ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΕΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ; ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.

ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΕΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ; ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Χρόνος Ανάγνωσης: 7 λεπτά

ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΕΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ; ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.

Θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στη  Teva Regule, Πρόεδρο της Ορθοδόξου Θεολογικής Ενώσεως Αμερικής και Μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Διακονισσών «Αγία Φοίβη», που με την εισήγησή της «Reception and Inspiration of Synodal Process», μας υπενθύμισε την αρχική σημασία των όρων σύνοδος και συνοδικότητα, όρων που προέρχονται από τη σύνθετη ελληνική λέξη σύν +ὁδός. Οι όροι αυτοί παραπέμπουν στην κοινή πορεία και τη συνάντηση του λαού του Θεού, της σύναξης των πιστών, του πληρώματος της εκκλησίας, προκειμένου να αποφασίσουν για σημαντικά θέματα της εκκλησιαστικής πίστης και ζωής. Αυτή η κατανόηση της συνοδικότητας θα πρέπει, ωστόσο, να συμπληρωθεί με την εσχατολογική προοπτική και τη διάσταση του μέλλοντος. Θα πρέπει να εκφράζει όχι μόνο το «ήδη» αλλά και το «ούπω», όχι μόνο όσα έχουν ήδη πληρωθεί αλλά και ό,τι εκκρεμεί και αναμένεται να πληρωθεί στο μέλλον. Αν αυτή η πορεία και η συνάντηση, όπως αποτυπώνεται στον συνοδικό θεσμό, αφορά πρωτίστως τη συμμετοχή των επισκόπων, σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει τη συμμετοχή των λαϊκών, όπως μαρτυρούν πολλά γραπτά τεκμήρια και θεσμικά παραδείγματα που προέρχονται από την ορθόδοξη παράδοση, αλλά επιπλέον και η θεολογία της γενικής ιερωσύνης (των πιστών), όπως αυτή τόσο όμορφα περιγράφεται από την Teva Regule στην ενότητα της εισήγησής της που αφορά τους βαπτισμένους και τους κεχρισμένους χριστιανούς και τη συμμετοχή τους στο τριπλό λειτούργημα του Χριστού: του Προφήτη, Ιερέα και Βασιλιά.

Η σημερινή παρουσίαση μας θυμίζει επίσης όλα τα μεγάλα θέματα που επεξεργάστηκαν και συζήτησαν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι του 20ου αιώνα, όπως: την Τριαδολογική θεμελίωση της Εκκλησίας, την περιχωρητική σχέση των τριών θείων προσώπων που ενώνονται με αμοιβαία αγάπη παρέχοντας έτσι το πρότυπο της τέλειας κοινωνίας και τη σωστή ισορροπία μεταξύ ενότητας και διαφορετικότητας, τη διαλογική φύση της Τριαδικότητας και την επίδρασή της στην εκκλησιαστική διοίκηση, την Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα στην οποία καλούμαστε να συμμετέχουμε, αλλά και την Εκκλησία ως κοινωνία, μια κοινωνία με τον Θεό και μεταξύ μας που βασίζεται στην αποκάλυψη της Τριάδας, την εκκλησιολογία της κοινωνίας και πολλά άλλα.

Χάρηκα ιδιαιτέρως που διαπίστωσα ότι στην ενότητα για την Τριαδολογική θεμελίωση, η εισήγηση της Teva αναφέρεται στην αείμνηστη ορθόδοξη μοναχή και πατρολόγο Nona Verna Harrison. Θα ήταν ακόμη καλύτερα αν αυτή η Τριαδολογική προσέγγιση συνδεόταν με το ζήτημα του αποκλεισμού των γυναικών από την εκκλησιαστική ζωή, όπως παρουσιάζεται στα γραπτά της Ορθόδοξης αυτής θεολόγου, αλλά και στο έργο της Catherine LaCugna, της αείμνηστης Ρωμαιοκαθολικής θεολόγου που θεμελίωσε τη φεμινιστική της θεολογία στην τριαδική θεολογία των Καππαδοκών πατέρων.

Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, το υπό συζήτηση κείμενο θέτει το ζήτημα του αποκλεισμού των γυναικών και κάνει μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτό το κενό, αναφερόμενο ιδιαίτερα στις χειροτονημένες και μη χειροτονημένες γυναίκες διακόνισσες, καθώς και στις προσπάθειες και πρωτοβουλίες για την επανενεργοποίηση του θεσμού των διακονισσών στην εποχή μας.

Η εισήγηση της Teva δεν αρκείται όμως μόνο σε μια αρμονική εικόνα της εκκλησιαστικής ζωής, καθώς τολμάει να αναδείξει τα προβλήματα και τις υστερήσεις, κυρίως ως προς τη συμμετοχή των λαϊκών στη λατρεία (η οποία κατανοείται ως σύν-οδος στη λατρεία και την προσευχή) καθώς και τη λήψη αποφάσεων και τις δομές διακυβέρνησης της εκκλησιαστικής ζωής.

Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, το υπό συζήτηση κείμενο θέτει το ζήτημα του αποκλεισμού των γυναικών και κάνει μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτό το κενό, αναφερόμενο ιδιαίτερα στις χειροτονημένες και μη χειροτονημένες γυναίκες διακόνισσες, καθώς και στις προσπάθειες και πρωτοβουλίες για την επανενεργοποίηση του θεσμού των διακονισσών στην εποχή μας.

Οι μέχρι τώρα ανεπιτυχείς προσπάθειες, μετά από 35 χρόνια σχετικών και συνεχών συζητήσεων αλλά και επίσημων αποφάσεων (βλ. Πανορθόδοξη Διάσκεψη Ορθοδόξων Γυναικών της Ρόδου του 1988 υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και Απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Οκτωβρίου του 2004), αντικατοπτρίζουν την περιθωριοποιημένη θέση των γυναικών αλλά και ευρύτερα των λαϊκών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σχετίζεται επίσης με παρανοήσεις και προκαταλήψεις ως προς τη σεξουαλικότητα και το ανθρώπινο σώμα –ιδιαίτερα το γυναικείο σώμα– που συνδέονται με την ιεροποίηση δομών, εθίμων και πρακτικών των πατριαρχικών και «παραδοσιακών» κοινωνιών.

Η γνωστή Ορθόδοξη απροθυμία σχετικά με τη «νέα» κανονική πρακτική της χειροτονίας των γυναικών είναι πολύ χαρακτηριστική ως προς αυτό το κρίσιμο σημείο. Όπως είναι γνωστό, τα κανονικά ζητήματα στην Ορθοδοξία υπόκεινται πάντοτε σε αναθεωρήσεις και μεταρρυθμίσεις, εφόσον δεν επηρεάζουν τα θεμελιώδη δόγματα της πίστης, δηλαδή το τριαδολογικό και το χριστολογικό. Τα τελευταία χρόνια οι ορθόδοξοι θεολόγοι προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που έθεσε το φεμινιστικό κίνημα και οι φεμινιστικές θεολογίες. Παρά τη γενικότερη κυρίαρχη αρνητική Ορθόδοξη στάση, πρόσφατα έχει κερδίσει έδαφος η άποψη (ακόμη και μεταξύ διακεκριμένων ορθόδοξων ιεραρχών και θεολόγων) ότι, εκτός από το κριτήριο της λεγόμενης «παράδοσης», δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας άλλος σοβαρός θεολογικός λόγος που να κωλύει τη χειροτονία των γυναικών. Ήδη από το 1968, ο Ιωάννης Δ. Ζηζούλας (νυν Μητροπολίτης Περγάμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου), υποστήριζε ότι: «σχετικά με το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών, οι ορθόδοξοι θεολόγοι δεν μπορούσαν να βρουν θεολογικούς λόγους εναντίον μιας τέτοιας χειροτονίας. Ωστόσο, το όλο θέμα είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με την παράδοσή τους, ώστε θα δυσκολεύονταν στην πλειοψηφία τους να προσυπογράψουν χωρίς επιφυλάξεις τις σχετικές μάλλον ενθουσιώδεις προτάσεις».[1] Από την πλευρά του, ο μακαριστός Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware,, στο βιβλίο που έγραψε σε συνεργασία με την αείμνηστη Γαλλίδα Ορθόδοξη θεολόγο Elisabeth Behr-Sigel (The Ordination of Women in the Orthodox Church) και δημοσιεύθηκε το 2000, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι υπό το πρίσμα της πατερικής ανθρωπολογίας και της Ορθόδοξης θεολογίας, δεν υπάρχουν σοβαρά θεολογικά επιχειρήματα κατά της χειροτονίας των γυναικών, εκτός από το επιχείρημα της «παράδοσης». Την ίδια άποψη εξέφρασαν επίσης ο αείμνηστος Μητροπολίτης Anthony Bloom και οι αείμνηστοι καθηγητές Κωνσταντίνος Γιοκαρίνης και Νίκος Ματσούκας, ενώ στις μέρες μας όλο και περισσότερες γυναίκες και άνδρες Ορθόδοξοι θεολόγοι άρχισαν να μιλούν ανοιχτά για το θέμα αυτό.

Η γνωστή Ορθόδοξη απροθυμία σχετικά με τη «νέα» κανονική πρακτική της χειροτονίας των γυναικών είναι πολύ χαρακτηριστική ως προς αυτό το κρίσιμο σημείο. Όπως είναι γνωστό, τα κανονικά ζητήματα στην Ορθοδοξία υπόκεινται πάντοτε σε αναθεωρήσεις και μεταρρυθμίσεις, εφόσον δεν επηρεάζουν τα θεμελιώδη δόγματα της πίστης, δηλαδή το τριαδολογικό και το χριστολογικό. Τα τελευταία χρόνια οι ορθόδοξοι θεολόγοι προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που έθεσε το φεμινιστικό κίνημα και οι φεμινιστικές θεολογίες. Παρά τη γενικότερη κυρίαρχη αρνητική Ορθόδοξη στάση, πρόσφατα έχει κερδίσει έδαφος η άποψη (ακόμη και μεταξύ διακεκριμένων ορθόδοξων ιεραρχών και θεολόγων) ότι, εκτός από το κριτήριο της λεγόμενης «παράδοσης», δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας άλλος σοβαρός θεολογικός λόγος που να κωλύει τη χειροτονία των γυναικών.

Αρκετά συχνά οι θεολόγοι αυτοί κατηγορούνται ότι εισάγουν στην εκκλησιαστική ζωή και θεολογία κοσμικό πνεύμα και κοσμικά κριτήρια υιοθετώντας μια ξένη προς την παράδοση της Εκκλησίας φεμινιστική ατζέντα, με άλλα λόγια ότι ακολουθούν μια εκκοσμικευμένη εκκλησιολογία. Προσωπικά υποστηρίζω το ακριβώς αντίθετο: το σημερινό status quo της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και η εκκλησιαστική περιθωριοποίηση των τελευταίων συνιστά μια εκκοσμικευμένη εκκλησιολογία, μια εκκλησιολογία που αναπαράγει το αυταρχικό πνεύμα του εκπεσόντος κόσμου και όχι το όραμα της Εκκλησίας ως κοινότητας ανδρών και γυναικών. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η γνήσια συνοδικότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών, οι οποίες αποτελούν το μισό –και πιο ενεργό– του πληρώματος της Εκκλησίας.

Όσο για το λεγόμενο κριτήριο ή επιχείρημα της «παράδοσης» που υποτίθεται ότι εμποδίζει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση ή αλλαγή σχετικά με τη θέση ή το ρόλο της γυναίκας στην Εκκλησία, επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας τα όσα είπε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (σε άλλη ευκαιρία βέβαια, κατά την ιδρυτική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στο Άμστερνταμ, το 1948), ο εξέχων αυτός Ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα, ο εμπνευστής της περίφημης «επιστροφής στους Πατέρες»:

«Η αληθινή εμμονή στην παράδοση μέσα στην Εκκλησία δεν αποκλείει λοιπόν την εξέλιξη. Αντίθετα η παράδοση ζει και αυξάνει. Επομένως πιστότητα στην παράδοση δεν σημαίνει καθόλου ισχυρογνώμονα πιστότητα στο παρελθόν της Εκκλησίας, ούτε καν στο αποστολικό παρελθόν ως παρελθόν, σαν ιδιαίτερη εποχή. Πιστότητα στην αποστολική παράδοση είναι πιο πολύ πιστότητα στο αποστολικό μήνυμα. Είναι πιο πολύ σπόρος παρά αυταρχικό διάταγμα. […] Διότι τελικά, η παράδοση δεν είναι παρά μαρτυρία του Πνεύματος, που αποκαλύπτει και ανανεώνει συνεχώς το μήνυμα εκείνο, που Αυτό κατέθεσε στην Εκκλησία. Έτσι για τα ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού η παράδοση δεν είναι μόνον ιστορική αυθεντία, που επιβάλλεται απ’ έξω, αλλά ο συνεχής λόγος του ίδιου του Θεού, που γίνεται κατανοητός με την πίστη. Δεν είναι μόνο μαρτυρία του παρελθόντος, αλλά πιο πολύ μαρτυρία της αιωνιότητας. […] Άλλωστε η αληθινή πιστότητα στην παράδοση δεν συνεπάγεται μόνο συμφωνία με το παρελθόν, αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, ελευθερία από το παρελθόν, όταν αυτό εκλαμβάνεται ως εντελώς εξωτερική και ρητή αυθεντία. Μ’ αυτή την έννοια η παράδοση δεν είναι μόνο συντήρηση αλλά και ζωντανή πρόοδος, αύξηση, αναγέννηση, μεταρρύθμιση. Η Εκκλησία αυτο-μεταρρυθμίζεται αδιάκοπα, διότι ζει μέσα στην παράδοση. Η αληθινή παραδοσιακότητα αντιτίθεται πάντοτε προς τις τάσεις δουλικής αποκατάστασης, που θεωρεί το παρελθόν σαν ρυθμιστικό κριτήριο για το παρόν».[2]

Προσωπικά υποστηρίζω το ακριβώς αντίθετο: το σημερινό status quo της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και η εκκλησιαστική περιθωριοποίηση των τελευταίων συνιστά μια εκκοσμικευμένη εκκλησιολογία, μια εκκλησιολογία που αναπαράγει το αυταρχικό πνεύμα του εκπεσόντος κόσμου και όχι το όραμα της Εκκλησίας ως κοινότητας ανδρών και γυναικών. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η γνήσια συνοδικότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών, οι οποίες αποτελούν το μισό –και πιο ενεργό– του πληρώματος της Εκκλησίας.

Εν κατακλείδι, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι οι δυτικοί αδελφοί μας θέλουν να ακούσουν την χριστιανική Ανατολή για όσα σχετίζονται με τη συνοδικότητα και να μάθουν από τη συνοδική παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας. Θα ωφεληθούν, ωστόσο, ακόμη περισσότερο αν μάθουν όχι μόνο από τα επιτεύγματά μας, αλλά και από τις αδυναμίες και τις αποτυχίες μας. Τώρα που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θέλει να εμβαθύνει και να εμπλουτίσει τη συνοδική της πορεία, θα ήταν φρόνιμο να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη. Οι δύο Εκκλησίες μας, η Ορθόδοξη και η Καθολική, είναι ιστορικές Εκκλησίες, που χαρακτηρίζονται από ένα βαθύ αίσθημα παράδοσης και καθολικότητας. Την ίδια στιγμή, άλλες χριστιανικές Εκκλησίες αποδέχθηκαν τη χειροτονία των γυναικών, ενώ οι δικές μας Εκκλησίες παραμένουν διστακτικές, αν όχι εχθρικές σε μια τέτοια αλλαγή. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι μονοθεϊστικές μη χριστιανικές θρησκείες, ακόμη και εκείνες που θεωρούνται από εμάς πιο συντηρητικές (όπως ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ), τοποθετούν πλέον τις γυναίκες σε θέσεις ραβίνων ή ιμάμηδων. Αν πραγματικά συμμεριζόμαστε το εσχατολογικό όραμα της Εκκλησίας το οποίο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, μετάνοια και αυτοκριτική για το παρελθόν μας, αν πραγματικά προσμένουμε την έλευση της Βασιλείας, ίσως είναι καιρός οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί, μαζί με τη συνοδικότητα, να προβληματιστούμε και για τη συμμετοχή των γυναικών στην εκκλησιαστική ζωή και τη διοίκηση της Εκκλησίας, χωρίς την οποία η καθολικότητα και το πλήρωμα της Εκκλησίας παραμένουν νεκρό γράμμα και ευσεβής πόθος.


Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του συγγραφέα στο Διεθνές Οικουμενικό Συνέδριο με θέμα «Ακροώμενοι της Ανατολής: Η συνοδικότητα στη ζωή και την αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας» που διοργανώθηκε από τις 2 έως τις 5 Νοεμβρίου 2022 στη  Ρώμη, από το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum και το Ίδρυμα Pro Oriente.

Ο Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ.Θ., είναι Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Ερευνητικός Εταίρος των Πανεπιστημίων KU Leuven και Münster, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της European Academy of Religion, Μέλος της Επιτροπής του Ιδρύματος Pro Oriente για τον διάλογο Ορθοδόξων και Καθολικών.

Μετάφραση από τα αγγλικά Θεοδώρα Βαλσάμου.

Το εικαστικό θέμα είναι τοιχογραφία του 2ου αιώνα μ.Χ. η οποία βρίσκεται στο ελληνικό παρεκκλήσι (Capella Greca) στην κατακόμβη της Πρίσκιλλας, που βρίσκεται στη Via Salaria Nova στη Ρώμη. Γνωστή ως Fractio Panis απεικονίζει επτά γυναίκες σε ένα τραπέζι τελώντας την κλάση του άρτου.


[1] John D. Zizioulas, “Comments on the Study paper of the Faith and Order Commission on ‘The Meaning of Ordination’,” Study Encounter, 4/1968, σ. 193.

[2] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού, μτφρ. Ι. Κ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, Αρμός, 1999, σσ. 90-93.