ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΨΑΛΤΙΚΗ

ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΨΑΛΤΙΚΗ
Χρόνος Ανάγνωσης: 9 λεπτά

Τοπικότητες και ομοιογένεια στην Βυζαντινή ψαλτική

Υπάρχουν «τοπικές» ψαλτικές παραδόσεις στον χώρο της λεγόμενης βυζαντινής ψαλτικής; Σίγουρα υπάρχουν ψάλτες που ασκούν την τέχνη τους σε συγκεκριμένους τόπους, αλλά είναι αυτή αναγκαία και ικανή συνθήκη για να μιλήσουμε για τοπικές παραδόσεις; Μήπως αντίθετα υπάρχει ένα κεντρικά καθορισμένο μουσικό σώμα, από το οποίο είναι καλό να αποφεύγεται οποιαδήποτε απόκλιση; Είναι εν τέλει επιθυμητή η τοπικότητα στην βυζαντινή ψαλτική, και αν ναι, σε ποιο βαθμό; Ήταν πάντοτε έτσι; Δε φιλοδοξώ να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα. Απλά επιχειρώ να δω το θέμα από μερικές οπτικές γωνίες και να καταγράψω ερωτήματα.

Τοπικές Ψαλτικές Παραδόσεις στη Βυζαντινή Μουσική

Πριν αρχίσω, να ήθελα να κάνω μια γεωγραφική, ας πούμε, επισήμανση. Η ψαλτική της βυζαντινής κληρονομιάς δεν είναι ταυτόσημη με την ψαλτική της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποκλειστικώς ως Ελληνική ή Ρωμαίικη. Όλοι αυτοί οι όροι διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου και κανείς δεν είναι εντελώς σταθερός. Υπάρχουν περιοχές που ανήκουν στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς να ακολουθούν την βυζαντινή παράδοση εδώ και αιώνες (η Ρωσία το πιο χτυπητό παράδειγμα), υπάρχουν περιοχές ακόμη και στο Ελληνικό κράτος που αποκλίνουν από αυτή (με την ίδια την Αθήνα να ηγείται αυτών των αποκλίσεων για αρκετές δεκαετίες), υπάρχουν περιοχές που ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση στην ψαλτική χωρίς να θεωρούν τον εαυτό τους τμήμα του Ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα στο χώρο της Μέσης Ανατολής, ενώ υπάρχουν και οι κοιτίδες των «Καθολικών του Βυζαντινού τυπικού», που δεν είναι καν Ορθόδοξες από δογματικής πλευράς. Πρέπει να σημειώσει κανείς ότι αντίστοιχα, σε ότι αφορά τις γλώσσες, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ αποκλειστικώς Ελληνική γλωσσικά· η Ελληνοφωνία και η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία συμπίπτουν σε μεγάλα κομμάτια τους, αλλά υπάρχουν και τμήματα της κάθε μίας που δεν χαρακτηρίζουν και την άλλη. Κανένα από αυτά τα δυο στοιχεία (η Ελληνική γλώσσα και η ψαλτική της βυζαντινής παράδοσης) δεν αποτελεί καθολικότητα για την Εκκλησία, ούτε, προφανώς, διαχρονικό χαρακτηριστικό. Ο πολλαπλασιασμός των αυτοκέφαλων Εκκλησιών μέσα στον Ορθόδοξο κόσμο, τους τελευταίους δυο αιώνες, σκιαγραφεί ουσιαστικά την αναγνώριση της ύπαρξης τοπικοτήτων. 

Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που τίθεται σχετικά με την ψαλτική της βυζαντινής κληρονομιάς είναι ένα ερώτημα ακριβείας ή, μάλλον, ποσότητας. Πόση είναι η ελευθερία που επιτρέπεται στον επιμέρους ερμηνευτή; Η ελευθερία αυτή, εφόσον καταστεί αποδεκτή, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο αυτού που λέγεται τοπική παράδοση. Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Πρώτα πρώτα, δεν είναι ένα ερώτημα που μπορεί να τεθεί με τον ίδιο τρόπο στο πέρασμα του χρόνου. Στη βυζαντινή παράδοση, όπως και στις περισσότερες μουσικές παραδόσεις και στη ζωή μας γενικότερα, η γραπτότητα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος τους τελευταίους αιώνες, ωθώντας την προφορικότητα στο περιθώριο. Η ακρίβεια σε μια προφορική παράδοση είναι πολύ διαφορετική από την ακρίβεια σε μια παράδοση γραπτή· τα γραπτά μένουν, ο ήχος πετά, για να παραφράσω το γνωστό γνωμικό. Και τα γραπτά τα ίδια, όπως οι μουσικολόγοι το ξέρουν καλύτερα από μένα, πήρε αιώνες μέχρι να παγιωθούν, να καταλήξουν να σημαίνουν για όλους τα ίδια· χαρακτηριστικές οι μαρτυρίες του Απόστολου Κώνστα που ανθολογεί ο Γρηγόρης Στάθης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, τους τελευταίους δυο αιώνες, έκανε έναν μεγάλο αγώνα να περικόψει τις ελευθερίες αυτές των επιμέρους ερμηνευτών, προβάλλοντας και σε σημαντικό βαθμό επιβάλλοντας ένα μουσικό σύστημα· μια προσπάθεια που θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί πριν την διάδοση της τυπογραφίας. Αυτή η προσπάθεια (που υλοποιήθηκε με τη Νέα Μέθοδο, το σύστημα των εγκεκριμένων βιβλίων, τη μεταρρύθμιση του 1881 κλπ) βασίζεται σε μια αντίληψη «ορθότητας»· είναι ορθό να ψάλλουμε έτσι και όχι έτσι, είναι ορθό να γίνεται αυτό και όχι εκείνο στην τελετουργία κλπ. Σε αυτή την προσέγγιση, η τοπική ιδιαιτερότητα και η απόκλιση από το πρότυπο απαξιώνονται, ως σημάδι αταξίας και αυθαιρεσίας. Η εξέλιξη αυτή που παρατηρούμε στην ψαλτική της βυζαντινής παράδοσης δεν είναι ένα ιδιότυπο ή μοναδικό φαινόμενο· παρόμοια είναι η εξέλιξη της γλώσσας. Σε όλα τα νέα, εθνικά κράτη που αρχίζουν δημιουργούνται ακριβώς την ίδια εποχή (από τα τέλη του 18ου αιώνα), εμφανίζονται ανάλογες κινήσεις που οδηγούν τις επιμέρους διαλέκτους να ομογενοποιηθούν, να τυποποιηθούν και να δώσουν τις λεγόμενες εθνικές γλώσσες. Δεν μπορώ να μην υπενθυμίσω τη σχέση ανάμεσα στην τυπογραφία και τη δημιουργία εθνικών κρατών που αναδεικνύει ο Μπένεντικτ Άντερσον στο γνωστό βιβλίο του Φαντασιακές Κοινότητες.

Η ψαλτική της βυζαντινής κληρονομιάς δεν είναι ταυτόσημη με την ψαλτική της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποκλειστικώς ως Ελληνική ή Ρωμαίικη. Όλοι αυτοί οι όροι διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου και κανείς δεν είναι εντελώς σταθερός. Υπάρχουν περιοχές που ανήκουν στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς να ακολουθούν την βυζαντινή παράδοση εδώ και αιώνες (η Ρωσία το πιο χτυπητό παράδειγμα), υπάρχουν περιοχές ακόμη και στο Ελληνικό κράτος που αποκλίνουν από αυτή (με την ίδια την Αθήνα να ηγείται αυτών των αποκλίσεων για αρκετές δεκαετίες), υπάρχουν περιοχές που ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση στην ψαλτική χωρίς να θεωρούν τον εαυτό τους τμήμα του Ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα στο χώρο της Μέσης Ανατολής, ενώ υπάρχουν και οι κοιτίδες των «Καθολικών του Βυζαντινού τυπικού», που δεν είναι καν Ορθόδοξες από δογματικής πλευράς.

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι στους παλαιότερους αιώνες (ακόμη και μέχρι τον 19ο, ουσιαστικά) υπήρχε πολύ περισσότερη τοπική ποικιλομορφία στην ψαλτική από αυτή που βλέπουμε σήμερα. Είναι αβέβαιο αν κάτι τέτοιο ήταν επιθυμητό, σίγουρα όμως ήταν αναπόφευκτο. Είναι μάλλον πέρα από αμφισβήτηση ότι υπήρχε ένα κοινό θεωρητικό σώμα (πράγμα που αποδεικνύεται από την ύπαρξη κοινής γενικά μουσικής σημειογραφίας από τον 14ο αιώνα και μετά), αλλά οι αποκλίσεις στην επιτελεστική πρακτική, που οφείλονταν καταρχήν στη δυσκολία της επικοινωνίας, πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι σήμερα. Αντίστοιχα φαινόμενα μπορεί να παρατηρήσει κανείς στις παραδόσεις του κοσμικού λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα, που έμεινε μέχρι έξω από την θεσμική τυποποίηση ουσιαστικά ως και σήμερα, διατηρώντας περισσότερες τοπικές ιδιαιτερότητες. Θα ήθελα να δανειστώ και πάλι παραδείγματα από τη γλώσσα: οι Κρήτες, λ.χ., συνήθιζαν να προφέρουν το γράμμα «κ» ως «τσ» (και μάλιστα με έναν ήχο που δεν περιλαμβάνετο στη γραπτή γλώσσα και ομοιάζει με το αγγλικό «ch» στη λέξη «cheese»). Αυτός ο ήχος έχει σαφώς λιγοστέψει ανάμεσα στους ομιλητές της νεώτερης γενιάς, λόγω της ποικιλόμορφης έκθεσης τους στην αποδεκτή «εθνική» γλώσσα. Αν και σημαίνουν το ίδιο, η γραπτή και η προφορική μορφή του γράμματος διαφέρουν σημαντικά, τόσο μεταξύ τους όσο και στον τρόπο που διαφοροποιούνται γεωγραφικά. 

Μετάδοση και Καταγραφή της Ψαλτικής Παράδοσης

Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και το προφορικό είναι καθοριστικής σημασίας στην αντιμετώπιση του ερωτήματος της τοπικότητας. Είναι η βυζαντινή ψαλτική μια προφορική ή μια γραπτή παράδοση; Όπως το συζητά η Παντόρα Χόπκινς, καμιά μουσική παράδοση δεν είναι αποκλειστικώς γραπτή· όλες περιέχουν έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο «πυρήνα προφορικότητας» επί του οποίου οικοδομείται η γραπτότητα. Η μετάδοση των βασικών γνώσεων, οι βασικοί κανόνες μετατροπής των συμβόλων του μουσικού κειμένου σε ήχο, δεν μπορεί παρά να γίνει προφορικά. Όμως η κυριαρχία της γραπτότητας, με το γραπτό (και πολύ περισσότερο το έντυπο) να ταξιδεύει εύκολα σε μεγάλες αποστάσεις, σημαίνει και αποδυνάμωση της τοπικότητας, η οποία βασίζεται ουσιαστικά στην προσωπική επαφή. Οι ιδιαιτερότητες του τοπικού δασκάλου αποδυναμώνονται τόσο εξαιτίας του κύρους του εντύπου που εκπορεύεται από το κέντρο αλλά και εξαιτίας της αύξουσας ευκολίας με την οποία πραγματοποιούνται ταξίδια των μαθητευομένων προς τα μεγαλύτερα κέντρα, της ευκολίας με την οποία ταξιδεύει η πληροφορία με την τεχνολογία κλπ.      

Στην ίδια κατεύθυνση ενίσχυσης του κέντρου σε βάρος των τοπικοτήτων κινήθηκαν, και μάλιστα πολλαπλασιαστικά, οι ποικίλες τεχνολογίες καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ενιαίας παράδοσης, «εθνικών», ουσιαστικά, διαστάσεων. Σε ό,τι αφορά την ψαλτική (και όχι μόνο), η αποτελεσματικότητα του μουσικού εντύπου υπερφαλαγγίστηκε από την δυναμική του φωνογραφικού δίσκου και, κυρίως, από αυτή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Οι ψάλτες, ήδη στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, μαθήτευαν ακουστικά στις ραδιοφωνικές (και αργότερα τηλεοπτικές) μεταδόσεις ακολουθιών των μεγάλων κέντρων, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στα μοντέλα που υποστήριζε το κέντρο. Η έλευση του διαδικτύου, στην αλλαγή της χιλιετίας περίπου, φαίνεται να έχει ενισχύσει αυτό το ρόλο του κέντρου ακόμη περισσότερο, ακολουθώντας ένα μοντέλο εκθετικής αύξησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι τοπικές παραδόσεις αποδυναμώνονται. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των μουσικώς ενήμερων ψαλτών δεν σημαίνει ενίσχυση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Η προφορικότητα όμως που δεν καταγράφεται, ως γνωστόν, χάνεται όταν πάψει να είναι σε χρήση. Στις προφορικές παραδόσεις, οι αλλαγές σημαίνουν μεταβολή (το νέο αντικαθιστά το παλαιό)· στις γραπτές παραδόσεις αντίθετα οι αλλαγές σημαίνουν συσσώρευση (το νέο προστίθεται στο παλαιό).    

Στη συζήτηση αυτή θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι η τοπική ιδιαιτερότητα δεν αποτελεί μια αυτονόητη ποιότητα. Οι παρατηρήσεις των παλαιότερων μελετητών της ψαλτικής της βυζαντινής παράδοσης εστιάζουν στο γεγονός ότι πρόκειται για παράδοση γραπτή και όχι προφορική και ότι κάθε απόκλιση από το μουσικό κείμενο θα πρέπει να αποφεύγεται. Δεν έχει χώρο για τοπικές ιδιαιτερότητες σε αυτή τη σκέψη. Σ’ αυτό το πνεύμα άλλωστε βασίστηκε και η λειτουργία των πολυπρόσωπων βυζαντινών χορωδιών (όπως η χορωδία του Πανελληνίου Συλλόγου Ιεροψαλτών αλλά ακόμη και οι Μαΐστορες του Γρηγόρη Στάθη), όσο κι αν εισήγαγαν και καινοτομίες που δεν βασίζονταν σε γραπτές μαρτυρίες αλλά στις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής τους (όπως χαρακτηριστικά οι αρμονικές κινήσεις του ισοκρατήματος). Παρόμοιες σκέψεις κινούν και την πρώιμη ελληνική λαογραφία, που έχει ως βασικό της μέλημα να αποκαθάρει τη λαϊκή τέχνη, εξοβελίζοντας ότι θεωρούσε αλλότριο και αναδεικνύοντας ότι κατανοούσε ως εθνικό· χαρακτηριστική η ονομασία «καθαρεύουσα» που δίδεται στη νέα ελληνική γλώσσα που μορφοποιείται και προωθείται από μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης του 19ου αιώνα.  

Η έλευση του διαδικτύου, στην αλλαγή της χιλιετίας περίπου, φαίνεται να έχει ενισχύσει αυτό το ρόλο του κέντρου ακόμη περισσότερο, ακολουθώντας ένα μοντέλο εκθετικής αύξησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι τοπικές παραδόσεις αποδυναμώνονται. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των μουσικώς ενήμερων ψαλτών δεν σημαίνει ενίσχυση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Η προφορικότητα όμως που δεν καταγράφεται, ως γνωστόν, χάνεται όταν πάψει να είναι σε χρήση. Στις προφορικές παραδόσεις, οι αλλαγές σημαίνουν μεταβολή (το νέο αντικαθιστά το παλαιό)· στις γραπτές παραδόσεις αντίθετα οι αλλαγές σημαίνουν συσσώρευση (το νέο προστίθεται στο παλαιό).

Η ανάδειξη της τοπικότητας ως ποιότητας στην Ελλάδα αρχίζει να γίνεται κατανοητή στις αρχές του 20ου αιώνα· ωστόσο, παίρνει αρκετές δεκαετίες μέχρι να φτάσει να αποκτήσει ευρύτερη αποδοχή ως έννοια, αποδοχή που ως και σήμερα δεν έχει φτάσει να είναι πλήρης. Για την ανάγκη μελέτης της ψαλτικής ως φαινομένου με τοπικές εκφάνσεις μιλά πρώτη η Μέλπω Μερλιέ, στη δεκαετία του 1930, χωρίς ωστόσο οι παρατηρήσεις της να αφυπνίσουν κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον. Δεν είναι περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κόσμος της Εκκλησίας είναι εδώ και αιώνες εξαιρετικά συντηρητικός και επιφυλακτικός απέναντι στον κάθε είδους νεωτερισμό, με αποτέλεσμα να σέρνεται συνήθως πίσω από τις εξελίξεις αντί να πυροδοτεί νέες. Δεν είναι περίεργο, εν τέλει, πως οι προσπάθειες για την αναγνώριση της βυζαντινής ψαλτικής ως άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς συνάντησαν τον ισχυρό αντίλογο ότι επρόκειτο για γραπτή και όχι προφορική παράδοση, θέση που είχε υποστηριχθεί κατά κόρον από την ελληνική πλευρά επί δεκαετίες. 

Εξέλιξη και καταγραφές

Η ερμηνευτική ποικιλομορφία που υφίστατο πριν την έλευση των μέσων μαζικής ενημέρωσης γίνεται φανερή αν ανατρέξει κανείς στη ψαλτική δισκογραφία του γραμμοφώνου, όσο περιορισμένη σε έκταση κι αν είναι αυτή. Συναντούμε εδώ ψάλτες που συμψάλλουν με  παιδιά (Μανέας στην Σμύρνη και Ναυπλιώτης στην Πόλη)· συναντούμε πολύ πιο αργές ρυθμικές αγωγές (Ναυπλιώτης, Γεροθεοδώρου στο Αγρίνιο), συναντούμε χρήση αρμονίου ως ισοκράτη (μια πρακτική που δεν έγινε αποδεκτή μέσα στην εκκλησία, κυρίως Θωμαΐδης και Μανέας στην Αθήνα), συναντούμε ψάλτες που ψάλλουν χωρίς κανέναν βοηθό ή ισοκράτη (Ναυπλιώτης, Γεροθεοδώρου, Σμυρναίος, Παπαποστόλης κλπ), συναντούμε τις απόπειρες ανακατασκευής μιας παλαιότερης παράδοσης (η Χορωδία του Σίμωνα Καρά ηχογραφημένη από την ομάδα της Μερλιέ), συναντούμε αρκετά ιδιότυπα «πολίτικα» διαστήματα (ο Μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος αλλά και ο Ναυπλιώτης) κλπ. Ίσως μόνο οι ηχογραφήσεις του Εμμανουήλ Βαμβουδάκη ομοιάζουν κάπως με την αισθητική που συναντούμε στις νεώτερες δεκαετίες (όπως καταγράφονται π.χ. από τον Γρηγόρη Στάθη στο ναό του Φαναρίου στην Πόλη). Συναντούμε επίσης, αφήνοντας κατά μέρος τις πρωτογενείς πολυφωνικές συνθέσεις (Πολυκράτους κλπ), τις εναρμονήσεις του Ιωάννη Σακελλαρίδη στην Αθήνα (αλλά και αντίστοιχες στα Επτάνησα), οι οποίες σε μεγάλο βαθμό πατούν πάνω στην υπάρχουσα βυζαντινή κληρονομιά με διάθεση να την εμπλουτίσουν και όχι να την ανατρέψουν. Η ίδια η Εκκλησία κατά καιρούς, σιωπηρά ή και ανοιχτά, αποδέχτηκε αλλαγές τέτοιου είδους. Αυτές οι προσπάθειες θέτουν ουσιαστικά το ερώτημα πότε μια τοπική ιδιαιτερότητα παύει να υφίσταται ως τέτοια και αυτονομείται σε ένα νέο μουσικό είδος.

Δεν είναι περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κόσμος της Εκκλησίας είναι εδώ και αιώνες εξαιρετικά συντηρητικός και επιφυλακτικός απέναντι στον κάθε είδους νεωτερισμό, με αποτέλεσμα να σέρνεται συνήθως πίσω από τις εξελίξεις αντί να πυροδοτεί νέες. Δεν είναι περίεργο, εν τέλει, πως οι προσπάθειες για την αναγνώριση της βυζαντινής ψαλτικής ως άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς συνάντησαν τον ισχυρό αντίλογο ότι επρόκειτο για γραπτή και όχι προφορική παράδοση, θέση που είχε υποστηριχθεί κατά κόρον από την ελληνική πλευρά επί δεκαετίες.

Όπως γίνεται σαφές με τα παραπάνω παραδείγματα, η ποικιλομορφία αφορά κυρίως επιτελεστικές πρακτικές αλλά συγχρόνως καταδεικνύει και τα ποσοστά αβεβαιότητας που μπορούν να ανιχνευτούν σε ένα σύστημα μουσικής σημειογραφίας, και τα οποία μένουν να αντιμετωπιστούν με προφορικά μέσα, ενισχύοντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Τα λαρύγγια των ψαλτών δεν είναι όργανα ακριβείας που να μπορούν να ρυθμιστούν με βάση ένα γραπτό μαθηματικό μοντέλο και τα θεωρητικά μοντέλα δεν προσεγγίζουν πάντα την ερμηνευτική πρακτική. Έτσι, είναι ακριβώς η γραπτότητα του ίδιου του ήχου (με τις ηχογραφήσεις, τους δίσκους, τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις κλπ), που επιφέρει την ομοιογένεια και την επιτυχή επιβολή του μουσικού συστήματος. Καθώς όμως αυτή η ομογενοποίηση πράγματι επιτυγχάνεται, στις τελευταίες δεκαετίες, γίνεται φανερό ότι υπάρχει ανάγκη για διαφοροποίηση, υπάρχει ανάγκη για το διαφορετικό, το τοπικό και εν τέλει το προσωπικό.

Αν δεν υφίστανται ηχητικά τεκμήρια (ή ακόμη και αν απλά δεν είναι εύκολα προσπελάσιμα), η μουσική επιτέλεση διατηρείται μόνο στη μνήμη και η μνήμη, όπως έχει γίνει φανερό με τις έρευνες της κοινωνικής ανθρωπολογίας των τελευταίων δεκαετιών, είναι μηχανισμός επιλογής κυρίως παρά μηχανισμός αποταμίευσης, και συμπληρώνεται από αντίστοιχες διαδικασίες λήθης. Η μνήμη και η λήθη είναι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ο συνδυασμός τους αποτελεί θέμα του εκάστοτε παρόντος: το παρόν είναι αυτό που μου υποβάλλει τι θέλω να θυμάμαι και τι θέλω να ξεχάσω. Όπως για παράδειγμα συνέβη με τα εγχειρήματα για δυτικοευρωπαϊκές εναρμονήσεις της βυζαντινής ψαλτικής του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, τα οποία στην εποχή τους αποτελούσαν προσπάθεια προσδιορισμού μιας νέας «ορθότητας», ενώ σήμερα, χωρίς να έχουν εξαλειφθεί, αποτελούν ένα κεφάλαιο που οι περισσότεροι από μας τείνουμε να αποσιωπούμε, που παραμένει ουσιαστικά «αόρατο» για την επιστημονική έρευνα στην ψαλτική ως μια περιορισμένης σημασίας τοπικότητα.       

Αν δεν υφίστανται ηχητικά τεκμήρια (ή ακόμη και αν απλά δεν είναι εύκολα προσπελάσιμα), η μουσική επιτέλεση διατηρείται μόνο στη μνήμη και η μνήμη, όπως έχει γίνει φανερό με τις έρευνες της κοινωνικής ανθρωπολογίας των τελευταίων δεκαετιών, είναι μηχανισμός επιλογής κυρίως παρά μηχανισμός αποταμίευσης, και συμπληρώνεται από αντίστοιχες διαδικασίες λήθης. Η μνήμη και η λήθη είναι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ο συνδυασμός τους αποτελεί θέμα του εκάστοτε παρόντος: το παρόν είναι αυτό που μου υποβάλλει τι θέλω να θυμάμαι και τι θέλω να ξεχάσω.

Υπάρχουν τελικά τοπικότητες στη ψαλτική της βυζαντινής παράδοσης; Η ψαλτική, όπως και όλες οι τέχνες (ακόμη και οι αποτελεστικές) επιτελείται σε ένα αέναο παρόν, τόσο χρονικό όσο και τοπικό. Τίποτα δεν είναι μόνιμο, τίποτα δεν ισχύει για όλους, τίποτα δεν είναι αιώνιο, και αυτό φαίνεται κι αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά την ιστορία. Είναι και θα είναι στο χέρι όλων μας να αποφασίσουμε αν προτιμούμε μια τέχνη «ορθή» και ίδια για όλους ή αν θέλουμε να έχουμε πολλά λουλούδια, το καθένα με άλλο άρωμα.  


Ο Κωστής Δρυγιανάκης γεννήθηκε στο Βόλο το 1965. Σπούδασε Φυσική (Α.Π.Θ.) και έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας). Ασχολείται με τη μουσική, αγαπά τα σκυλιά, συλλέγει κεραμικά, μαγειρεύει μακαρονάδες. Είναι δραστήριος ως συνθέτης και παραγωγός δίσκων από το 1987. Είναι συνεργάτης της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και, κάπως ιδιαίτερα, του Τομέα Ψαλτικής και Μουσικολογίας.

Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο 4ο Διεθνές Συνέδριο του Τομέα Ψαλτικής και Μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, τον Φλεβάρη του 2021.

Στη φωτογραφία: Μεγάλη Τετάρτη 2017 στον ναό του Αγίου Αθανασίου, στον Πλάτανο Αλμυρού, ο πρωτοψάλτης Γεώργιος Τσιαμούλης με βοηθό την Μαρία Πάσσιου.