ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Χρόνος Ανάγνωσης: 8 λεπτά

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Η δεύτερη κατά σειρά «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της Ορθοδοξίας

Ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλά καταφανώς οξύτερα στην τρέχουσα συγκυρία, εποχή κατάρρευσης παλαιότερων βεβαιοτήτων και ανόδου ενός επελαύνοντος πλουραλισμού συντριπτικά συνδεδεμένου με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες του κράτους δικαίου, η φιλελεύθερη Δημοκρατία είθισται να εγκαλείται ως κύριος υπαίτιος για την υπονόμευση καταξιωμένων στον χρόνο κανονιστικών αρχών, καθώς φέρεται να εμφορείται από έναν ανερμάτιστο και ατομοκεντρικό σχετικισμό, δυσανεκτικό σε οποιοδήποτε συλλογικό και παραδοσιακά παραδεδομένο όραμα βίου. Περαιτέρω, η φιλελεύθερη Δημοκρατία συσχετίζεται άμεσα με τον αθεϊστικό μηδενισμό και τον διαβόητο «θάνατο του Θεού», μομφή που την καθιστά αυτόχρημα αν όχι ακραιφνώς εχθρική προς την πίστη, οπωσδήποτε ασύμβατη με τις δογματικές αξιώσεις των μονοθεϊστικών θρησκειών, σύμφωνα πάντα με το ανωτέρω κατηγορητήριο. Σε πείσμα τέτοιων και παρόμοιων άλλων αιτιάσεων, στο παρόν κείμενο θα αποπειραθούμε να υποστηρίξουμε, ανατρέχοντας στον αντίλογο επιλεγμένων μείζονων φωνών του κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού (παλαιότερων και πιο σύγχρονων), ότι η φιλελεύθερη Δημοκρατία όχι μόνο δεν στερείται πολύτιμων αξιών και ζωτικών για τον άνθρωπο πνευματικών συντεταγμένων, αλλά αποτελεί και μάλιστα κυριότατα, τον καλύτερο σύμμαχο του Χριστιανισμού σε σχέση με ποικίλες κοινοτιστικές εναλλακτικές μονοταυτοτικού χαρακτήρα.

Παρ’ ημίν, η εξίσωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τον μηδενισμό και την ατομοκρατία, αν όχι και με την εν γένει αχρήστευση της πολιτικής, παραμένει ανθεκτικά δημοφιλής σε θεολογικούς κύκλους όπου πρυτανεύει η πολιτισμική εκδοχή της ελληνορθόδοξης πίστης, ως «πρόταση για τη νοηματοδότηση του βίου, που ενδιαφέρει πανανθρώπινα» και στους οποίους η πολιτική τέχνη εκλαμβάνεται ρομαντικά και με σωτηριολογικούς όρους, ως άνωθεν εφαρμογή μιας κοσμοδιορθωτικής «πλατωνικής» ουτοπίας. Η τάση αυτή συνοδεύεται από μια παρελθοντολαγνική ελεγεία για την απωλεσθείσα αίγλη μιας πάλαι ποτέ θαλλερής Ορθοδοξίας, η οποία τελεί πλέον σε αποδρομή, επειδή ανταλλάχθηκε αφρόνως με το «κάλπικο δάνειο» των επείσακτων δυτικών προτύπων που πιθηκίζονται απερίσκεπτα από τους αγνώμονες προς την παράδοσή τους νεοέλληνες.

Η θρηνωδία για την απώλεια της μονοπωλιακής επιβολής των χριστιανικών αξιών στις δυτικές κοινωνίες, συχνά προβάλλεται ως απηνής διωγμός και εξορία του ιερού από τη δημόσια σφαίρα και αποδίδεται σε εμπαθή προκατάληψη από την οποία πιστεύεται ότι πάσχει εγγενώς ο Φιλελευθερισμός. Ισχύει αυτή η εκτίμηση; Κατηγορηματικά θεωρούμε πως όχι. Εν πρώτοις, επείγει να επισημανθεί ότι είναι άλλο ζήτημα η αναγνώριση της συμβολής του Ιουδαιοχριστιανισμού στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής και της ευρύτερης δυτικής κουλτούρας και φυσιογνωμίας (σε συνδυασμό βέβαια πάντοτε με την ελληνική παιδεία, το ρωμαϊκό Δίκαιο και τις αρχές του Διαφωτισμού) και εντελώς διαφορετικό η αξίωση να συμμορφώνονται οι νομοθεσίες και τα Συντάγματα εν γένει των δυτικών χωρών στις προσταγές των ιδρυματικών Εκκλησιών. Δεύτερον και κυριότερον, η φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι καταστατικά ανεξίθρησκη, όχι αθεϊστική. Υφίσταται μια κεφαλαιώδης διαφορά ανάμεσα στην ανεξιθρησκία και τον αθεϊσμό, η οποία πρέπει να διασαφηνιστεί, διότι η συσκότισή της, συχνά από άγνοια όμως και από σκοπιμότητα, παροδηγεί εύκολα τους ευσεβείς μα ακατέργαστους νόες καθιστώντας τους καχύποπτους έναντι του δημοκρατικού πολιτεύματος και απερίσκεπτα ευεπίφορους στη θρησκευτική – και κατ’ επέκταση την πολιτική –δημαγωγία.

Για πολλούς, η φιλελεύθερη Δημοκρατία συσχετίζεται άμεσα με τον αθεϊστικό μηδενισμό και τον διαβόητο «θάνατο του Θεού», μομφή που την καθιστά αυτόχρημα αν όχι ακραιφνώς εχθρική προς την πίστη, οπωσδήποτε ασύμβατη με τις δογματικές αξιώσεις των μονοθεϊστικών θρησκειών, σύμφωνα πάντα με το ανωτέρω κατηγορητήριο. Σε πείσμα τέτοιων και παρόμοιων άλλων αιτιάσεων, στο παρόν κείμενο θα αποπειραθούμε να υποστηρίξουμε, ανατρέχοντας στον αντίλογο επιλεγμένων μείζονων φωνών του κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού (παλαιότερων και πιο σύγχρονων), ότι η φιλελεύθερη Δημοκρατία όχι μόνο δεν στερείται πολύτιμων αξιών και ζωτικών για τον άνθρωπο πνευματικών συντεταγμένων, αλλά αποτελεί και μάλιστα κυριότατα, τον καλύτερο σύμμαχο του Χριστιανισμού σε σχέση με ποικίλες κοινοτιστικές εναλλακτικές μονοταυτοτικού χαρακτήρα

Οι φιλελεύθεροι περιλαμβάνουν στις τάξεις τους ανθρώπους όλων των μεταφυσικών πεποιθήσεων, από αγνωστικιστές και θρησκευτικά αδιάφορους μέχρι ευλαβείς πιστούς και μάχιμους αθέους. Θεμέλιους λίθους του Φιλελευθερισμού διακρίνουμε στις διακηρύξεις και τα μανιφέστα πολλών διακεκριμένων στοχαστών, οι οποίοι υπήρξαν βαθύτατα θρησκευόμενοι: άξιοι μνείας ανάμεσά τους είναι (τελείως ενδεικτικά, από τους παλαιότερους) ο Καλβινιστής θεολόγος και λεγόμενος πατέρας του Διεθνούς Δικαίου Hugo Grotius, ο νομομαθής και πολιτικός στοχαστής Johannes Althusius (αφοσιωμένος Καλβινιστής κι αυτός, αλλά υπέρμαχος της αποδέσμευσης της πολιτικής θεωρίας από την εξ αποκαλύψεως θρησκεία), ο Ιησουίτης θεολόγος Balthasar Gracian, και ο εμπειριστής φιλόσοφος John Locke, απολογητής της χριστιανικής πίστης και συγγραφέας του βιβλίου The Reasonableness of Christianity. Εκτός από πιστός χριστιανός, ο Locke υπήρξε και συνεπέστατα ανεξίθρησκος, αρχικά πιο συγκρατημένα, μετέπειτα όμως και μέχρι το πέρας του βίου του ολοσχερώς και ανυποχώρητα. Για τον Locke η Εκκλησία είναι «μια ελεύθερη και εκούσια κοινωνία ανθρώπων», από την οποία «πρέπει να ΄χει πάντοτε την ίδια ελευθερία να αποχωρήσει [κανείς] όπως είχε την ελευθερία να προσχωρήσει». Ο Grotius, από την άλλη πλευρά, υπήρξε υπέρμαχος της ανεξιθρησκίας και προάγγελος της διάκρισης των εξουσιών που θα εισηγούταν  χρόνια αργότερα ο Montesquieu∙ ταυτόχρονα έδωσε θεωρητικές μάχες κατά της ανεξέλεγκτης «λαϊκής κυριαρχίας», δηλ. της βάναυσης απολυταρχίας της πλειοψηφίας σε βάρος των μειονοτήτων, μια καίρια έγνοια του δημοκρατικού πολιτεύματος που θα αναδείκνυε προσφυέστατα αργότερα ο John Stuart Mill.

επείγει να επισημανθεί ότι είναι άλλο ζήτημα η αναγνώριση της συμβολής του Ιουδαιοχριστιανισμού στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής και της ευρύτερης δυτικής κουλτούρας και φυσιογνωμίας και εντελώς διαφορετικό η αξίωση να συμμορφώνονται οι νομοθεσίες και τα Συντάγματα εν γένει των δυτικών χωρών στις προσταγές των ιδρυματικών Εκκλησιών. Η φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι καταστατικά ανεξίθρησκη, όχι αθεϊστική.

Από τις πολύ πρόσφατες μορφές της ένθρησκης φιλελεύθερης διανόησης, αξίζει να σταθούμε στον πατέρα του Πολιτικού Φιλελευθερισμού και ιεροσπουδαστή στη νιότη του, John Rawls∙ στον πολιτικό φιλόσοφο και μαθητή τού Isaiah Berlin, Larry Siedentop, ο οποίος σε πρόσφατη μελέτη του απέδωσε στον Χριστιανισμό τα εύσημα για την ανάδυση του νεωτερικού υποκειμένου, της ατομικότητας και των δικαιωμάτων που απολαμβάνει ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος και στον Michael Walzer, φιλελεύθερο διανοούμενο και πρωτεργάτη της ανάδειξης των χειραφετητικών προκείμενων του πολιτικού περιεχομένου της Εβραϊκής Βίβλου. Αντλώντας κατ’ εξοχήν από τον πλούτο της πατρώας θρησκευτικής του παράδοσης, ο Walzer πραγματεύεται τη σχέση πολιτικής και θρησκείας, υπενθυμίζοντάς μας «πόσο ολέθριος είναι ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός στο έργο της κατανόησης της πολιτικής σκέψης και του πολιτικού στοχασμού». Ταυτόχρονα όμως, σε αγαστή εναρμόνιση και με τις φιλελεύθερες δεσμεύσεις του, ο Walzer ποτέ δεν αφίσταται στα ίδια αυτά έργα του προτάγματος υποστήριξης της αξίας της ανοχής, του σεβασμού στη διαφορετικότητα και της αναγνώρισης των προσώπων ως φορέων ταυτοτήτων και όχι μόνο αφηρημένων δικαιωμάτων. Κατά παρόμοιο τρόπο, o (από εξίσου φιλελεύθερη σκοπιά ορμώμενος) απολογητής των αποκεκαλυμμένων θρησκειών και διαπρεπής μελετητής του Διαφωτισμού Samuel Fleischacker προτείνει έναν τρόπο κατανόησης της παραδοσιακής θρησκείας που «θα πρέπει να ευνοεί την ανοιχτότητα, την ελευθερία και την ανθρώπινη πρόοδο», επιμένοντας ότι «μπορούμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως διαφωτισμένους, φιλελεύθερους ακόλουθους μιας παραδοσιακής θρησκείας» – καθότι, όπως μετ’ επιτάσεως υποστηρίζει, «θρησκεία και ελευθερία», «θρησκεία και ανοιχτότητα μπορούν να συμβαδίζουν».

η φιλελεύθερη Δημοκρατία «δεν αντίκειται προς κανένα εύλογο κοσμοθεωρητικό δόγμα. Αποτελεί αυστηρά μια θεωρία για το πώς είναι δυνατή η συμβίωσή μας υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και ισότητας. Το φιλελεύθερο κράτος, με άλλα λόγια, είναι ουδέτερο στα ζητήματα του αγαθού βίου». Δεν υπεισέρχεται σε συζητήσεις περί το δόγμα (θρησκευτικού ή άλλου τύπου), αρνείται μάλιστα ρητά να γνωμοδοτήσει για την αλήθεια ή μη των όποιων θρησκευτικών ή μεταφυσικών πεποιθήσεων, παρ’ εκτός κι αν αυτές θεωρηθούν επιβλαβείς για την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών.

Οι ένθρησκοι λοιπόν φιλελεύθεροι όπως ο Walzer και οι συν αυτώ θιασώτες της παράδοσης του «κοινωνικού συμβολαίου» απορρίπτουν ταυτόχρονα τη θεοκρατία και τον κρατικά επιβεβλημένο αθεϊσμό ως αντεστραμμένες μορφές ολοκληρωτισμού με κοινό παρονομαστή την άνωθεν θεσμοθέτηση μιας αποκλειστικής εκδοχής του είναι και του ευ ζην, που αποσκοπεί στην αυταρχική χειραγώγηση των συνειδήσεων και της προσωπικής ζωής. Ο πλουραλισμός στον οποίον ομνύει ο Φιλελευθερισμός είναι πολιτικού, όχι μεταφυσικού τύπου: ενδιαφέρεται μόνο να διασφαλίσει έναν ελεύθερο στίβο απρόσκοπτης ανταλλαγής απόψεων και διακίνησης ιδεών, χωρίς να προτείνει μια δική του εκδοχή της αλήθειας, του στυλ ότι η πραγματικότητα είναι π.χ. εκ φύσεως «σχετική» ή ότι εξαντλείται στα πορίσματα των θετικών επιστημών, όπως πιστεύουν οι αδαείς που συγχέουν τον Φιλελευθερισμό με την προγραμματική σχετικοκρατία και τον φυσιοκρατικό υλισμό. Γι’ αυτό και την ίδια στιγμή που απορρίπτει τη διαπλοκή της πολιτικής με τη μεταφυσική σωτηριολογία, η φιλελεύθερη Δημοκρατία «δεν αντίκειται προς κανένα εύλογο κοσμοθεωρητικό δόγμα. Αποτελεί αυστηρά μια θεωρία για το πώς είναι δυνατή η συμβίωσή μας υπό θεσμικές συνθήκες ελευθερίας και ισότητας. Το φιλελεύθερο κράτος, με άλλα λόγια, είναι ουδέτερο στα ζητήματα του αγαθού βίου». Δεν υπεισέρχεται σε συζητήσεις περί το δόγμα (θρησκευτικού ή άλλου τύπου), αρνείται μάλιστα ρητά να γνωμοδοτήσει για την αλήθεια ή μη των όποιων θρησκευτικών ή μεταφυσικών πεποιθήσεων, παρ’ εκτός κι αν αυτές θεωρηθούν επιβλαβείς για την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών.

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Χαράλαμπου Βέντη «Φιλελεύθερη Δημοκρατία και Χριστιανική Πίστη».
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Χαράλαμπου Βέντη «Φιλελεύθερη Δημοκρατία και Χριστιανική Πίστη».

Πόση διαφορά ανάμεσα στους ευαίσθητους αυτούς ένθρησκους υμνητές της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εγχώρια αντι-φιλελεύθερη διανόηση∙ η οποία, όταν δεν αναλίσκεται στη συνωμοσιολογική σκιαμαχία γύρω από την ανθελληνική «Νέα Τάξη πραγμάτων» και συναφείς πομφόλυγες εσωτερικής κατανάλωσης, διασύρει ανερυθρίαστα κάθε έννοια κοινωνικής προόδου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποθεώνοντας άκριτα πολλές φορές και άνευ επιφυλάξεων τη βυζαντινή απολυταρχία και τη διαπλοκή του Αυτοκράτορα με το ιερό. Αναμφίβολα οσοδήποτε κι αν εκτιμούμε το Βυζάντιο (κι έχουμε αρκετούς λόγους για να το αποτιμούμε θετικά), δεν ανατρέχουμε σε αυτό στην αναζήτησή μας για πολιτικά πρότυπα. Το απολυταρχικό θεοκρατικό του μοντέλο συνιστά ρήξη με το επίτευγμα της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας και οπωσδήποτε σηματοδοτεί μιαν οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με αυτήν. Η εμμονική προσπάθεια να νεκραναστήσουμε σήμερα τις παρωχημένες κοινωνικοπολιτικές δομές του Βυζαντίου ως δήθεν ανυπέρβλητες και αποκλειστικά κατάλληλες για τη δική μας εθνική «ψυχοσύνθεση» μόνο σε στειρότητα και τέλμα μπορεί να οδηγήσει, όπερ και εγένετο τελικά: η νεοελληνική ροπή στην ομφαλοσκόπηση και την πλασματική αυτάρκεια των «αρετών της φυλής» σε βάρος των πασιφανών μας ελλειμάτων, εξηγεί μέχρι τινός το πολυποίκιλο αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε πρόσφατα η εν πολλοίς κλειστή και παροπλισμένη ελληνική κοινωνία, όταν μια σκοτεινή πρωία ξύπνησε αίφνης χρεοκοπημένη σε έναν άγνωστο κόσμο που δεν τον καταλάβαινε αλλά ούτε κι εκείνη γινόταν κατανοητή εκτός των συνόρων της – ίσως διότι καθώς φαίνεται ως χώρα, η Ελλάδα κατάφερε κι έχασε ολόκληρο το β’ ήμισυ του 20ού αιώνα, μαθημένη καθώς ήταν να αναπαράγει μηχανικά το νεκρό γράμμα των θρυλικών της προγόνων αντί να μαθητεύσει στο πνεύμα τους και να αντικρύσει συνακόλουθα τη διεθνή μεταπολεμική πραγματικότητα με τόλμη και διαυγή ματιά.

Δεδομένης της αλλεργικής επιφύλαξης προς οτιδήποτε επαναπροδιορίζει τη θέση της Εκκλησίας στις Ορθόδοξες χώρες και δη με «άρωμα» Δύσης, κάθε προσπάθεια ευαισθητοποίησης των πιστών γύρω από τέτοια θέματα θα εξακολουθεί να πέφτει στο κενό και να ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά, αν δεν διαλυθεί επιτέλους μια μακροχρόνια πλάνη, ενδημική σε κύκλους Ορθοδόξων, με έντονο αντιδυτικό ετεροπροσδιορισμό: πρόκειται για την ιδεοληπτική δαιμονοποίηση της νεωτερικότητας τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, όταν ο αντιδυτικισμός εκτινάχθηκε σε δομικό στοιχείο της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη δεύτερη κατά σειρά «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της Ορθοδοξίας.

Θα ήταν ευχής έργον αν η Ορθοδοξία αφυπνιζόταν θεολογικά – και ταυτόχρονα, θεσμικά – μετά την παρατεταμένη χειμερία της νάρκη, όπως έκανε παλιότερα κατά τον 20όν αιώνα, όταν αποτίναξε τα οθνεία δυτικά της δάνεια και επανέκτησε μέρος της αυτοσυνειδησίας της, παρασυρόμενη όμως άκριτα και ένεκα κεκτημένης ταχύτητας στο άλλο άκρο: στη διολίσθηση ενός έωλου, ιδεοληπτικά κατασκευασμένου αντιδυτικισμού και μιας στείρας ομολογιακής εσωστρέφειας, που την κατέστησαν παντελώς απούσα ιστορικά, φυγόκοσμη, φοβική, μονομερώς προσκολημμένη στα επουράνια και, το χειρότερο ίσως, πρόθυμη σύμμαχο κάθε τυραννικού και ολοκληρωτικού καθεστώτος που υπόσχεται όχι απλά την κοινωνικοπολιτική στασιμότητα αλλά την παρελθοντολάγνα επιστροφή σε αυταρχικές προνεωτερικές δομές, εχθρικές στον αναστοχασμό και την έννοια των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Δεδομένης της αλλεργικής αυτής επιφύλαξης προς οτιδήποτε επαναπροδιορίζει τη θέση της Εκκλησίας στις Ορθόδοξες χώρες και δη με «άρωμα» Δύσης, κάθε προσπάθεια ευαισθητοποίησης των πιστών γύρω από τέτοια θέματα θα εξακολουθεί να πέφτει στο κενό και να ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά, αν δεν διαλυθεί επιτέλους μια μακροχρόνια πλάνη, ενδημική σε κύκλους Ορθοδόξων, με έντονο αντιδυτικό ετεροπροσδιορισμό: πρόκειται για την ιδεοληπτική δαιμονοποίηση της νεωτερικότητας τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, όταν ο αντιδυτικισμός εκτινάχθηκε σε δομικό στοιχείο της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη δεύτερη κατά σειρά «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της Ορθοδοξίας. Υπενθυμίζουμε ότι η ένεκα ιστορικών συνθηκών πρώτη αιχμαλωσία της αφορούσε στον άκριτο επηρεασμό της Εκκλησίας από οθνεία, δυτικής προέλευσης θεολογικά δάνεια, τα οποία όντως συνέβαλαν στη μερική αλλοτρίωσή της∙ στη συνέχεια όμως και ως αντίδραση στην εκδυτικοποίησή της, η Ορθοδοξία παρασύρθηκε εξίσου άκριτα σε μιαν απολυτοποιημένη ομολογιακή περιχαράκωση και εναν αφελή αντιδυτικισμό που την κατέστησαν παρελθοντολάγνα, πνιγηρά στατική και εσωστρεφή, φοβική και αδρανή, με αποτέλεσμα την ανακοπή της φυσικής της εξέλιξης και την εξώθησή της κυριολεκτικά στο περιθώριο της ιστορίας – για να φτάσει να δίνει εδώ και χρόνια την εικόνα ενός αμαλγάματος από εθνικές Εκκλησίες αναλωμένες στον μίζερο ρόλο του άτυπου υπουργείου Εξωτερικών και Άμυνας των χωρών τους, περίπου ως παρακολούθημα των κρατών τα οποία πλαισιώνουν, χωρίς καμία θετική συνεισφορά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι πέραν των μαχών οπισθοφυλακής που ατυχώς επιμένουν να δίνουν.

Ο πολιτικά εγγράμματος και κοινωνικά ευαίσθητος χριστιανός (ναι, υπάρχουν κι αυτοί) είναι κάλλιστα σε θέση να προσυπογράψει τα πολιτικά επιτεύγματα της νεωτερικότητας και του φιλελευθερισμού υποβοηθούμενος από το Ευαγγέλιο. Ως τέτοια, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά την κατηγορηματική διάκριση των εξουσιών του Θεού και του Καίσαρα, τον επαναπροσδιορισμό της θρησκευτικής πίστης ως ελεύθερης συνειδησιακής επιλογής, την προαγωγή της ανοχής και την αποτροπή των πράξεων βίας από τον Χριστό, παράλληλα με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές ανατροπές που εισήγαγε ο Χριστός προς όφελος των γυναικών και των κατατρεγμένων.

Ο πολιτικά εγγράμματος και κοινωνικά ευαίσθητος χριστιανός (ναι, υπάρχουν κι αυτοί) είναι κάλλιστα σε θέση να προσυπογράψει τα πολιτικά επιτεύγματα της νεωτερικότητας και του φιλελευθερισμού υποβοηθούμενος από το Ευαγγέλιο. Ως τέτοια, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά την κατηγορηματική διάκριση των εξουσιών του Θεού και του Καίσαρα, τον επαναπροσδιορισμό της θρησκευτικής πίστης ως ελεύθερης συνειδησιακής επιλογής, την προαγωγή της ανοχής και την αποτροπή των πράξεων βίας από τον Χριστό, παράλληλα με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές ανατροπές που εισήγαγε ο Χριστός προς όφελος των γυναικών και των κατατρεγμένων. Συνδυαστικά, τα παραδείγματα αυτά επιμαρτυρούν ότι η χριστιανική πίστη όχι μόνο δεν είναι ασύμβατη με τη νεωτερικότητα, αλλά αποτελεί – και μάλιστα κυριότατα – ένα συναρπαστικό προανάκρουσμά της. Συνεπεία τούτου, χρέος των Ορθόδοξων θεολόγων δεν μπορεί να είναι η δαιμονοποίηση της νεωτερικότητας και δη ως… καύχημα, αλλά η προσπάθεια μιας έντιμης και δημιουργικής ακριβώς συνάντησης της ιδρυματικής Ορθοδοξίας με τη νεωτερικότητα, η οποία εκκρεμεί ακόμη επώδυνα, μολονότι έχουν όντως κατατεθεί αξιόλογες θεολογικές προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.


Ο Χαράλαμπος Βέντης είναι Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ.

Το παρόν άρθρο προέρχεται από το βιβλίο του Χαράλαμπου Βέντη «Φιλελεύθερη Δημοκρατία και Χριστιανική Πίστη» και δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα και του εκδότη, τους οποίους και ευχαριστούμε.