Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ
Χρόνος Ανάγνωσης: 24 λεπτά

Συμμετέχοντας στο πένθος της ανά την Οικουμένη Ορθοδοξίας για την εις Κύριον εκδημία του διαπρεπούς εκκλησιαστικού άνδρα και θεολόγου, Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ (1934-2022), το ιστολόγιό μας αναδημοσιεύει την ομιλία του μακαριστού ιεράρχη με τίτλο «Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στη Δύση», από το συνέδριο που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου τον Νοέμβριο του 2015 στον Βόλο, όπου και ο διακεκριμένος θεολόγος και ιεράρχης αναγορεύτηκε Εταίρος και Επίτιμο Μέλος της Ακαδημίας. Η ομιλία έχει δημοσιευτεί στον συλλογικό τόμο Παντελής Καλαϊτζίδης και Νικόλαος Ασπρούλης (επιμ.),Η Μαρτυρία της Ορθοδοξίας στη Δύση. Σύναξις Ευχαριστίας προς τιμήν του Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστου Ware, Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2018, σ. 261-278.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Διοκλείας εξελέγη το 1966 Spalding Lecturer για τις Ανατολικές Ορθόδοξες Σπουδές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, θέση που κράτησε για 35 χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2001. Το 1982 αναδείχθηκε Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, ενώ αργότερα ονομάστηκε Μητροπολίτης Διοκλείας, θέση στην οποία διακόνησε μέχρι τον θάνατό του, ανήκοντας στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Υπήρξε συγγραφέας πολλών σημαντικών βιβλίων και άρθρων, πολλά εκ των οποίων κυκλοφορούν και στα ελληνικά, ενώ ήταν μεταξύ των μεταφραστών της Φιλοκαλίας στα αγγλικά.

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Μια θεόσταλτη έξοδος

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα έλαβε χώρα ένα πρωτόγνωρο, στη μέχρι τώρα ιστορία της Εκκλησίας, γεγονός. Ένας σημαντικός αριθμός ορθοδόξων χριστιανών –που αριθμούνται όχι σε χιλιάδες αλλά σε εκατομμύρια– μετανάστευσαν από τις παραδοσιακές πατρίδες τους στη Δύση. Ορισμένοι, όπως οι Ρώσοι και άλλοι ορθόδοξοι από την ανατολική Ευρώπη, έφυγαν λόγω των κομμουνιστικών διώξεων, ενώ άλλοι όπως οι Έλληνες και οι Άραβες, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 120 ετών, να πάψει να θεωρείται ειδικά «ανατολική» και έγινε παγκόσμια. Σε κάθε περίπτωση, οι όροι «ανατολικός» και «δυτικός» δεν μπορούν παρά να εκλαμβάνονται πια ως σχετικοί: ο Βόλος ή η Αθήνα λ.χ. βρίσκονται στα ανατολικά του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης αλλά δυτικά της Κωνσταντινούπολης ή της Ιερουσαλήμ.

Το μέγεθος της «Διασποράς» ή του πληθυσμού που μετακινήθηκε στο εξωτερικό είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι ελληνορθόδοξης καταγωγής που ζουν στη δυτική Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία. Ο αριθμός των Ρώσων που αναγκάστηκε να μετακινηθεί στη Δύση μετά την επανάσταση του 1917 ανερχόταν περί τα 2 εκατομμύρια (έχω την αίσθηση ότι τα στοιχεία αυτά είναι κάπως έωλα, καθώς δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά). Σήμερα, υπάρχουν περισσότεροι ορθόδοξοι χριστιανοί που ανήκουν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και ζουν στον Νέο Κόσμο από εκείνους που έχουν παραμείνει στη Συρία και τον Λίβανο, ενώ θεωρείται ότι περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ρουμάνοι ζουν μόνο στην Ιταλία. Στους αριθμούς αυτούς θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι μετανάστες από τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Οπουδήποτε και αν έχουν πάει οι Ορθόδοξοι αυτοί της διασποράς έχουν ιδρύσει ενορίες, μοναστήρια και θεολογικές σχολές. Ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς συνήθιζε να λέει ότι το μέλλον της ορθόδοξης θεολογίας δεν βρίσκεται στις παραδοσιακές ορθόδοξες χώρες αλλά στη Δύση.

Τώρα ο αναστημένος Χριστός είναι ο Κύριος της Ιστορίας. Σε κάθε επιμέρους εξέλιξη μπορούμε να διακρίνουμε την καθοδήγησή Του, τη σφραγίδα Του. Εκείνος είναι που προσδίδει σε κάθε γεγονός νόημα και καλεί τα πάντα προς την ενότητα. Οι πόλεμοι, οι διωγμοί και η οικονομική ανέχεια είναι καθαυτά κακά, αν και ο Θεός είναι σε θέση να βγάλει κι από τις καταστάσεις αυτές κάτι καλό. Επομένως, αυτή η μετακίνηση των πληθυσμών ή η διασπορά, αυτή η εκτεταμένη έξοδος από τις ορθόδοξες πατρίδες δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα ενός τυχαίου γεγονότος. Στο πνευματικό επίπεδο δεν υπάρχει τίποτε που να είναι απλή σύμπτωση. Η έξοδος των Ορθοδόξων κατά τον 20ό αιώνα αποτελεί μια θεόσταλτη έξοδο. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, καλούμαστε να αναρωτηθούμε: Υπό το φως του ελέους της θείας «οικονομίας», ποιος είναι άραγε ο απώτερος σκοπός αυτής της μαζικής μετακίνησης;

Ας γίνουμε όμως ακόμη πιο συγκεκριμένοι στο ερώτημά μας. Εάν ο Θεός από αγάπη επέτρεψε στους Ορθοδόξους να φύγουν από τις μητέρες πατρίδες τους, αυτό συνέβη προκειμένου να δώσουν μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον δυτικό κόσμο. Ποιες είναι, επομένως, οι αλήθειες για τις οποίες εμείς οι Ορθόδοξοι καλούμαστε να δώσουμε μαρτυρία στη Δύση; Τι είναι αυτό που έχουμε οι Ορθόδοξοι να προσφέρουμε στους αδελφούς και τις αδελφές μας στη Δύση και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτούς; Στη σημερινή μου ομιλία θα ασχοληθώ κυρίως με το πρώτο μέρος του ερωτήματος –τι μπορούμε να συνεισφέρουμε– και λόγω της έλλειψης χρόνου θα ασχοληθούμε μονάχα περιστασιακά με το τι μπορούμε να μάθουμε από τη Δύση. Ωστόσο, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η παρουσία μας στον δυτικό κόσμο αποτελεί μια αμοιβαία διαδικασία. Δίνουμε μαρτυρία στη Δύση και την ίδια στιγμή μαθαίνουμε από αυτή. Ο Άγιος Ιννοκέντιος της Μόσχας, ο απόστολος της Αλάσκας του 19ου αιώνα, συνήθιζε να λέει ότι ο επίσκοπος είναι μαζί και διδάσκαλος και μαθητής του ποιμνίου του. Ανεξάρτητα από τη θέση που έχει ο καθένας από μας μέσα στην Εκκλησία, είτε πρόκειται για λαϊκό είτε για κληρικό, η παραπάνω ρήση του Αγίου Ιννοκέντιου βρίσκει στην περίπτωση μας εφαρμογή: και διδάσκαλοι και μαθητές ταυτόχρονα.

Eάν ο Θεός από αγάπη επέτρεψε στους Ορθοδόξους να φύγουν από τις μητέρες πατρίδες τους, αυτό συνέβη προκειμένου να δώσουν μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον δυτικό κόσμο. Ποιες είναι, επομένως, οι αλήθειες για τις οποίες εμείς οι Ορθόδοξοι καλούμαστε να δώσουμε μαρτυρία στη Δύση; Τι είναι αυτό που έχουμε οι Ορθόδοξοι να προσφέρουμε στους αδελφούς και τις αδελφές μας στη Δύση και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτούς; Στη σημερινή μου ομιλία θα ασχοληθώ κυρίως με το πρώτο μέρος του ερωτήματος –τι μπορούμε να συνεισφέρουμε– και λόγω της έλλειψης χρόνου θα ασχοληθούμε μονάχα περιστασιακά με το τι μπορούμε να μάθουμε από τη Δύση. Ωστόσο, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η παρουσία μας στον δυτικό κόσμο αποτελεί μια αμοιβαία διαδικασία. Δίνουμε μαρτυρία στη Δύση και την ίδια στιγμή μαθαίνουμε από αυτή.

Εμείς οι Ορθόδοξοι αυτο-προσδιοριζόμαστε ως η Εκκλησία της Παράδοσης. Με τα λόγια του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού «Οὐ μεταίρομεν ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἠμῶν, ἀλλὰ κατέχομεν τὰς παρα-δόσεις, καθὼς παρελάβομεν»[1]. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Παράδοση δεν είναι μονάχα στατική αλλά και δυναμική, όχι μια μηχανική επανάληψη του παρελθόντος αλλά μια δημιουργική αναβίωση του παρελθόντος στο παρόν. Η ιερά Παράδοση, προκειμένου να είναι αυθεντική, οφείλει να είναι πάντοτε μια ζωντανή Παράδοση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Βλαδίμηρος Λόσκυ περιγράφει την Παράδοση ως «τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία»[2]. Στην περιληπτική αυτή διατύπωση πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στη λέξη «ζωή». Παρομοίως, ο π. Δημήτριος Στανιλοάε θα τονίσει ότι η Παράδοση «δεν είναι ένα σύνολο προτάσεων αλλά μια βιωμένη εμπειρία»[3].

Ποια είναι, λοιπόν, τα βασικά στοιχεία αυτής της «βιωμένης εμπειρίας» που θα αποτελέσουν μέρος της μαρτυρίας μας στη Δύση; Στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε σε τρείς βασικές πτυχές:

1. Δημιουργία: η ορθόδοξη θεολογία της φύσης

2. Ιερουργία: η ορθόδοξη κατανόηση της λειτουργίας

3. Συνοχή: η ορθόδοξη θεώρηση του Θεού ως Τριάδα (εδώ θα γίνει επίσης λόγος και για τον αναστάντα Χριστό).

Συνεπώς, σήμερα το βράδυ θα πρέπει να κινηθούμε από τον κόσμο προς την Εκκλησία και επομένως στον Θεό. Με την ευκαιρία αυτή θα ασχοληθούμε με τρία «Ε»[4], δηλαδή με το Περιβάλλον, την Ευχαριστία και την Ανταλλαγή.

Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να ξεδιαλύνω οποιαδήποτε ενδεχόμενη παρερμηνεία. Όταν μιλάμε για τα πράγματα που έχει η Ορθοδοξία να προσφέρει στη Δύση, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα ίδια αυτά πράγματα μπορούν να βρεθούν, ενδεχομένως σε μία κάπως διαφορετική μορφή, και στη δυτική παράδοση. Το μήνυμά μας δεν μπορεί να είναι «ιδού αυτά είναι τα πράγματα που εσείς οι μη Ορθόδοξοι δεν γνωρίσατε ποτέ». Αντίθετα το μήνυμά μας οφείλει να είναι «ιδού αυτά είναι τα πράγματα που εσείς και εμείς μοιραζόμαστε από κοινού, αλλά επιτρέψτε μας να σας πούμε με ποιο τρόπο τα βιώνουμε και τα εκφράζουμε». Αυτό προϋποθέτει, ωστόσο, ότι εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε ότι και η Δύση διαθέτει επίσης τους δικούς της χαρακτηριστικούς και ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους διατυπώνει και βιώνει τις ίδιες αυτές αλήθειες. Όσο χρειάζεται να ακούσουμε και να αποδεχτούμε, άλλο τόσο χρειάζεται να μιλήσουμε και να υποστηρίξουμε. Με τον τρόπο αυτό, η μαρτυρία που δίνουμε ο ένας στον άλλον δεν είναι παρά μέρος της από κοινού εκ νέου ανακάλυψης της μιας και μοναδικής κληρονομιάς.

Όταν μιλάμε για τα πράγματα που έχει η Ορθοδοξία να προσφέρει στη Δύση, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα ίδια αυτά πράγματα μπορούν να βρεθούν, ενδεχομένως σε μία κάπως διαφορετική μορφή, και στη δυτική παράδοση. Το μήνυμά μας δεν μπορεί να είναι «ιδού αυτά είναι τα πράγματα που εσείς οι μη Ορθόδοξοι δεν γνωρίσατε ποτέ». Αντίθετα το μήνυμά μας οφείλει να είναι «ιδού αυτά είναι τα πράγματα που εσείς και εμείς μοιραζόμαστε από κοινού, αλλά επιτρέψτε μας να σας πούμε με ποιο τρόπο τα βιώνουμε και τα εκφράζουμε». Αυτό προϋποθέτει, ωστόσο, ότι εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε ότι και η Δύση διαθέτει επίσης τους δικούς της χαρακτηριστικούς και ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους διατυπώνει και βιώνει τις ίδιες αυτές αλήθειες. Όσο χρειάζεται να ακούσουμε και να αποδεχτούμε, άλλο τόσο χρειάζεται να μιλήσουμε και να υποστηρίξουμε.

Ο μεγάλος πρωτοπόρος της χριστιανικής καταλλαγής, ο π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ, συνήθιζε να λέει ότι η ενότητα είναι ταυτόχρονα κάτι που ήδη κατέχουμε και κάτι που εξακολουθούμε να αναζητούμε. Πρόκειται τόσο για μια ήδη παρούσα πραγματικότητα όσο και για μια μέλλουσα ελπίδα, τόσο μια απρόσμενη ευλογία και δωρεά όσο και ένα διαρκές καθήκον.[5] Ας κρατήσουμε, στη μαρτυρία που δίνουμε ο ένας στον άλλο, μια ισορροπία ανάμεσα στο «ήδη» και το «όχι ακόμη». Και καθώς δίνουμε μαρτυρία στις αντίστοιχες απόψεις μας, ας αντιληφθούμε, ότι όσο περισσότερο ακούμε με ταπεινότητα ο ένας τον άλλο, τόσο περισσότερο ανακαλύπτουμε την ενότητα που κουβαλάμε ακόμη και τώρα.

Υπό το πνεύμα αυτό, θα μελετήσουμε στη συνέχεια, τα τρία θέματα που έχουμε επιλέξει, ξεκινώντας από την οικολογία.

Ο Κόσμος ως μυστήριο

Σε έναν από τους ύμνους του, ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος μιλάει για τις δύο Βίβλους: τη γραπτή Αγία Γραφή, τον Λόγο του Θεού, γραμμένο με μελάνι σε χαρτί, και την κοσμική Βίβλο, τον Λόγο του Θεού που ενσαρκώθηκε στον κτιστό κόσμο:

Κοιτάξτε πως η Φύση και η Γραφή συνδέονται μεταξύ τους …

Οπουδήποτε κι αν στρέψεις το βλέμμα σου, βλέπεις σύμβολα του Θεού, οπουδήποτε κι αν διαβάσεις θα συναντήσεις εκεί τους τύπους του …

Προσευχήσου για τον Κύριο της Φύσης …, Δόξασε τον Θεό των Γραφών.[6]

Ο Μέγας Αντώνιος της Αιγύπτου, ο πρωτεργάτης του ερμητισμού στον μοναχισμό, αναφέρεται με παρόμοια λόγια στην αποκάλυψη του Θεού στο βιβλίο της φύσης:

Τῷ δικαίῳ Ἀντωνίῳ προσῆλθέ τις τῶν τότε σοφῶν καὶ πῶς διακαρτερεῖς, εἶπεν, ὦ πάτερ, τῆς ἐκ τῶν βιβλίων παραμυθίας ἐστερημένος; Ὁ δέφησι· τὸ ἐμὸν βιβλίον, φιλόσοφε, ἡ φύσις τῶν γεγονότων ἐστί, καὶ πάρεστιν ὅτε βούλομαι τοὺς λόγους ἀναγινώ-σκειντοὺς τοῦ Θεοῦ[7].

Αυτό που εννοούσε ήταν ότι, πριν ξεκινήσει για τη νυχτερινή αγρυπνία στο σκοτάδι του κελιού του προκειμένου να συναντήσει τον Θεό στην εσωτερική βασιλεία της καρδιάς του, «μάζευε, πρώτα, ύλη», κοιτώντας έξω στον κόσμο που τον περιέβαλε, βιώνοντας την εγγύτητα του Θεού στον κοσμικό ναό της φύσης. Διαβάζοντας τον κόσμο του Θεού στο βιβλίο της φύσης, αντιμετώπιζε τον κόσμο ως μυστήριο της θείας παρουσίας. Αυτή ακριβώς η θέση εκφράστηκε από τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν στο τέλος του βιβλίου του Για να ζήσει ο κόσμος: «O χριστιανός όπου και να κοιτάξει βρίσκει παντού τον Χριστό και χαίρεται μαζί του». Την ίδια προσέγγιση βρίσκει κανείς στα άγραφα λόγια του Χριστού, τα οποία δεν έχουν καταγραφεί στα κανονικά ευαγγέλια, αλλά κυκλοφορούσαν μεταξύ των πρώτων χριστιανών: «Αν σηκώσεις την πέτρα θα με βρεις από κάτω, αν κόψεις τη λέξη στα δύο θα με βρεις κι εκεί επίσης».

Παρόμοια στάση απέναντι στον κτιστό κόσμο συναντάται μέχρι και σήμερα στην Ορθοδοξία. Υπάρχει μια ιστορία που λέγεται για έναν σύγχρονο ερημίτη που ζούσε στο Άγιο Όρος. Το κελί του βρισκόταν στην κορφή ενός λόφου, κοιτάζοντας προς τη δύση κατά μήκος της θάλασσας και ο ίδιος είχε τη συνήθεια να κάθεται απέξω κάθε απόγευμα, παρατηρώντας το ηλιοβασίλεμα. Μια μέρα ήρθε για να μείνει κοντά του ένας νεαρός μαθητευόμενος, γεμάτος ενέργεια και ταμπεραμέντο. Ο γέροντας του ζήτησε να κάτσει από πίσω του και να παρατηρήσει το ηλιοβασίλεμα. Αφού αυτό επαναλήφθηκε για πολλές μέρες, ο μαθητευόμενος άρχισε να ανησυχεί. «Ναι, γέροντα, του είπε, είναι πράγματι μια πανέμορφη θέα. Αλλά την είδαμε και χθες και προχθές. Γιατί πρέπει να τη βλέπουμε κάθε απόγευμα; Τι ακριβώς κάνεις όταν ατενίζεις τη θάλασσα;» Κι ο γέροντας μοναχός απάντησε με λακωνικό τρόπο: «Μαζεύω ύλην».

Αυτό που εννοούσε ήταν ότι, πριν ξεκινήσει για τη νυχτερινή αγρυπνία στο σκοτάδι του κελιού του προκειμένου να συναντήσει τον Θεό στην εσωτερική βασιλεία της καρδιάς του, «μάζευε, πρώτα, ύλη», κοιτώντας έξω στον κόσμο που τον περιέβαλε, βιώνοντας την εγγύτητα του Θεού στον κοσμικό ναό της φύσης. Διαβάζοντας τον κόσμο του Θεού στο βιβλίο της φύσης, αντιμετώπιζε τον κόσμο ως μυστήριο της θείας παρουσίας. Αυτή ακριβώς η θέση εκφράστηκε από τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν στο τέλος του βιβλίου του Για να ζήσει ο κόσμος: «O χριστιανός όπου και να κοιτάξει βρίσκει παντού τον Χριστό και χαίρεται μαζί του»[8]. Την ίδια προσέγγιση βρίσκει κανείς στα άγραφα λόγια του Χριστού, τα οποία δεν έχουν καταγραφεί στα κανονικά ευαγγέλια, αλλά κυκλοφορούσαν μεταξύ των πρώτων χριστιανών: «Αν σηκώσεις την πέτρα θα με βρεις από κάτω, αν κόψεις τη λέξη στα δύο θα με βρεις κι εκεί επίσης»[9].

Ένα «λεπτό μέρος»: εννοούσε ότι υπάρχουν ορισμένα σημεία πάνω στη γη όπου η παρουσία του Θεού φανερώνεται με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο, ώστε το διαχωριστικό τείχος μεταξύ του ορατού και του αόρατου κόσμου, μεταξύ γης και ουρανού, γίνεται τόσο λεπτό, μέχρις ότου γίνει σχεδόν διάφανο. Η παρουσία Του, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μονάχα σε τέτοια ιδιαίτερα μέρη, καθώς κάθε γωνιά της δημιουργίας αποτελεί εν δυνάμει τόπο της παρουσίας Του. «Πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης σου» ψάλλει ο Επινίκιος Ύμνος της Θείας Λειτουργίας.

Είναι περιττό να ειπωθεί, ότι η μυστηριακή αυτή θεώρηση του φυσικού κόσμου συναντάται τόσο στη Δύση όσο και στην Ορθοδοξία. Η Αγγλικανή μυστική συγγραφέας Evelyn Underhill, για παράδειγμα, καταγράφει μια συνομιλία, όπου μια γειτόνισσά της, έχοντας πρόσφατα επισκεφτεί το προσκυνηματικό νησί της Iona, είχε μαζί της τον κηπουρό της, έναν ορεσίβιο Σκωτσέζο. «Αα! Η Iona είναι ένα λεπτό μέρος», είπε. Τον ρώτησε τι εννοούσε με τα λόγια αυτά και εκείνος της απάντησε: «Τίποτε σχεδόν δεν παρεμβάλλεται μεταξύ της Iona και του Κυρίου»[10]. Ένα «λεπτό μέρος»: εννοούσε ότι υπάρχουν ορισμένα σημεία πάνω στη γη όπου η παρουσία του Θεού φανερώνεται με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο, ώστε το διαχωριστικό τείχος μεταξύ του ορατού και του αόρατου κόσμου, μεταξύ γης και ουρανού, γίνεται τόσο λεπτό, μέχρις ότου γίνει σχεδόν διάφανο. Η παρουσία Του, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μονάχα σε τέτοια ιδιαίτερα μέρη, καθώς κάθε γωνιά της δημιουργίας αποτελεί εν δυνάμει τόπο της παρουσίας Του. «Πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης σου» ψάλλει ο Επινίκιος Ύμνος της Θείας Λειτουργίας.

Αυτό που βρίσκεται πίσω από την διατύπωση του Αθωνίτη μοναχού («μαζεύω ύλην») και τα λόγια του ορεσίβιου κηπουρού σχετικά με το «λεπτό μέρος», είναι μια ιδιαίτερη και βαθιά κατανόηση του κτιστού κόσμου. Η γη είναι αγία. Η φύση είναι ιερή. Ο Θεός είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Μπορούμε να βλέπουμε τον Θεό σε όλα τα πράγματα και όλα τα πράγματα βρίσκονται στον Θεό. Η πύλη του ουρανού βρίσκεται ολόγυρά μας. Ολόκληρη η φύση είναι μια κοσμική καιόμενη βάτος, η οποία φλέγεται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, χωρίς ωστόσο να αναλίσκεται. Εδώ δεν πρόκειται για ένα είδος πανθεϊσμού αλλά για πανενθεϊσμό. Η διάκριση μεταξύ τους είναι ζωτικής σημασίας. Ο πανθεϊστής λέει ότι ο Θεός είναι ο κόσμος, και ότι ο κόσμος είναι ο Θεός. Μια τέτοια άποψη δεν αποτελεί χριστιανική επιλογή. Ο πανενθεϊστής από την πλευρά του λέει ότι ο Θεός βρίσκεται εν τω κόσμω και ο κόσμος βρίσκεται εν τω Θεώ. Αυτό ακριβώς πιστεύουμε ως χριστιανοί.

Τώρα, όσον αφορά στη στάση μας ως χριστιανών απέναντι στον υλικό κόσμο, μια σημαντική μεταβολή φαίνεται ότι έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της δικής μου ζωής. Σήμερα βιώνουμε μια αίσθηση καταδίκης, μια βαθιά ανησυχία, ζούμε υπό τον φόβο μιας ολοκληρωτικής περιβαλλοντικής καταστροφής. Πριν από εξήντα χρόνια η αίσθηση αυτή μιας επικείμενης κοσμικής καταστροφής δεν μας είχε κατακυριεύσει, αλλά στις μέρες μας η πραγματικότητα αυτή φαίνεται ότι έγινε αναπόφευκτη. Τα λόγια της σχετικής ακολουθίας σε περίπτωση σεισμού είναι στην περίπτωση αυτή εξόχως αποκαλυπτικά: «Ἡ γῆ ἀγλώσσως βοᾷ στενάζουσα· Τί με κακοῖς μιαίνετε πολλοῖς πάντες ἄνθρωποι;» Με έντονη την αίσθηση του κατεπείγοντος του πράγματος και της κρίσης, έχουμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε: Μήπως τα πράγματα έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο; Μήπως είναι ήδη πολύ αργά; Διαθέτει άραγε ο πλανήτης Γη μέλλον; Θα υπάρξει τρίτη χιλιετία;

Η πύλη του ουρανού βρίσκεται ολόγυρά μας. Ολόκληρη η φύση είναι μια κοσμική καιόμενη βάτος, η οποία φλέγεται από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, χωρίς ωστόσο να αναλίσκεται. Εδώ δεν πρόκειται για ένα είδος πανθεϊσμού αλλά για πανενθεϊσμό. Η διάκριση μεταξύ τους είναι ζωτικής σημασίας. Ο πανθεϊστής λέει ότι ο Θεός είναι ο κόσμος, και ότι ο κόσμος είναι ο Θεός. Μια τέτοια άποψη δεν αποτελεί χριστιανική επιλογή. Ο πανενθεϊστής από την πλευρά του λέει ότι ο Θεός βρίσκεται εν τω κόσμω και ο κόσμος βρίσκεται εν τω Θεώ. Αυτό ακριβώς πιστεύουμε ως χριστιανοί.

Οι ρίζες του προβλήματος δεν είναι οικονομικές ή τεχνολογικές. Αντίθετα είναι ηθικές και πνευματικές. Κάνουμε λόγο για μια «περιβαλλοντική κρίση», αλλά η κρίση δεν βρίσκεται πρωτίστως στο περιβάλλον αλλά στην ανθρώπινη καρδιά. Η ρύπανση και η απαξίωση του περιβάλλοντος δεν είναι τίποτε περισσότερο από το αποτέλεσμα της ανθρώπινης εξαχρείωσης και ιδιοτέλειας, με ειδική αναφορά στο κοσμικό επίπεδο. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον υλικό κόσμο δεν οφείλεται απλά σε ένα λανθασμένο τεχνολογικό υπολογισμό ή μια λάθος επιστημονική κρίση: πρόκειται για αμαρτία. Η αντίληψη αυτή διατυπώθηκε με σαφήνεια στο πλαίσιο του Οικολογικού Συνεδρίου που έλαβε χώρα στην Πάτμο το 1995: Οι σύνεδροι επιβεβαίωσαν ότι η αμαρτία δεν περιορίζεται στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας και στους άλλους ανθρώπους, αλλά επεκτείνεται επίσης και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε απέναντι στη φυσική δημιουργία. Αυτό που χρειάζεται, επομένως, στο πλαίσιο της τρέχουσας οικολογικής κρίσης, δεν είναι απλά μια πληρέστερη ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας ή μια ακόμη καλύτερη τεχνολογία. Αυτό που μας ζητείται δεν είναι τίποτε περισσότερο από την κοσμική μετάνοια, μια ριζική μετάνοια, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, μια οικολογική «μεταστροφή του νου». Δεν θα πετύχουμε να αλλάξουμε την εικόνα του κόσμου, αν δεν αλλάξουμε την εικόνα για τον εαυτό μας.

Το ενδιαφέρον για την οικολογία είναι πλέον παγκόσμιο, μια πραγματικότητα ιδιαίτερα αισθητή τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Πιστεύω, ωστόσο ότι οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, με την έμφαση που δίνουν στη θεολογία της δημιουργίας, μπορούν στο σημείο αυτό να συμβάλλουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Συγκεκριμένα, ο μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (†1991) και ο διάδοχός του, ο νυν Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄, τόνισαν την ιδιαίτερη σημασία του οικολογικού ερωτήματος. Στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του το 1988 ο Πατριάχης Δημήτριος δήλωνε: «Ας αναλογιστούμε για λίγο τον εαυτό μας, ο καθένας ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται, να είναι προσωπικά υπεύθυνος για τον κόσμο τον οποίο μας εμπιστεύτηκε ο Θεός. Οτιδήποτε κι αν ανέλαβε ο Υιός του Θεού με το οποίο έκτισε το σώμα του, λόγω της Ενανθρώπησής του δεν θα πρέπει να φθαρεί. Αντίθετα θα καταστεί μια ευχαριστιακή αναφορά στον Δημιουργό, ένας ζωοποιός άρτος, στον οποίο συμμετέχουν όλοι εν ειρήνη και αγάπη, ένας ύμνος της ειρήνης για όλα τα δημιουργήματα του Θεού». Το 1989 ο Δημήτριος εξέδωσε μια εγκύκλιο καλώντας τους πάντες να δείξουν ένα ευχαριστιακό και ασκητικό πνεύμα, ορίζοντας την 1η Σεπτεμβρίου –την αρχή του εκκλησιαστικού έτους στο ορθόδοξο εκκλησιαστικό ημερολόγιο– ως την «ημέρα για την προστασία του περιβάλλοντος». Ο Πάπας Φραγκίσκος μόλις πρόσφατα υιοθέτησε την πρωτοβουλία αυτή και προέτρεψε να λέγονται ειδικές ευχές κατά την ημέρα αυτή σε ολόκληρη την Καθολική Εκκλησία.

Οι ρίζες του προβλήματος δεν είναι οικονομικές ή τεχνολογικές. Αντίθετα είναι ηθικές και πνευματικές. Κάνουμε λόγο για μια «περιβαλλοντική κρίση», αλλά η κρίση δεν βρίσκεται πρωτίστως στο περιβάλλον αλλά στην ανθρώπινη καρδιά. Η ρύπανση και η απαξίωση του περιβάλλοντος δεν είναι τίποτε περισσότερο από το αποτέλεσμα της ανθρώπινης εξαχρείωσης και ιδιοτέλειας, με ειδική αναφορά στο κοσμικό επίπεδο. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον υλικό κόσμο δεν οφείλεται απλά σε ένα λανθασμένο τεχνολογικό υπολογισμό ή μια λάθος επιστημονική κρίση: πρόκειται για αμαρτία. Η αντίληψη αυτή διατυπώθηκε με σαφήνεια στο πλαίσιο του Οικολογικού Συνεδρίου που έλαβε χώρα στην Πάτμο το 1995: Οι σύνεδροι επιβεβαίωσαν ότι η αμαρτία δεν περιορίζεται στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας και στους άλλους ανθρώπους, αλλά επεκτείνεται επίσης και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε απέναντι στη φυσική δημιουργία.

Ο διάδοχος του Δημητρίου, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄ επανέλαβε και επέκτεινε την οικολογική έκκληση που έγινε από τον προκάτοχό του. Κανείς άλλος ηγέτης στον χριστιανικό κόσμο δεν προσέδωσε τέτοια κεντρική σημασία στην ποιμαντική του φροντίδα για την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι όχι άδικα χαρακτηρίστηκε ως ο «Πράσινος Πατριάρχης». Η περιβαλλοντική διδασκαλία του υπήρξε κεντρικό θέμα στα δημόσια μηνύματά του τα οποία μπορούν να βρεθούν σε σειρά έργων όπως το Cosmic Grace: Humble Prayer(2003) και On Earth as in Heaven (2011).[11] Και τα δυο έργα τα επιμελήθηκε ο διάκονος π. Ιωάννης Χρυσαυγής. Ο επιφανής θεολόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις μέρες μας, ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) έχει γράψει επίσης πολλές μελέτες σχετικά με το δόγμα της δημιουργίας.

Ως μέρος της συμβολής τους στις σύγχρονες συζητήσεις για την οικολογία, διάφοροι σύγχρονοι ορθόδοξοι στοχαστές επέστησαν την προσοχή μας σε δύο Έλληνες Πατέρες, οι οποίοι κατά το παρελθόν ήταν κάπως παραμελημένοι στη Δύση: πρόκειται για τους Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (†662) και Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (†1359). Ο Μάξιμος τόνισε τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός, ως ο Δημιουργός Λόγος, είναι πανταχού παρών στον κόσμο δια των λόγων ή των βαθύτερων αρχών που έχει εμφυτέψει σε όλα τα κτιστά όντα. Ο Παλαμάς, από την πλευρά του, έκανε μια διάκριση μεταξύ της ουσίας του Θεού και των ενεργειών του: Ο Θεός, άγνωστος ως προς την ουσία του, αποκαλύπτεται δια των ακτίστων ενεργειών του, οι οποίες διαποτίζουν σύνολη τη δημιουργία. Αν και πάνω και πέρα από όλα, ο Δημιουργός βρίσκεται ταυτόχρονα στην καρδιά των πάντων. Οι δύο αυτοί ανατολικοί συγγραφείς είναι, κατά κύριο λόγο, οι Πατέρες που απευθύνονται στην εποχή μας. Στο σημείο αυτό, είναι προφανές ότι συναντάμε μια ανεκτίμητη συμβολή της Ορθοδοξίας προς τη Δύση.

Φέρνοντας εκ νέου στο προσκήνιο την περί δημιουργίας θεολογία μας με έναν ζωντανό και ιδιαίτερο τρόπο, αναδεικνύεται η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη προσευχή και λατρεία. Η εικόνα αποτελεί κι αυτή μέρος της συμβολής της Ορθοδοξίας στη Δύση. Πρόκειται εξάπαντος για ένα φυσικό υλικό –έγχρωμες ψηφίδες σε ένα μωσαϊκό, ξύλο και χρώμα σε πίνακα– που έχει ευλογηθεί και αφιερωθεί στον Θεό, έχοντας μεταμορφωθεί σε δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι Ορθόδοξοι ανακαλύψαμε την αληθινή σημασία της εικόνας, μέσα από το έργο εικονογράφων, όπως ο Φώτιος Κόντογλου στην Ελλάδα και ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ στη ρωσική Διασπορά, μεταφέροντας την ανακάλυψη αυτή στους χριστιανούς της Δύσης. Πράγματι για τους δυτικούς χριστιανούς η εικόνα συχνά λειτουργεί ως μια θύρα, μια εισαγωγή και ένας τρόπος προσέγγισης, δια του οποίου οι άνθρωποι της Δύσης είναι σε θέση να γνωρίσουν το ήθος της Ορθοδοξίας.

Ως μέρος της συμβολής τους στις σύγχρονες συζητήσεις για την οικολογία, διάφοροι σύγχρονοι ορθόδοξοι στοχαστές επέστησαν την προσοχή μας σε δύο Έλληνες Πατέρες, οι οποίοι κατά το παρελθόν ήταν κάπως παραμελημένοι στη Δύση: πρόκειται για τους Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (†662) και Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (†1359). Ο Μάξιμος τόνισε τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός, ως ο Δημιουργός Λόγος, είναι πανταχού παρών στον κόσμο δια των λόγων ή των βαθύτερων αρχών που έχει εμφυτέψει σε όλα τα κτιστά όντα. Ο Παλαμάς, από την πλευρά του, έκανε μια διάκριση μεταξύ της ουσίας του Θεού και των ενεργειών του: Ο Θεός, άγνωστος ως προς την ουσία του, αποκαλύπτεται δια των ακτίστων ενεργειών του, οι οποίες διαποτίζουν σύνολη τη δημιουργία. Αν και πάνω και πέρα από όλα, ο Δημιουργός βρίσκεται ταυτόχρονα στην καρδιά των πάντων. Οι δύο αυτοί ανατολικοί συγγραφείς είναι, κατά κύριο λόγο, οι Πατέρες που απευθύνονται στην εποχή μας. Στο σημείο αυτό, είναι προφανές ότι συναντάμε μια ανεκτίμητη συμβολή της Ορθοδοξίας προς τη Δύση

Πιο πολύ από τις όλες τις εικόνες, είναι εκείνη της Μεταμορφώσεως, που απεικονίζει το θείο φως να λάμπει στο όρος Θαβώρ από το πρόσωπο του Χριστού και να φωτίζει τους τρεις μαθητές, όπως και τις πέτρες και τα φυτά της ορεινής πλαγιάς. Το μυστήριο της Μεταμόρφωσης κατέχει μια απαράμιλλη θέση στην ορθόδοξη λειτουργική πρακτική σε σχέση με εκείνη της Δύσης και συνιστά ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της ορθόδοξης μαρτυρίας στη Δύση.

Στην πραγματικότητα, η πνευματική αξία του ανθρώπου αποτελεί το πρωταρχικό στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας στις κορυφαίες εκδηλώσεις της. Βεβαίως θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η ορθόδοξη πρακτική μας απέχει πολύ από τις αρχές μας. Είναι σύνηθες φαινόμενο στις παραδοσιακές ορθόδοξες χώρες να κακομεταχειριζόμαστε στην πράξη το περιβάλλον, τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και όλες τις ευάλωτες ομάδες, ενώ επίσης προκαλούμε πόνο στα ζώα. Ωστόσο, αν και παραδεχόμαστε αστοχίες μας, αυτό δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει να δίνουμε ορθόδοξη μαρτυρία των ιδανικών με τα οποία επιδιώκουμε να ζήσουμε.

Στο σημείο αυτό, ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επιστήσουμε την προσοχή. Η φύση είναι πράγματι ιερή και τα ζώα διαθέτουν πράγματι δικαιώματα (εμφανίζονται στις ιερές εικόνες), αλλά πολύ περισσότερο ιερά και προικισμένα με δικαιώματα είναι τα ανθρώπινα πρόσωπα, που δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στο ενδιαφέρον μας για την οικολογία να μας κάνει να παραβλέψουμε τον πόνο που εμείς οι άνθρωποι προκαλούμε στους συνανθρώπους μας. Ας μην ξεχνάμε ποτέ τις κακοποιημένες γυναίκες και τα παιδιά που πέφτουν θύματα κακομεταχείρισης. Στην πραγματικότητα, η πνευματική αξία του ανθρώπου αποτελεί το πρωταρχικό στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας στις κορυφαίες εκδηλώσεις της. Βεβαίως θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η ορθόδοξη πρακτική μας απέχει πολύ από τις αρχές μας. Είναι σύνηθες φαινόμενο στις παραδοσιακές ορθόδοξες χώρες να κακομεταχειριζόμαστε στην πράξη το περιβάλλον, τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και όλες τις ευάλωτες ομάδες, ενώ επίσης προκαλούμε πόνο στα ζώα. Ωστόσο, αν και παραδεχόμαστε αστοχίες μας, αυτό δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει να δίνουμε ορθόδοξη μαρτυρία των ιδανικών με τα οποία επιδιώκουμε να ζήσουμε.

Ο ουρανός επί της γης

Έχοντας κάνει λόγο για την περί δημιουργίας ορθόδοξη θεολογία, ας στραφούμε τώρα στο δεύτερο θέμα μας, το οποίο συνδέεται στενά με το πρώτο: την ιερουργία. Η πνευματικότητά μας δεν περιστρέφεται μονάχα γύρω από τη δημιουργία, αλλά είναι επίσης και ευχαριστιακή. Κι αυτό είναι κάτι που επίσης οφείλουμε να μοιραστούμε με τους χριστιανούς αδελφούς μας στη Δύση. Ποιο είναι, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, το σημαντικότερο στοιχείο της ορθόδοξης θεώρησης της προσευχής και της λατρείας;

Για μένα το σημαντικότερο είναι η αίσθηση του ουρανού επί της γης. Αμέσως θα σας έρθει στον νου, είμαι βέβαιος, η πολύ γνωστή ιστορία της μεταστροφής της Ρωσίας στον χριστιανισμό. Ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος του Κιέβου, ενώ ήταν ακόμη εθνικός, αναζητούσε να ανακαλύψει ποια ήταν η αληθινή θρησκεία, και για τον σκοπό αυτό έστειλε τους απεσταλμένους του σε διάφορες χώρες του κόσμου. Παρακολουθώντας τη λατρεία στις διάφορες κοινότητες τις οποίες επισκέφτηκαν, οι απεσταλμένοι του πρίγκιπα δεν έμειναν ικανοποιημένοι, μέχρις ότου παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία στην μεγάλη Εκκλησία της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ τουλάχιστον βρήκαν αυτό που αναζητούσαν. Στην αναφορά τους προς τον πρίγκιπα Βλαδίμηρο του εξιστόρησαν ότι:

«δεν γνωρίζαμε εάν βρισκόμασταν στον ουρανό ή τη γη, καθώς με βεβαιότητα δεν υπάρχει τέτοιο μεγαλείο ή ομορφιά πουθενά αλλού στον κόσμο. Δεν μπορούμε να σας το περιγράψουμε: το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι εκεί ο Θεός βρίσκεται μεταξύ των ανθρώπων, κι ότι η Λειτουργία τους ξεπερνά τη λατρεία κάθε άλλης περιοχής. Διότι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνη την ομορφιά.»[12]

Δεν γνωρίζαμε εάν ήμασταν στον ουρανό ή τη γη: εδώ ακριβώς βρίσκουμε εν συνόψει την ορθόδοξη κατανόηση της προσευχής. Με τα λόγια του Πατριάρχη Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, «η Εκκλησία είναι ο επί γης ουρανός στον οποίο ο ουράνιος Θεός κατοικεί και κινείται»[13]. Η Θεία Λειτουργία λαμβάνει χώρα σε δύο κόσμους ταυτόχρονα στον ουρανό και στη γη, η λειτουργία είναι ίδια και απαράλλακτη: ένα ιερό θυσιαστήριο, μια θυσία, ένας ιερουργός – ο ίδιος ο Χριστός. Με τα λόγια του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου,

«κοινή των ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· μία εὐχαριστία, ἓν ἀγαλίαμμα, μία εὐφρόσυνος χοροστασία …»[14]

Πριν περίπου από 63 χρόνια, είχα κι εγώ ο ίδιος μια παρόμοια εμπειρία, όπως εκείνη που έζησαν οι απεσταλμένοι του Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις μπήκα στη ρωσική εκκλησία στο Λονδίνο, ένα απόγευμα Σαββάτου, το πρώτο πράγμα που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν μια απουσία. Δεν υπήρχαν στασίδια, ούτε καθίσματα σε κανονικές σειρές. Μπροστά μου απλωνόταν η πλατιά και άδεια από έπιπλα επιφάνεια του γυαλιστερού πατώματος. Τότε, καθώς τα μάτια μου άρχιζαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι της εκκλησίας, κατάλαβα ότι δεν ήταν εντελώς άδεια. Υπήρχαν σκορπισμένοι ορισμένοι ηλικιωμένοι πιστοί, που στέκονταν κοντά στις εικόνες με τα καντήλια να τρεμοπαίζουν μπροστά τους. Κάπου εκεί μακριά από την κοινή θέα, χωρίς να φαίνεται, έψαλε ένας μικρός χορός ψαλτών. Ήταν η ώρα του εσπερινού.

Ξαφνικά η αρχική εντύπωση της απουσίας αντικαταστάθηκε από μια συντριπτική αίσθηση παρουσίας. Αισθανόμουν ότι η εκκλησία, όχι μόνο δεν ήταν άδεια, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γεμάτη από αναρίθμητους αόρατους πιστούς, που με περιέβαλαν απ’ όλες τις πλευρές. Διαισθητικά συνειδητοποίησα, τότε, πως εμείς, το μικρό εκείνο ορατό εκκλησίασμα, αποτελούσαμε μέρος ενός πολύ ευρύτερου συνόλου και πως, καθώς προσευχόμασταν, συμμετείχαμε σε μια πράξη που μας ξεπερνούσε κατά πολύ, σε μια ολόγεμη γιορτή που ένωνε τον χρόνο με την αιωνιότητα, τα επίγεια με τα επουράνια. Όπως στην περίπτωση των απεσταλμένων του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, δεν ήξερα εάν βρίσκομαι στον ουρανό ή στη γη. Η εμπειρία αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου.[15]

Η αίσθηση αυτή του ουρανού επί της γης συνιστά, κατά την άποψη μου, ένα δεύτερο θεμελιώδες στοιχείο της μαρτυρίας, που μπορούμε να δώσουμε στη Δύση. Αν και στερούμαστε τα κοσμικά μέσα, ερχόμαστε μπροστά στους χριστιανούς αδελφούς μας της Δύσης, πρωτίστως ως μια προσευχόμενη κοινότητα. Βεβαίως η αίσθηση αυτή του επίγειου ουρανού υπάρχει επίσης και σε πολλές εκφράσεις της δυτικής λατρείας. Την ίδια στιγμή, όπως έχουμε ήδη τονίσει, υφίσταται συχνά ένα δυσάρεστο χάσμα μεταξύ ορθόδοξης θεωρίας και πράξης. Σε πολλές ενορίες μας η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία είναι ακόμη σπάνια, ενώ πολλοί από τους εκκλησιαζόμενους εμφανίζονται στο τέλος της Λειτουργίας. Ωστόσο, παρ’ όλες τις αδυναμίες μας αυτές, προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανά τα λόγια του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης: «Η Ευχαριστία είναι ένα διαρκές θαύμα».[16]

Μαζί με την ευχαριστιακή εμπειρία μας, καλούμαστε οι Ορθόδοξοι να μοιραστούμε με τη Δύση και τη μυστική παράδοσή μας, όπως ενσαρκώνεται στη Φιλοκαλία, και την εμπειρία της καρδιακής προσευχής, όπως αυτή βιώνεται στην Προσευχή του Ιησού.

Το είναι εν σχέσει

Ένα τρίτο καθήκον που συνιστά μέρος της ορθόδοξης αποστολής στη Δύση είναι η διαρκής και ακλόνητη μαρτυρία για το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Ως χριστιανοί δεν είμαστε απλά μονοθεϊστές, που πιστεύουμε σε έναν Θεό, όπως συμβαίνει με τους Ιουδαίους και του Μουσουλμάνους. Ούτε βέβαια είμαστε πολυθεϊστές, όπως ήταν οι αρχαίοι Έλληνες στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αντίθετα, ως χριστιανοί πιστεύουμε σε έναν Θεό που δεν είναι μονάχα ένας αλλά ένας σε τρία (πρόσωπα), στον οποίο υπάρχει πλήρης ενότητα, όπως επίσης και αυθεντική προσωπική ετερότητα. Ο χριστιανικός Θεός δεν αποτελεί απλά μια μονάδα αλλά μια ένωση, δεν είναι απλά προσωπικός αλλά διαπροσωπικός. Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, «το είναι του Θεού είναι σχεσιακό, χωρίς την έννοια της κοινωνίας δεν θα ήταν δυνατό να μιλήσουμε για το είναι του Θεού».[17] Η Τριάδα αποτελεί την καρδιά της ύπαρξής μας, η πηγή ζωής από την οποία πηγάζουν όλες οι δραστηριότητές μας. Όπως υποστήριξε κάποτε ο Νικολάι Φιόντορωφ, «το κοινωνικό μας πρόγραμμα είναι το δόγμα της Αγίας Τριάδος»[18]. Κι όπως πολύ ορθά υποστήριξαν οι Παύλος Φλωρέσνκυ και Βλαδίμηρος Λόσκυ, «μεταξύ της Τριάδος και της κολάσεως δεν υπάρχει άλλη εκλογή»[19].

Αυτή είναι σε επίπεδο αρχών η βασική μας πεποίθηση. Τι συμβαίνει όμως στην πράξη; Όπως έχει σημειώσει ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Karl Rahner, οι περισσότεροι χριστιανοί, παρά το γεγονός ότι ομολογούν επίσημα την πίστη τους στην Αγία Τριάδα, στην καθημερινή τους εμπειρία δείχνουν ότι είναι περισσότερο μονοθεϊστές. Σε πάρα πολλά έργα που ισχυρίζονται ότι κάνουν χριστιανική θεολογία, θα μπορούσε κανείς εύκολα να απαλείψει τις αναφορές στην Τριάδα χωρίς σε καμιά περίπτωση να επηρεαστεί η επιχειρηματολογία του συγγραφέα.

Στα κείμενα των Πατέρων και στην ορθόδοξη λειτουργική τάξη διαθέτουμε μια ιδιαίτερα πλούσια θεολογία περί του Τριαδικού Θεού. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να εξοικειωθούμε οι Ορθόδοξοι περισσότερο με τους θησαυρούς που βρίσκονται κρυμμένοι στην παράδοσή μας, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να τους μεταδώσουμε με περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο στη Δύση. Χρειάζεται επίσης να μάθουμε από τη Δύση –για παράδειγμα, από το έργο De Trinitate του Αγίου Αυγουστίνου, ή από τα έργα του Ριχάρδου του Αγίου Βίκτωρα– πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα την τριαδική κληρονομιά μας. Ορισμένοι Ορθόδοξοι υποτιμούν το κλασικό έργο του Αυγουστίνου De Trinitate, επειδή νομίζουν ότι αναπτύσσει τη μετέπειτα δυτική διδασκαλία περί filioque, κάτι που από μια άποψη όντως συμβαίνει. Αλλά εάν έπρεπε να κοιτάξουν περισσότερο προσεκτικά σ’ αυτά που πραγματικά λέει ο επίσκοπος Ιππώνος, θα αντιλαμβάνονταν ότι το σημείο εκκίνησής του δεν είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο των Καππαδοκών.

Εδώ, λοιπόν βρίσκεται μια πρόκληση την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε όλοι μας, είτε στη Δύση είτε στην Ανατολή. Πώς μπορούμε να αναθερμάνουμε και να αναζωογονήσουμε την πίστη μας στην Αγία Τριάδα; Στα κείμενα των Πατέρων και στην ορθόδοξη λειτουργική τάξη διαθέτουμε μια ιδιαίτερα πλούσια θεολογία περί του Τριαδικού Θεού. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να εξοικειωθούμε οι Ορθόδοξοι περισσότερο με τους θησαυρούς που βρίσκονται κρυμμένοι στην παράδοσή μας, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να τους μεταδώσουμε με περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο στη Δύση. Χρειάζεται επίσης να μάθουμε από τη Δύση –για παράδειγμα, από το έργο De Trinitate του Αγίου Αυγουστίνου, ή από τα έργα του Ριχάρδου του Αγίου Βίκτωρα– πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα την τριαδική κληρονομιά μας. Ορισμένοι Ορθόδοξοι υποτιμούν το κλασικό έργο του Αυγουστίνου De Trinitate, επειδή νομίζουν ότι αναπτύσσει τη μετέπειτα δυτική διδασκαλία περί filioque, κάτι που από μια άποψη όντως συμβαίνει. Αλλά εάν έπρεπε να κοιτάξουν περισσότερο προσεκτικά σ’ αυτά που πραγματικά λέει ο επίσκοπος Ιππώνος, θα αντιλαμβάνονταν ότι το σημείο εκκίνησής του δεν είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο των Καππαδοκών.

Αναθερμαίνοντας την πίστη μας στην Αγία Τριάδα, επιδιώκουμε να αναθερμάνουμε πιο συγκεκριμένα την πίστη μας στον Αναστάντα Χριστό. Αυτό συνιστά επίσης ένα βασικό στοιχείο της μαρτυρίας που ως Ορθόδοξοι καλούμαστε να δώσουμε στη Δύση. Είναι ανάγκη να επιβεβαιώνουμε διαρκώς αυτό που τόσο εύγλωττα έχει ειπωθεί από τον π. Δημήτριο Στανιλοάε:

«Το βαθύτερο θεμέλιο της ζωής και της χαράς που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία και που διαπερνά ολόκληρη τη λατρεία της είναι η Ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της ορθόδοξης λατρείας, αποτελεί μια έκρηξη χαράς, της ίδιας χαράς που ένιωσαν οι μαθητές του Κυρίου όταν είδαν τον Αναστημένο Χριστό. Είναι μια έκρηξη της κοσμικής χαράς για τον θρίαμβο της ζωής, επί της δυσβάστακτης θλίψης του θανάτου.» [20]

Χωρίς ειδική αναφορά στην Ανάσταση, ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν αναφέρεται με παρόμοια λόγια στη χαρά που ο Αναστηθείς Χριστός προσφέρει στον κόσμο:

«Κι όμως, από την πρώτη του αρχή ο Χριστιανισμός στάθηκε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς απάνω στη γη. Χωρίς τη διακήρυξη της χαράς αυτής ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μονάχα ως χαρά η Εκκλησία θριάμβεψε στον κόσμο και έχασε τον κόσμο, όταν έχασε αυτή τη χαρά, όταν έπαψε να μαρτυράει τη χαρά. Από όλες τις κατηγορίες καταπάνω στους χριστιανούς, την τρομερότερη την πρόφερε ο Nietzsche, όταν είπε πως οι χριστιανοί δεν έχουν χαρά … “Και είπεν αυτοίς ο άγγελος· μη φοβείσθε, ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην” αρχίζει το ευαγγέλιο, και το τέλος του είναι “και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης…” (Λουκ. 2:10· 24:52). Πρέπει να ξαναποκτήσουμε το νόημα αυτής της μεγάλης χαράς.» [21]

Όταν όμως στραφούμε στις πλέον βαθιές και ισορροπημένες εκφράσεις της δυτικής παράδοσης –όταν λ.χ. κοιτάξουμε τους κορυφαίους λατινικούς ύμνους Pagne lingua και Vexilla Regis του Venantius Fortunatus– τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι ο Σταυρός και η Ανάσταση, ο Γολγοθάς και το κενό μνημείο αποτελούν τόσο για τη Δύση, όσο και την Ανατολή μια ενιαία πράξη, ένα αδιαίρετο δράμα. Θα μπορούσε, ωστόσο, να ειπωθεί ότι η Ανατολή βίωσε και εξέφρασε την κοινή αυτή πίστη με μια ιδιαίτερη αμεσότητα, όπως όλοι όσοι έχουν παρακολουθήσει τη μεταμεσονύκτια αναστάσιμη λειτουργία σε μια ρωσική ή ελληνική εκκλησία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν. Και όντως αυτή η αναστάσιμη αμεσότητα είναι χωρίς αμφιβολία ένα ζωντανό στοιχείο της μαρτυρίας μας στη Δύση.

Τονίζοντας έτσι, τη χαρά του Αναστημένου Χριστού, δεν θα πρέπει (αν και δεν χρειάζεται καν να το πούμε) να διακρίνουμε μεταξύ του Σταυρού και της Ανάστασης. Συχνά υποστηρίζεται ότι η Δύση δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη Σταύρωση, ενώ η Ανατολή τονίζει την Ανάσταση. Είναι όντως αλήθεια ότι στη Δύση, κατά τη διάρκεια της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου, υπήρχε ένα αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για τα φυσικά πάθη του Εσταυρωμένου Σωτήρα. Όταν όμως στραφούμε στις πλέον βαθιές και ισορροπημένες εκφράσεις της δυτικής παράδοσης –όταν λ.χ. κοιτάξουμε τους κορυφαίους λατινικούς ύμνους Pagne lingua και Vexilla Regis του Venantius Fortunatus– τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι ο Σταυρός και η Ανάσταση, ο Γολγοθάς και το κενό μνημείο αποτελούν τόσο για τη Δύση, όσο και την Ανατολή μια ενιαία πράξη, ένα αδιαίρετο δράμα. Θα μπορούσε, ωστόσο, να ειπωθεί ότι η Ανατολή βίωσε και εξέφρασε την κοινή αυτή πίστη με μια ιδιαίτερη αμεσότητα, όπως όλοι όσοι έχουν παρακολουθήσει τη μεταμεσονύκτια αναστάσιμη λειτουργία σε μια ρωσική ή ελληνική εκκλησία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν. Και όντως αυτή η αναστάσιμη αμεσότητα είναι χωρίς αμφιβολία ένα ζωντανό στοιχείο της μαρτυρίας μας στη Δύση.

Δεν υπάρχει χρόνος εδώ για να αναφερθούμε με λεπτομέρειες σχετικά με το τι θα μπορούσαμε να μάθουμε από τη Δύση: αυτό θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας άλλης ομιλίας. Ένα από τα θέματα σε μια τέτοια περίσταση θα μπορούσε χωρίς αμφιβολία να είναι το νόημα της ελευθερίας. Κατά το παρελθόν, εμείς οι Ορθόδοξοι ζήσαμε κατά κύριο λόγο την κατάσταση της «κρατικής εκκλησίας», η οποία ετύγχανε της προστασίας και της υποστήριξης από την πολιτεία. Ο εφημέριος βασίστηκε στον δάσκαλο και τον αστυνόμο προκειμένου να κάνει τη δική μας δουλειά. Αυτή ήταν η κατάσταση με τη βυζαντινή Εκκλησία μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, όπως επίσης και στη Ρωσία το 1917 και στη Σερβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Κατά παράδοξο τρόπο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου η ελληνική Ορθοδοξία, αν και αντιμετώπιζε πλήθος δυσκολιών, συνέχιζε να απολαμβάνει την αναγνώριση και την προστασία των κοινωνικών δομών. Παρόμοια, η σλαβική και ρουμανική Ορθοδοξία κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού ήταν και πάλι υπό μια έννοια μια «κρατική εκκλησία».

Δεν υπάρχει χρόνος εδώ για να αναφερθούμε με λεπτομέρειες σχετικά με το τι θα μπορούσαμε να μάθουμε από τη Δύση: αυτό θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας άλλης ομιλίας. Ένα από τα θέματα σε μια τέτοια περίσταση θα μπορούσε χωρίς αμφιβολία να είναι το νόημα της ελευθερίας. Κατά το παρελθόν, εμείς οι Ορθόδοξοι ζήσαμε κατά κύριο λόγο την κατάσταση της «κρατικής εκκλησίας», η οποία ετύγχανε της προστασίας και της υποστήριξης από την πολιτεία. Ο εφημέριος βασίστηκε στον δάσκαλο και τον αστυνόμο προκειμένου να κάνει τη δική μας δουλειά.

 Σήμερα, ωστόσο η κατάσταση έχει αλλάξει δραστικά. Ο παραδοσιακός δεσμός μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, μεταξύ θρησκευτικής ταυτότητας και εθνικότητας, έχει σε όλες τις ορθόδοξες χώρες αποδυναμωθεί, ακόμη και στην Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχει λίγο πολύ εξαφανιστεί. Με ραγδαίους ρυθμούς οι Ορθόδοξοι ζουν σε μια κατάσταση όπου η πολιτική εξουσία, εάν δεν είναι εχθρική, είναι στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερη. Βιώνουμε έναν χωρισμό μεταξύ της εκκλησιαστικής και κοσμικής ζωής, με έναν τρόπο πρωτόγνωρο για την Ανατολή κατά τους περασμένους αιώνες. Μας δόθηκε το δώρο της ελευθερίας, αλλά πρόκειται για ένα δώρο που δύσκολα χρησιμοποιείται ορθά, ενώ συχνά βιώνεται ως βάρος. Στο σημείο αυτό ο δυτικός χριστιανισμός μπορεί χωρίς αμφιβολία να μας βοηθήσει, στον βαθμό που οι δυτικοί χριστιανοί έχουν ζήσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε μια πολυπολιτισμική κοσμική κατάσταση απ’ ότι εμείς οι Ορθόδοξοι. Μπορούμε λοιπόν να μάθουμε από εκείνους τη θετική χρήση του αμφιλεγόμενου δώρου της ελευθερίας.

Λίγο νωρίτερα, μίλησα για τον Αναστημένο Χριστό, και με αυτό θα ήθελα να κλείσω. Ο μεγάλος Άγιος της ρωσικής Ορθοδοξίας, ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ συνήθιζε να χαιρετάει τους επισκέπτες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους με τον γνωστό αναστάσιμο χαιρετισμό: «Χαρά μου, Χριστός Ανέστη». Στο ίδιο πνεύμα, θα ήθελα κι εγώ να σας χαιρετίσω αυτή τη βραδιά: Χριστός ανέστη! Ο Σωτήρας ανίσταται από τους νεκρούς και το φως της Ανάστασής του είναι δυνατότερο από όλες τις σκοτεινές δυνάμεις του κόσμου που περιβάλλουν εμάς και τις καρδιές μας. Το αναστάσιμο φως λάμπει πάνω σε όλους μας, και υπό το φως αυτό, καθώς δίνουμε μαρτυρία ο ένας στον άλλο, μπορούμε να πορευτούμε στο μέλλον με χαρά και ελπίδα.


[1] Περί εικόνων 2, 12 (PG 94, 1297B).

[2 ] Βλ. Λόσκυ, «Η Παράδοσις και οι παραδόσεις», στο έργο του Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, μτφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδη, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1974, σσ. 133-160.

[3] Dumitru Stăniloae, «The  Orthodox  Conception of  Tradition and the Development of  Doctrine», στο Sobornost, The Journal of the Fellowship of St Alban and St Sergius, series 5.9 (1969), σ. 634.

[4] Σ.τ.Μ.: στα αγγλικά χρησιμοποιούνται οι λέξεις: Εnvironment, Eucharist, Εxchange.

[5] Πρβλ. Sergius Bulgakov, «By Jacob’s Well», στο James Pain & Nicolas Zernov (επιμ.), A Bulgakov Anthology, εκδ. SPCK, London, 1976, σ. 101.

[6] The Harp of the Spirit: Eighteen Poems of Saint Ephrem, μτφρ. Sebastian Brock, 2nd ed., Studies supplementary to Sobornost, n.4, εκδ. The Fellowship of St Alban and St Sergius, London, 1981, σσ. 20, 30. (Σ.τ.Μ.: η μετάφραση έγινε από το αγγλικό κείμενο).

[7] Ευάγριου Ποντικού, Πρακτικός 92, PG 40, 1220-1236, 1244-1252, 1272-1276.

[8] Για να ζήσει ο κόσμος, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1988,σ. 171.

[9] Ευαγγέλιο του Θωμά, Λογίον 77.

[10] Evelyn Underhill, «Education and the Spirit of Worship», στο Lucy Menzies (επιμ.), Collected Papers of Evelyn Underhill, εκδ. Longmans, Green, London, 1946, σ. 196.

[11] Σ.τ.Ε.: Βλ. Cosmic Grace: Humble Prayer: The Ecological Vision of the Green Patriarch Bartholomew I, εκδ. Eerdmans, Grand Rapids, MI, 2003 και On Earth as in Heaven: Ecological Vision and Initiatives of Ecumenical Patriarch Bartholomew, Fordham University Press, NY, 2011.

[12]The  Russian Primary  Chronicle. Laurentian Text(μτφρ. – επιμ.)S. H. Cross & O. P. Sherbowitz-Wetzor, εκδ. The Medieval Academy of America, Cambridge, MA, 1953, σ. 111.

[13] Διάταξι της θείας λειτουργίας (Historia Ecclesiastica), 1. Πρβλ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π., σ. 418. Ο Πατριάρχης Γερμανός μιλάει εδώ για τον ναό κι όχι για την Εκκλησία ως θεσμό.

[14] Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Ἔπαινος, Τῶν ἀπαντησάντων ἐν τῇ ἐκκλησία, καί περί εὐταξίας ἐν τῇ δοξολογία…», PG 56, 97.

[15] Για την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία της Ορθοδοξίας, βλ. περαιτέρω, «Strange Yet Familiar: My Journey to the Orthodox Church», στο Kallistos Ware, The Inner Kingdom, The Collected Works, vol.1,εκδ. St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, NY, 2000, σσ. 1-24.

[16] Όπως σημειώνεται στον Bishop Alexander (Semenoff – Tian – Chansky), Father John of Kronstadt: A Life , εκδ. Mowbrays, London&Oxford, χ.χ., σ. 191.

[17]John D. Zizioulas, Being as Communion: Studies in Personhood and the Church, εκδ. Darton, Longman & Todd, London, 1985, σ. 17.

[18] Όπως σημειώνεται στο Olivier Clément, L’Eglise orthodoxe, Que sais-je? Nο. 949, Presses Universitaires de France, Paris, 1961, σ. 63.

[19] Vladimir Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη, 51991. σ. 72.

[20] Dumitru Stăniloae, «Orthodoxy, Life in the Resurrection», Eastern Churches Review, 2.4 (1969), σ. 371.

[21] Alexander Schmemann, Για να ζήσει ο κόσμος, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτος, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1998, σ. 34.


Η μετάφραση από το πρωτότυπο αγγλικό έγινε από τον Δρ. Νικόλαο Ασπρούλη, Αναπληρωτή Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών και Διδάσκοντα στο ΕΑΠ.