ΟΔΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣ, ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΤΕΧΝΗΣ

ΟΔΟΣΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣ, ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΤΕΧΝΗΣ
Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά

Οδόσημα μνήμης, μνημόνια τέχνης

Βιβλιοκρισία για το βιβλίο της Ελένης Παπαδοπούλου, Οδόσημα μνήμης, Μνημόνια τέχνης: Επιτύμβια Επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Αθήνα, εκδ. «Γράφημα», 2020.

Μια κατάδυση στην ελληνιστική γραμματεία επιχειρεί, ανάμεσα στ’ άλλα, η εμβριθής μελέτη της Ελένης Παπαδοπούλου, «Οδόσημα μνήμης Μνημόνια τέχνης», που εστιάζεται στην επιτάφια επιγραμματική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Ερμηνεύοντας πηγές και αφετηρίες της, παρουσιάζει, κιόλας από την αρχή, τα στοιχεία της ιστορικής εξέλιξης της επιγραμματικής τέχνης, ενώ, παράλληλα, κάνει αναφορά στο πλαίσιο της εποχής που τη διαμόρφωσε, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που την καλλιέργησε και την ιδιαιτερότητα του πνεύματος που πυροδότησε τη δημιουργία της. Η εμβάθυνση αυτή στην εποχή, αναδιφά τις ιστορικές και καλλιτεχνικές ρίζες του επιτύμβιου επιγράμματος, ερευνώντας τη σχέση του με άλλα είδη της θύραθεν λογοτεχνίας, μελετώντας επιρροές και καταγράφοντας την πρόσληψη και μεταλαμπάδευσή του στους επιγόνους.

Μέσα από μια τέτοια οπτική, μας μεταφέρει τη γευσιγνωσία ενός έργου απαράμιλλου, το ξεχωριστό στοιχείο μιας δημιουργίας που εδραιώνει τη πνευματική της συνέχεια μέσα από το μπόλιασμα του παλαιού πνεύματος στο νεότερο σώμα της, ζυγίζοντας το βάρος της στους επιγόνους. Μετρώντας τα μονοπάτια του Ομήρου και διατρέχοντας τους αρχαίους κλασσικούς, η τέχνη του επιγράμματος του Γρηγορίου τροφοδοτείται από μια κοινή πηγή: την ελληνική γλώσσα στην εξέλιξή της, που διαμορφώνει το πλαίσιο της ελληνιστικής κοινής.

Το ρεύμα αυτό του πολιτισμού μέσα από αμοιβαίες δοσοληψίες και αναφορές – κοινές λατρείες – μας μεταφέρει ως στην κοίτη της Αλεξάνδρειας, εκεί όπου ξεβράζει, ποτίζοντας το μονοπάτι της πνευματικής ζωής, από την αρχαιότερη ίσαμε τη νεότερη έκφραση δημιουργίας. Μήπως η περιεκτικότητα του λόγου, ο αυστηρός βηματισμός και ο λιτός τονισμός του δεν μετρά το κομπολόι της Αλεξανδρινής ποίησης, από τον Καλλίμαχο ή τον Απολλώνιο τον Ρόδιο μέχρι τον Καβάφη; Η διαχρονική αυτή ματιά είναι έκφραση της ενότητας του ελληνικού πνεύματος.

Μέσα από μια τέτοια οπτική, μας μεταφέρει τη γευσιγνωσία ενός έργου απαράμιλλου, το ξεχωριστό στοιχείο μιας δημιουργίας που εδραιώνει τη πνευματική της συνέχεια μέσα από το μπόλιασμα του παλαιού πνεύματος στο νεότερο σώμα της, ζυγίζοντας το βάρος της στους επιγόνους. Μετρώντας τα μονοπάτια του Ομήρου και διατρέχοντας τους αρχαίους κλασσικούς, η τέχνη του επιγράμματος του Γρηγορίου τροφοδοτείται από μια κοινή πηγή: την ελληνική γλώσσα στην εξέλιξή της, που διαμορφώνει το πλαίσιο της ελληνιστικής κοινής.

Σε τέτοιες πηγές ξεδιψά και το έργο του Καππαδόκη ιεράρχη, μια τέτοια γλώσσα καλλιεργεί. Διαμορφώνοντας τον ξεχωριστό του χαρακτήρα στη μεγάλη δεξαμενή των κλασσικών γραμμάτων, προσεγγίζει το έτερο μέσα από το κοινό. Είναι μια βάφτιση στο διαχρονικό πνεύμα των εποχών. Η παρούσα μελέτη το αναδεικνύει με φροντίδα και σπουδή, μέσα από μια προσέγγιση γλωσσική, υφολογική, ειδολογική, συγκριτική, γραμματολογική και μετρική. Πόνημα βαρύ, πολυδιάστατο, δουλειά σκαπανέα συστηματική.

Κεντρίζει το ενδιαφέρον από τον τίτλο, ακόμα: «Οδόσημα μνήμης Μνημόνια τέχνης». Η σύμμετρη αναλογία των όρων – ένα ζεύγος χαρακτηρισμών στο ύφος και το ήθος του επιγράμματος  κι αυτό, μεταφέρει με την πυκνότητα του λόγου του την ουσία της ερευνητικής ματιάς. «Για τον Γρηγόριο, τα επιτύμβια επιγράμματα λειτούργησαν σαν οδόσημα μνήμης προσφιλών του προσώπων, αλλά και σαν μνημόνια ποιητικής τέχνης» (σσ. 76-7). Έτσι κι αλλιώς, στηρίχτηκαν στη μνήμη. Η μνήμη τροφοδότησε την τέχνη τους – μια άλλη παρηγοριά του θανάτου και αυτή. Διότι, όπως υποδεικνύει και η πορεία της έρευνας, η ποιητική δημιουργία γίνεται, εδώ, παραμυθία θανάτου στα πλαίσια της εσχατολογικής προοπτικής του Χριστιανισμού.

Κεντρίζει το ενδιαφέρον από τον τίτλο, ακόμα: «Οδόσημα μνήμης Μνημόνια τέχνης». Η σύμμετρη αναλογία των όρων – ένα ζεύγος χαρακτηρισμών στο ύφος και το ήθος του επιγράμματος  κι αυτό, μεταφέρει με την πυκνότητα του λόγου του την ουσία της ερευνητικής ματιάς. «Για τον Γρηγόριο, τα επιτύμβια επιγράμματα λειτούργησαν σαν οδόσημα μνήμης προσφιλών του προσώπων, αλλά και σαν μνημόνια ποιητικής τέχνης»

Το πρώτο μέρος της μελέτης διατρέχει τις απαρχές του επιγράμματος, παρουσιάζοντας την εξέλιξη του είδους, τις συλλογές επιγραμμάτων που λειτούργησαν ως παρακαταθήκη του αρχαίου πνεύματος και την πρόσληψή τους από τον Γρηγόριο. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στη δεξίωση του ποιητικού έργου του από τους μεταγενέστερους και στην επιρροή που άσκησε στους επιγιγνομένους. Ύστερα από μια επιτομική θεώρηση του συνόλου των επιγραμμάτων του, τη θέση τους στα γράμματα της εποχής και το πνευματικό τους εκτόπισμα, η έρευνα εστιάζεται στα επιτύμβια επιγράμματα που συνέταξε ο Γρηγόριος προς τα αγαπημένα του πρόσωπα που είχαν πεθάνει: τη μητέρα του, Νόννα, τον πατέρα του, Γρηγόριο τον πρεσβύτερο, τον αδερφό του, Καισάριο, και την αδερφή του, Γοργονία. Οι πλούσιες υποσημειώσεις διατρέχουν τη διεθνή βιβλιογραφία και αντλούν από τις πηγές μοτίβα και άλλα χαρακτηριστικά, αναδεικνύοντας την πρόθεση του Καππαδόκη δημιουργού. Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι από μόνο του ανατρεπτικό: η ελευθερία της σύλληψης δίνει δύναμη στην ποιητική του, μεταφέροντας την τέχνη του έξω από το προφανές. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός δεν απεκδύεται την παράδοση, αλλά συνάδει με αυτήν στην κατεύθυνση μιας προσωπικής δημιουργίας για να την ανανεώσει.

Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι από μόνο του ανατρεπτικό: η ελευθερία της σύλληψης δίνει δύναμη στην ποιητική του, μεταφέροντας την τέχνη του έξω από το προφανές. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός δεν απεκδύεται την παράδοση, αλλά συνάδει με αυτήν στην κατεύθυνση μιας προσωπικής δημιουργίας για να την ανανεώσει.

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, η ερευνήτρια αναλαμβάνει να σχολιάσει τα δώδεκα επιτύμβια επιγράμματα που αναφέρονται στον Μ. Βασίλειο, φίλο του Γρηγορίου ακριβό. Μεταφέρει στη νέα ελληνική τα επιγράμματα ένα προς ένα. Παραθέτει σχόλια εξονυχιστικά, αναδιφά όλον τον πλούτο της αρχαίας γλώσσας, την ποιητική της σκευή: λέξεις, φραστικά σύνολα, ρηματικούς τύπους, καταλήξεις, συντακτικές δομές, ιωνικά και ομηρικά ίχνη που επαναλαμβάνονται, σχήματα ρητορικά που αναδεικνύονται μέσα από τη στιχουργική, το ταξίδι των ποιητικών όρων, από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, στον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη και ακόμα στη Σαπφώ, τον Στησίχορο, τον Πίνδαρο, τον Βακχυλίδη, αλλά και τον Οππιανό, προς τους Αλεξανδρινούς και παραπέρα. Μια διαδρομή που διανύεται με όχημα τη γλώσσα και μεταφέρεται στη στιχουργική και τη μετρική των δώδεκα επιγραμμάτων. Η ερευνητική ματιά τα προσμετρά ένα-ένα, πιάνει στίχο-στίχο τη βελονιά. Είναι μια ανάλυση πυκνή, διακειμενική, που έρχεται να αναδείξει το πλούσιο φάσμα των γλωσσικών και πολιτισμικών μεταγγίσεων, να διατρέξει μοτίβα και τόπους κοινούς. Κάπως έτσι, το αρχαίο ελληνικό μοτίβο του θανάτου ως αρπαγής ενοφθαλμίζεται στα χριστιανικά δεδομένα, ενώ η αντίληψη του ορίου, που διαποτίζει το πνεύμα των επιγραμμάτων, μας παραπέμπει στην έννοια της αριστοτελικής μεσότητας.

Ο θάνατος «ως γεγονός προσωπικό και θεολογικό ζητούμενο» (σ. 75), που αναπτύσσεται διεξοδικότερα στο τρίτο μέρος του βιβλίου, απασχολεί τον προβληματισμό του Γρηγορίου, πυροδοτώντας την τέχνη του. Κι επειδή τα επιτάφια επιγράμματα αποτελούν μικρογραφίες των επιτάφιων λόγων του, ο θεωρητικός τόπος του θανάτου γίνεται ο κοινός συνδετικός κρίκος των λογοτεχνικών ειδών, ένα σημείο συνάντησης της τέχνης με τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα, παράπλευρος και όμορος, ασκεί επιρροή στις αναζητήσεις του Γρηγορίου, αλλά δεν τον καλύπτει· η χριστιανική του παιδεία τον προσανατολίζει διαφορετικά, καταπραΰνοντας τον πόνο του μέσα από το βίωμα της αναστάσιμης λύτρωσης και την επαγγελία της αιώνιας ζωής που τον ξεπερνάει. Ο παρηγορητικός χαρακτήρας των επιτάφιων επιγραμμάτων συνοδεύεται από ένα μικτό αίσθημα χαρμολύπης, για να κυριαρχήσει εν τέλει εκείνο της χαράς του θανάτου λυτρωτή.

Ο θάνατος «ως γεγονός προσωπικό και θεολογικό ζητούμενο» που αναπτύσσεται διεξοδικότερα στο τρίτο μέρος του βιβλίου, απασχολεί τον προβληματισμό του Γρηγορίου, πυροδοτώντας την τέχνη του. Κι επειδή τα επιτάφια επιγράμματα αποτελούν μικρογραφίες των επιτάφιων λόγων του, ο θεωρητικός τόπος του θανάτου γίνεται ο κοινός συνδετικός κρίκος των λογοτεχνικών ειδών, ένα σημείο συνάντησης της τέχνης με τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Ο ιδεαλισμός του Πλάτωνα, παράπλευρος και όμορος, ασκεί επιρροή στις αναζητήσεις του Γρηγορίου, αλλά δεν τον καλύπτει· η χριστιανική του παιδεία τον προσανατολίζει διαφορετικά, καταπραΰνοντας τον πόνο του μέσα από το βίωμα της αναστάσιμης λύτρωσης και την επαγγελία της αιώνιας ζωής που τον ξεπερνάει.

Αν τα επιγράμματα αποτελούν μικρογραφία των επιτάφιων λόγων του, δανείζονται στοιχεία και από το καινοφανές λογοτεχνικό είδος της αυτοβιογραφικής ποίησης που εισήγαγε ο Γρηγόριος στην εκκλησιαστική γραμματεία. Και αν πάλι πειθαρχούν στους μετρικούς κανόνες του ελεγειακού δίστιχου, εμπλουτίζουν με ελεύθερα ρητορικά σχήματα τη φόρμα και το περιεχόμενό τους: η διάχυση στοιχείων ανάμεσα στην πρόζα και την ποίηση είναι ιδιαίτερα δυναμική. Εκφράζουν την ήρεμη και στοχαστική αναπόληση ενός δημιουργού που μετρά, προς το τέλος της ζωής του, τα λόγια και τα οράματά του σε μια φόρμα περιεκτική. Το επίγραμμα, στοχαστικό επιμύθιο της αλήθειας, αναδιπλώνεται με συστολή. Στον ρυθμό μιας κοντής αναπνοής αναπτύσσει τους λόγους του με οικονομία. Συγγενεύει έτσι με εκείνη την κατάσταση της σιωπής που επέβαλε ο Καππαδόκης ιεράρχης στον εαυτό του, ύστερα από την επεισοδιακή παραίτησή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης· το δίπολο λόγος – σιωπή, εκφρασμένο κιόλας στην Παλαιά Διαθήκη, γίνεται εδώ πράξη λόγου λιτή. Έρχεται να μιλήσει για τον θάνατο και την αθανασία, να στέρξει μελαγχολικά στη ματαιότητα των πραγμάτων και να αποθεώσει την παρηγορία μιας αιώνιας ζωής: με την τέχνη της ποιήσεώς του μονάχα. Ίσως να μην υπάρχει, τελικά, καλύτερο εχέγγυο αθανασίας από τούτο.

Αν τα επιγράμματα αποτελούν μικρογραφία των επιτάφιων λόγων του, δανείζονται στοιχεία και από το καινοφανές λογοτεχνικό είδος της αυτοβιογραφικής ποίησης που εισήγαγε ο Γρηγόριος στην εκκλησιαστική γραμματεία. Και αν πάλι πειθαρχούν στους μετρικούς κανόνες του ελεγειακού δίστιχου, εμπλουτίζουν με ελεύθερα ρητορικά σχήματα τη φόρμα και το περιεχόμενό τους: η διάχυση στοιχείων ανάμεσα στην πρόζα και την ποίηση είναι ιδιαίτερα δυναμική. Εκφράζουν την ήρεμη και στοχαστική αναπόληση ενός δημιουργού που μετρά, προς το τέλος της ζωής του, τα λόγια και τα οράματά του σε μια φόρμα περιεκτική. Το επίγραμμα, στοχαστικό επιμύθιο της αλήθειας, αναδιπλώνεται με συστολή.


Η Μαγδαληνή Θωμά, Συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, είναι φιλόλογος, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας. Έχει διδάξει για πολλά χρόνια σε σχολεία της ομογένειας, ενώ συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα που μετέφρασε Σεφέρη στα εσθονικά.

Το παρόν άρθρο αποτελεί βιβλιοκρισία της μελέτης της Ελένης Παπαδοπούλου, Οδόσημα Μνήμης, Μνημόνια Τέχνης: Επιτύμβια Επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα (2020).

Τα εικαστικά θέματα της ανάρτησης προέρχονται από τον Ι. Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Τσαγκαράδα Πηλίου και από το εξώφυλλο του βιβλίου. Η φωτογράφηση της αγιογραφίας του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου έγινε από τον Κωστή Δρυγιανάκη, 2021.