Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 2040: ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 2040: ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ
Χρόνος Ανάγνωσης: 10 λεπτά

Η Ορθοδοξία και οι Άλλοι στην Ελλάδα του 2040: απέναντι στην κρυφή γοητεία του κοινοτισμού

Α. Ο κόσμος όπως τον ξέραμε

Προτού εξετάσουμε την Ελλάδα σε σχέση τους Άλλους στο μέλλον πρέπει να επιχειρήσουμε να δούμε σύντομα τον υπόλοιπο πλανήτη στο πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και τις προοπτικές του. Η κοινωνική/συλλογική κατανόηση της προόδου/ανοικοδόμησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε ως εικόνα σοσιαλισμού στο ανατολικό στρατόπεδο, είτε ως ανάπτυξη μέσα από ενίσχυση κοινωνικών πολιτικών Κεϋνσιανισμού (στο δυτικό), συνοδεύθηκε από τη γενίκευση εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην περιφέρεια και τη γενικευμένη αμφισβήτηση του δυτικού λόγου (μια αμφισβήτηση όμως εδραζόμενη σ’ ένα κλίμα ασφάλειας και ευμάρειας). Παρά τη βία και τις εκπτώσεις, στρατιωτικές επεμβάσεις, πυρηνικό τρόμο κλπ., ο πολιτικός στόχος της ευημερίας και της προόδου, αποτελούσε κοινό παρονομαστή στο πεδίο αντιπαράθεσης Ανατολής και Δύσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 70 στη Δύση αναπτύσσεται η ιδεολογία της άρσης των φραγμών στην ιδιωτική πρωτοβουλία και προτάσσεται ως ύψιστος σκοπός το κέρδος ως οδός ανάπτυξης. Λιγότεροι φόροι για τους πλουσίους ώστε να αναπτύξουν την οικονομία, ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, ριζική μείωση δημοσίων δαπανών κλπ. Η φιλοσοφία αυτή καταλαμβάνει θεσμούς, τραπεζικά συστήματα, πολιτικά καθεστώτα και σχολές σκέψης. Εύκολα μπορεί κανείς να το διαπιστώσει στην εξέλιξη του ποσοστού των προϋπολογισμών επί των δημοσίων συστημάτων υγείας στην ΕΕ, στην παιδεία κλπ.. Η μέριμνα για το σύνολο της κοινωνίας, οι έννοιες της αλληλεγγύης κλπ. περιθωριοποιούνται. Η νέα φιλοσοφία που κυριαρχεί συνδέεται με πολλούς τρόπους με τον κατακερματισμό του δημόσιου χώρου σε περίκλειστες κοινότητες. Βέβαια, βραχυπρόθεσμα η ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου λόγου κατά τη δεκαετία του 1980 συνέβαλε αποφασιστικά στην ξαφνική κατάρρευση του λεγόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» (και την τελική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή την νομιζόμενη συνένωση όλων, το πλανητικό χωριό κλπ.) την ίδια εποχή που η θρησκεία ως πολιτιστικός και πολιτικός παράγοντας αναδυόταν ως νέα «αντιπολίτευση» που δεν συμμεριζόταν το κοινό σύμπαν καπιταλισμού-σοσιαλισμού δηλαδή την οικονομική και τεχνολογική πρόοδο. Αυτό ξεκίνησε με την Επανάσταση του Ιράν το 1978 και την ισλαμική «ουτοπία» που φυτεύτηκε εκεί.

Στην Ελλάδα η παραδοξότητα αυτή ήρθε στην επιφάνεια με το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» και τη στροφή σε μια εθνικορομαντική ρητορική στην οποία πρωταγωνίστησε ο εκκλησιαστικός λόγος τη δεκαετία του 90. Η κάποτε απελευθερωτική αντιαποικιακή και αντιδυτική ρητορική της δεκαετίας του 70 και του 80 θρεμμένη και με τα νάματα μιας «επιστροφής στις ρίζες» στη θεολογία και την τέχνη, πήρε την αγοραία μορφή του εθνικισμού και σε πολλές περιπτώσεις της ξενοφοβίας σε μια Ελλάδα που κατά τα άλλα θεωρούνταν πια σταθερό κομμάτι του Ευρωπαϊκού πολιτικού πυρήνα και που την ίδια εποχή δήλωνε πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτικά. Ο βαθμιδωτός κόσμος σε στοιβάδες αποκλεισμένων φάνηκε ακόμη περισσότερο με την κρίση χρέους το 2010. Η Ελλάδα είναι κατά μία οπτική ευρωπαϊκή δύναμη, αλλά οικονομικά εμφανίζεται ως αποικία. Για την ευρύτερη περιοχή όμως είναι και πάλι, παραταύτα, ένα κομμάτι ευρωπαϊκού πυρήνα.

Η συνέχεια είχε τα χαρακτηριστικά φαύλου κύκλου: μεγαλύτερος αποκλεισμός των φτωχότερων ευνόησε την περιχαράκωση σε «φαντασιακές κοινότητες» με συστατικά τα ξεχασμένα στοιχεία της θρησκείας και των εθνικών διαφορών και τη διανοητική τους σήμανση ως «πόλεμο των πολιτισμών». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο αποκλεισμό κ.ο.κ. Έτσι, βρισκόμαστε σ’ ένα κοσμοθεωριακό παράδοξο: τροφή για την ηγεμονία της εικόνας του δυτικού πολιτισμού και των κλασικών αξιών του (ατομικά δικαιώματα, κράτος δικαίου, πολυφωνία και δικαίωμα κριτικής κλπ.) δίνει ακριβώς ο αποκλεισμός από αυτήν ως κοινωνία ευμάρειας, που εκλαμβάνεται από τους αποκλεισμένους ως αβάσταχτη έλλειψη και οδηγεί σε άρνηση και επιστροφή στις κλειστές λύσεις ενός οριοθετημένου παρελθόντος. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος ζει και μιμείται το νεωτερικό κόσμο, αλλά και τον διασπά σ’ έναν ανταγωνιστικό κοινοτισμό, όμως αυτό χρησιμεύει στο να παίρνει πολιτικό και οικονομικό καύσιμο ο ίδιος αυτός νεωτερικός κόσμος.

Στην Ελλάδα η παραδοξότητα αυτή ήρθε στην επιφάνεια με το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» και τη στροφή σε μια εθνικορομαντική ρητορική στην οποία πρωταγωνίστησε ο εκκλησιαστικός λόγος τη δεκαετία του 90. Η κάποτε απελευθερωτική αντιαποικιακή και αντιδυτική ρητορική της δεκαετίας του 70 και του 80 θρεμμένη και με τα νάματα μιας «επιστροφής στις ρίζες» στη θεολογία και την τέχνη, πήρε την αγοραία μορφή του εθνικισμού και σε πολλές περιπτώσεις της ξενοφοβίας σε μια Ελλάδα που κατά τα άλλα θεωρούνταν πια σταθερό κομμάτι του Ευρωπαϊκού πολιτικού πυρήνα και που την ίδια εποχή δήλωνε πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτικά. Ο βαθμιδωτός κόσμος σε στοιβάδες αποκλεισμένων φάνηκε ακόμη περισσότερο με την κρίση χρέους το 2010. Η Ελλάδα είναι κατά μία οπτική ευρωπαϊκή δύναμη, αλλά οικονομικά εμφανίζεται ως αποικία. Για την ευρύτερη περιοχή όμως είναι και πάλι, παραταύτα, ένα κομμάτι ευρωπαϊκού πυρήνα.

Εδώ είμαστε λοιπόν στη γενικότερη μέγγενη αυτής της αντίφασης σε πολλά επίπεδα: ραγδαία εκκοσμίκευση του κράτους αλλά και νέος ρόλος της θρησκείας στον πολιτικό λόγο, παγκοσμιοποίηση αλλά και άνοδος απομονωτιστικών εθνικιστικών ή και θρησκευτικά ριζοσπαστικών κινημάτων, διεύρυνση της έννοιας του ατομικού δικαιώματος αλλά και εξαπλούμενη τάση για αυταρχικές διακυβερνήσεις. Μια πρόσφατη εκδήλωση αντίφασης είναι η πανδημία: από τη μια ανταγωνισμοί και αλληλοκατηγορίες, από την άλλη ανάγκη για συνεργασία και συναντίληψη.

Η κοσμοθεωριακή αυτή αντίφαση πήρε με καταστροφικό τρόπο σάρκα και οστά με την πολιτική των ΗΠΑ (κυρίως) στη Μέση Ανατολή. Παρεμβαίνοντας στρατιωτικά πέτυχε τη σάρωση των κάποτε προοδευτικών αντιαποικιακών και κοσμικών (αλλά πια διεφθαρμένων) Μπααθικών καθεστώτων, και τη γενικευμένη αποσταθεροποίηση. Κατόπιν, «κατασκευάζοντας» ένα δυτικό κράτος στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, έφτιαξε μια τοπική ελίτ με οικονομία “trickle down” (δηλαδή ρίχνοντας χρήμα από πάνω προς τα κάτω) αντιγράφοντας τη συνταγή από τη Δύση, και εγκατέλειψε τους πολλούς στο ουτοπικό όραμα μιας «κοινότητας του πολιτικού Ισλάμ» (που στην πραγματικότητα είναι μια πολωτική απλούστευση). Αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στη διόγκωση των μεταναστευτικών ροών σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου μαζί με άλλους παράγοντες όπως την προαναφερθείσα ηγεμονία της εικόνας της Δύσης αλλά και την κλιματική κρίση. Αυτό με τη σειρά του φέρνει μεγαλύτερη πολιτιστική και άλλη οριοθέτηση με τη μορφή εχθρότητας και στερεοτύπων, που τροφοδοτούνται κατά το δοκούν από τις μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης που μέσα στις ραγδαίες αλλαγές φαίνονται ως λύση τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση: ανακαλεί κανείς για παράδειγμα την έξοδο της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, που έγινε με το σκεπτικό «εμείς έχουμε τους δικούς μας νόμους και παραδόσεις που προστατεύουν τη γυναίκα». Στα μάτια όλων είναι μια «κοινοτιστική» απάντηση που «κουκουλώνει» την έμφυλη βία εκεί, που τελικά όχι μόνο δεν λύνει, αλλά επιδεινώνει το πρόβλημα που, βέβαια, έχει βαθιές δομικές ρίζες στην δυτική αντίφαση: «δικαιώματα στη θεωρία» από τη μια, κατακερματισμός δημοσίου/αποκλεισμός/νόμος του οικονομικά ισχυροτέρου στην πράξη από την άλλη.

Εδώ είμαστε λοιπόν στη γενικότερη μέγγενη αυτής της αντίφασης σε πολλά επίπεδα: ραγδαία εκκοσμίκευση του κράτους αλλά και νέος ρόλος της θρησκείας στον πολιτικό λόγο, παγκοσμιοποίηση αλλά και άνοδος απομονωτιστικών εθνικιστικών ή και θρησκευτικά ριζοσπαστικών κινημάτων, διεύρυνση της έννοιας του ατομικού δικαιώματος αλλά και εξαπλούμενη τάση για αυταρχικές διακυβερνήσεις. Μια πρόσφατη εκδήλωση αντίφασης είναι η πανδημία: από τη μια ανταγωνισμοί και αλληλοκατηγορίες, από την άλλη ανάγκη για συνεργασία και συναντίληψη.

Β. Η Ελλάδα και οι Άλλοι – παρελθόν και παρόν

Ας δούμε τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα σ’ αυτό το σκηνικό και η Ορθόδοξη Εκκλησία 200 χρόνια μετά το 21. Η «εύκολη λύση» είναι η χρήση αυτής της μνήμης για καταφυγή στο εσωτερικό της ιστορικής κοινότητας. Η λαϊκή ευσέβεια, η Ρωμιοσύνη, ο ορθόδοξος πολιτισμός, οι Πατέρες και η σκέψη τους, ο ορθόδοξος μοναχισμός, αυτά και όμοιά τους είναι λέξεις-κλειδιά ή συνθήματα που εμπερικλείουν αυτή την προσπάθεια καταφυγής στο εσωτερικό και το παρελθόν μακριά από τους εξωτερικούς κινδύνους και τους επικίνδυνους «Άλλους», όπως κι αν αυτοί ορίζονται, γεωπολιτικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κλπ. Είναι εκεί που οι αντιφάσεις «μαγικά» αίρονται. Καθόλου τυχαία, η χρήση αυτών των όρων γίνεται από αυτοοργανωμένες ομάδες σε δίκτυα ανθρώπων που ανακάλυψαν την Ορθοδοξία γύρω από ορισμένα μοναστήρια, ενορίες ή γέροντες-πνευματικούς, ή κάποιους κληρικούς (πρεσβυτέρους αλλά σε μερικές περιπτώσεις και επισκόπους) και αποκτά δημόσια εικόνα σε διαδικτυακές κοινότητες τα λεγόμενα φονταμενταλιστικά μπλογκ, ιστοσελίδες και ομάδες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που στην πλειοψηφία τους (αλλά όχι στο σύνολο) αναπαράγουν και ειδήσεις για τον επερχόμενο κίνδυνο ισλαμοποίησης, επιτίθενται σε κάθε είδους προσέγγιση με τον υπόλοιπο Χριστιανισμό και τις άλλες θρησκείες (δαιμονοποιώντας κάθε τέτοια κίνηση ως Οικουμενισμό και θρησκευτικό συγκρητισμό), στην αχαλίνωτη δικαιωματοκρατία της Δύσης, τη νέα τάξη πραγμάτων και την παγκοσμιοποίηση, την αλλοτρίωση της παιδείας (και του μαθήματος των Θρησκευτικών) και σε κάποιες περιπτώσεις ασχολούνται με εθνικά θέματα. Αγαπούν να επιτίθενται επίσης στην εικόνα του «αντιπάλου» εντός των τειχών που είναι μια «προοδευτική» θεολογία της αγάπης που θεωρείται ότι προωθεί το «ξενέρωμα» της ορθόδοξης πίστης σε μια γενική και συμμορφωτική κατάφαση στις κοσμικές παγκόσμιες έννοιες της ανοχής, του διαλόγου, της ειρήνης δίνοντας κάλυψη στην παγκόσμια νέα τάξη πραγμάτων, δηλαδή στο κακό. Το να χαρακτηρίσουμε αυτό το ρεύμα εθνικιστικό ή συντηρητικό, συσκοτίζει το πρόβλημα. Πρόκειται για τη χρήση της εθνικής μνήμης και του Ορθόδοξου θεολογικού λόγου για την οικοδόμηση μια κοινοτιστικής, απομονωτιστικής ταυτότητας. 

Σήμερα, η συμβολή του Ορθόδοξου θεολογικού λόγου στην Ελλάδα και τον πλανήτη του μέλλοντος είναι ακριβώς το ουτοπικό πρόταγμα που συνετέλεσε και στη δημιουργία του Ελληνικού κράτους: ελευθερία δια της θυσίας, «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Το πλεονέκτημα της ουτοπίας είναι ότι συνθέτει τα αντίθετα και βλέπει προς το μέλλον κι έτσι μπορεί να καταδείξει προς το σπάσιμο του φαύλου κύκλου. Το μειονέκτημά της είναι ότι δεν εμπεριέχει τον Άλλο, τον διαφορετικό, δεν ξέρει τι να κάνει με αυτόν. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τα θετικά της ουτοπίας στις νέες συνθήκες, επιλύοντας όμως το βασικό της πρόβλημα που είναι η τύχη του Άλλου.

Όμως, ας πάμε στην αφορμή αυτής της συζήτησης: η Επανάσταση του 1821 ήταν ένα ιστορικής σημασίας γεγονός, όπου συγκρούσθηκαν διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, αλλά και πολιτιστικά συστήματα και πολιτικές και ιδεολογικές κοσμοθεωρήσεις και εντός των Ελλήνων. Ποια δύναμη κίνησε αυτή τη διαδικασία και κατέληξε σ’ ένα καινούριο μόρφωμα που δεν υπήρχε πριν; Είναι μια δύναμη με τα χαρακτηριστικά πραγμάτωσης ενός ενδοκοσμικού εσχάτου, μιας ουτοπίας που κατάφερε να συνεγείρει επιμέρους κοινωνικές δυνάμεις και ιδεολογικές και θρησκευτικές τάσεις και λειτουργίες κατά τη συγκρότησή της. Χρησιμοποίησε στοιχεία του παρελθόντος σ’ ένα δυναμικό όραμα υπό τη γενική έννοια «ελευθερία». Οι διαφωτιστές το ερμήνευσαν ως πολιτική έννοια, οι «παραδοσιακοί» ως εκπλήρωση προφητειών στις οποίες λάμπει το εσχατολογικό σύμβολο του σταυρού (όπως στο τέλος του Θούριου του Ρήγα Φεραίου). Σήμερα, η συμβολή του Ορθόδοξου θεολογικού λόγου στην Ελλάδα και τον πλανήτη του μέλλοντος είναι ακριβώς το ουτοπικό πρόταγμα που συνετέλεσε και στη δημιουργία του Ελληνικού κράτους: ελευθερία δια της θυσίας, «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Το πλεονέκτημα της ουτοπίας είναι ότι συνθέτει τα αντίθετα και βλέπει προς το μέλλον κι έτσι μπορεί να καταδείξει προς το σπάσιμο του φαύλου κύκλου. Το μειονέκτημά της είναι ότι δεν εμπεριέχει τον Άλλο, τον διαφορετικό, δεν ξέρει τι να κάνει με αυτόν. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τα θετικά της ουτοπίας στις νέες συνθήκες, επιλύοντας όμως το βασικό της πρόβλημα που είναι η τύχη του Άλλου. Μόνο αν συνειδητοποιήσουμε ότι η κοινοτική μας ταυτότητα δεν είναι ένα κλειστό γεγονός του παρελθόντος, αλλά ότι την διαμορφώνουμε διαρκώς, και μάθουμε να το κάνουμε με το να παραδοθούμε ολοκληρωτικά στη λογική του Ευαγγελίου, εγχείρημα πραγματικά δύσβατο για όλους μας, θα υπάρξει μια πραγματική και ουσιαστική διακονία του σύγχρονου ανθρώπου «του εμπεσόντος εις τους ληστάς» της ανομίας και της εκμετάλλευσης.

Οι ισχυροί των εθνών άρχουν με την καταδυνάστευση, οι Χριστιανοί με την διακονία στο συνάνθρωπο (Μαρκ. 10, 42-44). Στη διεθνή πολιτική έχει μια λογική να συμμαχούμε με τους εχθρούς των εχθρών μας, να ανήκουμε σε διεθνή τράστ και συμμαχίες, όπως κι οι αντίπαλοί μας, να εξοπλιζόμαστε. Δεν χωρά εκεί ελευθερία, συμπόνοια, αλλά ισχύς. Στην αποκαλυπτική σκέψη των Χριστιανών ο Σταυρός που θα εμφανισθεί πριν το τέλος θα σκεπάσει τον ουρανό της ανθρώπινης ιστορίας (Ματθ. 24, 30). Αυτό το εσχατολογικό σημάδι, στην Ελλάδα δεν είναι μόνο για να κοσμεί (όχι τυχαία) τη ελληνική σημαία, αλλά αποτελεί κι ένα πρόγραμμα: η θυσία η σταυρική να σαρώσει τη λογική της ισχύος. Μ’ αυτά τα (ουσιαστικά αυτονόητα) πρέπει να προχωρήσει ο εκκλησιαστικός και ο θεολογικός λόγος προς μια ανθρωπινότερη κοινωνία. Όχι με τη διαπραγματευτική λογική της συντεχνίας (π.χ. γιατί φροντίζετε τα δικαιώματα της μειοψηφίας και όχι της πλειοψηφίας, γιατί επιδοτείτε τους πρόσφυγες και όχι τους δικούς μας, Θρησκευτικά όχι για όλους, αλλά για τα Ορθόδοξα παιδιά μόνο κλπ.) που χτίζει τείχη. Αλλά διαδίδοντας την εμπιστοσύνη που προκύπτει από το ότι η αγάπη νικά το θάνατο μετά την ανάσταση Εκείνου του οποίου το όνομα οι Χριστιανοί φέρουν μέσα από την καθημερινή ζύμωση αυτού του λόγου με τον καθημερινό άνθρωπο, σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο απάνθρωπος για όλους. Θεωρώ ότι αυτή δεν είναι «ξενερωμένη» προοδευτική θεολογία, όπως θα δούμε και σε κάποια παραδείγματα.

Γ. Παραδείγματα δράσης

Ο δημόσιος λόγος αυτή τη στιγμή είναι γεμάτος από τις «πολεμικές ετοιμασίες» απέναντι στον «στρατό» των προσφύγων που επελαύνει και θα «αντικαταστήσει» τους «γνήσιους Έλληνες». Φανταστείτε, να ακούγαμε εξίσου και για μια άλλη προετοιμασία: για τη συντόμευση της διαδικασία ταυτοποίησης και χορήγησης ασύλου και γενναία ενίσχυση δομών που θα βοηθούσαν ουσιαστικά την ένταξη μέσα από δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο της πολιτείας και όχι μέσα από τις ΜΚΟ (παρά τη σημαντική εθελοντική συνεισφορά πολλών ανθρώπων, εκεί που δεν πρέπει γενικευτικά να στιγματίζονται ως ύποπτοι και δουλέμποροι), καθώς και πραγματική βοήθεια σ’ αυτόν που έχει πραγματικά ανάγκη και ουσιαστική στήριξη και εδώ και στις ίδιες τις χώρες προέλευσης. Αυτό θα στερούσε, ίσως, κονδύλια από τη δική μας ευμάρεια, και ταυτόχρονα διαμόρφωση της ταυτότητάς μας ώστε να «εμπεριέχει» και τον πνευματικό κόσμο του Άλλου, χωρίς, βέβαια, να προσχωρεί σε αυτόν. Λιγότερος πλούτος και ισχύς και λιγότερη πνευματική «αυτάρκεια», αλλά πιο ανθρώπινη και βιώσιμη ύπαρξη. Είναι παρήγορο ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αλλά και επιμέρους πρωτοβουλίες κληρικών αγκαλιάζουν τον Άλλο με πολλές ενέργειες, πιο σημαντικό είναι όμως ο εκκλησιαστικός λόγος της σταυρικής προσφοράς να χτίσει γέφυρες στις συνειδήσεις του ποιμνίου αντιρροπώντας τον λόγο περί πολεμικής περιχαράκωσης που στην πραγματικότητα διογκώνει το φόβο και την απελπισία. χωρίς να απελευθερώνει ποτέ.

Ομοίως για τις ασθένειες και το περιβάλλον, τι θα συνέβαινε αν όλοι οι Χριστιανοί ομοθυμαδόν ένωναν τις φωνές τους με όλους εκείνους που ζητούν κατάργηση των πατεντών για εμβόλια (και άλλα φάρμακα) για όλη την ανθρωπότητα, αλλά και των οικολογικών τεχνολογιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με τρόπο δίκαιο, καθώς τώρα και οι πλούσιοι κινδυνεύουν εξίσου με τους φτωχούς απ’ όλα αυτά, και να διδάξουν πώς απ’ αυτό μπορεί να έρθει ο παραδειγματισμός για έναν κόσμο βασισμένο όχι στον αποκλεισμό, αλλά στη συμπόνοια και την αδελφοσύνη. Αντί για έρευνα για τα κέρδη των λίγων, μεγαλύτερος δημοκρατικός και κοινωνικός έλεγχος για έρευνα για τους πολλούς. Όμως δημοκρατικός έλεγχος δεν μπορεί να είναι μια σημαία ευκαιρίας αν δεν λειτουργεί και στο εσωτερικό της ίδιας της κοινότητας.

Φανταστείτε, να ακούγαμε εξίσου και για μια άλλη προετοιμασία: για τη συντόμευση της διαδικασία ταυτοποίησης και χορήγησης ασύλου και γενναία ενίσχυση δομών που θα βοηθούσαν ουσιαστικά την ένταξη μέσα από δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο της πολιτείας και όχι μέσα από τις ΜΚΟ (παρά τη σημαντική εθελοντική συνεισφορά πολλών ανθρώπων, εκεί που δεν πρέπει γενικευτικά να στιγματίζονται ως ύποπτοι και δουλέμποροι), καθώς και πραγματική βοήθεια σ’ αυτόν που έχει πραγματικά ανάγκη και ουσιαστική στήριξη και εδώ και στις ίδιες τις χώρες προέλευσης.

Σταυρική προσφορά υπάρχει και στη μνήμη. Η Εκκλησία σε μια μελλοντική Ελλάδα αναστοχάζεται και τις μνήμες έχθρας και τη συγχώρηση, όπου αυτό είναι εφικτό, αρχίζοντας κατ’ αρχήν με τους ομόδοξους λαούς των Βαλκανίων. Ως παράδειγμα ας αναφέρουμε ότι τα εκκλησιαστικά τρισάγια μνήμης του Μακεδονικού Αγώνα περιλαμβάνουν ακόμη μόνο τους Έλληνες πεσόντες και όχι τους εχθρούς π.χ. Βουλγάρους, που, σε τελική ανάλυση, τώρα είναι μέλη του ίδιου εκκλησιαστικού σώματος παρά τα όσα, πράγματι φοβερά, μεσολάβησαν (γιατί η Εκκλησία έχει ακόμη το «δεσμείν και λύειν»). Αντιστρόφως, πρέπει να επαινέσει κανείς την περίπτωση μονής του Αγίου Όρους που κάνει ουσιαστική ποιμαντική στήριξη με μοναχούς της σε ανθρώπους πόλεων και χωριών του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας με εφαλτήριο την ευλάβειά των εκεί ανθρώπων στη εικόνα της Παναγίας. Θα ήταν ευχής έργον η Εκκλησία να στηρίξει αλλά και να αξιοποιήσει το ιστορικό έργο που βλέπει με διάθεση καταλλαγής τα όσα πραγματικά τρομακτικά συνέβησαν, αλλά και με διάθεση αναστοχασμού, τα όσα θετικά έγιναν στη συνύπαρξη και τον πολιτισμό συνέβησαν στη γωνιά αυτή του κόσμου και στους θριάμβους (Βυζάντιο) και στην ήττα και τη δουλεία (Τουρκοκρατία) όχι μόνο στον ελληνόφωνο αλλά και στον σλαβόφωνο, τον αρμενικό, τον συριακό και τον αραβικό Χριστιανισμό, αλλά και τους μουσουλμάνους. 

Τέλος, σταυρική προσφορά υπάρχει και στην διαπαιδαγώγηση: το νεανικό και κατηχητικό έργο στην ενορία, αλλά και το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο θα μπορούσε να εκπαιδεύσει στο να «βλέπουμε» τον Άλλο, να γίνεται ορατός και να μας επιτρέπει να γίνουμε «πλησίον» σ’ εκείνον διαπαιδαγωγώντας και τον ίδιο τον Άλλο σ’ ένα κοινό όραμα ζωής. Σ’ αυτή την κατεύθυνση ειδικά το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να αγκαλιάσει (όπως πολλές φορές γίνεται στην πράξη) κάθε μαθητή, τον «Άλλο» εξίσου με «τον δικό μας» και σ’ αυτό θα έπρεπε το εκκλησιαστικό έργο να πρωτοστατεί.

Αυτές είναι κάποιες ιδέες ώστε οι Ορθόδοξοι στην Ελλάδα να μην δουν τους επερχόμενους δύσκολους καιρούς ως εργαλείο φόβου για να «μαντρώσουν» τους εαυτούς τους σε μια σέκτα που θα αναπαράγει το πρόβλημα του κατακερματισμού μιας κοινής νοηματοδότησης του βίου, αλλά ως πρόκληση για άνοιγμα, διακονία και γέφυρες αγάπης για τον Άλλο μέσα κι έξω από τη χώρα και την ευρύτερη περιοχή – όχι αναπολώντας το (σε πολλές περιπτώσεις φανταστικά ανακατασκευασμένο) «χρυσό» παρελθόν, αλλά προφητεύοντας ένα κοινό μέλλον.


O Δημήτρης Μόσχος είναι Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου. 

Το παρόν κείμενο αποτελεί την παρέμβαση του Δημήτρη Μόσχου στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα «Εμείς και οι “‘Αλλοι”: Δεδομένα και προοπτικές για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία», που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στο πλαίσιο της δράσης της Επιτροπής «Η Ελλάδα το 2040», στο Ξενοδοχείο Caravel στην Αθήνα στις 6 Σεπτεμβρίου 2021.

Το εικαστικό θέμα είναι ο πίνακας «Τα αγαθά της συγκοινωνίας» που φιλοτεχθήκε το 1925 από τον Κωνσταντίνο Παρθένη και φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας.