ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΜΙΑ “ΣΥΝΘΗΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑΣ”

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΜΙΑ “ΣΥΝΘΗΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑΣ”
Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά

Ορθόδοξη Εκκλησία και θρησκευτική ετερότητα στην Ελλάδα: μια «συνθήκη αμηχανίας»

Για να διευκολύνω την κατανόησή σας, θα ήθελα να διευκρινίσω πρώτα από ποια θέση μιλώ, η οποία δικαιολογεί την εμπειρία και την έκφραση γνώμης. Πέρα από τον ακαδημαϊκό χώρο, που είναι η κύρια ενασχόλησή μου, (η θρησκεία και η δημόσια σφαίρα είναι από τα βασικά μου θέματα) έχω και ευθύνη εξω-ακαδημαϊκή, θεσμική όμως, που σχετίζεται με τα θρησκευτικά πράγματα και τους θρησκευτικούς κόσμους. Για το ζητούμενο της σημερινής συνάντησης, δηλ. το ρόλο της θρησκείας γενικότερα και της ελληνικής Ορθοδοξίας ειδικότερα έναντι του «άλλου», (στο σύγχρονο έθνος-κράτος, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο, στην Ελλάδα) αντλώ από ένα επί μακρόν καθημερινό μου επαγγελματικό βίωμα, στο χώρο των οργανισμών της πολιτιστικής διαχείρισης και των μη κυβερνητικών οργανισμών. Έχω αρμοδιότητα και καθήκον να ασχολούμαι με θέματα μνήμης, με σημείο αναφοράς ένα θρησκευτικό χώρο στην ελληνική κοινωνία σήμερα, που ανήκει σε μία ιστορική και συγχρόνως «έτερη» θρησκευτική συλλογικότητα. Θα αναφέρω λεπτομέρειες αμέσως μετά, αλλά πρώτα ας αναπτύξω την βασική ιδέα.  

Μελετώντας τους τρόπους με τους οποίους επιλέγει ο θεσμικός Ορθόδοξος κόσμος να οικοδομεί μια δημόσια εικόνα για τον εαυτό του στο παρόν, σε σχέση με «έτερες» θρησκευτικές συλλογικότητες και κοινωνίες, έχω να προσφέρω στη συζήτηση αρχικά κάτι που ίσως όλοι και όλες μπορεί να παραδεχθούμε, ότι δηλ. υπάρχει πλέον μια τάση εξωστρέφειας από την πλευρά της Εκκλησίας, και δη της επίσημης. Αυτό όμως που η κοινωνική ανθρωπολογία μπορεί να αναδεικνύει ιδιαίτερα, είναι η διαδικασία της εξωστρέφειας, ακριβώς γιατί αυτές οι διαδρομές είναι πολύ σύνθετες. Με το να αναλύουμε, και στην ουσία να αποδομούμε, αυτές τις διαδικασίες, αποφεύγουμε να εξιδανικεύουμε, να βγάζουμε γρήγορα συμπεράσματα, αλλά και μπορούμε να διαβλέπουμε τη βιωσιμότητα του μέλλοντος.  

Από την εμπειρία στο πεδίο, παρατηρεί κανείς ότι η εξωστρέφεια αυτή (του Ορθόδοξου κόσμου / της Εκκλησίας) πραγματοποιείται / επιτελείται με ανομοιογενή τρόπο, και σε πολλές περιπτώσεις όχι οργανικά: περιέχει αμηχανία, εσωτερικές εντάσεις και συγκρούσεις· επίσης περιέχει μια ορατή ανάγκη προσαρμογής σε νέες συνθήκες, η οποία δεν οικοδομείται με συστηματικό τρόπο. Εννοώ ότι εξαρτάται από άτομα, ή από συγκεκριμένες ομάδες και συλλογικότητες, που έχουν μια πιο νεωτερική φιλοσοφία στο θέμα ετερότητα και συνύπαρξη. Το όλον εξηγείται απολύτως, ιστορικά, και οφείλεται σε εγκατεστημένες νοοτροπίες και ιδεολογίες στον ελληνικό χώρο. Άρα δεν το επισημαίνω διαγνωστικά ως παθολογία, αλλά ως μια διαπίστωση που απολύτως εξηγείται ιστορικά, μέσα στη μακρά διάρκεια του έθνους-κράτους. Σημειώνω επίσης ότι πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ένας ομοιογενής κόσμος, αλλά ένας πολύ σύνθετος, ακόμα και από την πλευρά της πρακτικής και ρητορικής σε επίπεδο θεσμών, δηλ. από εκπροσώπους θεσμών.  

Αυτό εννοούσα με τη λέξη «εξωστρέφεια», την οποία όμως χρησιμοποιώ λίγο προχείρως. Η στάση αυτή του Ορθόδοξου κόσμου απέναντι στους θρησκευτικά έτερους στην Ελλάδα, ίσως θα έπρεπε να ιδωθεί  περισσότερο ως μια ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Όντως βιώνει ο Ορθόδοξος κόσμος μια μετάβαση, αλλά αυτή είναι, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, με όλες τις αντιφάσεις της: περιέχει και το παλιό και το νέο. Γι’ αυτό και μίλησα για αμηχανία της Εκκλησίας.  

Εμείς οι ανθρωπολόγοι έχουμε το λεγόμενο πεδίο. Η θέασή μας, των πραγμάτων, γίνεται μέσα από επιτόπια παρατήρηση (στο πεδίο), γι’ αυτό πάντα έχουμε ένα παράδειγμα από τη βιωμένη πραγματικότητα που μελετάμε.  Αυτό σημαίνει «μιλώ εθνογραφικά».  

Αντλώ λοιπόν εδώ από εμπειρίες θεσμικής συνύπαρξης στη δημόσια σφαίρα, πρωταγωνιστών / εκπροσώπων / φορέων εξουσίας του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου με τον εβραϊκό και τον καθολικό χριστιανικό κόσμο, σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας στην Ελλάδα του σήμερα.  Τυχαίνει, στο παράδειγμά μου, να συνυπάρχουν αυτοί οι συγκεκριμένοι (τρεις) κόσμοι. Ο θεσμικός μου ρόλος είναι ένας ρόλος ευθύνης στην διαχείριση της εβραϊκής μνήμης στην Ελλάδα, σε τοπικό επίπεδο, μέσα από τη διαχείριση (προστασία, λειτουργία) της Συναγωγής Ετζ Χαγιίμ της Κρήτης –του τελευταίου υλικού ίχνους της συλλογικότητας της εβραϊκής παρουσίας σε όλη την Κρήτη.  Δεν προτίθεμαι να αναδείξω εδώ εβραϊκή ιστορία και ταυτότητα, αλλά να πω ότι αυτή η συνθήκη συνεπάγεται δημόσια σφαίρα, ορατότητα / δημοσιότητα, και εμπλοκή ατόμων και φορέων από διαφορετικούς χώρους: ιερωμένους ορθόδοξους, καθολικούς, και Eβραίους, εκπροσώπους της ανώτατης ιεραρχίας (στο κάθε δόγμα), πιστούς/πιστές και μη πιστούς/πιστές, ντόπιους/ντόπιες κατοίκους και επισκέπτες, εθελοντές/εθελόντριες, ντόπιους/ντόπιες και μη διανοούμενους, θεολόγους της εκπαίδευσης, πολιτικούς διαφόρων προφίλ, τοπική αυτοδιοίκηση, τοπικούς και υπερ-τοπικούς φορείς. 

Αυτή η συνύπαρξη, και η συμπαράταξη των σωμάτων πραγματοποιείται και με φυσική παρουσία, σε θεσμικές/θεσμοποιημένες τελετές μνήμης (π.χ. για την εβραϊκή γενοκτονία), εορτασμούς (ανακαίνιση συναγωγών, ονομασίες οδών, πλατειών, κλπ.), τα οποία λαμβάνουν χώρα μέσα στο ημερολογιακό έτος της εκάστοτε Περιφέρειας, και ευρύτερα, του έθνους-κράτους. 

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ευνοείται και υπαγορεύεται αυτή η συνύπαρξη / συμπερίληψη από μια ευρύτερη συνθήκη που διαμορφώνεται από τις πολιτικές των ταυτοτήτων (βλ. ρητορικές πολυπολιτισμικότητας), τις πολιτικές της μνήμης, αλλά και από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα (βλ. τέλος δεκαετίας ’80) που έκαναν πιο συνειδητή την (φυσική, σώματι) συνύπαρξη με τον Άλλο. Διατρέχουμε μια ιστορική φάση κατά την οποία η επίσημη εκδοχή της εθνικής ταυτότητας δεν μονοπωλείται πια από μια ελληνικότητα που έχει υπάρξει ηγεμονική (με μία γλώσσα και μία θρησκεία).  

Παρατηρώ ότι πολλοί ιερείς είναι παγιδευμένοι ανάμεσα σε παλιές και νέες ατζέντες ή προτεραιότητες (φιλοσοφικές, ιδεολογικές).  Παρόλα αυτά, για πρώτη φορά είναι σήμερα τόσο ορατοί δημόσια (βλ., π.χ., τις θεσμοποιημένες, πια, ετήσιες Ημέρες Μνήμης για το Ολοκαύτωμα – στις πόλεις όπου γίνεται αυτό).  Αυτό αλλάζει ριζικά την δημόσια εικόνα της Εκκλησίας.

Λόγω της φύσεως της συνάντησής μας, που πρέπει να είναι σύντομη, δε μπορώ να μπω σε αναλύσεις που προσφέρουν μια απαραίτητη ανατομία τέτοιων πολύ κρίσιμων (για την ανθρωπολογική ανάλυση) στιγμών συνύπαρξης· μπορώ μόνο να καταθέσω διαπιστώσεις. Μέσα από το παράδειγμα της Κρήτης, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι περάσαμε, από μια μακρά ιστορική φάση μη συμβατότητας με τους θρησκευτικά ετέρους (δηλ. μη επικοινωνίας, μη διαλόγου κλπ. αλλά μόνον σε επίπεδο λογίων), σε μια φάση συναίνεσης για τη συμβατότητα, με τα στοιχεία της μαζικότητας και της δημοσιότητας.  Σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για μια πιο διαθέσιμη εικόνα συνύπαρξης, συμπερίληψης, φιλελεύθερου πνεύματος – στη δημόσια σφαίρα.

Αυτό εννοούσα με τη λέξη «εξωστρέφεια», την οποία όμως χρησιμοποιώ λίγο προχείρως. Η στάση αυτή του Ορθόδοξου κόσμου απέναντι στους θρησκευτικά έτερους στην Ελλάδα, ίσως θα έπρεπε να ιδωθεί περισσότερο ως μια ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες. (Σημειώνω και πάλι ότι δεν μιλάω για τις πρακτικές σε επίπεδο λογίων, θεολόγων, ή μίας ιντελιγκέντσια, που είναι ειδική κοινωνική κατηγορία). Όντως βιώνει ο Ορθόδοξος κόσμος μια μετάβαση, αλλά αυτή είναι, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, με όλες τις αντιφάσεις της: περιέχει και το παλιό και το νέο (Αντόνιο Γκράμσι [1930] 1971, ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί – βέβαια λεχθέν σε άλλο πλαίσιο, όπου το θέμα ήταν η κρίση εξουσίας και το τέλος των ηγεμονικών ιδεολογικών κλπ.).  Γι’ αυτό και μίλησα για αμηχανία της Εκκλησίας. Είναι μία νέα, σχετικά άβολη συνθήκη (ή αλλιώς «ξεβολεύει» από άποψη πρακτικών και νοοτροπιών).

Θεωρώ ότι πραγματοποιείται μια μη απαραίτητα επιθυμητή και ηθελημένη, αλλά αναγκαία, μετάβαση, ώστε να χτισθεί ένα δημόσιο πρόσωπο για την Εκκλησία, την Ορθοδοξία, που είναι συμβατό με τις νέες πραγματικότητες – οι οποίες είναι επείγουσες, και απαιτούν πραγματισμό και όχι εσωστρέφεια.

Αυτή λοιπόν η μετάβαση (που μπορεί να περιλαμβάνει, π.χ., ένα κοινό μνημόσυνο για τους νεκρούς του Άουσβιτς, χριστιανούς ορθόδοξους και καθολικούς, και Εβραίους – τουλάχιστον η περίπτωση της Κρήτης είχε και τα 3 δόγματα), δεν είναι απαραίτητη προτεραιότητα στη νοοτροπία όλων των φορέων της Εκκλησίας. Θα παρατηρήσει κανείς μια συναισθηματική γκάμα που ποικίλλει από δισταγμό, φόβο, ντροπή, αβεβαιότητα, μέχρι υπερβάλλουσα προθυμία (για συμμετοχή).  Οι ιερείς, θεωρώ ότι είναι ένα προνομιακό πεδίο για να μελετήσει κανείς αυτή τη συνθήκη.  Επίσης, οι θεολόγοι / εκπαιδευτικοί. Ακριβώς επειδή αυτά είναι τα πρόσωπα της θεσμικής καθημερινότητας και της άμεσης βίωσης των μετασχηματισμών αυτών.  

Παρατηρώ ότι πολλοί ιερείς είναι παγιδευμένοι ανάμεσα σε παλιές και νέες ατζέντες ή προτεραιότητες (φιλοσοφικές, ιδεολογικές).  Παρόλα αυτά, για πρώτη φορά είναι σήμερα τόσο ορατοί δημόσια (βλ., π.χ., τις θεσμοποιημένες, πια, ετήσιες Ημέρες Μνήμης για το Ολοκαύτωμα – στις πόλεις όπου γίνεται αυτό).  Αυτό αλλάζει ριζικά την δημόσια εικόνα της Εκκλησίας.

Mε αυτή την εισήγηση ήθελα να εκθέσω μια «συνθήκη αμηχανίας», και να την αποδώσω σε γνωστές και εγκατεστημένες σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στον θρησκευτικά κυρίαρχο και στον έτερο, και σε νοοτροπίες που έχουν διαμορφωθεί στη μακρά διάρκεια (της διαδικασίας του έθνους-κράτους).  Οι νοοτροπίες έρχονται αντιμέτωπες με σύγχρονες προκλήσεις, και διαμορφώνουν / καθορίζουν συγκεκριμένους τρόπους του να συνυπάρχεις, ειδικά σε επίπεδο θεσμικής πρακτικής ρουτίνας.  

Μέσα από το παράδειγμα της συνύπαρξης του Ορθόδοξου κόσμου με τον Καθολικό και τον Εβραϊκό, σε θεσμικό επίπεδο, σε σύγχρονα ελληνικά πλαίσια, έθιξα το θέμα της δημόσιας εικόνας της Εκκλησίας, με μια έμφαση στη σημασία της θεσμικής καθημερινότητας ως κεντρικού αντικειμένου του ανθρωπολογικού στοχασμού: δηλ. της ρουτίνας και της καθημερινής πρακτικής, ως κλειδιών για να αντιλαμβανόμαστε τις εγκατεστημένες θεσμικές νοοτροπίες.  

Θεωρώ όμως συγχρόνως ότι δεν έχει και τόση σημασία το ποιος είναι ο εκάστοτε θρησκευτικός έτερος που βρίσκεται απέναντι. Το πλέγμα των σχέσεων θρησκευτικού «ημετέρου» και «ετέρου» στην Ελλάδα έχει μεν παγιωθεί μέσα στην μακρά ιστορική διάρκεια. Το σημαντικό όμως είναι ότι περιέχει παραγωγικές εντάσεις εντός του, ενώ συγχρόνως δέχεται σημαντικές προκλήσεις στην Ελλάδα των πρόσφατων δεκαετιών. 

Ευχαριστώ για αυτή τη συνάντηση, και για το προνόμιο να μην μένουμε μόνο στη θεωρία, αλλά να αντλούμε και μέσα από την πραγματικότητα – ώστε να μπορούμε να μιλάμε για βιωσιμότητα. 


Η Βασιλική Γιακουμάκη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Το παρόν κείμενο αποτελεί την παρέμβαση της Βασιλικής Γιακουμάκη στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα «Εμείς και οι “‘Αλλοι”: Δεδομένα και προοπτικές για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία», που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στο πλαίσιο της δράσης της Επιτροπής «Η Ελλάδα το 2040», στο Ξενοδοχείο Caravel στην Αθήνα στις 6 Σεπτεμβρίου 2021.

Το εικαστικό θέμα είναι λεπτομέρια από το έργο «Λήμνου ενθύμηση» του ζωγράφου και αγιογράφου Ράλλη Κοψίδη και φιλοτεχθήκε το 1975.

Ο τίτλος της παρέμβασης ανήκει στον επιμελητή του ιστολογίου.