Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης είναι η τοιχογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29" που φιλοτεχθήκε το 1928 στη Σκόπελο.

ΤΟ “ΟΡΥΧΕΙΟ” ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Το “ορυχείο” της Τουρκοκρατίας

Ευχαριστώ πολύ την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου, δηλαδή τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο και τον Διευθυντή της κ. Παντελή Καλαϊτζίδη, για την πρόσκληση συμμετοχής σ’ αυτή την Τράπεζα Λόγου εξ αφορμής της θεματολογικής εκδίπλωσης στο σήμερα των καρπών της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Οι δάφνες βέβαια των προγόνων όταν ξηρανθούν έχουν τον κίνδυνο φωτιάς που καταναλώνει όσους καθεύδουν επ’ αυτών! Τέτοιες όμως δραστηριότητες σαν αυτές της Θεολογικής Ακαδημίας του Βόλου κρατάνε ζωντανές και θαλερές τις δάφνες για σύγχρονα στεφανώματα…

Η δική μου συμμετοχή στην αποψινή Τράπεζα δεν θα έχει τα στοιχεία ιστοριοδιφικής αναζήτησης και παρουσίασης πτυχών του πολυεδρικού παρελθόντος των τετρακοσίων χρόνων, αλλά την τωρινή ιερατική θέαση αυτών που ήρθαν ως συνεπαγωγές στην ιστορική διαδρομή του Μυστηρίου της Εκκλησίας αυτά τα χρόνια και πάλιν όχι ως περιστατικά, αλλά ως διήκουσες έννοιες.

Α. Το παρελθόν σε… δύο παραγράφους!

Θα ξεκινήσω με την πρώτη και την τελευταία παράγραφο του Επιλόγου του sir StevenRunciman στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία»: 

«Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν συνήλθε ποτέ από τα γεγονότα του 1821. Ο Πατριάρχης εξακολούθησε να παραμένει επί κεφαλής του ορθοδόξου μιλέτ, αλλά η διοίκηση του υφίστατο στενότερη επίβλεψη και οι εξουσίες του περιορίζονταν σταθερά. Μπορούσε ακόμα  το 1908 να εμφανιστεί κατά την έναρξη του κοινοβουλίου, που ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ αναγκάστηκε να συγκαλέσει, μαζί με τους συναδέλφους του ιεράρχες, ως ανώτερος αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά οι θριαμβευτές νεότουρκοι δεν χρειάζονταν πια το σύστημα του μιλέτ και σχεδίασαν την κατάργηση του. Η νίκη των συμμάχων το 1918 γέννησε ελπίδες στους πατριαρχικούς κύκλους.  Αλλά δεν ήλπισαν ότι θα ξαναδινόταν η προηγούμενη εξουσία στο πατριαρχείο, αλλά μάλλον ότι η Κωνσταντινούπολη θα δινόταν στους Έλληνες, ως πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Η ελπίδα υπήρξε μάταιη και καταστράφηκε από την ιδιοφυΐα του Κεμάλ Ατατούρκ. Η ελληνική ήττα στην Μικρά Ασία εσήμανε ότι οι Τούρκοι θ’ ανακτούσαν την Κωνσταντινούπολη και η αντίληψη του Ατατούρκ περί διακυβερνήσεως δεν είχε θέση για τα μιλετ.  Έκτοτε η εξουσία του Πατριάρχη υπήρξε καθαρώς εκκλησιαστική. Έγινε απλώς ο αρχιεπίσκοπος μιας φθίνουσας θρησκευτικής κοινότητας σε ένα κοσμικό κράτος του οποίου οι κυβερνήτες δυσπιστούσαν προς αυτόν και τον αντιπαθούσαν για την πίστη του και για την φυλή του. Το ποίμνιο του, που περιορίστηκε τώρα μέσα στην Τουρκία στην Ιστανμπούλ- το όνομα Κωνσταντινούπολη απαγορεύθηκε- και στα προάστια της, μπορούσε ν’ αποβλέπει σ’ αυτόν μόνο για ηθική καθοδήγηση και πνευματική παρηγοριά.»

Η δεύτερη παράγραφος:

«Η ιστορία του ορθόδοξου πατριαρχείου κατά την διάρκεια της μακράς αιχμαλωσίας της Μεγάλης Εκκλησίας δεν έχει να παρουσιάσει ηρωικές προκλήσεις. Οι ηγέτες του υπήρξαν άνθρωποι που θεωρούσαν συνετό ν’ αποφεύγουν την δημοσιότητα, την εξωτερική λαμπρότητα και τις μεγάλες χειρονομίες. Αν ολίσθαιναν συχνά σε μηχανορραφίες και πολλές φορές στην διαφθορά, αυτή είναι η αναπόφευκτη μοίρα της δευτέρας τάξεως πολιτών υπό μια κυβέρνηση στην οποία ανθεί η δολοπλοκία και η διαφθορά.

Το μεγάλο επίτευγμα του πατριαρχείου υπήρξε ότι, παρ’ όλη την ταπείνωση, την φτώχεια και την περιφρόνηση, η Εκκλησία άντεξε και διατηρείται μια μεγάλη πνευματική δύναμη. Η δάδα είχε σκοτισθεί και χάσει το φως της, όπως παρατήρησε ο Άγγλος Πήτερ Χέϋλυν, που αντιπαθούσε τους Έλληνες, στις αρχές του ΙΖ’ αιώνα, αλλά ο Θεός δεν την άφησε. 

Το φως εξακολουθεί να καίει και καίει λαμπρότερα “καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”.»      

Στα παραπάνω κείμενα αυτός ο μεγάλος ιστορικός ερευνητής και σπουδαίος άνθρωπος, θέτει δύο θέματα στα οποία πρέπει εμείς να απαντήσουμε! Η πρώτη παράγραφος είναι περιγραφή της απογύμνωσης του Πατριαρχείου από κάθε ισχύ και κύρος και επισήμανση ότι πλέον απομένουν, ως δραστηριότητες του Πατριαρχείου, μόνον «η ηθική καθοδήγηση και πνευματική παρηγοριά»!! Θρηνεί ο ιστορικός, άραγε όμως πρέπει να θρηνούν και οι χριστιανοί και δη οι κληρικοί; Υπάρχει για τους κληρικούς σπουδαιότερο έργο από την ηθική καθοδήγηση; Ας μη το περιπλέξουμε με εξυπνάδες… ηθικισμού, εννοούμε το χριστιανικό ήθος, την ποιότητα δηλαδή που διαδίδει στην όποια ατμόσφαιρα η ζωή των χριστιανών!

Αν ο κόσμος και η ζωή είναι μυστήριο μήπως όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένα ξέντυμα από τις αυταπάτες, γοήτρου, κύρους, παντοδυναμίας και, από την μεγαλύτερη απ’ όλες, ότι είμαστε τα αγαπημένα παιδιά του Θεού; Ακόμα και σήμερα, μετά απ’ όλες τις συντριβές που έχουμε υποστεί, ένα πλήθος αδελφών μας θλίβεται και προσδοκά αυταπατώμενο την αποκατάσταση του… αρχαίου βυζαντινού κάλλους!! Προσβλέπει σε προφητείες παλαιές και σύγχρονες για την πολιτική ανάσταση του γένους, ξεχνώντας ότι το γένος των χριστιανών γεννήθηκε και δοξάστηκε στις ανήλιαγες σήραγγες των κατακομβών.

Η δεύτερη παράγραφος καταλήγει μετά από μια ειλικρινή και οδυνηρή αξιολόγηση της ποιότητας των κληρικών, ότι παρά ταύτα το φως εξακολουθεί να καίει και καίει λαμπρότερα «καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Φυσικά δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τον ιστορικό, θεολογική ανάλυση του λόγου του Χριστού για την οικοδομή της Εκκλησίας στην ομολογία του Πέτρου «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος», την οποία ομολογία δεν θα αναιρέσουν ποτέ οι… πύλες του άδου! Έρχεται η Συνοδική ψήφος της αγίας Ε΄ Συνόδου και επακολουθούσα τον άγιο Κύριλλο επεξηγεί ότι «πύλαι Ἅδου» είναι «αἱ τῶν αἱρετικῶν θανατηφόροι γλῶσσαι

Δηλαδή; Ο λόγος δεν αφορά την ιστορία αλλά την θεολογία! Δηλαδή την Εκκλησία διαλύει το ψέμα! Ψέμα στη διδασκαλία (αίρεση-επιλογή). Ψέμα στην ποιότητα της ζωής. Ψέμα στην υποδούλωση σε σκοπιμότητες. Ψέμα που διαχωρίζει απ’ Αυτόν που είναι η Αλήθεια. Τα ιστορικά σχήματα, ακόμα και τοπικών Εκκλησιών, παρέρχονται και αφανίζονται. Η αγωνία του Χριστού είναι να μη πορευθούν στην απώλεια του ψέματος άνθρωποι, ψυχές, για τις οποίες πέθανε και όχι ιστορικά μορφώματα χριστιανικά, ένδοξα και διάσημα θεολογικά, ούτε και κτίρια εκφράσεις αντιλήψεων. Στην εποχή μας έχουμε το “προσόν” του λογικού συμπεράσματος για τα ανωτέρω. Έχουμε μπροστά στα μάτια μας τον ιστορικό αφανισμό των Εκκλησιών της Μαυριτανίας, της Περσίας και των Εκκλησιών της Αποκαλύψεως! Και μπορούμε σαφώς να συνειδητοποιήσουμε τι όντως εννοεί ως κίνδυνο «πυλών του άδη» ο Χριστός. 

Αν ο κόσμος και η ζωή είναι μυστήριο μήπως όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένα ξέντυμα από τις αυταπάτες, γοήτρου, κύρους, παντοδυναμίας και, από την μεγαλύτερη απ’ όλες, ότι είμαστε τα αγαπημένα παιδιά του Θεού; Ακόμα και σήμερα, μετά απ’ όλες τις συντριβές που έχουμε υποστεί, ένα πλήθος αδελφών μας θλίβεται και προσδοκά αυταπατώμενο την αποκατάσταση του… αρχαίου βυζαντινού κάλλους!! Προσβλέπει σε προφητείες παλαιές και σύγχρονες για την πολιτική ανάσταση του γένους, ξεχνώντας ότι το γένος των χριστιανών γεννήθηκε και δοξάστηκε στις ανήλιαγες σήραγγες των κατακομβών.

Στο Ευαγγέλιο ο Χριστός όταν διερωτάται λέγοντας: «Πλήν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἐπί τῆς γῆς εὑρήσει την πίστιν;» (Λουκ. 18, 8), είναι προφανές ότι δεν απορεί για το αν θα βρει ιστορικές μορφές εκκλησιαστικών σχημάτων!

Β. Η Εκκλησία ανοίγει εκπληκτικούς δρόμους (Τουρκοκρατία)

Εκκλησία είμαστε όλοι μαζί, λαός και κλήρος. Πρώτα ο λαός και μετά ο κλήρος, γιατί φυσικά o κλήρος γεννιέται από τον λαό. Ο κλήρος όμως επειδή δεν είναι διοικητική γραφειοκρατία, αλλά ποιμαντική-πατρική ευθύνη, έχει τον πρώτο λόγο για την χάραξη της πορείας του Σώματος. Η αντιστοιχία της διαδρομής του λαού του Θεού στην έρημο του Σινά είναι αρχετυπική και για την διέλευση της “ερήμου” της Τουρκοκρατίας. Ο Μωϋσής στο Σινά με την βοήθεια και των πρεσβυτέρων αντιμετώπιζε τα ανακύπτοντα. Ο Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη κατά την Τουρκοκρατία μαζί με την Σύνοδο αποφάσιζε για τον τρόπο ζωής των χριστιανών ανάμεσα σε αλλόπιστους που ήταν οι κρατούντες δυνάστες.

Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκλεινε τα μάτια του σκοτωμένος πάνω στα τείχη της πόλης που υπεράσπιζε, έκλεινε μαζί του και η πολιτική οντότητα αυτής της πόλης και όσων εξέφραζε. Η ιστορική της οντότητα και παρουσία συνέχισε (και συνεχίζει) την πορεία της, πλέον όμως με άλλους εκφραστές και άλλο περιεχόμενο και με τους πρώην κτίτορες και οικήτορες να μην είναι κτήτορες, αλλά παρακμιακοί οικήτορες. Δούλοι-ραγιάδες-δεύτερης (και όχι μόνον) κατηγορίας πολίτες.

Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για όλα αυτά εμείς. Υπάρχουμε επειδή υπήρξαν όλοι αυτοί οι συνεχιστές του Γεννάδιου, κληρικοί και λαϊκοί. Μπορεί πολλοί να ήταν κατώτεροι των περιστάσεων, όμως είχε διαμορφωθεί ο στόχος και το μέτρο και ήταν σαφές το επιδιωκόμενο. Μπορεί η κοινωνία να είχε υποστρέψει σε κολεκτίβα, όμως το κοινό καλό ήταν το θυσιαστήριο, στο οποίο προσφέρθηκαν άπειρα θύματα ενισχυτικά λόγου ζωής για τους άλλους! Υπήρξε απόλυτη διάκριση της ζωής (όσο σκληρές συνθήκες και αν είχε) από την απλή επιβίωση. Ο υποκειμενισμός ήταν λέπρα που όποιος την κολλούσε “πέθαινε” για το γένος. Αν σήμερα υπάρχουμε ως λαός, ως γλώσσα, ως συνείδηση, το χρωστάμε σ’ αυτούς τους εκφραστές και μαχητές της ορθόδοξης πίστης. Αποκλειστικά και μόνον στην ορθοδοξία. Και μπορούμε να μιλάμε για κατορθώματα ή ήττες, για δόξες ή ατιμίες μας, εμείς και στη γλώσσα μας. Όχι οι ιστορικοί (και οι βιβλιοθήκες) ως ερευνητές ενός λαού που χάθηκε στις πτυχώσεις των κυμάτων της ιστορίας.

Η ιστορία βεβαίως δεν είναι συρροή γεγονότων, είναι πρωτίστως η παρουσία των ανθρώπων. Είναι διάλογος μ’ αυτό που συνέβη. Το σημείο που βρισκόμαστε δεν το φτιάξαμε εμείς, είτε μας αρέσει είτε όχι. Το “έσκαψαν” αυτοί, όλοι αυτοί που έχουν περάσει, με χέρια με νύχια και με δόντια, αλλά και με σκέψη και με αίμα. Το παρελθόν στήνει τις κοσμολογικές καταβολές μας. Το παρελθόν αποκαλύπτει και οριοθετεί. Με γνώση αυτού που εξέφραζε και οριοθετούσε την Πόλη, ο υπεύθυνος του μιλέτ των χριστιανών Πατριάρχης Γεννάδιος αγωνίστηκε να διασώσει το Γένος από τις διαλυτικές τάσεις που μοιραία προέκυψαν από την άλωση. Όταν κανείς χάνει, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αυτοεγκατάλειψης, της αδιαφορίας για ο,τιδήποτε, της απώλειας οποιασδήποτε νοηματοδότησης της ζωής πέραν της επιβίωσης. Ο Γεννάδιος αρνήθηκε κάθε νέα επιλογή πολιτιστικού προτύπου (Γ. Αμιρούτζη/εξισλαμισμός – Πλήθων/εξελληνισμός – Βησσαρίων/εκφραγκισμός) και ανέλαβε τις ευθύνες του οδυνηρού εδώ και τώρα, με γενναίο φρόνημα. Είδε ότι το γένος και ο ελληνισμός θα σωθεί μονάχα αν διατηρήσει την πίστη και την παιδεία του, και εκμεταλλευόμενος τη θέση (Μιλέτμπασης) και το θαυμασμό του Μωάμεθ του Πορθητή για το πρόσωπό του, ίδρυσε ακαδημία για να συνεχιστεί το έργο του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. 

Ο Γεννάδιος έθεσε τα θεμέλια της μετά ταύτα πατριαρχικής πολιτικής που στόχευε στη διατήρηση της πίστεως και στην εκ των ένδον άλωση της τουρκικής αυτοκρατορίας, με το σκεπτικό της επαναλήψεως της ελληνοποιήσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το δεύτερο δεν έγινε κατορθωτό για πλείστους λόγους που δεν είναι του παρόντος. 

Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για όλα αυτά εμείς. Υπάρχουμε επειδή υπήρξαν όλοι αυτοί οι συνεχιστές του Γεννάδιου, κληρικοί και λαϊκοί. Μπορεί πολλοί να ήταν κατώτεροι των περιστάσεων, όμως είχε διαμορφωθεί ο στόχος και το μέτρο και ήταν σαφές το επιδιωκόμενο. Μπορεί η κοινωνία να είχε υποστρέψει σε κολεκτίβα, όμως το κοινό καλό ήταν το θυσιαστήριο, στο οποίο προσφέρθηκαν άπειρα θύματα ενισχυτικά λόγου ζωής για τους άλλους! Υπήρξε απόλυτη διάκριση της ζωής (όσο σκληρές συνθήκες και αν είχε) από την απλή επιβίωση. Ο υποκειμενισμός ήταν λέπρα που όποιος την κολλούσε “πέθαινε” για το γένος. Αν σήμερα υπάρχουμε ως λαός, ως γλώσσα, ως συνείδηση, το χρωστάμε σ’ αυτούς τους εκφραστές και μαχητές της ορθόδοξης πίστης. Αποκλειστικά και μόνον στην ορθοδοξία. Και μπορούμε να μιλάμε για κατορθώματα ή ήττες, για δόξες ή ατιμίες μας, εμείς και στη γλώσσα μας. Όχι οι ιστορικοί (και οι βιβλιοθήκες) ως ερευνητές ενός λαού που χάθηκε στις πτυχώσεις των κυμάτων της ιστορίας.

Γ. Ας έρθουμε στο τώρα

Συμβαίνει στις μέρες μας ν’ ακούμε: «Ο Χριστός, ναι, η Εκκλησία, όχι!». Η Εκκλησία δεν είναι αυτοσκοπός˙ εξυπηρετεί το σκοπό εκείνο που είναι η συνάντηση με το Θεό. Δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης, άλλο ρόλο απ’ το να προωθήσει αυτό το σκοπό. Ο στόχος του Ιησού, όταν ιδρύει την Εκκλησία, είναι να μας κάνει να γνωρίσουμε το Θεό. Με λίγα λόγια, η Εκκλησία είναι το δώρο του Χριστού στην ανθρωπότητα.

Η εξέλιξη του σημερινού κόσμου έχει συντελέσει στο να περνούν κρίση ή ν’ αμφισβητούνται οι παραδοσιακοί θεσμοί φυσικά με πρώτη την Εκκλησία, που οικοδομεί την συνύπαρξη.

Είναι πράγματι κακό αυτό; Δεν είναι βέβαιο. 

Όσο η αλληλεγγύη στηρίζεται μόνο στο αίμα, στην ομάδα, στη φυλή, ή ακόμα στο γεγονός της από κοινού ζωής, είναι μια “νομική” περιορισμένη αλληλεγγύη. Σήμερα, που η έμφαση δίνεται στο άτομο, καλούμαστε να βρούμε ελεύθερα νέες μορφές αλληλεγγύης.

Ίσως είναι μειονέκτημα ότι μπορεί να μην έχουμε αλληλεγγύη, αλλά το τεράστιο πλεονέκτημα είναι, ότι μπορούμε ελεύθερα, να έχουμε ή να μην έχουμε! Σε μας απόκειται λοιπόν η δυνατότητα να λέμε, χωρίς να μας επιβάλλεται κάτι τέτοιο, ότι «οφείλουμε» να είμαστε αλληλέγγυοι.

Πώς θα οικοδομήσουμε αυτή την αλληλεγγύη;

Πρέπει να καλλιεργήσουμε την αγάπη για το παρόν, δηλαδή την αγάπη για το σήμερα του Θεού. Δεν μπορούμε ν᾽ αγαπάμε τον γείτονά μας, αν δεν αγαπάμε τον χρόνο μέσα στον οποίο ζούμε. Το σήμερα, είναι βέβαια εφήμερο, αλλά είναι η μόνη στιγμή που μπορούμε να κάνουμε κάτι. Δυσφήμιση του παρόντος σημαίνει υποχρεωτικά δυσφήμιση των προσώπων! Είναι τα γνωστά που ακούμε: «Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι..κ.λ.π.». Πρέπει να έχουμε την ικανότητα οι χριστιανοί να διακρίνουμε πώς το Άγιο Πνεύμα φωτίζει και τον σημερινό κόσμο! Ότι είναι επί το έργον και σήμερα! Πρέπει να “φτιάξουμε” ένα μέλλον, όχι πια φοβούμενοι, αλλά αγαπώντας.

Ο δικός μας ρόλος, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, είναι να φτιάξουμε ένα αληθινό Σώμα του Χριστού με αυτές τις διαφορετικότητες. Υπηκοότητα στην Εκκλησία, είναι το Βάπτισμα. Με το Βάπτισμα, όλοι είναι γνήσιοι πολίτες, όχι από καταγωγή. Ο ρόλος μας είναι να λέμε στον καθένα ότι είναι πολίτης της Εκκλησίας, πολίτης του Ουρανού όπως ακριβώς είναι. Με την κουλτούρα του τη χθεσινή, τη σημερινή και την αυριανή.

Η Εκκλησία λοιπόν καλείται να παίξει ένα ρόλο “εργαστηρίου” μέσα σ᾽ αυτή τη νέα “συνύπαρξη” που οικοδομείται.

Πρέπει να επιδιώκουμε και να καλλιεργούμε… μικροπράγματα. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας δεν στέλνουμε μεν τους ανθρώπους στα σπίτια τους με ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, αλλά όμως τους λέμε: «Ἐν εἰρήνη προέλθωμεν» – «Πηγαίνετε στην ειρήνη του Χριστού». Είναι η εσωτερική ειρήνη της μεταμορφωμένης καρδιάς. Ειρήνη που μας κάνει προσεκτικούς απέναντι στο σήμερα, χωρίς προκαθορισμένο σχέδιο, ανοιχτούς στη συνάντηση. Είναι πολύ σημαντικό να ζούμε σ᾽ αυτή την ενεργό και ανοιχτή ειρήνη, που θέλει να συναντάει τον δυναμισμό των ανθρώπων. Αυτό συμβαίνει πάντα με τρόπο μη αναμενόμενο.

Η Εκκλησία καλείται να ανοίξει δρόμους και να αναγγείλει το Ευαγγέλιο με καινούριους τρόπους, σ’ ένα κόσμο, που κάθε μέρα και περισσότερο, αποξενώνεται και απ’ το Ευαγγέλιο και απ’ την Εκκλησία.

Η Εκκλησία καλείται να φέρει σε επαφή τον σύγχρονο κόσμο με την ζωοποιό και αιώνια δύναμη του Ευαγγελίου. Την ενορία, το ουσιαστικό κύτταρο ζωής της Εκκλησίας, στο οποίο κύτταρο καλείται να συνδεθεί οργανικά ο σημερινός… άστεγος πνευματικά άνθρωπος.Και αυτό είναι το πρώτιστο και απολύτως αναγκαίο, γιατί πολλοί σήμερα δεν αντιλαμβάνονται την σημασία της αποστολής της Εκκλησίας (έχοντας και τραυματικές πολλές φορές εμπειρίες) και ούτε είναι διατεθειμένοι να δεχθούν τις προτροπές της. Χωρίς την “ένσαρκη” πραγματικότητα της ενορίας η Εκκλησία κινδυνεύει να γίνει θεσμός, γραφεία, διοικητικός οργανισμός, που όσο μεγαλώνει, έστω κι αν είναι ο πιο σύγχρονος, τόσο λιγότερο χώρο αφήνει στο Πνεύμα του Θεού. Τόσο λιγότερο χώρο αφήνει στον Χριστό και στην ελευθερία, που δημιουργεί η αλήθεια Του.

Και μέσα σ’ αυτά, μέσα στην “πανδημία” της μετανάστευσης, όταν ο ξένος διαβάζεται ως κίνδυνος τότε  έχει πεθάνει η ιεραποστολή για την Εκκλησία συντετριμμένη κάτω από τα ερείπια που δημιουργούν, διαχρονικά η αδιαφορία και, στη σύγχρονη εκδοχή, η politicalcorrect ανάγνωση της συνύπαρξης.

Όμως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τη δυνατότητα να οικοδομήσουμε το σώμα του Χριστού, γιατί ο Χριστός διέγραψε-σκότωσε το μίσος. Αν δεχτούμε το Πνεύμα Του, είναι δυνατό να το κατορθώσουμε. Μια κατακερματισμένη κοινωνία δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον βαπτισμένο. 

Η απορία που γεννιέται πλέον είναι:

Ποια είναι η θέση που κατέχει στη σύγχρονη “κοινωνία” η Εκκλησία των Χριστιανών σε σχέση με τις άλλες θρησκείες; 

Πολλές θρησκευτικές κοινότητες κηρύττουν με ειλικρίνεια την ειρήνη. Η ιδιαιτερότητα των Χριστιανών είναι ότι πλέον δεν μπορούν και δεν πρέπει να συνδέουν το Ευαγγέλιο με μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Βέβαια εκφραζόμαστε μέσα στη δική μας κουλτούρα. Αλλά πρέπει να μη ξεχνάμε, αλλά να ξέρουμε πως όλοι είμαστε ξένοι. Πρέπει να έχουμε αυτή την συναίσθηση του «ξένου». Ακολουθώντας τον όντως Ξένον πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι και μεις είμαστε ξένοι που μας υποδέχθηκε Αυτός και οι δικοί Του. Καμιά κουλτούρα δεν μπορεί να λέγεται κουλτούρα του Χριστού. Κάθε τοπική Εκκλησία ξεκίνησε από, και με, τους ειδωλολάτρες! Και μεις πρέπει να βρούμε την ελπίδα που δίνει το κουράγιο σε κάποιον να “δοθεί”.

Η Εκκλησία καλείται να ανοίξει δρόμους και να αναγγείλει το Ευαγγέλιο με καινούριους τρόπους, σ’ ένα κόσμο, που κάθε μέρα και περισσότερο, αποξενώνεται και απ’ το Ευαγγέλιο και απ’ την Εκκλησία. Η Εκκλησία καλείται να φέρει σε επαφή τον σύγχρονο κόσμο με την ζωοποιό και αιώνια δύναμη του Ευαγγελίου. Την ενορία, το ουσιαστικό κύτταρο ζωής της Εκκλησίας, στο οποίο κύτταρο καλείται να συνδεθεί οργανικά ο σημερινός… άστεγος πνευματικά άνθρωπος.Και αυτό είναι το πρώτιστο και απολύτως αναγκαίο, γιατί πολλοί σήμερα δεν αντιλαμβάνονται την σημασία της αποστολής της Εκκλησίας (έχοντας και τραυματικές πολλές φορές εμπειρίες) και ούτε είναι διατεθειμένοι να δεχθούν τις προτροπές της. Χωρίς την “ένσαρκη” πραγματικότητα της ενορίας η Εκκλησία κινδυνεύει να γίνει θεσμός, γραφεία, διοικητικός οργανισμός, που όσο μεγαλώνει, έστω κι αν είναι ο πιο σύγχρονος, τόσο λιγότερο χώρο αφήνει στο Πνεύμα του Θεού. Τόσο λιγότερο χώρο αφήνει στον Χριστό και στην ελευθερία, που δημιουργεί η αλήθεια Του.

Θα τελειώσω με δυο μικρά αποσπάσματα από έναν Κωνσταντινουπολίτη συγγραφέα, πεθαμένο ήδη εδώ και 45 χρόνια, τον Γιώργο Θεοτοκά, από ένα άρθρο του στο πάλαι ποτέ περιοδικό ΣΥΝΟΡΟ με τίτλο: «Η Εκκλησία και το Έθνος», ο οποίος βλέπει τι είναι μπροστά του και τα λέει ωμά. Κι εμείς τώρα αν δεν μάθουμε να μιλάμε ωμά, δεν θα γιατρευτεί ποτέ τίποτα:

«Αυτό το αίσθημα της δύναμης, της πνευματικής και καιρικής, είναι αρκετά χρόνια που η Εκκλησία δε μας το δίνει πια. Η Ιστορία γύρισε το φύλλο. Η σχέση του ελληνικού λαού με την Εκκλησία του δεν είναι σήμερα αυτή που ήταν τους τελευταίους αιώνες, αλλά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποια θα είναι στο εξής. Αισθανόμαστε ότι δημιουργήθηκε ένα κενό, σαν να έπαψε η Εκκλησία να εκπληρώνει τον καθιερωμένο από την εθνική παράδοση ιστορικό προορισμό της, τον προορισμό του “Κράτους εν Κράτει” και των αγώνων για την αποκατάσταση του Γένους, δίχως όμως να έχει ξεκαθαρίσει μέσα της τι πρέπει να είναι, από δω και πέρα, η αποστολή τηςΕξ ου και οι σημερινές δυσκολίες, η αόριστη δυσφορία που την περιβάλει: αμηχανία από τη μια μεριά και απογοήτευση από την άλλη

Και τελειώνω:

«Όσο κι αν είναι η Εκκλησία μας κρατική, αν θελήσουμε να ανατρέξουμε στις πηγές και να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ο γνήσιος, ο αιώνιος προορισμός της δεν είναι να σώζει ένα έθνος, αλλά “πάντα τα έθνη”, δηλαδή τον Άνθρωπο “αυτόν καθεαυτόν”. Η εντολή δόθηκε πολύ καθαρά, με τρόπο που δεν αφήνει έδαφος για αντιγνωμίες. Σεβόμαστε την Ιστορία μας και την αγαπούμε· παραδεχόμαστε ότι ιστορικές ανάγκες αδυσώπητες επιβάλανε στην Εκκλησία μας την πορεία που ακολούθησε τους τελευταίους αιώνες· τιμούμε τη δράση και τις θυσίες της. Τώρα όμως που άλλαξαν οι ιστορικές συνθήκες, είναι ίσως καιρός να ακουστεί πάλι ο καθαρός ευαγγελικός λόγος. Τούτο, βέβαια, δε σημαίνει πως η Εκκλησία είναι δυνατό να αδιαφορήσει για την τύχη του λαού που την περιβάλλει και που είναι “σαρξ εκ της σαρκός του”. Θα ήταν κάτι παράλογο από κάθε άποψη, τόσο περισσότερο που ο ίδιος ο λαός είναι συστατικό στοιχείο της Εκκλησίας. Χρωστά λοιπόν να τον βοηθεί, στη ζωή του, με κάθε μέσο που διαθέτει, αυτόν που είναι ο δικός της λαός. Αλλά τι μεγαλύτερη βοήθεια μπορεί να του προσφέρει παρά να συντελέσει, με τα έργα της και το παράδειγμά της, ώστε να γίνει πιο δίκαιος, πιο καλός, πιο ανθρώπινος, πιο πρόθυμος να συναδελφωθεί, πιο ελεύθερος από την κακία, την απληστία και τους σκοτεινούς ομαδικούς εγωισμούς;»

Σας ευχαριστώ.


Ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος είναι θεολόγος και κληρικός της Ι. Μητροπόλεως Πρεβέζης.

Το παρόν κείμενο αποτελεί την παρέμβαση του π. Θεοδοσίου Μαρτζούχου στη Στρογγυλή Τράπεζα με θέμα «Η εκκοσμίκευση του Κράτους και της κοινωνίας και η μαρτυρία της Εκκλησίας», που διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, στο πλαίσιο της δράσης της Επιτροπής «Η Ελλάδα το 2040», στο Ξενοδοχείο «Μακεδονία Palace» στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Σεπτεμβρίου 2021.

Το εικαστικό θέμα της ανάρτησης είναι η τοιχογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται άτρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29″ που φιλοτεχθήκε το 1928 στη Σκόπελο.

Θεοδόσιος Μαρτζούχος

Ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος είναι θεολόγος και κληρικός της Ι. Μητροπόλεως Πρεβέζης.

Το ιστολόγιο «πολυμερώς και πολυτρόπως» προάγει τον διάλογο και τη συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, καθώς επίσης και με ζητήματα διαθρησκειακού διαλόγου. Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς των επιμέρους άρθρων δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.

Φθινόπωρο στη Ναζαρέτ
Προηγούμενο άρθρο

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΑΝΑΓΡΑΦΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;

Liu Xiaodong painting
Επόμενο άρθρο

Ο ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ