ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΣΕ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΣΕ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά

Επινοώντας την ιδέα της Ανατολής σε Ισλαμικό περιβάλλον

Η κληρονομιά της Ρώμης: Η διαίρεση και το κενό

Ο Amine Maalouf τοποθέτησε τη γέννηση του προφήτη του Ισλάμ το 570 μ.Χ. σε ένα ιδιαίτερο πολιτισμικό κενό που δημιουργήθηκε από τις εξασθενημένες ελπίδες για επανένωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τον θάνατο του Ιουστινιανού το 565 μ.Χ. Η έννοια της Ανατολής και της Δύσης ήταν το αποτέλεσμα μιας ρωμαϊκής διοικητικής απόφασης να χωρίσει την Οικουμένη (τον τότε γνωστό κόσμο) σε ανατολική και δυτική αυτοκρατορία, καθεμία εκ των οποίων θα χάραζαν διαφορετικές και ενίοτε ανταγωνιστικές πορείες. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως νέας Ρώμης σηματοδότησε την παρακμή της δυτικής αυτοκρατορίας και την ανάδυση μιας νέας πολιτικής οντότητας με ιδιαίτερη θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα που θα διαρκέσει πάνω από χιλιετία και ονομάστηκε Βυζάντιο (Biladal-Rūm).  Οι μουσουλμάνοι είχαν μία διττή στάση απέναντι στο Βυζάντιο. Από τη μία ήταν ένας αντίπαλος που έπρεπε να νικηθεί και από την άλλη ένα πρότυπο που έπρεπε να αντιγραφεί.

Ο Κωνσταντίνος, ένας μη χριστιανός εκείνη την εποχή, είδε στο σημείο του σταυρού στον ουρανό, μια θεϊκή εντολή για τις κατακτητικές του φιλοδοξίες και στον χριστιανισμό μια οικουμενική διάσταση που επέτρεπε σε αυτόν και τους διαδόχους του να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους σε όλη τη δημιουργία του Θεού. Αυτό το μοντέλο σύνδεσης της οικουμενικής πίστης και του θριαμβευτικού κράτους απηχείται στην αραβική ρήση: “Al-Nās ‘ala dini Mulūkihim” (οι άνθρωποι προσκολλώνται στη βασιλεία των μοναρχών τους). Αυτή η κληρονομιά, όπως ενσαρκώθηκε έντονα στο Βυζάντιο, διαιωνίστηκε στην αναδυόμενη αυτοκρατορία υπό τη σημαία του Ισλάμ .

Η αντίληψη του Εαυτού και του Άλλου:

Ο μεγάλος ιστορικός Al-Tabari, υποστήριξε ότι η ιστορία του Ισλάμ και του Χριστιανισμού και οι αντίστοιχες κοσμοθεωρίες τους μπορούν να κατανοηθούν στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της συνάντησης μεταξύ των θείων και των κοσμικών δυνάμεων. Η ισλαμική ταυτότητα οικοδομείται ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του προφήτη με τη φυλή του Quraysh και με τις άλλες φυλές στην Αραβική χερσόνησο, σε συνδυασμό και με την αλληλεπίδραση με τις  διάφορες άλλες θρησκευτικές κοινότητες που υπήρχαν στην περιοχή, από τους πολυθεϊστές, μέχρι τους Εβραίους της Μεδίνα κατά τη διάρκεια της Εγείρας (μετανάστευσης) και τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες που υπάρχουν στην αραβική χερσόνησο και την εύφορη ημισέληνο.

Η ταυτότητα της Ανατολής διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των άλλοτε εποικοδομητικών και άλλοτε καταστροφικών συναντήσεων μεταξύ των διαφόρων εκδοχών της Ανατολικής Ορθοδοξίας κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων και των Σχισμάτων που προέκυψαν από αυτές καθώς και της εμφάνισης του Ισλάμ, αλλά και της εξέλιξης του Umma Islāmiyya (Ισλαμικό Έθνος) με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η αλληλεπίδραση καθορίστηκε από συστατικά όπως η αντίληψη του Εαυτού και του Άλλου σε συνδυασμό και με την απειλή της ταυτότητας αλλά και τους μηχανισμούς επιβίωσης. Στο παραδοσιακό αραβικό πλαίσιο, το μήνυμα του προφήτη του Ισλάμ άνοιξε το δρόμο για την ενδιαφέρουσα διαλεκτική συνάντηση με τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τις άλλες θρησκείες της Ανατολής, η οποία επέτρεψε στο Ισλάμ να κληρονομήσει τον πολιτισμό της ύστερης αρχαιότητας.

Η ταυτότητα της Ανατολής διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα των άλλοτε εποικοδομητικών και άλλοτε καταστροφικών συναντήσεων μεταξύ των διαφόρων εκδοχών της Ανατολικής Ορθοδοξίας κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων και των Σχισμάτων που προέκυψαν από αυτές καθώς και της εμφάνισης του Ισλάμ, αλλά και της εξέλιξης του Umma Islāmiyya (Ισλαμικό Έθνος) με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η αλληλεπίδραση καθορίστηκε από συστατικά όπως η αντίληψη του Εαυτού και του Άλλου σε συνδυασμό και με την απειλή της ταυτότητας αλλά και τους μηχανισμούς επιβίωσης.

Το Ισλάμ θεωρεί τον εαυτό του ως την αληθινή θρησκεία του Θεού και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του από την αρχή ως την θρησκεία εκείνη που κατέχει το καθολικό και περιεκτικό κάλεσμα (Daʻwa) που αποτελεί συνέχεια του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Το Κοράνι έχει παραδεχθεί στους Εβραίους και τους Χριστιανούς την ορθότητα της προέλευσης της θρησκείας τους επειδή έλκουν την καταγωγή τους από την αβρααμική πίστη, αλλά έθεσε υπό αμφισβήτηση την αυθεντικότητα της Βίβλου και της Τορά. Κατά συνέπεια, το Ισλάμ ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που προϋπήρχε και προσπάθησε να κυριαρχήσει σε αυτό, δηλαδή να αντικαταστήσει τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Η άμεση αντίδραση και των δύο θρησκειών ήταν η απόρριψη του Ισλάμ ενώ ο Χριστιανισμός το θεώρησε αιρετικό και στο πρόσωπο του Μωάμεθ είδε τον Αντίχριστο.

Χριστολογία: Ένα διχαστικό ζήτημα.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι της Εφέσου (431), της Χαλκηδόνας (451), μας έδωσαν τρεις διαφορετικές έννοιες για τη Χριστολογία:

1-Οι Νεστοριανοί έκαναν διάκριση μεταξύ ανθρώπινου και θεϊκού προσώπου στον Χριστό,

2- Οι Μονοφυσίτες αναγνώριζαν μια μοναδική θεία φύση στον Χριστό και

3- Οι Χαλκηδόνιοι ομολογούσαν μια διπλή φύση του Χριστού ανθρώπινη και θεϊκή, η οποία αποτελεί το επίσημο δόγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα.

Οι βαθιές διαιρέσεις σχετικά με τη χριστολογική ορθοδοξία ή την αίρεση μαζί με τις αποδιοργανωμένες ανατολικές βυζαντινές επαρχίες σε συνδυασμό με ένα ξένο ελληνικό πολιτισμικό στοιχείο που επιβλήθηκε στις ντόπιες τοπικές κοινότητες αποτέλεσαν βασικά στοιχεία για την επιτυχία των κατακτήσεων των Αράβων και την εδραίωση του Ισλάμ. Κατά συνέπεια, το Ισλάμ πρόσθεσε μια τέταρτη έννοια της Χριστολογίας στις τρεις προαναφερθείσες:

 4- Nāsara: είναι το όνομα που δίνεται στους Χριστιανούς στο Κοράνι. Σύμφωνα με το Κοράνι, ο Χριστός δεν είναι Θεός και ο Isa (Ιησούς) δεν είναι ο Υιός του Θεού.

Οι Χριστιανοί Άραβες:

Υπήρχαν Άραβες και χριστιανοί Άραβες πριν από το Ισλάμ. Ο αραβικός χριστιανισμός είναι ο καρπός της πολιτιστικής, φιλοσοφικής και γλωσσικής συνάντησης μεταξύ των χριστιανών της Ανατολής και του Ισλάμ. Όταν οι Άραβες κατέκτησαν την Εγγύς Ανατολή ήρθαν αντιμέτωποι με πληθυσμούς ποικίλης και πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ελληνική, η συριακή και η κοπτική γλώσσα θα χρησιμοποιηθούν αντίστοιχα μαζί με την αραβική στη διοίκηση του αναδυόμενου ισλαμικού κράτους παρέχοντας έτσι στους χριστιανούς μια αδιαμφισβήτητη πολιτιστική υπεροχή. Αυτή η υπεροχή αντανακλάται στην ουσιαστική και θετική συμβολή τους στην ισλαμική πολιτιστική αναγέννηση κατά την περίοδο των Αββασιδών και στην αραβική αναγέννηση στη σύγχρονη εποχή.

Υπήρχαν Άραβες και χριστιανοί Άραβες πριν από το Ισλάμ. Ο αραβικός χριστιανισμός είναι ο καρπός της πολιτιστικής, φιλοσοφικής και γλωσσικής συνάντησης μεταξύ των χριστιανών της Ανατολής και του Ισλάμ. Όταν οι Άραβες κατέκτησαν την Εγγύς Ανατολή ήρθαν αντιμέτωποι με πληθυσμούς ποικίλης και πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ελληνική, η συριακή και η κοπτική γλώσσα θα χρησιμοποιηθούν αντίστοιχα μαζί με την αραβική στη διοίκηση του αναδυόμενου ισλαμικού κράτους παρέχοντας έτσι στους χριστιανούς μια αδιαμφισβήτητη πολιτιστική υπεροχή.

Επιπλέον, η ευελιξία που διέκρινε τους Μουσουλμάνους και η ικανότητά τους να απορροφούν αυτή την ποικιλομορφία των ασύμφωνων πνευματικών τάσεων επέτρεψε στο Ισλάμ να βρει μια ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων πεποιθήσεων και ιδεολογιών, οδηγώντας στην αποκρυστάλλωση του κλασικού δόγματος των “Σουνιτών”. “Ωστόσο, αυτή η εποικοδομητική συνάντηση σύντομα έφτασε στο τέλος της, ιδίως με τον υψηλό βαθμό ευαισθησίας των μουσουλμάνων απέναντι σε αυτούς που θεωρούνταν «ντίμηδες» (dhimmis: υπήκοοι υπό την επιμέλεια του Ισλάμ) και με το κίνημα αραβοποίησης που επηρέασε την κυβέρνηση και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά τη διάρκεια του χαλιφάτου του Abdal-Malik bin Marwan και την απομάκρυνση ενός αριθμού χριστιανών που εργάζονταν στην οικονομική διοίκηση. Ο Άγιος Ιωάννης της Δαμασκού ήταν ένας από αυτούς. Θα ήταν ανεπίτρεπτο να πούμε ότι το σύστημα των ντίμηδων είναι ένα σύστημα στο οποίο οι χριστιανοί ζούσαν καλά, καθώς υπήρξαν αρκετές περίοδοι κατά τις οποίες οι ντίμηδες υπέστησαν κακομεταχείριση.

Επομένως, η φύση της σχέσης μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων ηγεμόνων αρχικά βασίζεται στην αρχή του συμφέροντος ή της ανάγκης, συνεπώς γίνεται καταστροφική κάθε φορά που αυτό το συμφέρον ή η ανάγκη απουσιάζει ή όποτε εμφανίζονται απειλητικοί κίνδυνοι για το έθνος, όπως αυτοί που επιβάλλονται από τους σταυροφόρους ή άλλους θεωρούνται χριστιανοί. Οι σταυροφόροι από τη Δύση και η απληστία τους για γη και εξουσία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη σχέση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Ανατολή. Όσον αφορά το αποτέλεσμα, οι μουσουλμάνοι συσπειρώθηκαν εναντίον των χριστιανών. Παρ’ όλα αυτά, ιδωμένοι από πολιτιστική άποψη, οι πόλεμοι αυτοί απέδωσαν πολλά θετικά αποτελέσματα. Η Δύση αντιστάθμισε τη στρατιωτική της ήττα με τα πολιτιστικά οφέλη που αποκόμισε από τον αραβικό πολιτισμό.  Έναν πολιτισμό στον οποίο οι ορθόδοξοι χριστιανοί συνέβαλαν βαθιά.

Επομένως, η φύση της σχέσης μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων ηγεμόνων αρχικά βασίζεται στην αρχή του συμφέροντος ή της ανάγκης, συνεπώς γίνεται καταστροφική κάθε φορά που αυτό το συμφέρον ή η ανάγκη απουσιάζει ή όποτε εμφανίζονται απειλητικοί κίνδυνοι για το έθνος, όπως αυτοί που επιβάλλονται από τους σταυροφόρους ή άλλους θεωρούνται χριστιανοί. Οι σταυροφόροι από τη Δύση και η απληστία τους για γη και εξουσία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη σχέση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Ανατολή. Όσον αφορά το αποτέλεσμα, οι μουσουλμάνοι συσπειρώθηκαν εναντίον των χριστιανών. Παρ’ όλα αυτά, ιδωμένοι από πολιτιστική άποψη, οι πόλεμοι αυτοί απέδωσαν πολλά θετικά αποτελέσματα. Η Δύση αντιστάθμισε τη στρατιωτική της ήττα με τα πολιτιστικά οφέλη που αποκόμισε από τον αραβικό πολιτισμό.  Έναν πολιτισμό στον οποίο οι ορθόδοξοι χριστιανοί συνέβαλαν βαθιά. Συμπερασματικά, αυτή η διχοτόμηση της χριστιανικής Δύσης και της μουσουλμανικής Ανατολής είναι μια παραπλανητική και επικίνδυνη γενίκευση. Είναι παραπλανητική διότι υπάρχουν Άραβες χριστιανοί στην Ανατολή από την αυγή του χριστιανισμού και πριν ο χριστιανισμός φτάσει στη Δύση, εκτός από την αναμφισβήτητη συμβολή των ορθοδόξων και των αρχαίων ανατολικών χριστιανών  στην εδραίωση και την άνθηση του ισλαμικού πολιτισμού. Από την άλλη πλευρά, είναι επικίνδυνο, διότι κάθε ομαδοποίηση της ταυτότητας των ανθρώπων κάτω από έναν συγκεκριμένο τίτλο ή ένα στερεότυπο θα συμβάλει στη διάδοση προκαταλήψεων που η ιστορία έχει δείξει ότι είναι θανατηφόρες.


Ο Elias El Halabi είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι διευθυντής του Κέντρου Χριστιανικών Μουσουλμανικών Σπουδών και αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Αραβικών Σπουδών και Διαπολιτισμικού Διαλόγου «Σεΐχης Ναχαγιάν» στο Πανεπιστήμιο Μπαλαμάντ του Λιβάνου.

Το παρόν άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της εισήγησης του συγγραφέα στο Διεθνές Συνέδριο «Ορθόδοξες Επινοήσεις της Ανατολής» που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου σε συνεργασία με το Κέντρο Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φόρντχαμ (Νέα Υόρκη, ΗΠΑ), την Έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μύνστερ (Γερμανία), την Ορθόδοξη Θεολογική Ακαδημία «Άγιος Ιγνάτιος» (Στοκχόλμη, Σουηδία), το Κέντρο για τη Μελέτη του Πολιτισμού και του Χριστιανισμού (Βελιγράδι, Σερβία), το Κέντρο για τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία (Τρεμπίνιε, Βοσνία-Ερζεγοβίνη), το Βιβλικό Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Ανδρέα (Μόσχα, Ρωσία), το Ρουμανικό Ινστιτούτο Διορθόδοξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER, Κλουζ-Ναπόκα, Ρουμανία) και το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ορθόδοξων Θεολογικών Σχολών (EFOST, Βρυξέλλες, Βέλγιο) στις 16-19 Ιουνίου 2022 στον Βόλο.

Η μετάφραση του κειμένου από τα αγγλικά έγινε από την Άννα Θεοδώρα Βαλσάμου.

Το εικαστικό θέμα απεικονίζει μια ομάδα κληρικών που κρατούν την Τορά, λεπτομέρεια από το χειρόγραφο Sīrat al-Iskandar Ḏū l-Qarnain του Ibn-Fīlibus al-Yūnānī (12ος αι.) και φυλάσσεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου.