ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Χρόνος Ανάγνωσης: 5 λεπτά

Ρατσισμός και ετερότητα

Στην εποχή μας ο ρατσισμός διαθέτει πολλά πρόσωπα. Άλλοτε εκδηλώνεται με περισσότερο εμφανή τρόπο κι άλλοτε με αφανή. Είτε πρόκειται για ρατσισμό φύλου, φυλής, θρησκευτικού χαρακτήρα ή κοινωνικής τάξης, εθνικής προέλευσης ή σεξουαλικού προσανατολισμού, το βέβαιο είναι ότι πάντοτε ο εχθρός είναι ο άλλος. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για ολόκληρους λαούς ή συγκεκριμένα άτομα, ο άλλος στην περίπτωση αυτή γίνεται το «κόκκινο πανί» μιας τυφλής ιδεολογίας, η οποία δεν ιεραρχεί τους ανθρώπους ως μοναδικά και αναντικατάστατα πρόσωπα κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, αλλά κατεξοχήν με αφετηρία ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά.

Εδώ ακριβώς έγκειται, θα έλεγε κανείς, η πηγή του ρατσισμού και η απόρριψη της ετερότητας. Η εχθρότητα εναντίον του άλλου, ή μάλλον το μίσος για το διαφορετικό είναι που ορίζει την ταυτότητά μας. Η αντίστιξη αυτή συνιστά τον θεμέλιο λίθο, όπου εδράζεται κάθε λογής ιδεολογική ή θρησκευτική δικαίωση της διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων. Όχι μόνον ο καθένας από μας, αλλά και λαοί ολόκληροι συγκροτούν τη συλλογική τους ταυτότητα με έναν αντιθετικό τρόπο, στο όνομα μιας εθνικής, πολιτικής, πολιτισμικής, οικονομικής αλλά και θρησκευτικής ανωτερότητας και κατωτερότητας έναντι των άλλων.

Η θηριωδία του Γ’ Ράιχ, μόλις τον περασμένο αιώνα, βασισμένη σε μια ιδεολογία περί Αρίας φυλής, η οποία συνεχίζει να έχει ακόμη απήχηση στην Ευρώπη και πέραν αυτής, αλλά φευ και μεταξύ πιστών των χριστιανικών Εκκλησιών (της Ορθόδοξης συμπεριλαμβανομένης), οι οποίες δείχνουν αμηχανία ή και αδιαφορία έναντι νεο-ναζιστικών μορφωμάτων, αποτελεί εξάπαντος το πιο χαρακτηριστικό όσο και αποκρουστικό δείγμα ρατσισμού και των αποτελεσμάτων του.

Η εχθρότητα εναντίον του άλλου, ή μάλλον το μίσος για το διαφορετικό είναι που ορίζει την ταυτότητά μας. Η αντίστιξη αυτή συνιστά τον θεμέλιο λίθο, όπου εδράζεται κάθε λογής ιδεολογική ή θρησκευτική δικαίωση της διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων. Όχι μόνον ο καθένας από μας, αλλά και λαοί ολόκληροι συγκροτούν τη συλλογική τους ταυτότητα με έναν αντιθετικό τρόπο, στο όνομα μιας εθνικής, πολιτικής, πολιτισμικής, οικονομικής αλλά και θρησκευτικής ανωτερότητας και κατωτερότητας έναντι των άλλων

Από την άλλη πλευρά, η πρόσφατη δολοφονία του Αφροαμερικανού George Floyd στις Η.Π.Α., η οποία συντάραξε την παγκόσμια κοινή γνώμη, ανέδειξε με δραματικό τρόπο ένα από τα κυρίαρχα πρόσωπα και εκφάνσεις του ρατσισμού. Πρόκειται για την κοινωνική ανισότητα, την περιθωριοποίηση πληθυσμών ολόκληρων στον βωμό είτε της λευκής καθαρότητας και υπεροχής, είτε στο όνομα μιας ακραίας νεο-φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, η οποία μετρά τα πάντα μέσα από το πρίσμα του κέρδους, με άλλα λόγια ένα είδος αργά αλλά σταθερά καθιερωμένου συστημικού ρατσισμού, ο οποίος διατρέχει όχι μόνον τις κρατικές υποδομές, αλλά και την καθημερινή γλώσσα (βλ. ρητορική μίσους έναντι του διαφορετικού που κυριαρχεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), διαμορφώνοντας πρότυπα τα οποία διαιωνίζουν την τραγικότητα αυτή.

Ειδικότερα η κλιμάκωση, και μάλιστα την τελευταία δεκαετία, των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη από τη Μέση Ανατολή που θεωρήθηκε, όχι πάντοτε άδικα, ως απειλή (λόγω των ακραίων ισλαμικών φονταμενταλιστικών ιδεών και ομάδων) από την άποψη της αλλοίωσης του δυτικού τρόπου, τροφοδοτεί συχνά τον μύλο του ρατσισμού. Είθισται στην περίπτωση αυτή, η πολυπολιτισμικότητα και ο θρησκευτικός πλουραλισμός, να θεωρούνται υπεύθυνοι για την αλλοίωση του τρόπου ζωής και τον ταυτοτικό και κοινοτιστικό κατακερματισμό των δυτικών κοινωνιών.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, υπάρχει περιθώριο για τις χριστιανικές Εκκλησίες, οι οποίες βιώνουν τις παιδικές ασθένειες της εκκοσμίκευσης στην Ευρώπη αλλά και σε όλον τον πλανήτη, να αποτελέσουν παράγοντα ανάσχεσης του φαινόμενου; Η συνεργασία των Εκκλησιών, είτε στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης, είτε σε διμερές επίπεδο, θα μπορούσε θεωρητικά να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας κοινής αντιμετώπισης έναντι του φαινομένου, στην ανάδειξη ενός φιλάνθρωπου ήθους θεμελιωμένου στις βασικές πεποιθήσεις της χριστιανικής πίστης. Ας αναφερθούμε εδώ στις εργώδεις και εντατικές κάποτε απόπειρες φωτισμένων Ορθοδόξων Ιεραρχών (ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος και ο νυν Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα) ή μοναχών και μοναζουσών, θεολόγων, αλλά ακόμη και λαϊκών (αρκεί να θυμηθεί κανείς το θεολογικό έργο του Γάλλου ορθοδόξου Ολιβιέ Κλεμάν ή ακόμη τη στάση της μοναχής Μαρίας Σκομπτσόβα και του γιού της Γιούρι, καθώς επίσης και του Élie Fondaminsky και του π. Dimitri Klépinine, οι οποίοι έχουν πλέον αναγνωρισθεί ως άγιοι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό των διωκόμενων Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Η συγκαιρινή αναζωπύρωση ποικίλων φαινομένων ρατσισμού, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας, που συχνά λαμβάνουν τη μορφή ενός ομολογιακού ρατσισμού, εγκεντρισμένου σε εθνικές ιδεολογίες, αμφισβητεί δυστυχώς τις σημαντικές συχνά κατακτήσεις του οικουμενικού και διαθρησκειακού διαλόγου, καθώς και τα οφέλη από μια ήπια εφαρμογή της εκκοσμίκευσης.

Ειδικότερα η κλιμάκωση, και μάλιστα την τελευταία δεκαετία, των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη από τη Μέση Ανατολή που θεωρήθηκε, όχι πάντοτε άδικα, ως απειλή (λόγω των ακραίων ισλαμικών φονταμενταλιστικών ιδεών και ομάδων) από την άποψη της αλλοίωσης του δυτικού τρόπου, τροφοδοτεί συχνά τον μύλο του ρατσισμού. Είθισται στην περίπτωση αυτή, η πολυπολιτισμικότητα και ο θρησκευτικός πλουραλισμός, να θεωρούνται υπεύθυνοι για την αλλοίωση του τρόπου ζωής και τον ταυτοτικό και κοινοτιστικό κατακερματισμό των δυτικών κοινωνιών.

Η δύσκολη αυτή κατάσταση δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αποτρέψει την προφητική φωνή της Εκκλησίας, την κριτική και δημιουργική θεολογία να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα της κοινής παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας, τα οποία θα μπορούσαν όντως να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της όλης κατάστασης. Παραμένοντας πιστή στη γνωστή παραίνεση του αποστόλου Παύλου, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28), αλλά πρωτίστως στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. 10, 30-33) η θεολογία δεν μπορεί παρά να εργάζεται για την επικαιροποίηση του μηνύματος του Ευαγγελίου που έχει ως πυρήνα του την απροϋπόθετη αγάπη προς στον κάθε άλλον, τον κάθε πλησίον που αποτελεί εικόνα του όντως «Άλλου». Ερμηνεύοντας την παραβολή αυτή, ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος σημειώνει χαρακτηριστικά προς την κατεύθυνση αυτή: «Απαντώντας στην ερώτηση “ποιος είναι ο πλησίον” ο Ιησούς Χριστός …τοποθετεί τον πλησίον πέρα και έξω από τα στενά ιουδαϊκά πλαίσια, πέρα και πάνω από τους προσδιορισμούς της φυλής, του έθνους, της κοινωνικής τάξης ή ακόμη και της θρησκείας».

Η δύσκολη αυτή κατάσταση δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αποτρέψει την προφητική φωνή της Εκκλησίας, την κριτική και δημιουργική θεολογία να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα της κοινής παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας, τα οποία θα μπορούσαν όντως να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της όλης κατάστασης. Παραμένοντας πιστή στη γνωστή παραίνεση του αποστόλου Παύλου, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28), αλλά πρωτίστως στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. 10, 30-33) η θεολογία δεν μπορεί παρά να εργάζεται για την επικαιροποίηση του μηνύματος του Ευαγγελίου που έχει ως πυρήνα του την απροϋπόθετη αγάπη προς στον κάθε άλλον, τον κάθε πλησίον που αποτελεί εικόνα του όντως «Άλλου».

Στην προοπτική αυτή κεντρική θέση κατέχει η πορεία μετανάστευσης, η πορεία εξόδου του Πατριάρχη Αβραάμ στο συλλογικό ασυνείδητο των τριών «αβρααμικών θρησκειών», μια πορεία που κάποιες φορές αποκαλύπτει κρυμμένες συγγένειες. Από την πλευρά μας οι χριστιανοί, πιστοί στη διδασκαλία για την Αγία Τριάδα και τις ανθρωπολογικές της προεκτάσεις, καλούμαστε να ενθυμούμαστε στη συνάντησή μας με τον «άλλο» τις επιταγές της θεολογίας του προσώπου, αναγνωρίζοντάς τον «άλλο» ως συστατικό στοιχείο του εαυτού μας, της χριστιανικής μας ύπαρξης. Η Ευχαριστία –το κοινό δείπνο του λαού του Θεού πέρα από κάθε είδους διακρίσεις που στηρίζονται στη φύση– θα μπορούσε και πάλι να εμπνεύσει και να ενσαρκώσει το πνεύμα του διαμοιρασμού, της δικαιοσύνης και της φιλοξενίας ή διδάσκοντας μέσω του ανανεωτικού και απελευθερωτικού εκκλησιαστικού ήθους πώς να υποδεχόμαστε την ετερότητα του «άλλου».


Ο Νικόλαος Ασπρούλης είναι Αναπληρωτής Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Διδάσκων στο ΕΑΠ.

Το κείμενο αποτελεί ελληνική εκδοχή σχετικού άρθρου που δημοσιεύθηκε στο γαλλικό οικουμενικό περιοδικό Unité des chétiens, τχ. 203, Ιουλίου 2021.

Το εικαστικό θέμα προέρχεται από τον πίνακα του Αμερικανού ζωγράφου Archibald J. Motley Jr. (1891-1981) «Τα πρώτα εκατό χρόνια: Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος πέτρα πάνω της: Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν».