσδεκτοι, αποδεκτοί, και ότι η παρουσία μας αποτιμάται θετικά. Δεν μας θεωρούν δεδομένους, δεν μας εγκαταλείπουν ούτε μας φορτώνουν με ενοχές.

Η Εκκλησία δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι όπως οι άλλοι θεσμοί. Δεν είναι ή δεν πρέπει να μοιάζει με κάποιο πολιτικό κόμμα το οποίο σου επιβάλλει λογοκρισία αν αμφισβητήσεις την πολιτική του γραμμή ή ριψοκινδυνεύσεις. Στην Εκκλησία υπάρχει περιθώριο για αποτυχίες και λάθη, για εκτροπές και παραβάσεις. Υπάρχει όμως και χώρος για επανένταξη και συγγνώμη. Αυτό άλλωστε είναι η συγ-χώρηση. Γιατί, ουσιαστικά, αν κρίνεις κάποιον στην Εκκλησία, το πιθανότερο είναι ότι κατακρίνεις, ότι σφάλλεις, ότι θέλεις να επιβληθείς στους άλλους καταγγέλλοντας τους επί τη βάσει ενός παραμορφωμένου και στενού ορισμού της Ορθοδοξίας ή της ηθικής.

Ενώ αν δούμε στον αδελφό και την αδελφή μας αυτό που ο Χριστός αντίκρισε σε κάθε αμαρτωλό –το πρόσωπο του Δημιουργού, την εικόνα του Λυτρωτή, το σημάδι του Παράκλητου– τότε το πιθανότερο είναι ότι θα τον προσεγγίσουμε με ευλάβεια, με σεβασμό, και θα του συμπεριφερθούμε με επιείκεια. Ακριβώς όπως όταν βρισκόμαστε ενώπιον μιας εικόνας. Βαθιά μέσα μας –περισσότερο όμως βαθιά απ’ ό,τι συνηθίζουμε– βρίσκεται η εικόνα του Θεού που επιβιώνει και θριαμβεύει εκείνη ακριβώς τη στιγμή που εγκαταλείπουμε κάθε τάση αυτοδικαίωσης ή αυτοπροβολής.

Η Εκκλησία δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι όπως οι άλλοι θεσμοί. Δεν είναι ή δεν πρέπει να μοιάζει με κάποιο πολιτικό κόμμα το οποίο σου επιβάλλει λογοκρισία αν αμφισβητήσεις την πολιτική του γραμμή ή ριψοκινδυνεύσεις. Στην Εκκλησία υπάρχει περιθώριο για αποτυχίες και λάθη, για εκτροπές και παραβάσεις. Υπάρχει όμως και χώρος για επανένταξη και συγγνώμη. Αυτό άλλωστε είναι η συγ-χώρηση. Ενώ αν δούμε στον αδελφό και την αδελφή μας αυτό που ο Χριστός αντίκρισε σε κάθε αμαρτωλό –το πρόσωπο του Δημιουργού, την εικόνα του Λυτρωτή, το σημάδι του Παράκλητου– τότε το πιθανότερο είναι ότι θα τον προσεγγίσουμε με ευλάβεια, με σεβασμό, και θα του συμπεριφερθούμε με επιείκεια. Ακριβώς όπως όταν βρισκόμαστε ενώπιον μιας εικόνας

Έξοδος

Αυτός είναι ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας! Αυτός είναι ο πανηγυρισμός των εικόνων! Όχι η καταδίκη του σφάλματος κάποιων, αλλά η διάκριση της διαφάνειας των πάντων. Το νόημα της εορτής αυτής είναι ότι πρέπει να θεωρούμε τους άλλους δεκτικούς της χάρης και της παρουσίας του Θεού. Σημαίνει να αφήνουμε το φως του Θεού να λάμπει πιο έντονα, τη ζωοποιό Του ενέργεια να κινείται πιο διάχυτα εντός μας και γύρω μας.

Αυτό είναι και το κάλεσμα της Πρώτης Κυριακής των Νηστειών, αυτή είναι η κλήση του κάθε χριστιανού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο λιτανεύουμε τις εικόνες, επειδή αποτελούν τα πρότυπα μας, αυτό που θέλουμε να γίνουμε. Είναι σαν αυτήν την μοναδική ημέρα του χρόνου να αφαιρούμε τις εικόνες από το εικονοστάσι, να τις φέρνουμε εγγύτερα στην καρδιά μας, μεταφέροντάς τις στους δρόμους, εντός των ναών μας ή στα σπίτια μας. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν και εμείς –ως εικόνες που λαχταρούν την αναστήλωσή τους– την πορεία προς το εσπέρας της λαμπρής Ανάστασης που διαλύει κάθε σκοτάδι από τις καρδιές μας και τον κόσμο.


Ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Δρ. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι θεολογικός σύμβουλος της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, συγγραφέας πολυάριθμων άρθρων και βιβλίων για θέματα πατερικής θεολογίας, πνευματικότητας της ερήμου και οικο-θεολογίας.

Το κείμενο του π. Ιωάννη Χρυσαυγή προέρχεται από την σειρά «Κηρύγματα Λογίων και Θεολόγων» του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Fordham της Νέας Υόρκης και εκφωνήθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας (21 Μαρτίου 2021).

Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιωάννης Καμίνης

Εικαστικό θέμα: Αρχάγγελος Γαβριήλ, έργο αγνώστου ζωγράφου, πρώτο μισό 14ου αιώνα, Ρωσικό Μουσείο, Πετρούπολη. Φωτογραφία Όλια Γκλούσενκο.