ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΧΟΝΟΙΑ; ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ, ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΣΠΟΖΕΙ, ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΒΑΛΛΕΤΑΙ, ΤΗ ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΕΔΡΑΙΩΝΕΤΑΙ.

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΧΟΝΟΙΑ; ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ, ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΣΠΟΖΕΙ, ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΒΑΛΛΕΤΑΙ, ΤΗ ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΕΔΡΑΙΩΝΕΤΑΙ.
Χρόνος Ανάγνωσης: 20 λεπτά

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΧΟΝΟΙΑ; ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ, ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΣΠΟΖΕΙ, ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΒΑΛΛΕΤΑΙ, ΤΗ ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΕΔΡΑΙΩΝΕΤΑΙ.

Εισαγωγή

Δυόμισι χρόνια πανδημίας είναι διαδρομή με πολλές φάσεις:  και με αιφνιδιασμούς, και με επαληθεύσεις, και με διαψεύσεις. Σε μια τέτοια διαδρομή χρειάζονται ιδιότητες ασκητικές: υπομονετικός στοχασμός και υπομονετικός αναστοχασμός. Ο υπομονετικός στοχασμός και ο υπομονετικός αναστοχασμός είναι άσκηση στην τόλμη, διότι φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με όλες τις αβύσσους, και γύρω του και μέσα του. Αντιθέτως οι αφορισμοί, είτε εκ δεξιών είτε εξ ευωνύμων, δεν εμπεριέχουν την ασκητική του στοχασμού και του αναστοχασμού. Οι αφορισμοί παρουσιάζονται μεν ως γενναιότητα, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν κορυφαία ατολμία: Είναι το σεντόνι με το οποίο κουκουλωνόμαστε όταν δεν τολμάμε να αναμετρηθούμε με όλες τις αβύσσους, και γύρω μας και μέσα μας.

Θεωρώ λοιπόν ότι η αναμέτρηση αυτή έχει για τους Χριστιανούς δύο παραμέτρους:

Πρώτη παράμετρος είναι τα κριτήρια της χριστιανικής πίστης, τα οποία οφείλουν να είναι (ή μάλλον: οφείλουν να γίνονται) διαυγή σε κάθε εποχή και σε κάθε συγκυρία.

Δεύτερη παράμετρος είναι η γνώση και αξιολόγηση της πραγματικότητας. Για την γνώση και την αξιολόγηση της πραγματικότητας έχει επισημανθεί από κοινωνιολογικής σκοπιάς ότι, τη στιγμή που εξετάζουμε την πραγματικότητα, μέρος της οποίας είμαστε και οι ίδιοι, διατρέχουμε τον κίνδυνο του «παροντισμού», της λεγόμενης «τυραννίας της στιγμής» και της «κουλτούρας του παρόντος» (nowist culture), δηλαδή διατρέχουμε τον κίνδυνο να διακηρύξουμε οριστικά συμπεράσματα πρόωρα, σαν τάχα το παρόν να είναι αιώνιο ή σαν εμείς να είμαστε το κέντρο της ιστορίας. Συνεπώς, η αναμέτρηση με το σήμερα είναι απολύτως απαραίτητη, αλλά να ‘ναι θωρακισμένη με ισχυρή αίσθηση ιστορικότητας και με ταπεινή τόλμη.

Αυτές οι δύο παράμεροι (η διαύγεια των χριστιανικών κριτηρίων και η αξιολόγηση της πραγματικότητας) ισχύουν παντού. Ωστόσο εκδηλώνονται με πολύ διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα και από τοπική εκκλησία σε τοπική εκκλησία. Εγώ θα μιλήσω βάσει της εμπειρίας στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα θα προσπαθήσω να θέσω ζητήματα που αφορούν (ή που ταλαιπωρούν) την παγκόσμια Ορθοδοξία. Θα επικεντρώσω δε στην περίπτωση της πανδημίας, διότι αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελεί ένα περιστασιακό ζήτημα, αλλά (είτε έχει τελειώσει είτε όχι) αποτελεί καλό μοντέλο για την προσέγγιση και πλήθους άλλων διχονοιών που ενδημούν στη ζωή μας.

Κάποιοι δέχονται τη μάσκα αλλά δεν δέχονται το εμβόλιο. Άλλοι δέχονται το εμβόλιο αλλά όχι τα lock down. Από όσους δεχόμαστε ότι ο ιός μεταδίδεται και μέσα στον ναό, ορισμένοι θεωρούν θεμιτή την αλλαγή του τρόπου της θείας Ευχαριστίας, άλλοι διαφωνούν μόνο σε αυτό. Μα εκεί όπου η πικρή διχόνοια γίνεται και γελοία, είναι όταν πολέμιοι του 666 αντιεμβολιαστές καταγγέλλουν ως προδότες, άλλους πολέμιους του 666 οι οποίοι όμως δέχονται τον εμβολιασμό. Είναι εντυπωσιακό (και λέει πολλά), ότι η μεγαλύτερη σφοδρότητα εκδηλώνεται στη σύγκρουση όχι μεταξύ φονταμενταλιστών και μη-φονταμενταλιστών, αλλά ανάμεσα σε φονταμενταλιστές (θρησκευτικούς και πολιτικούς).

1. Η διχόνοια

Από το πρώτο λεπτό που ο ιός μπήκε στη χώρα, ξέσπασαν συζητήσεις και σκληρές συγκρούσεις. Από τα χαρακτηριστικά αυτών των συγκρούσεων ξεχωρίζω δύο: την αγριότητα (την οποία την ενισχύει παγκοσμίως η ευκολία γραψίματος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλαδή η ευκολία διατύπωσης λόγου πριν αυτόν τον λόγο τον επεξεργαστεί η σκέψη), και την πικρία: διχάστηκαν συνάδελφοι, ενορίες, φίλοι, ακόμα και οικογένειες. Αντίθετα προς άλλους διχασμούς, όπου οι αντιμαχόμενες πλευρές είναι κατά βάση δύο, η τρέχουσα διχόνοια είναι πολυεστιακή. Δεν συγκρούονται δύο συμπαγείς χώροι (χοντρικά: οι αρνητές και οι μη-αρνητές της πανδημίας), αλλά υπάρχει κατακερματισμός, ο οποίος φέρει ίσως χαρακτηριστικά των λεγομένων «πολιτισμικών πολέμων». Κάποιοι, για παράδειγμα, δέχονται τη μάσκα, άλλοι την απορρίπτουν. Κάποιοι δέχονται τη μάσκα αλλά δεν δέχονται το εμβόλιο. Άλλοι δέχονται το εμβόλιο αλλά όχι τα lock down. Από όσους δεχόμαστε ότι ο ιός μεταδίδεται και μέσα στον ναό, ορισμένοι θεωρούν θεμιτή την αλλαγή του τρόπου της θείας Ευχαριστίας, άλλοι διαφωνούν μόνο σε αυτό. Μα εκεί όπου η πικρή διχόνοια γίνεται και γελοία, είναι όταν πολέμιοι του 666 αντιεμβολιαστές καταγγέλλουν ως προδότες, άλλους πολέμιους του 666 οι οποίοι όμως δέχονται τον εμβολιασμό. Είναι εντυπωσιακό (και λέει πολλά), ότι η μεγαλύτερη σφοδρότητα εκδηλώνεται στη σύγκρουση όχι μεταξύ φονταμενταλιστών και μη-φονταμενταλιστών, αλλά ανάμεσα σε φονταμενταλιστές (θρησκευτικούς και πολιτικούς).

Πόσο μεγάλες είναι οι ομάδες που βρίσκονται σε διχόνοια; Δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά. Χρειαζόμαστε μελέτες οι οποίες δεν έχουν γίνει. Νομίζω πάντως ότι δεν υπάρχει ισομοιρία. Συχνά υπάρχουν μειοψηφούντες, αλλά πολύ θορυβώδεις, ιδιαίτερα δε στον εκκλησιαστικό χώρο υπάρχουν πρόσωπα που διαθέτουν ολιγάριθμες αλλά αφοσιωμένες διμοιρίες οπαδών, ανεξάρτητα από το αν η κοινωνία ευρύτερα τους γυρνά την πλάτη. Χρειάζεται επί πλέον να δούμε πόσοι αντιτίθενται στα εμβόλια θεωρώντας τα χάραγμα του αντιχρίστου, και πόσοι δυσπιστούν για καθαρά ιατρικούς λόγους ή λόγω μιας ευρύτερης κρίσης εμπιστοσύνης προς τους διαχειριστές της κρίσης. Πρόσφατη έρευνα του ερευνητικού οργανισμού Dianeosis κατέδειξε ότι πριν τρία χρόνια, το 2019 (με την καταθλιπτική εμπειρία των μνημονίων) αισιοδοξία ένιωθε το 30% των Ελλήνων. Φέτος την άνοιξη οι αισιόδοξοι έπεσαν στο 19,2%. Σήμερα λοιπόν, σε μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχούν αυξημένη η ανασφάλεια και αυξημένη η απογοήτευση (ακολουθεί αυξημένος ο θυμός και τέταρτη έρχεται μειωμένη η αισιοδοξία), ποια κοινωνική ομάδα είναι η πιο αισιόδοξη; Όσοι έχουν μηνιαίο εισόδημα πάνω από 3.000 ευρώ. Η προσπάθεια για θεραπεία της διχόνοιας έχει να λάβει πολλά υπόψη…

2. Η αναμέτρηση       

Πριν ωστόσο προβληματιστούμε για τις δυνατότητες θεραπείας της διχόνοιας, χρειάζεται μια διευκρίνιση για καθαυτή την έννοια της διχόνοιας.

Για τους εκκλησιαστικούς ανθρώπους είναι πανεύκολα τα μεγάλα λόγια για την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία ενότητα έχει βάση μυστηριακή – όχι απλώς κοινωνιολογική. Ωστόσο, αυτή η ενότητα δεν υπάρχει ουρανοκατέβατη. Πηγάζει από τον Θεό, αλλά το μερδικό του ανθρώπου είναι να ανταποκριθεί χτίζοντάς την. Ανθρωπίνως, λοιπόν, πώς χτίζεται η εκκλησιαστική ενότητα; Χτίζεται μέσα από την αναμέτρηση. Στις Πράξεις των Αποστόλων βρίσκουμε την εμβληματική διατύπωση ότι «τοῦ […] πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν η καρδία καὶ η ψυχὴ μία», και ότι «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν». Όμως αυτό από μόνο του είναι μια ψευδής εικόνα! Οι Πράξεις είναι μια ιστορία διχονοιών, διαφόρων διαμετρημάτων: Ανανίας και Σαπφείρα, γογγυσμός των χηρών εξ εθνών για την αδικία, διαμάχη για τον τρόπο εισδοχής των προσηλύτων, άγριος χωρισμός Βαρνάβα και Παύλου, και το αποκορύφωμα: η διαβεβαίωση του Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ότι «ἐξ ὑμῶν αὐτῶν [δηλαδή από τους «ομοθυμαδόν» όντες] ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν».

Πότε λοιπόν η διχόνοια αποτελεί αδιέξοδο; Όχι όταν υπάρχει διαφωνία και αναμέτρηση, αλλά όταν παύει να υπάρχει κοινή βάση για διαφωνία και αναμέτρηση. Όταν δεν υπάρχει κοινή βάση, τότε, όσο πικρό κι αν είναι, «ανένδεκτον εστί του μη ελθείν» τα σχίσματα. Οπότε, δυνατότητα θεραπείας της σημερινής διχόνοιας (τόσο στην Εκκλησία, όσο και στην κοινωνία) δεν υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις.  

Συνεπώς (ερωτώ), το πρόβλημα έγκειται στη διαφωνία και την αναμέτρηση; Όχι. Η δυνατότητα διαφωνίας και αναμέτρησης είναι ευλογία. Δεν μπορεί να υπάρξει συμ-φωνία αν δεν υπάρχει δυνατότητα δια-φωνίας ή όποτε ποινικοποιείται η γνώμη. 

Πότε λοιπόν η διχόνοια αποτελεί αδιέξοδο; Όχι όταν υπάρχει διαφωνία και αναμέτρηση, αλλά όταν παύει να υπάρχει κοινή βάση για διαφωνία και αναμέτρηση. Όταν δεν υπάρχει κοινή βάση, τότε, όσο πικρό κι αν είναι, «ανένδεκτον εστί του μη ελθείν» τα σχίσματα. Οπότε, δυνατότητα θεραπείας της σημερινής διχόνοιας (τόσο στην Εκκλησία, όσο και στην κοινωνία) δεν υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις.  

3. Θεραπεία;

Νομίζω ότι ουσιαστικά δύο απόψεις υπάρχουν για την αντιμετώπιση της διχόνοιας.

Η μία είναι αυτή του αυτόματου πιλότου. Κατά την άποψη αυτή, η διχόνοια θα σβήσει μόνη της, με την παρέλευση του χρόνου και την αποδυνάμωση της πανδημίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μια δοκιμασμένη συνταγή καταστροφής, υπό την έννοια ότι τα προβλήματα (προβλήματα πνευματικά και κοινωνικά – ταξικά) τα κρύβει κάτω από το χαλί, κι αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν ή και να αυγαταίνουν, μέχρι που για κάποιον λόγο θα ξεσπάσουν και θα πλημμυρίσουν ξανά την επιφάνεια. Ιδίως τα εκκλησιαστικά προβλήματα τα οποία παρουσιάστηκαν κατά την πανδημία, είναι σε μεγάλο βαθμό απόνερα χρόνιων και ανθεκτικών προβλημάτων, τα οποία αποτελούν καθεστώς στον εκκλησιαστικό χώρο.

Η άλλη άποψη (την οποία και συμμερίζομαι) είναι ότι ο δρόμος που γνωρίζει διαχρονικά η Εκκλησία (όπως και ο δρόμος που γνωρίζει μια δημοκρατική κοινωνία) είναι να εκτεθείς μιλώντας, αλλά και κάτι ακόμα: Να εκτεθείς και ακούγοντας. Το λέω αυτό διότι στις μέρες μας το να μιλήσεις θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα και καμάρι. Ωστόσο συχνά αυτό είναι ομιχλώδες, ανάμεσα στην φωτεινή ευθύνη και τον σκοτεινό ναρκισσισμό. Το πολύτιμο ζητούμενο συνεπώς είναι να εκτεθείς και ακούγοντας, και όταν μιλήσεις να μην εγκιβωτιστείς ούτε στον ναρκισσισμό του νικητή ούτε στο τραύμα του ηττημένου. Επαναλαμβάνω: ούτε στον ναρκισσισμό του νικητή ούτε στο τραύμα του ηττημένου.

Ποιους ονομάζω φιλότιμους από κάθε πλευρά; Δεν μπορώ να το ορίσω με απόλυτο τρόπο, αλλά θεωρώ σημαντικό να κρατήσουμε αυτή τη διάκριση ως ζητούμενο. Μεταξύ φιλότιμων, και παρά τις διαφωνίες τους, μπορούν να εντοπιστούν κάποια κοινά κριτήρια, ακόμα και πιθανότητα αλληλο-τροφοδοσίας. Χοντρικά, θα έλεγα ότι α-φιλότιμοι εμβολιαστές είναι όσοι ουδεμία κριτική διάθεση διαθέτουν. A-φιλότιμοι αντιεμβολιαστές είναι οι φονταμενταλιστές.

Φρονώ λοιπόν ότι χρειάζεται να προχωρήσουν σε συνάντηση και συζήτηση οι φιλότιμοι από κάθε πλευρά διαφωνούντων. Το λέω αυτό όντας προσωπικά εμβολιασμένος. Επαναλαμβάνω αυτό που είπα παραπάνω. Κανένας χώρος δεν είναι συμπαγής, η δε εννόησή του ως συμπαγούς διαιωνίζει τη θολούρα. Έχουν διατυπωθεί σοβαρές σκέψεις από διαφορετικές πλευρές, μερικές από τις οποίες όμως έχουν σπρωχτεί στη σκιά.

Ποιους ονομάζω φιλότιμους από κάθε πλευρά; Δεν μπορώ να το ορίσω με απόλυτο τρόπο, αλλά θεωρώ σημαντικό να κρατήσουμε αυτή τη διάκριση ως ζητούμενο. Μεταξύ φιλότιμων, και παρά τις διαφωνίες τους, μπορούν να εντοπιστούν κάποια κοινά κριτήρια, ακόμα και πιθανότητα αλληλο-τροφοδοσίας. Χοντρικά, θα έλεγα ότι α-φιλότιμοι εμβολιαστές είναι όσοι ουδεμία κριτική διάθεση διαθέτουν. A-φιλότιμοι αντιεμβολιαστές είναι οι φονταμενταλιστές.

4. Η ατζέντα της δυνητικά θεραπευτικής συζήτησης.

Τρία πεδία ξεχωρίζω ως βασικά: α) την κυριαρχία του μαγικού, β) το σνομπάρισμα της αγάπης και γ) την βιοπολιτική.

α. Η κυριαρχία του μαγικού

Μαγική είναι η πεποίθηση ότι η συνεπής επιτέλεση μιας διαδικασίας παράγει αναπόδραστα αποτελέσματα. Το να τελεστεί με ακρίβεια η διαδικασία, αλλά να μην φέρει τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, αποκλείεται στη μαγική συνείδηση. Η διαδικασία σώζει.

Τι είναι λοιπόν το μαγικό; Είναι ο απόλυτος αντίποδας της χριστιανικής πίστης. Διότι προσπερνά τον ζωντανό Θεό. Δεν λέω αν τον επικαλείται ή όχι. Μπορεί κάλλιστα να τον επικαλείται, ακόμα και να εξαπολύει ομολογίες πίστης. Στην πραγματικότητα ωστόσο προσπερνά τον ζωντανό Θεό, καθόσον τον θεωρεί δεσμευμένο να δράσει κατά το πρωτόκολλο, δηλαδή τον θεωρεί υποταγμένο στην διαδικασία (στην τελετή ή στο μυστήριο), όπως υποταγμένο στη διαδικασία είναι άλλωστε κάθε συστατικό της. Το μαγικό δηλαδή δεν θεωρεί τον ζωντανό Θεό κυριολεκτικά πηγή κι αφέντη της διαδικασίας, τόσο κυριολεκτικά, ώστε να τον δέχεται ως τον Κύριο ο οποίος δύναται ακόμα και να αλλάξει ή ακυρώσει την διαδικασία, αν ο ίδιος το επιθυμήσει.  Ο μαγικώς θρησκεύων βασίζεται στην ασφάλεια της διαδικασίας, ενώ ο πιστός του ζωντανού Θεού βασίζεται στη διαβεβαίωση του ίδιου του Θεού ότι θα είναι πάντοτε «πιστός» στη Διαθήκη με τον λαό του, αλλά με όποιον τρόπο εμπνέει η ελευθερία του, και με όποιον τρόπο αναιρεί κάθε μαγεία.

Ο πόλεμος της Εκκλησίας του Χριστού με την μαγεία (για την ακρίβεια: ο πόλεμος της Εκκλησίας του Χριστού με την δαιμονική και ομοούσια τριάδα, τη μαγεία, τον μαμωνά και την εξουσία) είναι πόλεμος για την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας, και δεν πρόκειται να τελειώσει στον αιώνα τον άπαντα, απλούστατα διότι αυτό το ριζικά αντιχριστιανικό πνεύμα (η μαγεία) έχει ρίζες στην εκκλησιαστική ζωή. Γεννιέται στην ίδια την Εκκλησία και αναπαράγεται από την ίδια την Εκκλησία. Όχι σαν ιός έξωθεν, αλλά σαν καρκίνος ένδοθεν.

Κατά την πανδημία το διαχρονικό μαγικό εκδηλώθηκε με δύο ρεύματα:

Το ένα ρεύμα είναι οι βεβαιότητες του τύπου:  η μάσκα αναιρεί το κατ’ εικόνα, μέσα στον ναό ο ιός δεν κολλάει, η αλλαγή ωρών τέλεσης των ακολουθιών είναι άρνηση της πίστης, η αλλαγή του τρόπου τέλεσης της Ευχαριστίας αποτελεί δογματική παρέκκλιση κλπ. Κατά τη γνώμη μου εδώ δεν έχουμε υπερβολική ευσέβεια. Έχουμε ασέβεια και βλασφημία. Η στάση αυτή εντοπίζεται κυρίως σε ανθρώπους οι οποίοι θρησκεύουν συστηματικά, ανήκουν σε κάποια εκκλησιαστική κοινότητα και σε κάποια θεολογική οπτική.

Το άλλο ρεύμα με το οποίο εκδηλώθηκε το διαχρονικό μαγικό, είναι η έξαρση μιας ασαφούς θρησκευτικότητας στην κοινωνία: δηλαδή σε πολυάριθμους ανθρώπους οι οποίοι δεν αισθάνονται ότι ανήκουν σε κοινότητα, ούτε καταγίνονται ιδιαίτερα με την θεολογία. Οι άνθρωποι αυτοί στρέφονται με αγωνία στο παραδοσιακό μαγικό, σε αυτό που εμφανίζεται ως εκκλησιαστικώς εγκεκριμένο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία το προνεωτερικό και το νεωτερικό ουδόλως έχουν εξαλειφθεί, αλλά διαπλέκονται σε διάφορες ποσοστώσεις με το μετανεωτερικό: η αποθρησκειοποίηση σαρώνει, μα ταυτόχρονα αυξάνει ο ανορθολογισμός.

Φέρνω ένα ενδεικτικό παράδειγμα για το πρόβλημα που ανακύπτει εδώ. Στις 14 Ιουνίου φέτος η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέδωσε εγκύκλιο «προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα», όπου επεσήμανε με ανησυχία την δράση φευδοπροφητών, οι οποίοι επιδίδονται σε μελλοντολογία ή προβάλλουν ιερά αντικείμενα που δακρύζουν ή αιμορροούν. Η εγκύκλιος αρθρώνει σωστό θεολογικό λόγο, καλώντας τους πιστούς να οξύνουν την κρίση τους και να μην παραδίδονται σε ό,τι εμφανίζεται ως θαύμα. Παραθέτει μάλιστα και την πολύτιμη, τολμηρή επισήμανση του αγίου Πορφυρίου ότι «αυτά τα σημεία… δεν είναι όλα θεϊκά. Μερικά απ’ αυτά τα προκαλεί ὁ διάβολος μέσω των ανθρώπων. Χρειάζεται προσοχή».

Αντιθέτως, ο εκκλησιαστικός βίος (ο κανονικός εκκλησιαστικός βίος, στην κανονική εκκλησιαστική δομή και υπό την κανονική εκκλησιαστική ηγεσία) κινείται κατ’ εξοχήν στον ρυθμό των φαινομένων τα οποία η εγκύκλιος αίφνης καταδίκασε. Ενώ από μόνες τους οι φράσεις της εγκυκλίου είναι σωστές, το πρόβλημα πίσω από τις αράδες τους είναι ότι η εγκύκλιος δεν συγκρούεται με το μαγικό καθαυτό, απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά με το μαγικό το οποίο εμφανίζεται ως αταξία, ως αυτονόμηση κάποιων από την εκκλησιαστική δομή. Και γι’ αυτό, για την κριτική στάση στην οποία καλεί τους πιστούς, δεν αναπτύσσει μια ριζικά αντι-μαγική οπτική, αλλά αγκυροβολεί στην πανάκεια της υπακοής στην ιεραρχία. Και γι’ αυτό καταλήγει: «Ας μένουμε πιστοί στην παράδοση που έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας, ας αποφεύγουμε όσους αυτοαπομονώνονται και ας τιμούμε και υπακούμε στους Ποιμένες και Επισκόπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αγρυπνούν υπέρ ημών».

Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Το πρόβλημα είναι ότι η Σύνοδος επιστράτευσε κάτι πολύτιμο (την τολμηρή επισήμανση του αγίου Πορφυρίου) εκτάκτως,και μόνο ρηματικά. Η εν λόγω οπτική του αγίου δηλαδή δεν διαποτίζει την «κανονικότητα» του εκκλησιαστικού βίου. Αντιθέτως, ο εκκλησιαστικός βίος (ο κανονικός εκκλησιαστικός βίος, στην κανονική εκκλησιαστική δομή και υπό την κανονική εκκλησιαστική ηγεσία) κινείται κατ’ εξοχήν στον ρυθμό των φαινομένων τα οποία η εγκύκλιος αίφνης καταδίκασε. Ενώ από μόνες τους οι φράσεις της εγκυκλίου είναι σωστές, το πρόβλημα πίσω από τις αράδες τους είναι ότι η εγκύκλιος δεν συγκρούεται με το μαγικό καθαυτό, απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά με το μαγικό το οποίο εμφανίζεται ως αταξία, ως αυτονόμηση κάποιων από την εκκλησιαστική δομή. Και γι’ αυτό, για την κριτική στάση στην οποία καλεί τους πιστούς, δεν αναπτύσσει μια ριζικά αντι-μαγική οπτική, αλλά αγκυροβολεί στην πανάκεια της υπακοής στην ιεραρχία. Και γι’ αυτό καταλήγει: «Ας μένουμε πιστοί στην παράδοση που έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας, ας αποφεύγουμε όσους αυτοαπομονώνονται και ας τιμούμε και υπακούμε στους Ποιμένες και Επισκόπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αγρυπνούν υπέρ ημών».

Εγώ έχω εδώ δύο ερωτήματα:

1. Στην «παράδοση που», όπως λέει η εγκύκλιος, «έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας», θα βρει κανείς πλήθος συναξαριών και αφηγήσεων οι οποίες νομιμοποιούν τέτοιες προβληματικές συμπεριφορές. Για ό,τι βάλει ο νους μας, μπορούμε να βρούμε «τεκμηρίωση». Οπότε; Τολμάμε άραγε μια ερμηνευτική κάθαρση αυτών που εμφανίζονται ως παράδοση; Ή τα αντιλαμβανόμαστε ως ιερά είδωλα που δεν τα αγγίζουμε; Είναι άραγε ασέβεια αν εμφορούμαστε από την οπτική του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, ο οποίος, στην εισαγωγή του Συναξαριστή του μάς διευκρίνισε ότι έφτιαξε αυτό το έργο έχοντας συγκεντρώσει χειρόγραφα από διάφορα μοναστήρια, τις αφηγήσεις των οποίων όμως καθάρισε από στοιχεία που είναι αντίθετα προς την Αγία Γραφή και απίθανα για τον ορθό λόγο και τους κριτικούς;

2. Συγχωρέστε με, αλλά μιας και μιλάμε για θεραπευτική αναμέτρηση, επιτρέψτε μου να ρωτήσω ευθαρσώς τα εξής [και μάλιστα ομολογώ ότι σκίρτησε και ζεστάθηκε η καρδιά μου προηγουμένως, όταν άκουσα τον π. Σταύρο Κοφινά να ορίζει την «αυστηρή αυτοκριτική» ως όρο επιτυχίας του Συνεδρίου]: Θα θέλατε να δούμε, όχι σε πόσους αυτονομημένους κληρικούς, αλλά σε πόσες μητροπόλεις γίνονται πράγματα σαν αυτά που καυτηριάζει η εγκύκλιος; Θα θέλατε να δούμε σε ποιες μητροπόλεις προβάλλονται δακρυρροούσες εικόνες; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (και αντιεμβολιαστές και εμβολιαστές) συνιστούν τον ψεκασμό με αγιασμό ως αντιβιωτικό ή υποστηρίζουν ότι ένα μπουκαλάκι αγιασμός στην τσέπη σε γλυτώνει από ατύχημα; Θα θέλατε να δούμε ποια μοναστήρια (της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος) πωλούν δέσμες με 33 κεριά, ώστε το άναμμά τους, ένα-ένα, να είναι ευλογία για το σπίτι; Θα θέλατε να δούμε ποια μοναστήρια πωλούν «μύρο με λαδάκι από 40 ευχέλαια που τελέστηκαν στον πανάγιο τάφο»; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (εμβολιαστές και αντιεμβολιαστές) διανέμουν στους πιστούς «διαβασμένα» αντικείμενα ή δάκρυα εικόνας, και πώς; Και πώς λειτουργεί άραγε η «υποδοχή» διαφόρων επωνύμων εικόνων σε μητροπόλεις όλης της χώρας; Και τι σημαίνει άραγε, σε λατρευτικό επίπεδο, «αντίγραφο θαυματουργής εικόνας»; Μήπως (απλούστατα και ωμά) σημαίνει κραταιά συμμαχία μαγείας και μαμωνά; Είναι σαν οι τόνοι μελανιού που έχουν χυθεί για την διαύγαση της έννοιας του θαύματος, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, να έχουν πάει στράφι. Η εκκλησιαστική δομή έχει την ικανότητα να λαφυραγωγεί τον φωτεινό λόγο, να τον ενσωματώνει και να τον ξεδοντιάζει, κάνοντας τόν λόγο, λόγια. Όσοι πιστοί έχουν πράγματι αποβάλει το μαγικό από τη ζωή τους, ανήκουν σε εκκλησιαστικές κοινότητες με φωτεινή παρουσία, οι οποίες όμως δεν δίνουν τον τόνο στο ευρύτερο θρησκευτικό σκηνικό. Επίσης, προσέξτε παρακαλώ το εξής: Πιστοί οι οποίοι δεν προσχωρούν στη μαγική θρησκευτικότητα ούτε παζαρεύουν την αξιοπρέπειά τους, αποχωρούν από την παγανιστική εκκλησία, οπότε ένα σοβαρό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί, είναι, ποια είναι η σύνθεση  των εκκλησιασμάτων που απομένουν;

Θα θέλατε να δούμε, όχι σε πόσους αυτονομημένους κληρικούς, αλλά σε πόσες μητροπόλεις γίνονται πράγματα σαν αυτά που καυτηριάζει η εγκύκλιος; Θα θέλατε να δούμε σε ποιες μητροπόλεις προβάλλονται δακρυρροούσες εικόνες; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (και αντιεμβολιαστές και εμβολιαστές) συνιστούν τον ψεκασμό με αγιασμό ως αντιβιωτικό ή υποστηρίζουν ότι ένα μπουκαλάκι αγιασμός στην τσέπη σε γλυτώνει από ατύχημα; Θα θέλατε να δούμε ποια μοναστήρια (της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος) πωλούν δέσμες με 33 κεριά, ώστε το άναμμά τους, ένα-ένα, να είναι ευλογία για το σπίτι; Θα θέλατε να δούμε ποια μοναστήρια πωλούν «μύρο με λαδάκι από 40 ευχέλαια που τελέστηκαν στον πανάγιο τάφο»; Θα θέλατε να δούμε πόσοι επίσκοποι (εμβολιαστές και αντιεμβολιαστές) διανέμουν στους πιστούς «διαβασμένα» αντικείμενα ή δάκρυα εικόνας, και πώς; Και πώς λειτουργεί άραγε η «υποδοχή» διαφόρων επωνύμων εικόνων σε μητροπόλεις όλης της χώρας; Και τι σημαίνει άραγε, σε λατρευτικό επίπεδο, «αντίγραφο θαυματουργής εικόνας»; Μήπως (απλούστατα και ωμά) σημαίνει κραταιά συμμαχία μαγείας και μαμωνά; Είναι σαν οι τόνοι μελανιού που έχουν χυθεί για την διαύγαση της έννοιας του θαύματος, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, να έχουν πάει στράφι.

Θερμά παρακαλώ, ας μη δώσει κανείς ως απάντηση στα παραπάνω μια θεολογική γενικολογία περί του ποιο είναι το γνησίως εκκλησιαστικό νόημα των εικόνων, των λειψάνων κλπ. Άλλο θέμα θέτω: Εκτρέφουν ή δεν εκτρέφουν στην πράξη μαγική συνείδηση οι συγκεκριμένοι χειρισμοί; Κατά την θριαμβολογική τέλεσή τους και το συνοδευτικό τσουνάμι υποσχέσεων ιατρικής θεραπείας, αφήνεται διόλου χώρος στην εμπειρία των αθεράπευτων αγίων; Όχι. Δεν αφήνεται! Τι περιμένετε, λοιπόν να συμβεί στην επόμενη πανδημία; 

Στο πλαίσιο αυτό θα θέσω άλλο ένα ζήτημα, πολύ απλό και αφάνταστα δύσκολο. Ο μακαριστός και σπουδαίος Ορθόδοξος επίσκοπος Anthony Bloom είχε χρησιμοποιήσει την τολμηρή διατύπωση churchianity versus Christianity: εκκλησιαστικότητα εναντίον χριστιανικότητας. Ο Bloom κατέδειξε το τεράστιο πρόβλημα, ότι μερικές φορές τον ζωντανό Θεό τον υποκαθιστούν ιερά είδωλα, δηλαδή όχι ξόανα άλλων θρησκειών, αλλά (εντελώς αντιφατικά και βάναυσα) τα ιερά της εκκλησιαστικής κοινότητας. Πολλά λοιπόν από τα προβλήματα κατά την πανδημία οφείλονται στην πολυχρονεμένη αντίληψη ότι η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα με τον Χριστό. Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Αν η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα μαζί του, αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία εμπεριέχει, εγκιβωτίζει τον Χριστό. Έτσι όμως όλη η πίστη της Εκκλησίας για την μυστική δράση του Χριστού, όπου αυτός επιθυμεί (μέσα κι έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας), και όλη η πίστη της Εκκλησίας για τους αβάπτιστους αγίους, απλώς πάει περίπατο! Η διαιώνιση της άστοχης φράσης «η εκκλησία είναι ο οίκος του Θεού» ξέβρασε κατά την πανδημία τον τρόμο και την απόγνωση, ότι κλειστός ναός σημαίνει κατάλυση της σχέσης με τον Χριστό. Το λεπτό και κρίσιμο σημείο εδώ είναι να καταλάβουμε ότι με το κλείσιμο του ναού βεβαίως και δοκιμάζεται η κοινότητα (και γι’ αυτό θεωρώ σημαντική την σώφρονα ελευθερία αλλαγής του τρόπου θείας μετάληψης, προκειμένου η κοινότητα να συνεχίσει να μετέχει της κοινής τράπεζας). Ωστόσο, με το κλείσιμο του ναού δοκιμάζεται  η κοινότητα, όμως δεν καταλύεται η σχέση της με τον Χριστό, και ακριβώς γι’ αυτό η κοινότητα δύναται να ανασυγκροτηθεί ή και να λειτουργήσει τραυματισμένη, με σαφή όμως επίγνωση ότι είναι τραυματισμένη, με σαφή επίγνωση ότι το κλείσιμο είναι διαταραχή και με σαφή επίγνωση ότι αυτό γίνεται «δι’ ευλόγους αιτίας».

Ο Bloom κατέδειξε το τεράστιο πρόβλημα, ότι μερικές φορές τον ζωντανό Θεό τον υποκαθιστούν ιερά είδωλα, δηλαδή όχι ξόανα άλλων θρησκειών, αλλά (εντελώς αντιφατικά και βάναυσα) τα ιερά της εκκλησιαστικής κοινότητας. Πολλά λοιπόν από τα προβλήματα κατά την πανδημία οφείλονται στην πολυχρονεμένη αντίληψη ότι η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα με τον Χριστό. Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Αν η Εκκλησία ταυτίζεται κατ’ αποκλειστικότητα μαζί του, αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία εμπεριέχει, εγκιβωτίζει τον Χριστό. Έτσι όμως όλη η πίστη της Εκκλησίας για την μυστική δράση του Χριστού, όπου αυτός επιθυμεί (μέσα κι έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας), και όλη η πίστη της Εκκλησίας για τους αβάπτιστους αγίους, απλώς πάει περίπατο!

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όντως προσπάθησε να καταδείξει ότι σ’ αυτή την περίπτωση του κλειστού ναού δεν χάνεται η σχέση με τον Χριστό. Αλλά κι εδώ έχουμε έναν λόγο επιστρατευμένο εκτάκτως. Δηλαδή έναν λόγο που δεν διαποτίζει την εκκλησιαστική κανονικότητα. Δείτε για παράδειγμα την αναφορά της Συνόδου στη ρήση του Χρυσοστόμου, ότι οι αδύναμοι που βρίσκονται στα σοκάκια έξω από τον ναό, είναι ιερότερες άγιες τράπεζες. Αυτός ο υπέροχος Πατερικός λόγος (τον οποίο κι εγώ προσωπικά έχω χρησιμοποιήσει εδώ και χρόνια) δεν διαπότιζε ούτε διαποτίζει την εκκλησιαστική πρακτική, ούτε και την κυρίαρχη ευχαριστιακή θεολογία. Και, παρακαλώ, προσέξτε: Με αυτά ούτε ακυρώνω ούτε αποκαθηλώνω την θεία Ευχαριστία. Τονίζω την εξάρτησή της από τον ανυπόταχτο ζωντανό Θεό, προς αποφυγή αυτού που ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ονόμαζε, σε άλλο πλαίσιο, «ευχαριστιακή ειδωλολατρία».

β. Το σνομπάρισμα της αγάπης.

Κατά την πανδημία αμφισβητήθηκε το πρωτείο της αγάπης από τρεις πλευρές:

1. Από όσους πλειοδοτούν μεν υπέρ της αγάπης, αλλά το κάνουν υποκριτικά, έχοντας στόχο απλώς να στηρίξουν τον κυβερνητικό προσανατολισμό στην «ατομική ευθύνη» και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, και παραβλέπουν (προκλητικά, κατά τη γνώμη μου) το έλλειμμα αγάπης του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος αποσαθρώνει το δημόσιο σύστημα υγείας.

2. Το πρωτείο της αγάπης αμφισβήτησαν οι φονταμενταλιστές που εμφορούνται από «ιερό πείσμα» και διεκδικούν το ατομικό δικαίωμά τους στις τελετές (το ατομικό δικαίωμά τους στη σωτηρία), αδιαφορώντας για το αν θέτουν σε κίνδυνο αδελφούς τους. Και

3. Το πρωτείο της αγάπης το αμφισβήτησαν μη-φονταμενταλιστές, θιασώτες της ευχαριστιακής θεολογίας, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την αγάπη μόνο ως εκπήγασμα της θείας Ευχαριστίας, και ως εκ τούτου δεν συμμερίζονται την επίκληση της αγάπης αν δεν τελείται θεία Ευχαριστία. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θέση είναι ένα ριτουαλιστικό κρεσέντο, που δεν αντιλαμβάνεται ότι η αγάπη δεν είναι μόνο εκπήγασμα της θείας Ευχαριστίας, αλλά και προϋπόθεσή της και μήτρα της. Αγίους που δεν κοινώνησαν έχουμε. Αγίους που δεν αγάπησαν, δεν έχουμε*. Αυτή, η τρίτη περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σοβαρή, διότι, όπως είπα, δεν αφορά στενόμυαλους φονταμενταλιστές, αλλά ανθρώπους με σημαντικό θεολογικό στίγμα, στην φωτεινότερη πλευρά της θεολογίας μας.

γ. Η βιοπολιτική

Βιοπολιτική είναι η άσκηση επιτήρησης και παρέμβασης (από εθνικές κυβερνήσεις ή / και υπερεθνικούς φορείς) όχι απλώς πάνω στις πράξεις των ανθρώπων (αυτή είναι η κλασική άσκηση διακυβέρνησης), αλλά πάνω στην ίδια την ανθρώπινη υπόσταση: στη σωματικότητα και στη βιολογική σύστασή της.  Προχωρημένο στάδιο της βιοπολιτικής είναι η ψυχοπολιτική, δηλαδή η άσκησή της με τη συναίνεση των πολιτών, συναίνεση όχι εξαναγκασμένη, αλλά –αντιθέτως– αυτάρεσκη.  Οι σχετικές συζητήσεις μαίνονται διεθνώς (μιλώ για σοβαρές συζητήσεις, όχι για γελοιότητες συνομωσιολόγων), και έχουν σχέση με τον λεγόμενο «τεχνικό μετανθρωπισμό» και με τα όνειρα «αναβάθμισης» της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω της προηγμένης τεχνολογίας και των ιατρικών εφαρμογών.

Η συγκυρία είναι πάρα πολύ κρίσιμη και δεν μπορεί να προσπεραστεί, καθόσον αφορά κατ’ εξοχήν το σκηνικό από δω και πέρα. Την οικονομική κρίση (με την επιβολή πάνω στις πράξεις) την διαδέχθηκε η πανδημία (με την επιβολή πάνω στη βιολογική υπόσταση). Ότι δεν πρόκειται απλώς για μια υγειονομική διαχείριση, αλλά ότι υπάρχει πολιτικο-οικονομική βούληση για αλλαγή του κόσμου με εφαλτήριο την πανδημία, χρειάζεται να το λάβουμε υπόψη, όχι για να γινόμαστε φαιδρότεροι του «Αστερίξ», αλλά επειδή σπαζοκεφαλιάζουμε με τις επίσημες δηλώσεις συστημικών παραγόντων, όπως ο πολύς Κλάους Σβαμπ, ιδρυτής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ο οποίος το 2021 εξέδωσε, με τον Τιερί Μαλερέ, το βιβλίο με τον εμβληματικό τίτλο «Η μεγάλη επανεκκίνηση» – τίτλο ο οποίος έχει γίνει τεχνικός όρος στο στόμα πολλών πολιτικών.

Παραθέτω την εξαιρετική σύνοψη που κάνει ο εμβριθής μελετητής των κινημάτων του τεχνικού μετανθρωπισμού, Θεοφάνης Τάσης, με τη συνδρομή του μεγάλου Γιούργκεν Χάμπερμας: Ο υπερανθρωπισμός και ο τεχνικός μετανθρωπισμός, λέει,  

«δεν εμπιστεύονται τις πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, αλλά την επιστημονική και τεχνική εξέλιξη. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, όπως επίσης η ατομοκεντρικότητά τους, οφείλονται στο ότι διαμορφώθηκαν σε μια περίοδο με κύρια χαρακτηριστικά: α΄) Την απελευθέρωση και απορρύθμιση των οικονομικών αγορών. β΄) Την μείωση των δημοσίων δαπανών για κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία και η εκπαίδευση. γ’) Την εργασιακή ανασφάλεια, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων και υπηρεσιών. δ΄) Την αποδυνάμωση της έννοιας του κοινού αγαθού, όπως επίσης της κοινότητας, και την αντικατάστασή της με την έννοια της ατομικής ευθύνης. Αμφότεροι [ο υπερανθρωπισμός και ο τεχνικός μετανθρωπισμός] αποτελούν σε σημαντικό βαθμό “ένα εκρηκτικό μίγμα δαρβινισμού και ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς, που διαδόθηκε υπό την αιγίδα της Pax Britannica κατά τη μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα, το οποίο μοιάζει ν’ ανανεώνεται σήμερα στον αστερισμό του παγκόσμιου πλέον νεοφιλελευθερισμού”».

Ποιο είναι για μας το κρίσιμο σημείο εδώ; Ότι ο προβληματισμός για την βιοπολιτική έχει εγκαταλειφθεί στη διαστροφή των φονταμενταλιστών και ως εκ τούτου απαξιώνεται. Οι μη φονταμενταλιστές χριστιανοί, στην έγνοια τους (ή μερικοί και στη φιλοδοξία τους) να αντιδιασταλούν από τους φονταμενταλιστές και τους συνωμοσιολόγους, συνήθως αποδέχονται άκριτα τις κυβερνητικές πολιτικές επιλογές, υπό την κοινότοπη και εν τέλει ανούσια αιτιολογία ότι «δεχόμαστε την επιστήμη ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο». Μένοντας όμως οι μη-φονταμενταλιστές σε αυτή την αδούλευτη διακήρυξη, δεν συζητούν πλήθος κρίσιμων ζητημάτων, όπως π.χ. ότι κάθε απόφαση που αφορά την ιατρική έχει ιδεολογικό πρόσημο, ότι οι επιστημονικές επιλογές έχουν και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ότι ο επιστημονισμός προσπερνά τις ποιότητες, βλέπει όλη τη ζωή ως χημεία και ως ποσότητες μετρήσιμες (και άρα εξουσιάσιμες), κι από πάνω ισχυρίζεται ότι αυτό είναι μια υπερ-ιστορική πραγματικότητα που δεν υπόκειται ούτε σε κριτική, ούτε σε αλλαγή.

Ποιο είναι για μας το κρίσιμο σημείο εδώ; Ότι ο προβληματισμός για την βιοπολιτική έχει εγκαταλειφθεί στη διαστροφή των φονταμενταλιστών και ως εκ τούτου απαξιώνεται. Οι μη φονταμενταλιστές χριστιανοί, στην έγνοια τους (ή μερικοί και στη φιλοδοξία τους) να αντιδιασταλούν από τους φονταμενταλιστές και τους συνωμοσιολόγους, συνήθως αποδέχονται άκριτα τις κυβερνητικές πολιτικές επιλογές, υπό την κοινότοπη και εν τέλει ανούσια αιτιολογία ότι «δεχόμαστε την επιστήμη ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο». Μένοντας όμως οι μη-φονταμενταλιστές σε αυτή την αδούλευτη διακήρυξη, δεν συζητούν πλήθος κρίσιμων ζητημάτων, όπως π.χ. ότι κάθε απόφαση που αφορά την ιατρική έχει ιδεολογικό πρόσημο, ότι οι επιστημονικές επιλογές έχουν και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ότι ο επιστημονισμός προσπερνά τις ποιότητες, βλέπει όλη τη ζωή ως χημεία και ως ποσότητες μετρήσιμες (και άρα εξουσιάσιμες), κι από πάνω ισχυρίζεται ότι αυτό είναι μια υπερ-ιστορική πραγματικότητα που δεν υπόκειται ούτε σε κριτική, ούτε σε αλλαγή.

Παράλληλα μ’ αυτά, έχει μεγάλη σημασία η προάσπιση του δημόσιου χώρου και των ελευθεριών (μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά κατά τη γνώμη μου έχει μεγάλη σημασία η διένεξη για την περιφορά του επιταφίου και για την πορεία του Πολυτεχνείου). Έχει επίσης μεγάλη σημασία ο κοινωνικός έλεγχος των διαχειριστών των mega data, και η αντίσταση στον σαρωτικό οικονομισμό. Ενδεικτικά επαναλαμβάνω κάτι το οποίο είχα αναφέρει και σε ομιλία μου σε μια εξαιρετική σειρά μαθημάτων που διοργάνωσε την προηγούμενη ακαδημαϊκή χρονιά ο ομότιμος καθηγητής (και πρεσβύτερος) Δημήτριος Λινός: Εδώ και χρόνια επισημαίνεται πώς οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες αξιοποιούν την ιατρική τεχνολογία, την αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος κλπ, ώστε να μην αναλαμβάνουν ασφάλιση ανθρώπων οι οποίοι έχουν προδιαγραφεί ως ευάλωτοι σε ασθένειες. Το δε 2018 στο World Economic Forum (Davos Agenda) ο κ.  Άλμπερτ Μπουρλά (διευθύνων σύμβουλος φαρμακευτικού κολοσσού) χαρακτήρισε «συναρπαστικά» όσα συμβαίνουν στο πεδίο της ιατρικής τεχνολογίας και ανακοίνωσε ότι η ομοσπονδιακή αμερικανική υπηρεσία Food and Drug Administration είχε ήδη εγκρίνει το πρώτο χάπι με ηλεκτρονικό εξοπλισμό, το οποίο, μόλις το λάβει ο ασθενής, στέλνει σήμα ότι ελήφθη. Πού στέλνει το σήμα; Το λέει ο ίδιος ο κ. Μπουρλά: στην ασφαλιστική εταιρία, για να βεβαιώνεται αυτή ότι ο ασφαλισμένος δεν παραλείπει την φαρμακευτική αγωγή, η οποία αποτρέπει (για την εταιρία) τον ασφαλιστικό κίνδυνο. Φαντάζομαι όμως ότι όσοι ενθουσιάζονται με αυτά τα «συναρπαστικά» δεν θα δέχονταν να έχουν αντίστοιχα και οι πολίτες ηλεκτρονική πρόσβαση στα σώματα των μελών της διοίκησης αυτών των εταιρικών κολοσσών, για να ενημερώνονται για τους σχεδιασμούς τους!

Μπορεί να πει κανείς ότι όλα αυτά δεν αφορούν την Εκκλησία. Κατά τη γνώμη μου την αφορούν και την παρα-αφορούν. Αν η Εκκλησία περιορίζεται (όπως άστοχα λέγεται) στα του οίκου της, τότε γίνεται μια συντεχνιακή φωνή. Αντιθέτως, Εκκλησία πιστή στην αποστολή της είναι αυτή που νοιάζεται για κάθε εικόνα του Χριστού και για τον κόσμο σύμπαντα, και όχι μόνο για τα μέλη της. Εδώ άλλωστε έγκειται και η διαφορά μεταξύ μιας αληθινά απελευθερωτικής δυναμικής αφενός και των λαϊκιστικών δεξιών κινημάτων, τα οποία παγκοσμίως αναπτύσσουν μεν μια ρητορική με σημαία τον λαό και την ελευθερία από τις ελίτ, αλλά εμφορούνται από μισαλλοδοξία και δίψα  ολοκληρωτισμού. Είναι λεπτή και αποφασιστικής σημασία η διάκριση αυτή. Μας την θυμίζει χαρακτηριστικά μια φωνή extra muros, ο «άθεος Χριστιανός» Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοι Ζίζεκ. «H αυθεντική χριστιανική κληρονομιά», γράφει, «είναι εξαιρετικά πολύτιμη για να την εγκαταλείψουμε σε φονταμενταλιστικά εκτρώματα».

5. Αν «ναι στην αναμέτρηση», τότε πώς;

Υποστήριξα ότι η δυνατότητα θεραπείας της διχόνοιας συναρτάται με την έκθεση στη συζήτηση, την έκθεση στο να μιλήσεις και την έκθεση στο να ακούσεις – να αναμετρηθείς. Φτάνω λοιπόν στο τελευταίο κομβικό ζήτημα.

Δεν θα βρεθεί, νομίζω, κάποιος που μην υπερθεματίσει υπέρ του διαλόγου. Ωστόσο πολύ αμφιβάλλω αν αυτή η υπερθεμάτιση είναι πάντα ειλικρινής. Τρία θέματα θα επισημάνω εδώ, τα οποία έχουν σχέση και με την μορφή που έχουν (ή που μπορεί να πάρουν στο εξής) οι εκκλησιαστικές κοινότητες, καθώς πλέον η συγκρότηση διαδικτυακών κοινοτήτων (online religiosity) θέτει σε δοκιμασία τις ενσώματες, τοπικές κοινότητες (offline religiosity):

Αν η Εκκλησία περιορίζεται (όπως άστοχα λέγεται) στα του οίκου της, τότε γίνεται μια συντεχνιακή φωνή. Αντιθέτως, Εκκλησία πιστή στην αποστολή της είναι αυτή που νοιάζεται για κάθε εικόνα του Χριστού και για τον κόσμο σύμπαντα, και όχι μόνο για τα μέλη της. Εδώ άλλωστε έγκειται και η διαφορά μεταξύ μιας αληθινά απελευθερωτικής δυναμικής αφενός και των λαϊκιστικών δεξιών κινημάτων, τα οποία παγκοσμίως αναπτύσσουν μεν μια ρητορική με σημαία τον λαό και την ελευθερία από τις ελίτ, αλλά εμφορούνται από μισαλλοδοξία και δίψα  ολοκληρωτισμού. Είναι λεπτή και αποφασιστικής σημασία η διάκριση αυτή. Μας την θυμίζει χαρακτηριστικά μια φωνή extra muros, ο «άθεος Χριστιανός» Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοι Ζίζεκ. «H αυθεντική χριστιανική κληρονομιά», γράφει, «είναι εξαιρετικά πολύτιμη για να την εγκαταλείψουμε σε φονταμενταλιστικά εκτρώματα».

α΄. Ερωτώ: Υπάρχουν δομές συζήτησης μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες; Δηλαδή το λειτούργημα της συζήτησης είναι άραγε θεσμικά οργανικό μέρος των επισκοπών και των ενοριών, όπως π.χ. είναι θεσμικά οργανικό μέρος τους η λατρεία ή η ιεροσύνη;  Δεν μιλώ για το αν κατά τόπους υπάρχει η αξιέπαινη προσωπική διάθεση κάποιων ποιμένων για συζήτηση. Μιλώ για οργανική, θεσμική θέση της διαβούλευσης στο εκκλησιαστικό σώμα. Και η απάντηση είναι πως ούτε υπάρχει ούτε είναι επιθυμητή από την εκκλησιαστική ηγεσία.

β΄. Αν όντως θεωρούμε σημαντική την συζήτηση, μπορούμε άραγε να αναλογιστούμε τι σημαίνει η πεποίθηση ότι θεσμικά η λήψη όλων των αποφάσεων ανήκει ατομικά στον επίσκοπο; Παρακαλώ, ας μην παίξουμε με τις λέξεις, σπεύδοντας να διακηρύξουμε δυσανεξία προς τη λέξη «ατομικά», επ’ ωφελεία της λέξης «προσωπικά». Αυτά είναι παιχνιδάκια, που αφήνουν απείραχτη μια προβληματική κατάσταση. Αν πιστεύεται ότι ο επίσκοπος αποφασίζει ολομόναχος (είτε το πείτε «ατομικά» είτε το πείτε «προσωπικά»), αν δηλαδή πιστεύεται ότι ο επίσκοπος εμπεριέχει τα πάντα και απλώς, ανάλογα με τις περιστάσεις, αναθέτει  σε πρεσβυτέρους και λαϊκούς κάποια από τα λειτουργήματα που ο ίδιος ipso jure εμπεριέχει, τότε ανακύπτει ένα συντριπτικό πρόβλημα: Αν ο επίσκοπος εμπεριέχει τα πάντα, τότε καταργείται το Σώμα. Τα έχει πει ο απόστολος Παύλος, στην εκκλησιολογία του οποίου ο επίσκοπος είναι ένα από τα μέλη της Εκκλησίας και έχει το δικό του χάρισμα, αναμφίβολα πολύτιμο, πάντως ένα από τα χαρίσματα του Σώματος. Καθένα από τα άλλα μέλη της Εκκλησίας έχει το δικό του χάρισμα, το οποίο πηγάζει από την μετοχή του στον Χριστό – όχι από τον επίσκοπο. Το χάρισμα του επισκόπου είναι να συνάγει αυτή την ποικιλία χαρισμάτων, ώστε πράγματι να συγκροτείται Σώμα, και ώστε τα χαρίσματα με πραγματώνονται σε διακονήματα. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να αφουγκραστούμε την εκκλησιολογία εκείνη η οποία νοεί τον επίσκοπο όχι ως άτομο, αλλά ως «συλλογική προσωπικότητα», δηλαδή ως πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί από μόνο του, αλλά ως ύπαρξη εν συνόδω, δηλαδή ως πρόεδρος της συνόδου των πρεσβυτέρων  και της συμμετοχής των λαϊκών.

γ΄ και τελευταίο. Χρειάζεται να μας προβληματίσει το εξής φαινόμενο, το οποίο σχετίζεται με τον λαϊκιστικό φονταμενταλισμό, που προανέφερα. Κριτική (και μάλιστα ανελέητη) κατά της επισκοπικής μοναρχίας αναπτύσσεται κάποιες φορές από πρεσβυτέρους κάποιων ιδιαίτερων ενοριών, οι οποίες φέρουν ολοκληρωτικά το στίγμα του πνευματικού ηγέτη τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε κάτι εφιαλτικά αντιφατικό: Από τη μια ακούγεται ηχηρά η απαίτηση προς τους επισκόπους για συνοδικότητα, όμως στο εσωτερικό των εν λόγω ενοριών η συνοδικότητα είναι δροσιά που εξατμίζεται μόλις αγγίζει την πύρινη προσωπικότητα του γέροντα. Είναι ένας ολοκληρωτισμός που απλώς εναντιώνεται ανταγωνιστικά στον ολοκληρωτισμό άλλων. Το θέμα χρειάζεται εξαιρετική προσοχή, διότι συχνά συνοδεύεται από το φαινόμενο, λαϊκή βάση να υπάρχει στις φονταμενταλιστικές περιπτώσεις (όσο κι αν αυτή η λαϊκή βάση είναι απλώς κοπάδι), και να μην αφήνεται χώρος για λαϊκή βάση (ή αυτή να είναι εξαιρετικά ισχνή) στις περιπτώσεις μη-φονταμενταλιστών ποιμένων.

Επίλογος

Σταματώ εδώ. Και ελπίζω ολόκαρδα να έχουμε θεραπευτικές αφορμές

για στοχασμό και αναστοχασμό,

για την έκθεσή μας στο ομιλείν και στο ακούειν,

για την πάλη μας και με τον ναρκισσισμό του ανθρώπου που νιώθει δικαιωμένος, και με το τραύμα του ανθρώπου που νιώθει ματαιωμένος.


* Οι άνθρωποι αυτοί κοινώνησαν τον Χριστό μυστικά, με ιερέα τον ίδιο τον πρωθιερέα Χριστό, όπως άλλωστε και οι αβάπτιστοι άγιοι βαπτίστηκαν μυστικά από τον Χριστό και είναι μέλη της Εκκλησίας του.

ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΚΗ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Συναφώς και ενδεικτικά βλ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου,

– «Τρεις σημειώσεις για το ειδύλλιο πανδημίας και πανδαιμόνιου», Σύναξη 156 (2000), σσ. 35-44.

– «Ποιός χρειάζεται στιφάδο από τον Ντοστογιέφσκι; Μεταλλάξεις θρησκευτικότητας σήμερα», Σύναξη 160 (2021), σσ. 57-67.

– «”Μακριά απ’ την παρουσία σου πού να φύγω;” (Ψαλμ. 139: 7). Μια Ορθόδοξη κατάφαση της δράσης του Θεού έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας», Σύναξη 120 (2011), σσ. 16-31.


Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου γεννήθηκε το 1959. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ιεραποστολικής,
Διαπολιτισμικής Χριστιανικής Μαρτυρίας και Διαλόγου, στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία
Αθηνών. Διευθύνει το περιοδικό «Σύναξη» και είναι μέλος της European Society for Intercultural
Theology and Interreligious Studies. Διδάσκει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ζει στην Αθήνα με την σύζυγό του Ελένη Ταμαρέση και τον γιο τους
Αλέξανδρο-Αρέθα.

Το άρθρο αποτελεί την εναρκτήρια ομιλία (5-10-2022) του συγγραφέα στο διεθνές συνέδριο «Φροντίζοντας για την ανθρωπότητα σήμερα, μεριμνούμε για την ανθρωπότητα του αύριο», διοργανωμένο από το “Δίκτυο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ποιμαντική διακονία στον χώρο της υγείας”, Ρόδος 5-9 Οκτωβρίου 2022. Προσεχώς θα εκδοθεί επιμελημένο και συμπληρωμένο.

Το εικαστικό θέμα είναι έργο του Αμερικανού καλλιτέχνη Edward Knippers με τίτλο «Ο Ιακώβ παλεύοντας με τον Άγγελο», 2012.