ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΠΛΗΝ ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ 

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΠΛΗΝ ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ 
Χρόνος Ανάγνωσης: 9 λεπτά

1. Mαζί με τις θερμές μου ευχαριστίες προς τους διοργανωτές του Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Πηλιορείτες Λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού» για την τιμητική πρόσκληση να λάβω μέρος στην παρούσα στρογγυλή τράπεζα, σπεύδω εξαρχής να διευκρινίσω ότι δεν είμαι ιστορικός ούτε ειδικός στη μελέτη του Διαφωτισμού. Έχω βέβαια για χρόνια ασχοληθεί με το θέμα της σχέσης Ορθοδοξίας και Νεωτερικότητας, ενώ σε ένα παλιότερο άρθρο μου με τίτλο «Ορθοδοξία και Διαφωτισμός-Το ζήτημα της ανεξιθρησκίας»,[1] επιχείρησα μια θεολογική αναμέτρηση με το κίνημα του Διαφωτισμού πέρα από τη στερεοτυπική αντίληψη που καθιέρωσε ο αντιδυτικισμός της Νεορθοδοξίας και εσχάτως ο «Ορθοδοξισμός» του φονταμενταλισμού. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση θεωρεί τον Διαφωτισμό αποκλειστικά υπό το πρίσμα της ύβρεως, και δεν διακρίνει σε αυτόν παρά την αποθέωση του ατομικισμού και του ορθολογισμού, την ανταρσία εναντίον της θεϊκής τάξεως, την εισβολή του δυτικού πνεύματος στο χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής με αποτέλεσμα την αλλοίωση της λαϊκής ορθόδοξης παράδοσης, αγνοώντας έτσι τις ειδωλοκλαστικές και εν γένει απελευθερωτικές διαστάσεις του διαφωτιστικού εγχειρήματος.

2. Με άλλα λόγια, αυτό που παρέμενε και παραμένει ζητούμενο είναι η υπέρβαση της άγονης αντιπαράθεσης Ορθοδοξίας και Διαφωτισμού. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε πλείστα όσα δημοσιεύματά του και μάλιστα και στο πρόσφατο βιβλίο του Θρησκεία και Πολιτική στον Ορθόδοξο κόσμο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι προκλήσεις της Νεωτερικότητας (εκδ. Επίκεντρο, 2021, σελ. 15) ο Ακαδημαϊκός Πασχάλης Κιτρομηλίδης, η παραδοχή ότι η Ορθοδοξία είναι παντελώς ασύμβατη με τον Διαφωτισμό είναι αβάσιμη. Τη θέση αυτή ήρθε πρόσφατα να επιβεβαιώσει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ο Μητροπολίτης Περγάμου και Ακαδημαϊκός Ιωάννης Δ. Ζηζιούλας, ο σημαντικότερος εν ζωή Ορθόδοξος θεολόγος, στον «Πρόλογό» του στο εν λόγω βιβλίο του καθηγητή Κιτρομηλίδη όπου υποστηρίζει ότι «Η Ορθόδοξη εκκλησιολογία […] δεν έχει λόγο να αντιτάσσεται στον Διαφωτισμό» (σελ. 12).

Oι εισηγητές του Διαφωτισμού στον ελληνόφωνο κόσμο του 18ου αιώνα, αρχής γενομένης από τον Ευγένιο Βούλγαρη, ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ορθόδοξοι κληρικοί, που ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τη μόρφωση και τον φωτισμό του γένους ώστε να μπορέσει να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, ενώ με τον τρόπο τους λειτούργησαν ως φορείς εκσυγχρονιστικών ιδεών

3. Το παρόν συνέδριο μάς θύμισε αυτό που πολλές φορές έχει λεχθεί, ότι δηλαδή οι εισηγητές του Διαφωτισμού στον ελληνόφωνο κόσμο του 18ου αιώνα, αρχής γενομένης από τον Ευγένιο Βούλγαρη (ο οποίος συνταίριαξε με μοναδικό τρόπο τη βυζαντινή χριστιανική παράδοση με τον δυτικό ουμανισμό, τη νεωτερική φιλοσοφία και τις νεώτερες φυσικές επιστήμες με την ησυχαστική παράδοση, το πατερικό πνεύμα ή την πατερικότητα με την ευρωπαϊκότητα, τις μεταφράσεις έργων του Βολταίρου με τις εκδόσεις πατερικών έργων), ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ορθόδοξοι κληρικοί, που ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τη μόρφωση και τον φωτισμό του γένους ώστε να μπορέσει να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, ενώ με τον τρόπο τους λειτούργησαν ως φορείς εκσυγχρονιστικών ιδεών· στην ίδια κατηγορία με τον Βούλγαρη ανήκουν και οι Μεθόδιος Ανθρακίτης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Στέφανος Δούγκας, Βενιαμίν Λέσβιος, Άνθιμος Γαζής, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Δανιήλ Φιλιππίδης, κ. ά. Οι Έλληνες διαφωτιστές μάλιστα, είτε κληρικοί είτε λαϊκοί, παρά τη μαχητική τους αντίθεση και πολεμική έναντι των συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων της εποχής τους, παρά τις διώξεις που αρκετές φορές υπέστησαν από αυτούς τους κύκλους, αλλά και την εκ μέρους τους αποδοχή των νεωτερικών φιλοσοφικών και επιστημονικών αντιλήψεων, δεν φτάνουν –με ελάχιστες εξαιρέσεις– ως την οριστική ρήξη με τη θρησκευτική παράδοση και την Εκκλησία, όπως στη περίπτωση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, καθώς το εκκλησιαστικό βίωμα συνιστούσε, συν τοις άλλοις, συνεκτικό στοιχείο ενιαίας πολιτισμικής παράδοσης, το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτισμικό δεδομένο, τον άξονα αναφοράς που διέσωζε την ενότητα του υπόδουλου γένους έναντι του αλλόθρησκου Οθωμανού κατακτητή και του αλλόδοξου δυτικού προσηλυτιστή.

4. Δίπλα στα παραπάνω γνωστά ονόματα κληρικών-φορέων του Διαφωτισμού, το παρόν συνέδριο ήρθε να εμπλουτίσει την έρευνα με νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Πατριάρχη Καλλίνικου του Γ΄ του εκ Ζαγοράς και του εμπόρου Ιωάννη Πρίγκου, επίσης από τη Ζαγορά, που επιβεβαιώνουν την, παρά τις δυσκολίες, αρμονική σε γενικές γραμμές συνύπαρξη Ορθοδοξίας και Διαφωτισμού στον ελληνόφωνο χώρο. Ο πρώτος, εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα του 18ου αιώνα με ανοιχτούς ορίζοντες και ευρύτατη θεολογική και εγκυκλοπαιδική μόρφωση, συνέβαλε στον φωτισμό του Ορθόδοξου γένους, ενώ ανέλαβε σημαντικές εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες μετά την επιστροφή στη γενέτειρά του, πρωτοβουλίες που συνετέλεσαν σημαντικά στην πνευματική αφύπνιση και την μορφωτική ανύψωση των υποδούλων. Ο δεύτερος, αυτοδίδακτος σχεδόν στα γράμματα, παρά ή παράλληλα προς την οικονομική του άνοδο και τις σημαντικές του επιτυχίες στον τομέα του εμπορίου, και την εκ μέρους του υιοθέτηση πολλών ιδεών του αναδυόμενου τότε κινήματος του Διαφωτισμού που γνωρίζει στη Δυτική Ευρώπη και μάλιστα στο Άμστερνταμ όπου ζει και δραστηριοποιείται, δεν έπαψε να υπηρετεί την Ορθόδοξη πίστη. Υπήρξε μάλιστα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ιδρυτής της πρώτης Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Άμστερνταμ, ενώ εντυπωσιάζουν οι προσπάθειές του τόσο για την ενίσχυση τη παιδείας στον τόπο καταγωγής του όσο και για τη συμβολή του στον σημαντικό εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Ζαγοράς. Το συνέδριο ανέδειξε επίσης σημαντικές, άγνωστες πτυχές της ζωής και του έργου των Μηλιωτών Ανθίμου Γαζή, Γρηγορίου Κωνσταντά και Δανιήλ Φιλιππίδη.

Οι Έλληνες διαφωτιστές μάλιστα, είτε κληρικοί είτε λαϊκοί, παρά τη μαχητική τους αντίθεση και πολεμική έναντι των συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων της εποχής τους, παρά τις διώξεις που αρκετές φορές υπέστησαν από αυτούς τους κύκλους, αλλά και την εκ μέρους τους αποδοχή των νεωτερικών φιλοσοφικών και επιστημονικών αντιλήψεων, δεν φτάνουν –με ελάχιστες εξαιρέσεις– ως την οριστική ρήξη με τη θρησκευτική παράδοση και την Εκκλησία, όπως στη περίπτωση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, καθώς το εκκλησιαστικό βίωμα συνιστούσε, τον άξονα αναφοράς που διέσωζε την ενότητα του υπόδουλου γένους έναντι του αλλόθρησκου Οθωμανού κατακτητή και του αλλόδοξου δυτικού προσηλυτιστή.

5. Αν αυτή είναι η φωτεινή όψη του θέματός μας, μια έντιμη και ειλικρινής συζήτηση για τη σχέση Ορθοδοξίας και Διαφωτισμού δεν μπορεί να αγνοήσει ή να αποκρύψει και τα σκοτεινά σημεία αυτής της σχέσης που σχετίζονται κυρίως με την αντίδραση της Εκκλησίας (στην περίπτωσή μας του Οικουμενικού Πατριαρχείου) απέναντι στις νέες ιδέες και την πρόκληση των φυσικών και εμπειρικών επιστημών. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι οι φορείς των νέων ιδεών ήταν κυρίως κληρικοί, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι η σφοδρότερη αντίδραση στις νέες ιδέες προερχόταν επίσης από τον χώρο της Εκκλησίας. Ακόμη, παρά το γεγονός ότι πολλές επιλογές του Πατριαρχείου φαίνεται να παρέχουν στήριξη στις νέες ιδέες και τα ανανεωτικά και μεταρρυθμιστικά ρεύματα, δεν θα πρέπει να λησμονείται επίσης ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις, η Εκκλησία υιοθέτησε ακραία συντηρητικές απόψεις και πρακτικές που θύμιζαν «Ιερά Εξέταση». Αρκεί να αναφέρουμε την περίπτωση του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Όπως είναι γνωστό, στην αυλή του Πατριαρχείου, το Νοέμβριο του 1723, καίγονται δημόσια από τον «αγανακτισμένο όχλο» τα τετράδια των παραδόσεων λογικής, φυσικής, μαθηματικών και ευκλείδειας γεωμετρίας του Ανθρακίτη, όταν ο τελευταίος, μετά την καταδικαστική απόφαση, την καθαίρεση και την απαγόρευση διδασκαλίας που του επιβλήθηκε από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου («την πρώτη, ίσως, ανασταλτική επέμβαση της Εκκλησίας στο περιεχόμενο της διδασκαλίας των λογίων της εποχής», σύμφωνα με τη διατύπωση του Άλκη Αγγέλου), αναγκάστηκε να καταθέσει ομολογία πίστεως και να υποβληθεί σε απίστευτες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς προκειμένου να ανακληθεί η καταδίκη του. Το μόνο για το οποίο εν τέλει σίγουρα κατηγορούνταν ήταν η απόρριψη της παραδεδομένης αριστοτελικής και περιπατητικής φιλοσοφίας στα της φύσεως και στις θύραθεν εν γένει επιστήμες, καθώς τα περί ασεβείας έναντι των Ιερών Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας στα της θεολογίας, και τα περί αντιπαλαμισμού, δεν επαληθεύθηκαν. Επιπλέον, στη δίωξη του Ανθρακίτη, όπως έδειξε και η πιο πρόσφατη έρευνα, θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη και ιδιοτελή προσωπικά κίνητρα και αντιζηλίες ομοτέχνων, που σε παρόμοιες περιπτώσεις παίζουν τον ρόλο τους. Πάντως, σύμφωνα με την παρατήρηση του Πασχάλη Κιτρομηλίδη, «η αφετηρία του γενικότερου κινήματος της πνευματικής ανάκαμψης που κορυφώθηκε τελικά με τις ποικίλες εκδηλώσεις του Διαφωτισμού οφειλόταν σε παιδευτικές πρωτοβουλίες φαναριωτών ηγεμόνων και της Εκκλησίας. Το στοιχείο αυτό πρέπει να υπογραμμίζεται, διότι συχνά τείνει να προβάλλεται η άποψη ότι η Εκκλησία υπήρξε καθ’ ολοκληρίαν αρνητική προς τον Διαφωτισμό. Αυτή υπήρξε ασφαλώς η τελική απόληξη μιας ιδεολογικής αντίθεσης η οποία καθορίστηκε από πολιτικές συγκυρίες». Ανάμεσα στις τελευταίες θα πρέπει ασφαλώς να συγκαταλεχθεί ο έντονος αντίκτυπος και τα αρνητικά συναισθήματα που προκάλεσαν στην Ορθόδοξη Ανατολή η βασιλοκτονία της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ ο εθναρχικός ρόλος και το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο ύπαρξης και λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το υποχρέωναν να είναι πολύ προσεκτικό, ακόμη και εχθρικό έναντι των νέων ιδεών που ερχόταν από τη Δύση, και μάλιστα από την επαναστατημένη Γαλλία, καθώς λανθασμένοι χειρισμοί ή λάθος κινήσεις μπορούσαν όχι μόνο να έχουν αντίκτυπο στους Ορθόδοξους υπηκόους του Σουλτάνου, αλλά και να στοιχίσουν την ίδια την ζωή του ποιμνίου του.

Τα παραπάνω μας καλούν ιδιαίτερα εμάς τους θεολόγους που έχουμε μονίμως την τάση προς τη γενίκευση και την απολυτοποίηση, σε επιστημονική μετριοπάθεια και ταπεινοφροσύνη. Όσο και αν είναι επώδυνο, θα πρέπει κάποτε να απαλλαγούμε από ισχυρισμούς και συνθήματα του τύπου «η Ορθοδοξία δεν συγκρούστηκε ποτέ με την επιστήμη» ή «η Ορθοδοξία δεν εμπόδισε ποτέ την επιστημονική έρευνα» ή ακόμη «η Ορθοδοξία δεν γνώρισε ποτέ ιερά Εξέταση ή Index απαγορευμένων βιβλίων». Η απροκατάληπτη ιστορική έρευνα μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι το «ποτέ» δεν υπάρχει ποτέ εντός της Ιστορίας και ότι τα ανθρώπινα υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις, διαψεύσεις και ανατροπές που ταιριάζουν περισσότερο στο επί μέρους και όχι στη σχολαστικού τύπου επίκληση γενικών αρχών

6. Δυστυχώς όμως η περίπτωση του Ανθρακίτη δεν ήταν η μόνη, καθώς οι συντηρητικές αντιδράσεις πολλαπλασιάζονται στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα ενός κρίσιμου αιώνα (±1720-1820), οι αντιδράσεις που είχαν ως κίνητρο είτε θεολογικούς λόγους είτε προσωπικά κίνητρα έφτασαν μέχρι τον εκκλησιαστικό έλεγχο, την καθαίρεση, το κάψιμο βιβλίων ή και τον αφορισμό, όπως στην περίπτωση του Μεθόδιου Ανθρακίτη (1723) που ήδη αναφέραμε, του Χριστόδουλου Παμπλέκη (1793), του Ρήγα Βελεστινλή (1798), του Βενιαμίν Λέσβιου (1803), του Στέφανου Δούγκα (1816), του Νικόλαου Πίκκολου (1820), ή ακόμη και στο κλείσιμο του θεωρούμενου προοδευτικού Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης (1810 και 1819). Ο χρόνος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε επ’ αυτού, θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι όσο σκληραίνει η στάση της Εκκλησίας τόσο ριζοσπαστικοποιείται η αντίδραση των διανοουμένων του Διαφωτισμού και αυξάνει η απόστασή τους από την Εκκλησία και τη χριστιανική πίστη. Περαιτέρω, οι ατυχείς αυτές αντιδράσεις της Εκκλησίας, η πολεμική και οι διώξεις των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, αρχίζουν να διαρρηγνύουν τον παραδοσιακό και αυτονόητο έως τότε δεσμό Εκκλησίας και μορφωμένων τάξεων. Έχω την εντύπωση ότι η επικρατούσα στις μέρες μας αποξένωση Εκκλησίας και διανοουμένων έχει τις ρίζες της στην περίοδο που εξετάζουμε.

7. Τα παραπάνω μας καλούν ιδιαίτερα εμάς τους θεολόγους που έχουμε μονίμως την τάση προς τη γενίκευση και την απολυτοποίηση, σε επιστημονική μετριοπάθεια και ταπεινοφροσύνη. Όσο και αν είναι επώδυνο, θα πρέπει κάποτε να απαλλαγούμε από ισχυρισμούς και συνθήματα του τύπου «η Ορθοδοξία δεν συγκρούστηκε ποτέ με την επιστήμη» ή «η Ορθοδοξία δεν εμπόδισε ποτέ την επιστημονική έρευνα» ή ακόμη «η Ορθοδοξία δεν γνώρισε ποτέ ιερά Εξέταση ή Indexαπαγορευμένων βιβλίων». Η απροκατάληπτη ιστορική έρευνα μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι το «ποτέ» δεν υπάρχει ποτέ εντός της Ιστορίας και ότι τα ανθρώπινα υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις, διαψεύσεις και ανατροπές που ταιριάζουν περισσότερο στο επί μέρους και όχι στη σχολαστικού τύπου επίκληση γενικών αρχών. Μια θεολογία που πατάει σε στέρεο εκκλησιαστικό έδαφος και είναι σίγουρη για τον εαυτό της δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από μια τέτοια προσέγγιση.

Η ηγεσία της Εκκλησίας φαίνεται μάλιστα σήμερα να διαπράττει και πάλι του ίδιου τύπου λάθη, έστω και αν τη σκυτάλη σε αυτήν την «αμυντικού» τύπου Ορθοδοξία παρέλαβε, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, από την Κωνσταντινούπολη η Αθήνα:  υπερασπιζόμενη σήμερα τον εθνοκεντρικό της ρόλο και το εθνικό αφήγημα, τον όψιμο προσηλυτισμό της στην εθνική ιδεολογία και την εθνικοποίησή της (η οποία θα ήταν αδύνατη δίχως την αρχή των εθνοτήτων που εισάγει ο Διαφωτισμός), νοσταλγώντας τις προνεωτερικές κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες και αρνούμενη το διάλογο με το σύγχρονο κόσμο, την κοινωνία των πολιτών, την παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα, δεν αντιλαμβάνεται η θεσμική Εκκλησία ότι το νέο αυτό κοινωνικό και πολιτισμικό συμφραζόμενο αποτελεί ίσως το φυσικό της χώρο, το πλέον κατάλληλο πλαίσιο για την επιτέλεση του έργου της, για την αναγγελία σε όλα τα έθνη και σε κάθε τόπο και πολιτισμικό περιβάλλον του κηρύγματος της Βασιλείας του Θεού.

8. Τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν με αφορμή τη σύγκρουση της ηγεσίας της Εκκλησίας με τον Διαφωτισμό, μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε ότι οι συνέπειες της αρνητικής αυτής στάσης της Εκκλησίας απέναντι στις νεωτερικές προκλήσεις που συντομογραφικά περιγράψαμε σημαδεύουν και στοιχειώνουν μέχρι σήμερα την εν τω κόσμω πορεία της Εκκλησίας, τη σχέση της με τη διανόηση και την κοινωνία. Η ηγεσία της Εκκλησίας φαίνεται μάλιστα σήμερα να διαπράττει και πάλι του ίδιου τύπου λάθη, έστω και αν τη σκυτάλη σε αυτήν την «αμυντικού» τύπου Ορθοδοξία παρέλαβε, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, από την Κωνσταντινούπολη η Αθήνα: υπερασπιζόμενη τότε τυφλά και αθεολόγητα η Εκκλησία τον μεσαιωνικό αριστοτελισμό, τον κορυδαλισμό, τη θεολογική μεταφυσική και το αμετάβλητο του κόσμου, πολεμούσε τις νεωτερικές ιδέες στο πρόσωπο του φιλοσοφικού και επιστημονικού εμπειρισμού, μένοντας ανυποψίαστη για το ότι ο τελευταίος, όπως υποστηρίζεται σήμερα πια και από συντηρητικούς θεολόγους, ενδεχομένως να ήταν πιο κοντά στη διδασκαλία της για μέθεξη του Θεού δια της εμπειρίας από την ριζικά ασύμβατη με τη διδασκαλία της νοησιαρχία του μεσαιωνικού αριστοτελισμού· υπερασπιζόμενη σήμερα τον εθνοκεντρικό της ρόλο και το εθνικό αφήγημα, τον όψιμο προσηλυτισμό της στην εθνική ιδεολογία και την εθνικοποίησή της (η οποία θα ήταν αδύνατη δίχως την αρχή των εθνοτήτων που εισάγει ο Διαφωτισμός), νοσταλγώντας τις προνεωτερικές κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες και αρνούμενη το διάλογο με το σύγχρονο κόσμο, την κοινωνία των πολιτών, την παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα, δεν αντιλαμβάνεται η θεσμική Εκκλησία ότι το νέο αυτό κοινωνικό και πολιτισμικό συμφραζόμενο αποτελεί ίσως το φυσικό της χώρο, το πλέον κατάλληλο πλαίσιο για την επιτέλεση του έργου της, για την αναγγελία σε όλα τα έθνη και σε κάθε τόπο και πολιτισμικό περιβάλλον του κηρύγματος της Βασιλείας του Θεού.

9. Κλείνοντας την τοποθέτησή μου, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι ο εκκρεμής διάλογος Ορθοδοξίας και Διαφωτισμού, μέρος του ζητούμενου διαλόγου Ορθοδοξίας και νεωτερικότητας, αποτελεί κρίσιμο μέγεθος και αποφασιστικό παράγοντα για τον ουσιαστικό διάλογο Εκκλησίας και κόσμου, θεολογίας και διανόησης στον τόπο μας. Ο διάλογος αυτός θα παραμένει στη σφαίρα του ανέφικτου, όσο θεολόγοι και θεολογούντες θα επιδίδονται σε μια τυφλή αντιδιαφωτιστική ρητορεία και δεν θα διακρίνουν στο Διαφωτισμό παρά μόνο τα αρνητικά του σημεία, αδυνατώντας να εννοήσουν τις τεράστιες πνευματικές, διανοητικές και επιστημονικές δυνάμεις που απελευθέρωσε ο τελευταίος και υποτιμώντας συστηματικά την καθοριστική συμβολή του κινήματος του Διαφωτισμού στην υπόθεση της πνευματικής ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη και στον τόπο μας ειδικότερα ή όσο ακόμη θα εκλαμβάνουν ως κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα το δογματικώς δέον και το θεολογικώς ιδεατόν, προβαίνοντας έτσι στη λήψη του (ιστορικώς) ζητουμένου δια της απλής επικλήσεως των γενικών αρχών της Ορθοδοξίας! Το ίδιο ανέφικτος όμως θα παραμείνει αυτός ο διάλογος και όσο από την άλλη πλευρά, αυτήν της κοσμικής διανόησης (διακρινόμενη συχνά από μια υπεραισιόδοξη και υπεραπλουστευμένη υμνητική προσέγγιση, που δεν βλέπει στον Διαφωτισμό παρά μόνο ελευθερία, πρόοδο, ακόμη και φιλοσοφική καινοτομία), θα συνεχίζουν ορισμένοι να θεωρούν τον Διαφωτισμό αποκλειστικά υπό το πρίσμα της αντίθεσής του στη θρησκεία και την Ορθόδοξη Εκκλησία!


[1] Βλ. Παντελής Καλαϊτζίδης, «Ορθοδοξία και Διαφωτισμός-Το ζήτημα της ανεξιθρησκίας», στον συλλογικό τόμο Π. Καλαϊτζίδη-Ν. Ντόντου, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Αθήνα, Ίνδικτος, 2007, σσ. 79-165.


Ο Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ. Θ., είναι Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Ερευνητικός Εταίρος των Πανεπιστημίων KU Leuven και Münster, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της European Academy of Religion.

Το παρόν κείμενο αποτελεί παρέμβαση στη στρογγυλή τράπεζα που έλαβε χώρα στο πλαίσιο του διεθνούς επιστημονικού συμποσίου με θέμα: «Πηλιορείτες Λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», που διοργανώθηκε από την Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Πηλίου, στη Ζαγορά και τις Μηλιές, στις 22 και 23 Ιουλίου 2022. 

Tο εικαστικό αποτελεί λεπτομέρεια του έργου του Ολλανδού ζωγράφου Johannes Vermeer “ο Αστρονόμος” (1668) που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου.